Κυριακατικη καταιγίδα (Πλού-γή)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ανέβηκα το μεσημέρι στο πάνω μερος του σπιτιού που είναι μισό ταράτσα, μισό σκεπή. Το σπιτι βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο των Μυκηνών και σε ενα απο τα πιο ησυχα και απομονωμένα μέρη. Καποιες φορές πιστεύεις οτι ο χρόνος σταματά εκει κι οτι ακόμη και ο χώρος αποκτά άλλες διαστάσεις, πιο σταθερές, πιο αυστηρές, για να περιβάλλει με μια ξεχωριστή ενέργεια αυτο το σπίτι.

Τα σιδερένια κάγκελα στήριξαν τα πόδια μου σε μια προσπάθεια να τα ξεκουράσω απο τις πρωινές δουλειές και εγειρα πισω στην παλιά πολυθρόνα.. Ο καιρός ηταν μουντός με εκεινη την ξεχωριστη φθινοπωρινή μελαγχολία που μου αρέσει. Εφερα το φλυτζάνι με τον καφέ στα χείλη μου και η μυρωδιά της ζεστης του αχνης εισχωρησε σε όλο μου το σώμα κάνοντας με να αναριγήσω απο αισθησιακή ευχαρίστηση.

Με ευχαριστούσε πολύ η ατμόσφαιρα γύρω μου.. Απο τη θεση που ημουνα εβλεπα ολα τα βουνα που κυκλώνουν τις Μυκήνες. Βουνά ξερά γεμάτα πουρνάρια, ρίγανη και πέτρα. Επιβλητικοί όγκοι που για μένα ηταν κατι σα συντροφοι απο τα παιδικά μου χρόνια. Το βλεμμα μου χάιδεψε με στοργη σχεδον το ξερο δωρικό τοπίο. Ποση χαλάρωση, ποση ηρεμία ενοιωθα εκει. Ποσο απλό πραγμα ειναι να έχεις μια στιγμή δική σου, καταδική σου, μέσα στο χερι σου.

Ειχε αρχίσει να φυσάει λίγο και μία στάλα βροχής μου επεσε στο προσωπο. Μια μικρή ψιχάλα. Η γη ομως ειχε αρχίσει να μυρίζει το αρωμα της ενωσης της με την βροχή. Το χωμα ανέδιδε την ευωδιά της φθινοπωρινής υγρασίας και στον αέρα μπορουσα να οσφρηνθώ ποσο κοντά ηταν η βροχή και σε ποσα λεπτά ο αέρας θα δυνάμωνε..

Οι αισθήσεις μου ηταν οξυμενες, λαχταρουσαν ολες κατι να κλέψουν απο την φθινοπωρινή σκιά και μεσα στο σωμα να την απλώσουν.. Ειμαι ανθρωπος του φθινοπώρου, των ξερών φύλλων, των ψυχρών απογευμάτων, της γκρίζας θάλασσας του μαύρου ουρανού και του γλυκου ασθενικού ηλιου.. Γεννηθηκα τις τελευταίες ημέρες του καλοκαιριού και πηρα τις πρωτες μου ανάπνοές μεσα στο φθινοπωρο.. Για αυτο ισως αγαπώ με εναν ιδιαίτερο τροπο αυτήν την εποχη του χρόνου και κατα βάθος τη θεωρώ δική μου...

Ο ουρανός μεσα σε λίγα μόλις λεπτά-πολύ πιο γρηγορα απο ότι ειχα υπολογίσει-γέμισε μαύρα συννεφα.. Ολα σκοτείνιασαν γύρω. Το γκρι εγινε καταμαυρο και η φύση γύρω αγρίεψε. Μονο η εντονη βουη του αέρα ακουγονταν πια.. Ακουσα τον Αρη να με φωνάζει να κατέβω κάτω. Ο αέρας φυσαγε πια τοσο δυνατά που σηκωσε μερικά μικροαντικέιμενα απο την κατω αυλή.. Μανιασμένα τα εφερνε σβουρες και τα πέταξε στο διπλανό χωράφι. Εκλεισα τα μάτια μου και ανεπνευσα αχορταγα αυτη την μανία.. Μια χοντρή στάλα επεσε στα γυμνα μου ποδια και σε δευτερόλεπτα οι στάλες επεφταν η μία πισω απο την αλλη.. Τα παντα μαυρισαν τοσο πολύ που σχεδον ηταν νύχτα.. Το Μυκηναικο τοπίο ηταν μαγικό εκεινη την ωρα.. Αγριο οπως του πρεπει, οπως ειναι οι φυσικές του καταβολές, οπως ειναι οι ανθρωποι που έχει γεννησει και εχει ξεπετάξει η γη του..

Εβλεπα στα διπλανά σπιτια πως ολοι εβγαιναν με χαζες προφάσεις εξω στις αυλές τους.. Να μαζεψουν ενα απλωμενο ρουχο για να μη βραχει, να παρουν ενα παιχνιδι για να μην το κλέψει ο αερας, να κλεισουν με το συρτη την εξωπορτα μην τυχον ανοιξει αποτομα και κάνει καμιά ζημια.. Ολοι σαν εμενα επιζητουσαν αυτην την αγριάδα, τους συγκινουσε μυστικά και την εψαχναν χωρις καν να το συνειδητοποιουν.. Η βροχή ηταν τρομακτικη.. Επεφτε πανω στα κεραμίδια και στο ξυλινο χαγιατι με φοβερή ορμή και εναν θορυβο που σου εκοβε το αίμα.. Δεν εβλεπες τιποτα μπροστά σου.. Καταιγίδα μανιασμένη, αέρας τρομερός που παρεσυρε μεχρι και το ποδηλατο της μικρης μου κορης..

Τα συννεφα ηταν πυκνά με μια μαυρίλα πηχτή που τα εκανε δυσκίνητα παρατεινοντας ετσι την παραμονή τους πανω απο το χωριο.. Αυτη ηταν μονο η αρχή.. Η θύελλα που ξεσπασε δευτερολεπτα μετά ηταν ενα απο τα χειρότερα ξεσπάσματα της φυσης που έχω ζήσει.. Ισα που προλαβα να μπω στην επανω κουζίνα και να τραβήξω την πορτα πισω μου.. Ολα τα πηρε και τα σηκωσε ο αέρας.. Γλαστρες, λουλουδια, μεχρι και τη μεγαλη κλάρα απο τη μουριά εσπασε.. Τιναξε ολες τις αγουρες ελιές κατω και ξερίζωσε το καινουριο δεντράκι της ιτιάς που ειχαμε φυτέψει.. Και η βροχή απο κοντά του πλημμυρισε αυλες και περιβόλια αλλά και ξεπλυνε αλλα τοσα πραγματα.. Ειχαν καιρό ολοι που αποζητουσαν τη βροχή και τη μελετούσαν στις κουβέντες τους.. Και σαν σταμάτησε το εργο της μαζι με τον αέρα, ανθρωποι και γυμνοσάλιαγκες βγηκαν εξω.. Και το εβλεπες στα μάτια τους, το ακουγες στα λόγια τους, το ενοιωθες στις κινήσεις τους, πόσο ειχαν ευχαριστηθεί με αυτον τον θυμό της φύσης..



Κυριακή 26/9/2004 - Στο σπιτι των Μυκηνών Πλού-γή


Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη