Με το ΚΤΕΛ για Αθήνα (pimami)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

«... Προλαβαίνω... ;» αναρωτιέμαι και κάνω να βγάλω ένα τσιγάρο απ το πακέτο. Το μετανιώνω! Μόλις έχει αρχίσει ο, οδηγός, να φορτώνει τις βαλίτσες στην κοιλιά του λεωφορείου. «... Ξεκινάμε...» σκέφτομαι και βάζω το τσιγάρο πάλι στην τσέπη μου, δεν ψάχνω καν για το πακέτο, χύμα στην τσέπη!! ! Όσο η διαδικασία φόρτωσης εξελίσσεται, κοιτάζω τους συνταξιδιώτες μου και πιο συγκεκριμένα τις συνταξιδιώτισσες...! «... Καλά πάμε...» σκέφτομαι και σιγοψιθυρίζω ένα ξερό «... μάλιστα...», που μάλλον δεν τ’ άκουσε και κάνεις. Την έχω ξαναζήσει αυτή την στιγμή... Δεν έχω να χωρίσω τίποτα με τις γιαγιάδες και τους παππούδες – πάντα με σεβασμό και ευγένεια τους φέρομαι – έκτος από... Εκτός από μια θέση στο παράθυρο του λεωφορείου, εκτός από τον μικρό χώρο της διπλής θέσης 24-25 του δρομολογίου για Αθήνα... Το θέμα όμως για εμένα είναι πως στην θέση της οποιασδήποτε γιαγιάς ή παππού θα μπορούσε να ήταν μια άγνωστη, νεαρή συνταξιδιώτισσα, που μέσα στις 4 ώρες θα προλάβει να γίνει γνωστή και αργότερα πιο γνωστή...

Έχω ήδη μπει στο λεωφορείο και έχω κάτσει στην θέση μου (ίσως στην θέση του διπλανού, με σκοπό να προλάβω το παράθυρο) και περιμένω... Όχι να ξεκινήσουμε, μα να πω καλησπέρα σ’ αυτήν που θα καθίσει δίπλα μου. Έχω ξεχωρίσει δυο-τρεις πιθανές και όπως κάθε φορά, έχω το προαίσθημα πως θα είμαι επιτέλους τυχερός. Κοιτάζοντας αμήχανα το τζάμι νιώθω το τρίξιμο της διπλανής καρέκλας. Γυρίζω να κοιτάξω και πριν γίνουν τα αποκαλυπτήρια, έχω την καλησπέρα στην άκρη των χειλιών μου. «Θέλετε να καθίσετε στο παράθυρο μήπως;» Μα μόλις τον ανύποπτο νεαρό, με τα αλλοδαπά χαρακτηριστικά, πνίγω και την καλησπέρα και την ευγένειά μου. «... Δεν του λέω τίποτα...», σκέφτομαι, «... αν θέλει ας μου ζητήσει αυτός να αλλάξουμε θέση...» Στο βάθος ξεχωρίζουν τρία τέσσερα γυναικεία κεφάλια και εγώ τα βάζω ξανά με την τύχη μου. Είναι αλήθεια πως εδώ και πέντε χρόνια κάνω αυτό το δρομολόγιο και ποτέ δεν έχω συνταξιδέψει με κάποια από αυτές που μου γυάλισαν κατά την επιβίβαση... Ποτέ!!!!! «... Δεν θα σκάσω κιόλας...» Σκάω ένα χαμόγελο κοιτώντας τον σταθμό των ΚΤΕΛ που απομακρύνεται και ξαναθυμάμαι πως από πολύ πριν μπω στο λεωφορείο έχω πλέξει ένα ’’σενάριο’’ για τις δύσκολες ώρες του ταξιδιού...

Πάνε έξι μήνες κιόλας που έλαβε τέλος η μικρή ιστορία μου με την Βίκυ, που γνώρισα και ερωτεύτηκα το καλοκαίρι. Είχε τότε έρθει φιλοξενούμενη της αδερφής μου στην Καλαμάτα για μια εβδομάδα και μέσα σε δυο μέρες μπήκε το μικρόβιο για τα καλά μέσα μου. Λένε πως ο έρωτας έρχεται από μόνος του την στιγμή που αυτός θέλει... Κάπως έτσι ήταν και αυτό, που ήρθε και πέρασε, αφήνοντας ένα όνειρο ανεκπλήρωτο, μια ζωή που δεν άλλαξε ποτέ... Αυτή η χρονική απόσταση των έξι μηνών κάθε άλλο παρά αρκετή είναι, τουλάχιστον όσο αφορά σε μένα, ώστε να μην ταξιδεύω με την πρώτη ευκαιρία στον μοιραίο Αύγουστο. Δεν είναι κακό να ταξιδεύεις στο παρελθόν, αρκεί να μην σου γεννά, αυτό το ταξίδι, αυταπάτες, να μην σε εκτροχιάζει από το ταξίδι του παρόντος και του μέλλοντος. Το παρελθόν μου, έχει ήδη προδιαγράψει μια πορεία δίχως την Βίκυ και το ξέρω καλά, μα είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να γυρίσω για λίγο πίσω. Και θα το κάνω σε τούτο το δρομολόγιο, θα ροκανίσω τις ώρες, θα ροκανίσω το ίδιο μου το μυαλό και θα ξεθάψω έναν έρωτα που θάφτηκε ζωντανός, που ζει ακόμα κάτω από τα μπάζα των έξι μηνών που περάσανε...

Η βροχή όλο και δυναμώνει, τίποτα δεν φαίνεται από το τοπίο, μα δε με νοιάζει και πολύ. Το δρομολόγιο είναι γνωστό, χρόνια τώρα, γνωστός και ο τρόπος για να περάσουν οι 4 ώρες του... Την έχω ήδη βάλει στο μυαλό μου και το μόνο που μου μένει είναι να γείρω το κεφάλι μου στο παγωμένο τζάμι και να σκεφτώ. «... Αργότερα...» σκέφτομαι και παρατάω την προσπάθειά μου αποφασίζοντας ταυτόχρονα να καταπιαστώ με τις ασχολίες των συνεπιβατών μου, πριν τους πάρει ο ύπνος... «... Έχω χρόνο για την Βίκυ και αλίμονό μου αν ασχολούμαι με αυτήν σ’ όλο το ταξίδι...» Κοιτάζω τον διπλανό μου, κοιτάζω έναν -έναν όλους τους συνταξιδιώτες και γυρίζω το κεφάλι προς το παράθυρο για να απενοχοποιήσω το αδιάκριτο βλέμμα μου, που ήδη διάλεξε τον ήρωα του πολύ εύκολα. Ο διπλανός συμπαθής «αλλοδαπός» ούτε που φαντάζεται πως πρωταγωνιστεί σε μια απίθανη-πιθανή ιστορία που άρχισε κιόλας να ξετυλίγεται... «... Τελικά είναι Πακιστανός...» καταλήγω με μια βεβαιότητα, ούτε και ‘γω ξέρω από πού προέρχεται, «... Πακιστανός απόφοιτος μιας δραματικής σχολής, που προσπαθεί να τελειοποιήσει τα ελληνικά του διαβάζοντας εφημερίδα...» «... Καλά δεν ζαλίζεται... ;...» αναρωτιέμαι θαυμάζοντας την προσήλωσή του στο έντυπο, πάρα τις απανωτές στροφές και το λιγοστό φως. Ο θαυμασμός μου μεγαλώνει όταν ο «Πακιστανός» βγάζει ένα στυλό από την τσέπη του και ξεκινά να λύνει το σταυρόλεξο στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας! Προσηλώνομαι για λίγο στο σταυρόλεξο, μα ζαλίζομαι και ξαναγυρνώ στο βροχερό τοπίο. «... Μα είναι προφανές...» σκέφτομαι, «... προσπαθεί να τελειοποιήσει τα ελληνικά του...»... «... και γιατί να μην τον βοηθήσω... ;...» και ξεπερνώντας τους δισταγμούς μου, αποφασίζω να του δώσω την απάντηση στο 7 κάθετα...

-Μαίναλο, του λέω...

-Ορίστε... ; απαντά ξαφνιασμένος...

-Λέω, το 7 κάθετα... Μαίναλο...!

-Μα το 7 κάθετα έχει 7 γράμματα κύριε...

-Ε, και το Μαίναλο τόσα έχει...!

-Έξι έχει... ΜΕ-ΝΑ-ΛΟ... δεν πάει...! Εκτός κι αν γράφεται με δύο λ...

-Με ΑΙ...! Τον διορθώνω και ταυτόχρονα τον δικαιολογώ μια και ήδη τα ελληνικά του, παρ’ ότι Πακιστανός, είναι πολύ καλά...

-Α, ευχαριστώ!!! Πώς μου έχει κολλήσει ότι γράφεται με ε; μου απαντά και κοκκινίζει από ντροπή ή από τη ζέστη που τον χτυπά στο πρόσωπο. Ο οδηγός μόλις που άνοιξε τον κλιματισμό για να ζεσταθεί το λεωφορείο και ‘γω προσπαθώ να επιβεβαιώσω πως η καταγωγή του διπλανού μου είναι όντως από το Πακιστάν...

-Δε θα είσαστε από αυτά τα μέρη για να μην το ξέρετε, μα δεν παίρνω καμία απάντηση, μένοντας με την απορία και αναμένοντας την επιβεβαίωση της καταγωγής του...

-Και πού βρίσκεται αυτό; με ρωτάει τελικά...

-Στην Αρκαδία, του απαντώ και συμπληρώνω, εδώ πιο πάνω είναι, έχει και χιονοδρομικό κέντρο...!

-Α, δεν κάνω τέτοια αθλήματα! «... σιγά μην κάνουνε σκι στο Πακιστάν...» σκέφτομαι περιφρονητικά- όχι πως έχω κάνει εγώ σκι- και σωπαίνω έχοντας σχεδόν επιβεβαιώσει αρχική μου εντύπωση. Ο διάλογος μας δεν συνεχίζεται, καθώς εγώ προσπαθώ να διακρίνω κάτι από το τοπίο, μια και η ομίχλη έχει αρχίσει να σπάει, ενώ αυτός προσπαθεί να βρει το βουνό της Πελοποννήσου με τα 7 γράμματα...

Έτσι, προσπαθώ να συνεχίσω στο μυαλό μου την ιστορία του μετανάστη-φοιτητή και μετέπειτα άνεργου ηθοποιού, που έφτασε μέχρι την Καλαμάτα για να συναντήσει τον σκηνοθέτη της διαφήμισης που θα πρωταγωνιστήσει. Πρόκειται για έναν καλαματιανό σκηνοθέτη που έχει αναλάβει την διαφήμιση μιας νέας φίρμας καραμέλας με άρωμα μέντας και βρίσκεται στην Καλαμάτα όχι μόνο λόγω της καταγωγής του, αλλά γιατί θέλει να κάνει τα γυρίσματα της διαφήμισης σε μέρη της πόλης, μετά από πιέσεις των τοπικών αρχών για να γίνουν γνωστές οι ομορφιές της. Έχω κιόλας δώσει την δική μου εξήγηση, στο ότι ο διπλανός μου βγάζει κάθε 10 λεπτά από το σακάκι του, το πακέτο με την άγνωστη μάρκα και τρώει τις καραμέλες δυο-δυο. Κάπως έτσι αρχίζει να ξεδιπλώνεται το σενάριο της διαφήμισης... Καλοκαίρι, ζέστη... Ανυπόφορη ζέστη και ο ήρωας της διαφήμισης γυρίζει στους δρόμους ψάχνοντας μια σταγόνα δροσιάς. Η κατάστασή του απελπιστική, σε τέτοιο σημείο που βλέποντάς τον, ένας γέρο περιπτεράς, πετάγεται από το πόστο του και του προσφέρει ένα πακέτο καραμέλες. Ο ήρωας χωρίς να το σκεφτεί ανοίγει το πακέτο και με γρήγορες, νευρικές κινήσεις, βάζει στο στόμα του την πρώτη καραμέλα. Και γίνεται το θαύμα...! Βρίσκεται ξαφνικά στην παραλία της Σάντοβας, μέσα στο νερό, περιτριγυρισμένος από μοντέλα-λουόμενες... Το σλόγκαν ακούγεται ταυτόχρονα από μια γυναικεία φωνή: Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΡΑΜΕΛΑ ΔΡΟΣΕΞ ΣΕ ΣΤΕΛΝΕΙ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ... Ο δροσισμένος προσγειώνεται ξανά στην πραγματικότητα μπροστά στον περιπτερά που χαϊδεύοντας το μουστάκι του τον ρωτάει: «Σε έστειλε;» Ο ήρωας συνεπαρμένος, αγνοεί τον περιπτερά, ξανανοίγει το πακέτο και τρώει δεύτερη καραμέλα. Το θαύμα ξαναγίνεται... Αυτή τη φορά βρίσκεται στον χιονισμένο Ταΰγετο περιτριγυρισμένος από γούνινα μοντέλα που του πετάνε χιονόμπαλες και γελάνε. Το σλόγκαν ακούγεται από την ίδια γυναικεία φωνή: Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΡΑΜΕΛΑ ΔΡΟΣΕΞ ΣΕ ΣΤΕΛΝΕΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ... Και η διαφήμιση τελειώνει με τον ήρωα μας να κάνει σκι στο χιονοδρομικό κέντρο του Ταϋγέτου, ασχέτως αν αυτό ακόμα δεν υφίσταται σαν τουριστική ευκολία της Μεσσηνίας...

Ενώ χαμογελώ, έχοντας την εικόνα του «Πακιστανού» να κάνει σκι ψιθυρίζω ασυναίσθητα μια λέξη που τελικά ακούει ο διπλανός μου.

-... Ταΰγετος...

-Ορίστε; Πώς είπατε;

-Τίποτα-τίποτα... Σκέφτομαι πως έχω ήδη γίνει ρεζίλι και προσπαθώ να μπαλώσω το παραμιλητό μου και ανασύρω το 7 κάθετα, αδιαφορώντας για το αν είναι σωστή η καινούργια μου ιδέα...

-Λέω Ταΰγετος... 7 γράμματα...

-Δηλαδή... ;

-Για το 7 κάθετα λέω ρε φίλε... Ταΰγετος... Πάει... ;

-Αυτό είναι, μου λέει αυτός και με πιάνουν τα γέλια, που βρήκα λύση στο 7 κάθετα έστω και μέσω της καραμέλας «ΔΡΟΣΕΞ» και της διαφήμισής της...

-Γιατί γελάτε κύριε... ; Πού να κάτσω να του εξηγήσω τώρα για τις καραμέλες, τον καλαματιανό σκηνοθέτη και για το πώς έφτασα στον Ταΰγετο...

-Γελάω, γιατί ήταν τόσο εύκολο και τόσο κοντά μας και δεν το σκέφτηκα τόση ώρα... του απαντώ και ταυτόχρονα αναρωτιέμαι αν όντως το Μαίναλο γράφεται με ΑΙ ή με Ε...

-Πάντως ευχαριστώ... μου λέει και συνεχίζει να λύνει το σταυρόλεξό του.

Κάπως έτσι έχουνε κιόλας περάσει 2 ώρες ταξιδιού και ο καθένας από τους συνεπιβάτες μου έχει τον δικό του τρόπο να περάσει την ώρα του, στα στενά όρια της θέσης του στο λεωφορείο, με την γνώστη ή άγνωστη παρέα δίπλα του. Δυο θέσεις πιο μπροστά μια κυρία τρώει με βουλιμία το τρίτο σακουλάκι με πατατάκια, σκορπίζοντας τα ψίχουλα στο διάδρομο του λεωφορείου. Με την άκρη του βλέμματός μου τη συλλαμβάνω να σκουπίζει τα λαδωμένα χέρια της πάνω στο μπροστινό της κάθισμα. Ο διπλανός της κοιμάται, ή μάλλον προσπαθεί να κοιμηθεί, γιατί φαντάζομαι είναι δύσκολο να σε πάρει ο ύπνος έχοντας δίπλα στ αυτιά σου, το εκνευριστικό κριτς-κρατς της σακούλας και του λυσσαλέου μασήματος... Λίγο πιο πίσω ένας ακόμη εκνευριστικός ήχος έρχεται να προστεθεί στο προαναφερθέν κριτς-κρατς. Είναι το κομπολόι ενός παππούλη, που θαρρείς και ξορκίζει τα χιλιόμετρα της διαδρομής, χτυπά τις χάντρες με εκνευριστικά αργό ρυθμό. Κάθε 200 μέτρα εναλλάσσεται το τακ με το τικ, καθώς είναι διαφορετικός ο ήχος της κάθε χάντρας. Κάθε δύο χιλιόμετρα ακούγεται κι ένα τουκ που σπάζει την μονοτονία και δεν είναι τίποτε άλλο από το κομπολόι που έπεσε απ τα χέρια του δύστυχου γεράκου, που ανάλογα με την κλίση του δρόμου την στιγμή της πτώσης, ζητά από τους μπροστά ή τους πίσω του να του δώσουν το πολύτιμο παιγνίδι του. «... Αν έρθει προς τα μπρος θα του το κρύψω και κάνω τον ανήξερο...» σκέφτομαι γεμάτος κακία, παρ’ όλο που δεν με ενοχλεί ιδιαίτερα η ασχολία του συμπαθούς γέρου. Λες κι είπα στον εαυτό μου: «... από τώρα και στο εξής, θα σε ενοχλεί το κομπολόι του παππού...», χωρίς να ξέρω και ‘γω ο ίδιος τον λόγο...

Με έχει κουράσει το ταξίδι... Με έχουν κουράσει όλοι οι γύρω μου... Κάτι πρέπει να κάνω πριν ξεσπάσω εις βάρος τους, πριν ξεσπάσω εις βάρος του ίδιου μου του εαυτού... Έχει νυχτώσει και είμαστε κάπου στα μισά... Κάπου στα μισά και τα βλέφαρά μου, έχουν πάρει την εντολή απ’ τον εγκέφαλο να κλείσουν, μα κάτι τα κρατά ανοιχτά... Και ασφαλώς δεν είναι ούτε ο διπλανός μου, ούτε τα πατατάκια της κυρίας μπροστά, ούτε το κομπολόι του παππού... Εγώ βρίσκομαι κάπου εκεί έξω, κάπου στα βρεγμένα χωράφια, κάπου στο βαθύ σκοτάδι και είμαι σίγουρος πως έρχεται το φως... Και δεν θα ‘ναι ούτε το φως της Τρίπολης, ούτε της Αθήνας, ούτε της Κορίνθου... Με έχει κουράσει το ταξίδι... κι όλο ταξιδεύω... Με έχουν κουράσει τα δρομολόγια... κι όλο επιστρέφω... Και μην φαντάζεστε πως είναι τίποτε άλλο εκτός από επιστροφές τα ταξίδια μου... Σκαλίζω με μανία και φέρνω στην επιφάνεια ευρήματα, χθεσινά τρόπαια και λάθη... Σκαλίζω τη μνήμη και βρίσκω δρόμους χθεσινούς, που είναι στιγμές που γίνονται σημερινοί... Παίρνουν την θέση του άδειου του σήμερα, του αβέβαιου αύριο... Κάπως έτσι βρίσκομαι στον σταθμό του Κηφισού, έχοντας επισπεύσει την άφιξή μου στην Αθήνα. Έχω πάλι ζωντανεύσει το παρελθόν και το έχω ενθρονίσει στην δική μου διάσταση, το έχω ξανακάνει εικόνα και είμαι κι εγώ μέσα σ αυτή, ζω και δε ζω μέσα σε κάτι που και έχω και δεν έχω ξαναζήσει ταυτόχρονα! Έχω κατέβει από το λεωφορείο και βαδίζω με την βαλίτσα ανά χείρας προς την ουρά για τα ταξί. Ένα χέρι μου χτυπάει τον ώμο και ταυτόχρονα μια γυναικεία φωνή ακούγεται...

-Καλώς ήρθες...

-Καλώς ήρθα...! Ψελλίζω αμήχανα έχοντας γυρίσει προς το μέρος της γυναίκας που με σταμάτησε και έχοντας έκπληκτος αντικρίσει την Βίκυ! Είναι απ τις στιγμές που και είσαι καρφωμένος στο έδαφος και αεροβατείς. Που προσπαθείς να κάνεις ένα βήμα και είσαι κολλημένος στο τόπο και στον χρόνο, που ταυτόχρονα χάνεις την αίσθηση του βάρους σου και νομίζεις πως δεν πατάς πουθενά... Έτσι πετώ τούτη την στιγμή και ουρανός μου είναι η αγκαλιά της και η στιγμή που ζω αιώνας... Μέσα σ αυτή την αγκαλιά είμαι αθάνατος, το νιώθω... Είναι μαζεμένη μέσα σ αυτή την αγκαλιά, αμέτρητη ποσότητα ζωής και είναι εκεί μέσα η ζωή μου η αληθινή... Όλα τα άλλα, τα έξω, είναι η άλλη η ζωή, ένα συμπλήρωμα-υπηρέτης του ερωτευμένου βίου! Περνάμε τη ζωή μας στα γραφεία, στους δρόμους, στις πόλεις, στα χωριά, μετράμε μέρες, μήνες, εποχές, λεφτά, λεπτά και ώρες που δεν έρχονται ή ήρθαν και δεν χαμπάριασε κανείς πότε χαθήκαν... Για μια αγκαλιά, για ένα φιλί, για ένα βλέμμα, για τις στιγμές που είσαι αθάνατος, ή απλά ερωτευμένος... Εκεί και εγώ, σε μια τέτοια στιγμή, έχω όλες μου τις αισθήσεις προσηλωμένες επάνω της κι όλες οι αισθήσεις της ψάχνουν να βρουν τις δικές μου, για να δηλώσουν την παρουσία τους, για να πάρουν την επιβεβαίωση! Ναι! Είναι μπροστά μου! Είμαι αθάνατος και είναι αιωνιότητα ετούτη η στιγμή...

Μέχρι που ανοίγει η πόρτα του λεωφορείου και η βαβούρα με ξυπνά, μαζί με την πρωτευουσιάνικη ψύχρα και μυρωδιά του αέρα. Τώρα είναι που προσγειώνεσαι και κινείσαι γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, γιατί πρέπει να συνεχίσεις να υπάρχεις, μήπως και ζήσεις στην πραγματικότητα αυτό που ονειρεύτηκες, γιατί είναι κρυμμένη στο κουτί ακόμα η ελπίδα... Σέρνω το βήμα μου προς την ουρά για τα ταξί, με την βαλίτσα στο χέρι και την ελπίδα στις αποσκευές, μέχρι που... Ένα χέρι μου χτυπά τον ώμο... Δεν γυρίζω να κοιτάξω, σε πείσμα του χεριού που συνεχίζει να με χτυπά με όλο και περισσότερη δύναμη... «... πάλι ονειρεύεσαι...», σκέφτομαι και συνεχίζω αποφασισμένος να μην πέσω στην παγίδα της φαντασίας μου. Κι όμως, το χέρι με ακουμπά επίμονα στον ώμο και νιώθω πως πρέπει να γυρίσω κι ας γίνω ρεζίλι... «... ώρα είναι να πιάσω κουβέντα με έναν αόρατο και να αγκαλιάσω ένα φάντασμα...!» «... Δε βαριέσαι...» και γυρίζω και βλέπω τον Πακιστανό να μου χαμογελά και ακουμπώντας με στον ώμο να μου λέει:

-... Αροάνια... το 7 κάθετα... τελικά ήταν Αροάνια...


Το βουνό της Πελοποννήσου που σύμφωνα με τον μύθο πηγάζει το νερό που έκανε αθάνατο τον Αχιλλέα...! 7 κάθετα... Αροάνια...!


Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη