Κρεοπωλείον ο Σωκράτης (Η Λουλουδού)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Κοίταξε μια ματιά γύρω του. Το μέρος του φαινόταν εντελώς αλλιώτικο, τώρα που το μαγαζί ήταν άδειο. Έφερε μια βόλτα με τα μάτια του όλους τους τοίχους, όπου ακόμα φαινόταν καθαρά τα ίχνη: Εκεί ήταν το ψυγείο, εκεί ο τιμοκατάλογος, εκεί το γραφείο, εκεί τα τσιγκέλια. Γιατί δεν εκπληρώνει τους νέους κανονισμούς υγιεινής! Σκέφτηκε, και γέλασε πικρά. O υπάλληλος του υγειονομικού ήταν σαφής: Το θέμα δεν έπαιρνε άλλη παράταση. Ή συμμορφωνόταν με τους κανόνες, ή του έπαιρνε την άδεια.

Η αλήθεια ήταν βέβαια, πως οι δουλειές δεν πήγαιναν και τόσο καλά τελευταία στο χασάπικο του Σωκράτη. Οι συνήθειες του κόσμου είχαν αλλάξει, και οι περισσότεροι ψώνιζαν πια από τα σούπερ-μάρκετ. Οι τακτικοί πελάτες ήταν μόνο οι παλιοί, και από αυτούς ελάχιστοι είχαν πλέον απομείνει, πενηνταπεντάρηδες και βάλε και αυτοί, σαν το Σωκράτη.

Παλιότερα τα πράγματα ήταν αλλιώς, και η γειτονιά ήταν πραγματικά γειτονιά. Όλοι περνούσαν από το χασάπικο, έστω και για μια καλημέρα. Από το τι ψώνιζε ο καθένας μπορούσες εύκολα να καταλάβεις ποιανού οι δουλειές πήγαιναν καλά, ποιος πήρε αύξηση, ποιος είχε γλέντι, ποιος αρρώστια.

Το βλέμμα του στράφηκε προς τα έξω: Δεν μπορούσε να είχε παράπονο, τελικά κράτησε πολύ περισσότερο από όλους τους άλλους μαγαζάτορες: Εικοσιοκτώ χρόνια! Από τα μαγαζιά που υπήρχαν στη γειτονιά όταν αυτός άνοιξε, δεν υπήρχε πια ούτε ένα. Ποιος να το φανταζότανε, συλλογίστηκε ο κυρ-Σωκράτης, πως αυτός θα επιβίωνε περισσότερο από όλους τους άλλους, που ήτανε γερά πιασμένοι όταν αυτός το άνοιγε. Πού είναι το κουρείο, ο τσαγκάρης, το βιβλιοπωλείο, το ταβερνάκι, το καθαριστήριο, το ζαχαροπλαστείο, ο ράφτης, το γαλατάδικο; Μπορεί και να έκανε λάθος, αλλά του φαινότανε ότι τα νέα μαγαζιά που άνοιξαν στη θέση τους δεν είχανε ψυχή, ήτανε σαν ψεύτικα.

Τι καρδιοχτύπια είχε ρίξει εκείνο τον πρώτο καιρό. Δραχμή-δραχμή μάζευε τα λεφτά για την άδεια, και τα πρώτα απαραίτητα. Ένα ψυγείο, ένας πάγκος, ένα γραφειάκι. Ό,τι μπορούσε, το έφτιαχνε μόνος του, έπιανε το χέρι του. Είχε ρίξει ξενύχτια βάφοντας, διορθώνοντας και συμμαζεύοντας, με την κρυφή ελπίδα πως όλο και κάποιος παραπάνω θα έμπαινε στο μαγαζί. Στην αρχή φοβόταν να έρθει στην πόλη έτσι άγνωστος και να ανοίξει ένα μαγαζί σε ένα μέρος που δεν ήξερε κανένα. Και στ’ αλήθεια, τον πρώτο καιρό όλοι τον έβλεπαν περίεργα και τον έλεγαν ο βλάχος, αλλά αυτός δεν το έβαζε κάτω. Σιγά τους πρωτευουσιάνους, σκεφτόταν. Και σιγά-σιγά τους κέρδισε με το χαμόγελό του, την καλοσύνη του και τα αστεία του.

Κοίταξε αυθόρμητα προς τον τοίχο, για να δει εκείνη τη φωτογραφία που στεκόταν εκεί κρεμασμένη τόσα χρόνια, αλλά είδε μόνο μια σκιά. Το κάδρο ήταν ξεκρεμασμένο και ακουμπισμένο στο πάτωμα. Ήταν πάνω στον πρώτο χρόνο που είχε ανοίξει. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, με τον Σωκράτη νέο, με ψηλή κορμοστασιά και μαύρα μαλλιά να στέκεται στην πόρτα με την ποδιά του. Τι δύναμη, τι ψυχή που είχε τότε. Μπορούσε να πιάσει όλο τον κόσμο και να τον στύψει σαν λεμόνι.

Μπροστά στο σκαλοπάτι, ξεκαρδισμένη στα γέλια, η γυναίκα του. Του φάνηκε σαν κοριτσάκι, και στ’ αλήθεια, θα πρέπει στη φωτογραφία να ήτανε πιο νέα από την μεγάλη τους κόρη. Τι τράβηξες και συ, συλλογίστηκε βλέποντας τη γυναίκα του. Πόσες φορές του έφερνε να φάει στο μαγαζί, να μην μείνει νηστικός. Κι αυτός, εκεί, δεν έλεγε να φύγει. Ακόμα και ένας πελάτης παραπάνω, κέρδος είναι, συλλογιζότανε, κι έτσι περνούσε όλη του σχεδόν τη μέρα εκεί.

Ξανακοίταξε τον άδειο χώρο και στο νου του ήρθε η πρώτη φορά που μπήκε εκεί μέσα. Έτσι ακριβώς ήταν και τότε το μαγαζί. Μόνο αυτός δεν ήτανε πια ο ίδιος. Τώρα ο επόμενος νοικιαστής θα το έκανε μπουτίκ. Το χασάπικό του μπουτίκ. Εκεί στη γωνία θα έβαζε σίγουρα τις καμπίνες για να δοκιμάζουν οι κυρίες τα φορέματά τους. Εκεί πήγαινε αυτός κάθε βράδυ για να μετρήσει τις εισπράξεις της ημέρας, δεν ήθελε να τον βλέπουν από έξω να μετράει.

Όχι, δεν είχε παράπονο. Κουτσά στραβά, κατάφερε και τα μπάλωσε όλα εντάξει τόσα χρόνια. Τα παιδιά του δεν είχαν πια ανάγκη, και αυτός μπορούσε να βρει κάτι άλλο. Στην ανάγκη θα γύριζε πίσω στο χωριό, εκεί μπορούσε να τα βγάλει πιο εύκολα πέρα. Δεν τον πήρανε και τα χρόνια, το έλεγε η καρδιά του.

Τόσα και τόσα χρόνια, τι να πρωτοθυμηθεί. Τη χαρά που είχε όταν ερχόταν η γυναίκα του με τα παιδιά που ήταν μια σταλιά τότε, και αυτός τα έβαζε πάνω στη ζυγαριά να τα ζυγίσει. Τι τα πέρασες τα παιδιά μας, μπριζόλες, τον μάλωνε αυτή. Είχαν έρθει και δύσκολοι καιροί. Τότε που είχε πιάσει μια αρρώστια στα ζώα, και το υπουργείο είχε πει στον κόσμο να προσέχει. Πόσες μέρες, βδομάδες δεν πάτησε κανείς στο μαγαζί. Του κυρ-Σωκράτη κόντεψε να του ’ρθει τρέλα. Ή την άλλη φορά, που άνοιξε ο άλλος ο μασκαράς χασάπικο στην άλλη γωνία να του πάρει τους πελάτες. O κυρ-Σωκράτης αναγκάστηκε να ρίξει τις τιμές για να κρατήσει τον κόσμο. Βλέπεις ο καινούργιος είχε καινούργια, γυαλιστερά ψυγεία, και ο κόσμος τα έβλεπε για κάτι σπουδαίο. Τότε σκέφτηκε στα σοβαρά να το κλείσει. Με τι αγωνία έβλεπε κρυφά τον καθένα που έμπαινε μέσα στο μαγαζί του άλλου. Για καλή του τύχη, ο άλλος αποδείχτηκε ένας χοντράνθρωπος που δεν ήξερε να φερθεί στον κόσμο, και έτσι το χαμόγελο του κυρ-Σωκράτη ξανακέρδισε έναν-έναν τους πελάτες. Έτσι πέρασε και εκείνη η φουρτούνα.

Ώσπου ήρθε εκείνη η μέρα που πέρασε αυτός του υγειονομικού. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία στο θέμα, μέχρι που κατάλαβε ότι τα πράγματα είναι σοβαρά. Αλλά δεν είχε πια τη δύναμη να πολεμήσει άλλο. Τόσα χρόνια είχε δώσει το αίμα του εκεί μέσα, κουράστηκε.

Έδεσε τις σακούλες με τα τελευταία σκουπίδια και τις έβγαλε έξω. Το βλέμμα του έμεινε στην ξύλινη πόρτα, που τόσες φορές την είχε βάψει και ξαναβάψει μόνος του. Τότε που του έσπασαν το τζάμι τα παιδιά με την μπάλα...

Φορτώθηκε τα υπόλοιπα πράγματα, βγήκε έξω και κλείδωσε. Ασυναίσθητα πήγε να κατεβάσει τα ρολά. Δεν χρειάζεται, σκέφτηκε. Πόσο ξένο του φάνηκε το μαγαζί “του” έτσι άδειο και σκοτεινό. Επάνω ήταν ακόμη η πινακίδα “Κρεοπωλείον ο Σωκράτης”, Ποιότης, Ταχύτης, Καθαριότης, που του την είχε φτιάξει για δώρο ο καλύτερός του φίλος από το χωριό. Τον λέγαν “ο Πικάσο”, γιατί ζωγράφιζε ωραία. Όχι, την πινακίδα δεν θα την έβγαζε, δεν του πήγαινε η καρδιά. Ας την έβγαζε ο καινούργιος, ας την πέταγε στα σκουπίδια, δεν τον ένοιαζε.

Κατηφόρισε στο δρόμο και άφησε τα κλειδιά στη γωνία στο περίπτερο. Κάτι έλειπε μέσα του. Προχώρησε στο δρόμο, και του φάνηκε περίεργο πως αύριο δεν θα ερχόταν πια ξανά. Έφτασε στη διάβαση με τον πολύ κόσμο, και περιμένοντας το πράσινο γύρισε το κεφάλι του προς το μαγαζί, που μόλις πια φαινότανε. Εικοσιοκτώ χρόνια, συλλογίστηκε, εικοσιοκτώ χρόνια...


3.2.97.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη