Μαρίνα, που 'σαι μωρή Μαρίνα; - β' μέρος (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Η Μαρίνα δεν ήξερε πια πώς να ευχαριστήσει τη Νότα. Αγαλλίασε η ψυχή της με το ξύλο που ’ριξε η Νότα στο δάσκαλο. Μακάρι να ήταν κι εκείνη από μια πλευρά να του ρίχνει άλλες τόσες που τα ’βαλε με ένα παιδάκι εφτά χρονών ρίχνοντάς του τόσο ξύλο. "Το κακόμοιρό μου, το μανάρι μου, το παιδάκι μου" μονολογούσε που και που μόνη της σα θυμόταν το περιστατικό και το μαύρο δάκρυ που είχαν χύσει τα ματάκια του αγοριού της.

Και άμα την άκουγε η Νότα να κλαψουρίζει έτσι ή να αναστενάζει της γύριζε το μάτι.

- Έλα πια πάψε, πάψε! Φώναζε επιτακτικά και εκνευρισμένα.

Δεν μπορούσε η Νότα τις κακομοιριές και τα αναστενάγματα. Τα δεύτερα είναι μόνο για το κρεβάτι, οι πρώτες μόνο για τις κηδείες. Το κάθε πράγμα όχι μόνο στον καιρό του αλλά και στον τόπο που του πρέπει.

Ήθελε τα πάντα να γίνονται σιωπηλά ή μέσα σε μια ακατανόητη κι ακατάσχετη φλυαρία και φασαρία. Οι δουλειές πάντα σε απόλυτη ησυχία, γίνονταν σα να μην υπήρχε άνθρωπος μέσα στο σπίτι. Και εκείνη κι η Μαρίνα μετακινούνταν από το ένα δωμάτιο στο άλλο, από το σπίτι στην αυλή και τα ανάποδα, σαν να μην υπήρχαν. Σαν να ήταν δυο σκιές που πρόσεχαν η μια να μην ενοχλήσουν την άλλη. Μόνο όταν κάτι στραβό έπεφτε στην αντίληψη της Νότας τότε επικρατούσε χαλασμός Κυρίου. Οι γεμάτες νεύρο φωνές της ακούγονταν μέχρι την πλατεία του χωριού και όλοι είχαν μάθει τα κοσμητικά επίθετα που στόλιζαν πότε τη Μαρίνα και πότε τα παιδιά.

Την ώρα του φαγητού πάλι ήταν λες και προσπαθούσε να πει όσα δεν είχε πει όλη μέρα. Μιλούσε σα γαλιάντρα φλυαρώντας, ρωτούσε τα μικρά για το σχολείο, συμβούλευε τη Μαρίνα για αυτά, πηγαινοέρχονταν αδιαλείπτως στην κουζίνα κάτι για να φέρει, κάτι για να ακουμπήσει πάλι πίσω στη θέση του, μουρμούριζε οδηγίες για την επόμενη μέρα, ζητώντας και τη γνώμη της Μαρίνας για το ποιες δουλειές πρέπει να γίνουν, γελούσε δυνατά με τους καυγάδες και τα αστεία των παιδιών. Κι ήταν το γέλιο της ποτάμι σκέτο, γάργαρο νερό που τίποτα δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Παρόλη τη γκρίνια της χαίρονταν σαν παιδί κάθε φορά που της δίνονταν η ευκαιρία να γελάσει και δεν ήταν και λίγες αυτές οι ευκαιρίες καθώς η ίδια έκανε πολλές φορές τους άλλους να γελάνε. Και μαζί με αυτούς γέλαγε κι η Νότα.

Εκείνες τις στιγμές η Μαρίνα τη λάτρευε. Η ίδια δεν ήξερε να γελάει, δεν είχε μάθει ποτέ της πως ανασηκώνονται οι άκρες των χειλιών για να δείξουν τα δόντια, πως ξεκινά το ευτυχισμένο γουργουρητό του γέλιου και πως ξεσπάει από άκρατη χαρά σαν τεράστιο κύμα που σπάει πάνω σε κυματοθραύστες και παρασύρει τα πάντα στο σπασμό του.

Για αυτό και τα γέλια της Νότας ήταν απίστευτη χαρά για τη Μαρίνα. Την ήσυχη Μαρίνα, τη σιωπηλή Μαρίνα που στην αρχή είχε τρομάξει από την υπερβολική σε όλα της, Νότα. Υπερβολική στα νεύρα, υπερβολική στη χαρά, υπερβολική στην αγάπη, υπερβολική στο μίσος και στην εκδίκηση.

Όταν είχε πρωτοπάει σπίτι της είχε γίνει μάρτυρας ενός περιστατικού που έμεινε για πάντα άσβηστο στη μνήμη της και που της χρησίμευσε τότε για να πάρει μια πρώτη ιδέα με το τι άνθρωπο είχε να κάνει.

Πάνω σε έναν τσακωμό με τον άντρα της η Νότα φωνάζοντας και βράζοντας από ερωτικό μίσος του είχε πετάξει στο δρόμο όλα του τα πράγματα. Ένας σωρός ρούχα κάτω από το παράθυρο, παλιές του φωτογραφίες οικογενειακές και μη, τα κουτιά που έβαζε τα τσιγάρα του, τις μπότες του, τα καλά του παπούτσια, μέχρι και το μαξιλάρι του. Κι εκείνος σαν γύρισε και τα είδε όλα αυτά να στέκουν στοίβα στο δρόμο, ανέβηκε τρέχοντας στο σπίτι, τρελός από θυμό για τα καπρίτσια της γυναίκας του.

Η Μαρίνα είχε κρυφτεί μες στο σπίτι που της είχε παραχωρήσει η Νότα. Στάθηκε πίσω από τις κουρτίνες με την καρδιά και τα πόδια να τρέμουν. Ήξερε πως ο άντρας της Νότας ήταν το ίδιο νευρικός και πεισματάρης με εκείνην και διαισθάνονταν πως η Νότα του είχε προσβάλει τον αντρικό του εγωισμό, αραδιάζοντάς σε κοινή θέα τα πράγματά του σα να του έλεγε "εγώ κάνω κουμάντο εδώ, να μην το ξεχνάς". Στο μυαλό της πέρασε πως μπορούσε μέχρι και να τη σκοτώσει.

Σαν ανέβηκε πάνω στο σπίτι ο άντρας της ακολούθησε μεγάλη φασαρία. Άμα την είσοδό του, την άρπαξε από το μπράτσο και της έριξε χαστούκι. Τρελή η Νότα του χίμηξε επάνω μη βλέποντας τίποτα μπροστά της, ίδια με τίγρη. Εκείνος τα έχασε προς στιγμήν από το θάρρος της γυναίκας του αλλά και από τη μανία της και οπισθοχώρησε. Συλλογίστηκε σε δευτερόλεπτα ότι μπορούσε να την σκοτώσει αν της έριχνε καμιά γερή και αυτή η σκέψη τον μούδιασε, αλλά από την άλλη δεν μπορούσε να αφήσει τη Νότα να το παίζει δερβέναγας εκεί μέσα και να τον ξεφτιλίζει έτσι. Ένοιωθε το θυμό να του καίει το στήθος και η ανάγκη να ξεσπάσει τού ήταν επιτακτική. Με μια κίνηση σάρωσε το τραπέζι με το χέρι του και το άδειασε από ό, τι ήταν στρωμένο εκείνη την ώρα. Ο ήχος πιατικών και ποτηριών να σπάνε πλημμύρισε τον αέρα.

Η Μαρίνα έκλεισε τα αυτιά της με τα χέρια της.

"Κυρά μου" μουρμούρισε και ψιθύρισε στα γρήγορα μια προσευχή για την κυρά της.

Αλλά το μόνο που δεν είχε ανάγκη η κυρά της ήταν οι προσευχές. Βλέποντας τον άντρα της να σπάει τα πάντα τρελάθηκε από οργή. Οργή πάνω στην οργή και θυμός πάνω στο θυμό. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει πίσω με τίποτα, να του δώσει την ικανοποίηση ότι τη νίκησε ή ότι τον φοβάται. Αυτό έλειπε δα! Το αρβανίτικο πείσμα ήταν σε πλήρη εξέλιξη και από τους δύο.

Πατώντας πάνω στα σπασμένα πιάτα διάλεγε εκείνα που δεν είχαν σπάσει καλά και άρχισε να τα εκσφενδονίζει στους τοίχους.

"Τώρα θα δεις πως σπάνε που δεν ξέρεις ούτε ένα πιάτο να σπας"

Και δώστου τα πιάτα πάνω στον τοίχο να θρυμματίζονται σε χίλια κομμάτια. Και δώστου η Νότα να φωνάζει "να και αυτό, να και εκείνο" με τα μαγουλά της να έχουν αναψοκοκκινίσει, τα μαλλιά της να έχουν φύγει από τον κότσο τους και να πέφτουν άτακτα μπρος στα μάτια της, την μπλούζα της να έχει ανοίξει καθώς έσκυβε αποκαλύπτοντας το στήθος της.

Ένας χαλασμός, μια φασαρία άνευ προηγουμένου και να μη νοιάζεται κανείς από τους δύο αν τους ακούνε απ’ έξω. Και πάνω σε εκείνη τη φασαρία, πάνω σε εκείνο το διονυσιακό σχεδόν άναμμά της, την άρπαξε από τη μέση ο άντρας της και την κράτησε σφιχτά επάνω του μέχρι να ηρεμήσει να
καταλαγιάσει το μένος της, σιγά σιγά, μέσα στο σφίξιμο των χεριών του. Κι ήρθε η Νότα κι ακούμπησε το στήθος της πάνω στο στέρνο του και εκείνος ένοιωσε την καρδιά της γυναίκας του να χτυπάει σαν τρελή και το μπλουζάκι της έτοιμο να ξηλωθεί καθώς το σώμα της τεντώνονταν ολόκληρο προς τα εμπρός.

Ξαναμμένος κι εκείνος από τον καυγά και από την αίσθηση του ζεστού της σώματος, τής έπιασε όλο το πρόσωπο μες στη χούφτα του και το ανασήκωσε σχεδόν με το ζόρι καθώς το πείσμα δεν έλεγε να την αφήσει παρόλο που το σώμα της ζητούσε άλλα πράγματα.

Κοιτάχτηκαν για δευτερόλεπτα, τα μάτια του ενός μέσα στα μάτια του άλλου, ο έρωτας που τους είχε πρωτοενώσει, εκείνη η πρώτη έλξη που τους είχε δέσει, βρίσκονταν εκεί. Σαν τρελός αναζήτησε τα χείλη της, άπληστο το στόμα του άρπαξε το δικό της μην αφήνοντάς την να πάρει ανάσα. Κι εκείνη εκστασιασμένη σφίχτηκε πάνω του, φιλώντας τον με μεγαλύτερη ορμή από ότι αυτός.

Μέσα σε μισή ώρα μάζευαν και οι δυο τα πιάτα από κάτω γελώντας και κοροϊδεύοντας ο ένας τον άλλον σαν μικρά παιδιά.

Όταν η Μαρίνα τους είχε βρει μπροστά από το τζάκι, εκείνον να διαβάζει εφημερίδα τρώγοντας σταφίδες και εκείνη να του καθαρίζει το τσόφλι από καρύδια και σχεδόν να τον ταΐζει με αυτά μες στο στόμα, σταυροκοπήθηκε. Τι σόι άνθρωποι ήταν τούτοι εδώ; Τη μια σκοτώνονται και την άλλη το ξεχνάνε σε δευτερόλεπτα; Τη μια να του πετάει τα ρούχα στο δρόμο και την άλλη να τον ταΐζει στο στόμα;

Από εκείνη τη στιγμή η Μαρίνα αποφάσισε μέσα της πως η κυρά της ήταν τρελή για δέσιμο και στους τρελούς δεν πας κόντρα. Τους πας με τα νερά τους. Όπως κι έκανε η Μαρίνα. Πήγαινε με τα νερά της Νότας για να μην την εκνευρίζει. Δεν υπήρχε λόγος άλλωστε. Στη Μαρίνα δεν αρέσαν οι φωνές και οι κόντρες.

Και βλέποντας τον πράο χαρακτήρα της η Νότα, βρήκε έδαφος για να βγάλει όλη την γκρίνια της, γιατί ήταν γκρινιάρα άλλο πράγμα. Την είχε τη Μαρίνα σήκω κάτσε, σήκω κάτσε. Την έτρεχε ολημερίς ακόμη και αν δεν υπήρχε λόγος για τρέξιμο. Ήταν έτσι η φύση της. Δεν μπορούσε να καθίσει ήρεμη για δευτερόλεπτο, με κάτι έπρεπε να ασχολείται, το στόμα της κάτι έπρεπε να λέει. Και στη Μαρίνα βρήκε έδαφος για πάτημα.

"Μαρίνα εκείνο"
"Μαρίνα το άλλο"
"Μαρίνα το νερό έβρασε"
"Μαρίνα που είναι τα παπούτσια μου; "
"Μαρίνα σήκωσε το τηλέφωνο"
"Μαρίνα τρέχα"
"Μαρίνα ξύπνα"

Αν ήταν άλλη στη θέση της Μαρίνας θα της είχε ρίξει δέκα φάσκελα και θα είχε φύγει αφήνοντάς της και το σπίτι και όλα. Άλλα η Μαρίνα είχε μάθει στο πέρασμα του χρόνου να την αγαπάει ή μάλλον την είχε αγαπήσει αμέσως όταν την πήρε στο σπίτι της. Είχε καταλάβει πως η κυρά της αρέσκονταν στις γκρίνιες και στα ξεσπάσματα γιατί κάτι άλλο ήθελε να κρύψει και πως κατά βάθος ήταν αρνί. Μόνο που αν της το έλεγες αντιδρούσε σα να της έλεγες ότι ήταν εγκληματίας. Αρέσκονταν στο ρόλο της φωνακλούς νευρικής γυναίκας, κρύβοντας επιμελώς την άλλη γυναίκα που έκλαιγε στα κρυφά μόλις μάθαινε για μια δυστυχία και στα κρυφά έτρεχε να βοηθήσει.

Μια φορά τόλμησε να της πει "Έχεις μεγάλη καρδιά Νότα" και η Νότα την κοίταξε με ένα τέτοιο περιφρονητικό ύφος από πάνω ως κάτω που δεν τόλμησε να της ξαναπεί κάτι παρόμοιο. Ήταν λες και της είχε πει πως ήταν κουτσή, στραβή ή κάτι τέτοιο.

"Δε σου ζήτησα τη γνώμη σου" της είχε πει λες και μιλούσε σε κανά μυρμήγκι. Που να τολμήσει λοιπόν να της ξαναπεί κάτι καλό; Προτίμησε να μην ξαναμιλήσει παρά μόνο όταν ήθελε να τη ρωτήσει σε πόση φωτιά να βράσει την ψαρόσουπα ή τι ώρα πρέπει να μαζέψει τα παιδιά απ’ έξω.

‘Άλλο ένα πράγμα που παραξένευε τη Μαρίνα ήταν η εμμονή της Νότας στην άρνηση της να πηγαίνει στην εκκλησία πράγμα πρωτάκουστο για γυναίκα του χωριού, έστω και νέα. Η μόνη μέρα που πήγαινε στην εκκλησία ήταν της Υπαπαντής στις 2 Φεβρουαρίου που γιόρταζε το χωριό και γίνονταν το διήμερο πανηγύρι.

Οι άλλες την κουτσομπόλευαν για αυτό αλλά σιγά μην ιδρώσει το αυτί της Νότας. Έμπαινε αεράτη μες στην εκκλησία ξέροντας πως όλα τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω της, άναβε το κερί της και μετά δένοντας το μαντήλι γύρω από το κεφάλι της, αποσύρονταν στο πίσω μέρος της εκκλησίας, αθέατη ως το τέλος της λειτουργίας.

Κάποιες γυναίκες είχαν πει πως την είχαν δει με σκυμμένο κεφάλι να κλαίει κάθε τέτοια μέρα, αλλά γρήγορα αυτό είχε απορριφθεί από τις άλλες ως εικόνα σχεδόν επιστημονικής φαντασίας. Το να λένε πως είχαν δει τη Νότα να κλαίει έμοιαζε σαν να λένε πως είχαν δει σκύλο να περπατάει στα δυο πόδια.
Πιο πιστευτό θα ήταν να έλεγαν πως την είχαν ακούσει να γαβγίζει ή να μπουσουλάει ανάποδα παρά να κλαίει.

Άλλα η Μαρίνα γνώριζε πως η Νότα πραγματικά έκλαιγε καθώς δυο ώρες κάθοταν σκυμμένη, χωμένη στο πιο σκοτεινό μέρος της εκκλησίας με το κεφάλι της να ακουμπάει πάνω στη σφιγμένη γροθιά του δεξιού χεριού της που υψωμένο με αυτόν τον τρόπο χρησίμευε και ως προπέτασμα για να κρύβεται από τις υπόλοιπες.

Η Μαρίνα τη συνόδευε πάντα τέτοια μέρα στην εκκλησία, στην αρχή μαζί με τον άντρα της και όταν πέθανε αυτός, μόνη της, παρέα με τη Νότα, αμίλητη και ακίνητη παρουσία δίπλα της.

Συνήθως κάθονταν στην ακριβώς διπλανή καρέκλα και μέχρι να τελειώσει η λειτουργία άκουγε τη Νότα να σιγοκλαίει. Έβλεπε τους ώμους της να ταρακουνιούνται από τους μαζεμένους λυγμούς που προσπαθούσε να πνίξει για να μην την πάρουν χαμπάρι και άκουγε το κλάμα να έρχεται από το στήθος της και να ανεβαίνει κόμπος κόμπος στο λαιμό της.

"Τι έχεις κυρά μου, κλαίς; " τη ρώτησε δειλά την πρώτη φορά για να εισπράξει ένα άγριο "πάψε" από τη μεριά της.

Ανίκανη να τη βοηθήσει μα και νοιώθοντας την καρδιά της να σφίγγεται από εκείνο το βουβό κλάμα, η Μαρίνα το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αναστενάζει και να ξαναναστενάζει λες και ήθελε να κρατήσει το τέμπο μαζί με τα δάκρυα της Νότας.

Μετά από πολλά χρόνια και όταν τα παιδιά τους είχαν πια μεγαλώσει την ξαναρώτησε για εκείνο το κλάμα.

"Κλαίω τα αδέλφια των γονιών μου που χάθηκαν νέα, κλαίω και τα δυο μου ξαδέλφια που έχασα στα είκοσί τους χρόνια τον έναν και στα 25 τον άλλον. "

Κι είχε μείνει η Μαρίνα με το στόμα ανοιχτό. Τόσο κλάμα, τόσος σπαραγμός για δυο θείους και δυο ξαδέλφια που είχαν χαθεί εδώ και αρκετά χρόνια; Εδώ αδελφή είχε χάσει αυτή, μάνα και πατέρα, άντρα αργότερα και δεν είχε κάνει ποτέ της έτσι. Δεν έκλαψε ποτέ πέραν της πρώτης φοράς.

Τι ήταν τέλος πάντων αυτή η γυναίκα;


(συνεχίζεται...)

Chcome

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη