Μακαρονάδα με σάλτσα... (pimami)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Είχε, δεν είχε περάσει οχτώ το πρωί... Ο ήλιος είχε αρχίσει να χτυπά την μικρή τούτη γωνιά του Αιγαίου και να ανεβάζει τα θερμόμετρα αργά αλλά σταθερά. Σαν τις βάρκες που επέστρεφαν στο λιμάνι μαζί με τον ήχο των μηχανών, που όλο και πλησίαζε, μα έδενε απόλυτα με το τοπίο. Λες και το λιμανάκι αυτό το έφτιαξε ο Θεός μαζί με το ρυθμικό «πραπ-πραπ» των μηχανών, τις φωνές των ψαράδων που δένουν τις βάρκες τους και τα τραγούδια στα ραδιόφωνά τους. Τόσο αρμονικά έχουν δεθεί αυτοί οι ήχοι με την ησυχία τούτου του πρωινού. Οι τουρίστες δεν έχουν ξυπνήσει ακόμα – και πώς να ξυπνήσουν αφού καλά-καλά δεν έχουν κοιμηθεί -. Μόνο κάποιοι εστιάτορες έχουν πάρει θέση μπροστά από τα αγκυροβόλια για να προλάβουν την ψαριά για τα μαγαζιά τους. Και μόλις πλευρίζουν οι βάρκες, αρχίζουν τα παζάρια. «Τόσα κιλά – τόσα χιλιάρικα!!!», «Δεν σ’ τα αφήνω λιγότερο, δεν τα βλέπεις, σπαρταράνε!!!», «Και πόσο θα την πουλήσω εγώ ρε Σταύρο τη μαρίδα στον τουρίστα; Με σφάζεις...!», «Ε, άντε βγάλ’ τα μόνος σου τότε τα ψάρια Φώτη μου...»

Πήγε καλά η ψαριά σήμερα και ‘γω λίγο πιο κάτω χαζεύω το παζάρι καθισμένος σ ένα παγκάκι. Δεν ‘το ξενύχτισα’ το βράδυ και είμαι στο λιμάνι από νωρίς. «Δεν άντεχα άλλο τη ζέστη στο σπίτι» είναι η δικαιολογία που θα πω στην παρέα μου όταν θα με ρωτήσουν, μα στο βάθος είναι η επιθυμία που είχα πάντοτε να σταθώ και να υποκλιθώ μπροστά στην ηρεμία της θάλασσας νωρίς το πρωί. Και ήμουν όντως καθηλωμένος και ηρεμούσα κι εγώ μαζί με την ηρεμία της υγρής έκτασης, μέχρι που γύρισαν οι ψαράδες και ξεκίνησε και τυπικά η μέρα στο μικρό νησί που βρίσκομαι το φετινό καλοκαίρι για τις διακοπές μου. Την προηγούμενη μέρα είχα ξυπνήσει σχεδόν μεσημέρι –ξενύχτης γαρ- και είναι αλήθεια πως μου είχε κακοφανεί. Η πολιτειούλα ξύπναγε κι εγώ κοιμόμουν, η ζωή κυλούσε όπως κυλούσε και ο ιδρώτας στο μέτωπό μου κι έπειτα στο μαξιλάρι.

Μα σήμερα δεν άφησα την ευκαιρία! Ο κόκορας του γείτονα δεν λάλησε στον βρόντο και να ‘μαι να ξυπνώ μαζί με το νησί, μαζί με τη θάλασσα και τους ψαράδες, μαζί με τον κόσμο ολόκληρο. Είναι η ώρα που γνωρίζεις το πραγματικό πρόσωπο ενός τόπου, το βίωμα που σου επιτρέπει να λες: «έχω πάει και εκεί»... Κάτι τέτοιες ώρες ψάχνω σ όλα μου τα ταξίδια, ακόμα και στην Αθήνα, ακόμα και στην ίδια μου την πατρίδα. Την νύχτα, λίγο πολύ, σ αυτή τη χώρα όλοι το ίδιο την γλεντάμε. Η μέρα σε κάθε τόπο έχει το δικό της χρώμα, το δικό της ρυθμό και κάθομαι διακριτικά στο παγκάκι μου ώστε να μην αλλάξω κάτι από τα καθημερινά δεδομένα, μιας και είμαι προσωρινά εδώ. Ούτε την κιθάρα μου δεν έβγαλα από την θήκη της και έχω σχεδόν ξεχάσει πως την πήρα μαζί μου, μην τυχόν και αφήσω να πάει χαμένη η έμπνευση της στιγμής! Την αφόπλισε κι αυτή, μαζί με το τετράδιο των ‘προσωπικών μου σημειώσεων’ το πρωινό ξύπνημα της αιγαιοπελαγίτικης τούτης γωνιάς. Ούτε μισό τραγούδι δεν τολμώ να παίξω αυτή την ώρα, αφήνοντας τη ζωή της πολιτείας να κυλήσει χωρίς την ασυνήθιστη παρουσία του άγνωστου κιθαρωδού. Κι όμως, σήμερα το πρωί, έγινε πατρίδα μου τούτο το λιμανάκι κι ας είμαι η μικρή, προσωρινή, ανώνυμη πινελιά, στη ζωγραφιά του πρωινού.

Η ψαριά έχει ξεπουληθεί και σιγά-σιγά οι τουρίστες κατηφορίζουν άλλοι προς το λιμάνι, άλλοι προς την αμμουδιά και γινόμαστε όλοι μαζί μια πινελιά, το ίδιο προσωρινή όπως ήμουν κι εγώ νωρίς το πρωί. Τώρα βέβαια όλοι μαζί σαν σύνολο, είμαστε οι «τουρίστες», που κάθε καλοκαίρι κατακλύζουμε το νησί. Είμαστε ενεργό μέλος της καθημερινότητας, έστω κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και βέβαια όχι ο καθένας ξεχωριστά αλλά όλοι μαζί αν σύνολο. Δεν υπάρχει ο Χ ή ο Ψ, υπάρχουν οι τουρίστες!

Κάπου εδώ αυτή η ομαδοποίηση αρχίζει να με ενοχλεί και ψάχνω τρόπο να ξεχωρίσω από το σύνολο των τουριστών. Όχι τίποτε άλλο, αλλά εγώ ξύπνησα μαζί με την πόλη σήμερα το πρωί, την ώρα που όλοι αυτοί βρίσκονταν στην αγκαλιά του Μορφέα, ποτίζοντας το μαξιλάρι τους ιδρώτα. Τώρα είχα το δικαίωμα να πάρω την κιθάρα μου και να αρχίσω το τραγούδι, είχα το δικαίωμα να τους κάνω να με κοιτούν και μένα σαν αξιοθέατο κι ας ήμουν το ίδιο περαστικός όπως κι αυτοί. Κάπως έτσι μου περιέγραφε η αδερφή μου λίγες μέρες πριν την έκπληξη ξένων και Ελλήνων που κοιτούσαν την προσπάθειά της να ζωγραφίσει το τοπίο σε μια παραλία. Κι όχι μόνο αυτό σέβονταν και την προσπάθεια της αφού απέφευγαν να περάσουν από μπροστά της μην τυχόν και της κρύψουν τη θέα. Κάπως έτσι έγινε και με μένα, μόνο που ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω μου και μου έκρυβε τη θέα προς το πέλαγος. Όταν λέω κόσμος μην φανταστείτε κανένα πλήθος που στεκόταν μπροστά μου με τις ώρες. Μα και δέκα μόνο δευτερόλεπτα να κοντοστεκόταν ο καθένας εμένα μου έκρυβε την θέα.

Μερικοί πέρναγαν επίτηδες από μπροστά μου, ψάχνοντας να βρουν που θα αφήσουν τον οβολό τους στον καλλιτέχνη του δρόμου. Δεν έβρισκαν ούτε τενεκεδάκι, ούτε αναποδογυρισμένο καπέλο και έτσι συνέχιζαν τη βόλτα τους απορημένοι. Στην αρχή ομολογώ πως με ενοχλούσε που δυσκολευόμουν να αγναντέψω τον ορίζοντα, μα γρήγορα το ξεπέρασα μια και βρήκα εξ’ ίσου ενδιαφέρουσα την παρατήρηση των περαστικών και συγκεκριμένα των θηλυκού γένους περαστικών... Στο κάτω-κάτω οι περισσότερες μουσικές και στιχουργικές μου εμπνεύσεις από γυναικείες υπάρξεις έχουν προέλθει, είτε φανταστικές, είτε πραγματικές. Κάπως έτσι έφυγαν από το μυαλό μου το πρωινό ξύπνημα του νησιού, η θάλασσα, ο ορίζοντας, ο ήλιος και ο ουρανός και μπήκε η πιθανότητα σε τούτο το νησί να γνωρίσω την μελλοντική πηγή της έμπνευσής μου, την νέα μούσα μου...

Και γινόταν πραγματική παρέλαση μπροστά από το παγκάκι που είχα διαλέξει για να δώσω την ‘παράστασή’ μου. Μεσημέρι πια – ας ειν καλά το δεντράκι που μου κράταγε ίσκιο- ο κόσμος έψαχνε να βρει την ταβέρνα με τα πιο φρέσκα ψάρια – μια πληροφορία που όλως τυχαίως την ήξερα- και τις πιο καλές τιμές. Το στέκι μου ήταν πέρασμα γι αυτό και όπως είπα γινόταν πραγματική παρέλαση. Από την ώρα που έπιασα την κιθάρα στα χέρια μου πρέπει να μοίρασα σε εκατοντάδες γυναίκες το χαμόγελό μου και την καλημέρα μου. Δεχόμουν και παραγγελίες, εφ' όσον βέβαια αυτές τις περιελάμβανε το ρεπερτόριο μου. Εντάξει για να είμαι ειλικρινής, έπαιζα και εκτός ρεπερτορίου και προσωπικού μου γούστου καμιά φορά. Ήταν ο μοναδικός τρόπος να κρατήσω στο ακροατήριό μου, κάποιες όμορφες παρουσίες που μου ζητούσαν τραγούδια έξω από το προσωπικό μου ύφος. Που και που εκτελούσα και παραγγελίες ανδρών, έτσι για να κρατώ τα προσχήματα, μα μόνο εντός ‘προγράμματος... ’ Κάποιος μου ζήτησε το ‘σουξέ’ του καλοκαιριού: « Μου μπάλωνες την κάλτσα και έκαψες την σάλτσα!» Με το ζόρι κρατήθηκα για να μην βάλω τα γέλια ή τα κλάματα και του απάντησα όσο ευγενικά μπορούσα:

- Συγγνώμη φίλε μου, δεν το ξέρω αυτό...

Αυτός απόρησε λες και δεν ήξερα τον εθνικό ύμνο ας πούμε αν και πιθανολογώ πως δεν θα του φαινόταν και πολύ περίεργο το να μου ήταν άγνωστος ο ύμνος. Μάλιστα προσπάθησε να μου το θυμίσει τραγουδώντας το και είναι αλήθεια πως το τραγουδούσε καλύτερα από τον δημιουργό και ερμηνευτή του στο δίσκο. Και πάλι όμως προσποιήθηκα πως δεν το γνωρίζω παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του με αποκορύφωμα το ξέσπασμα μου σε γέλια όταν αυτός με πάθος ερμήνευε το ρεφρέν: «καλύτερα ξεκάλτσωτος, παρά στεγνός κι αφάγωτος...» Τώρα βέβαια δεν ξέρω τι θα έκανα αν μου το ζητούσε αυτό το τραγούδι καμιά γυναικάρα, μα ούτε θέλω να με φανταστώ να τραγουδώ για τον δυστυχή που έμεινε νηστικός για χάρη μιας κάλτσας...

Πολύς κόσμος πέρασε, άλλοι χειροκροτώντας, άλλοι παραγγέλνοντας, άλλοι απλώς αδιαφορώντας κι εγώ το ίδιο απλά αλλά τραγικά πεινώντας, διψώντας, περιμένοντας... Σίγουρα δεν περίμενα να μου φέρουν φαγητό, ούτε νερό και ήταν έκπληξη για μένα όταν κάποιος νεαρός, άφησε στο παγκάκι ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό, όταν του τραγούδησα τον ύμνο της Α.Ε.Κ. «Γεια σου ρε ΑΕΚάρα», μου φώναξε κι έφυγε κάνοντας μου το σήμα της νίκης, αφήνοντας το νερό είτε γιατί κατάλαβε πόσο το είχα ανάγκη, είτε πάνω στον ενθουσιασμό του που ήξερα απ έξω όλο τον ύμνο της ομάδας του. Δεν είμαι οπαδός της συγκεκριμένης ομάδας, αν και μετά από αυτό το περιστατικό το σκέφτηκα αρκετά να κιτρινίσω τις ποδοσφαιρικές μου προτιμήσεις. Τον ύμνο τον έμαθα απ έξω, όταν ένας φίλος μου που του έκανα μαθήματα κιθάρας μου ζήτησε να του τον μάθω.

Κάπως έτσι λοιπόν ξεδίψασα και κάπως έτσι το μόνο που μου έλειπε πια, ήταν η συγκίνηση της συνάντησης με την γυναίκα των ονείρων μου... «λίγο ακόμα...» έλεγα στον εαυτό μου και η κούραση μαζί με την πείνα μου, έπαιρναν μια μικρή ακόμα παράταση. Λίγο ακόμα και θα πέταγα την ελπίδα μου στη θάλασσα, για να μην πω πως θα έπεφτα και εγώ ο ίδιος... Ήμουνα έτοιμος να φύγω για την πλησιέστερη ταβέρνα, μια και δεν θυμόμουν πια ποιος είχε αγοράσει φρέσκα ψάρια το πρωί, κι ούτε με ένοιαζε κιόλας... Δεν μπορούσα να περιμένω να μαγειρευτούν τα ψάρια κι ας μου έσπαζαν την μύτη οι μυρωδιά της ιχθυότσικνας. Είχα ήδη καταλήξει πως μια μακαρονάδα με σάλτσα ήταν η καλύτερη λύση... Και γρήγορα και ελαφριά και είχα ήδη αρχίσει να την βλέπω σαν οπτασία μπροστά μου...

Κάπου εκεί όμως χάθηκε και η θάλασσα και η μακαρονάδα... Δεν θυμάμαι να σας περιγράψω το πλάσμα που εμφανίστηκε στο λιμάνι, όμως θυμάμαι πολύ καλά τα μάτια της. Όση ώρα πλησίαζε προς το παγκάκι ήμουν κολλημένος στο βλέμμα της, τα δάχτυλά μου αγκυλωμένα και η φωνή μου κομμένη από τον κεραυνό των ματιών της. Κοντοστάθηκε μπροστά μου και εγώ εξακολουθούσα να είμαι ακίνητος... Μόνο ανέπνεα και κοιτούσα... κοιτούσα και ανέπνεα... Κάτι φάνηκε να είπε τότε μα δεν κατάλαβα ακριβώς τι. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως μου ξέφυγε μια καλημέρα, κι ας ήταν 4 το μεσημέρι...

- Και όντως είναι μια καλή μέρα, συνέχισα προσπαθώντας να διορθώσω και να δικαιολογήσω τον λαθεμένο, λόγω ώρας χαιρετισμό μου.

- Ένα τραγουδάκι θέλω να μου παίξεις, μου λέει αυτή κλείνοντας ναζιάρικα τα ματάκια της και τελείωσε την πρότασή της με ένα παρακαλώ. Ένα παρακαλώ μακρόσυρτο σαν τραγούδι που έπεσε σαν κεραυνός και μου έδωσε την έμπνευση που ζητούσα. Εντελώς αυτόματα και χωρίς να της επιτρέψω να μου πει ποιο τραγούδι ήθελε να της πω άρχισα να τραγουδώ ένα σκοπό που γεννιόταν εκείνη την ώρα...

«Δεν είναι θάλασσα, δεν είναι ουρανός,
μήτε τα αστέρια είναι, μήτε το φεγγάρι...
είναι ο παράδεισος κι εγώ ένας ναυαγός
σαν με κοιτάς! Αν θέλεις κάνε μου τη χάρη!
Δεν ειν πανσέληνος, δεν είναι αστερισμός
Είναι ένα βέλος που στα μάτια με καρφώνει...
Είναι ο κόσμος σαν κοιμάσαι σκοτεινός
Μονάχα όταν με κοιτάζεις ξημερώνει...»

Αυτά τα στιχάκια της τραγούδησα και ήταν όντως προϊόν αυτοσχεδιασμού, ήταν έμπνευση της στιγμής. Ήμουν πια σίγουρος πως αυτό το τραγουδάκι θα ήταν η αφορμή για τον νέο μεγάλο έρωτα μου. Χάρη σ αυτή την γυναίκα έγραψα αυτό που έγραψα μέσα σε λιγότερο από 3 λεπτά καταμεσής του δρόμου! Μόνο και μόνο σκεπτόμενος το τι θα της έγραφα μόλις την γνώριζα και καλύτερα την είχα σχεδόν ερωτευτεί... Και είμαι έτοιμος να ακούσω τον θαυμασμό της...

- Όχι αυτό ρε γαμώτι μου... κάτι πιο χαρούμενο παίξε... το «Μου μπάλωνες την κάλτσα και έκαψες την σάλτσα» το ξέρεις;

Κάπως έτσι ήρθε και πάλι η μακαρονάδα στο μυαλό μου... μόνο που η σάλτσα της ήταν πια... Καμένη...!

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη