Καλή μπάζα (Η Λουλουδού)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Το λεωφορείο σταμάτησε στην πλατεία του μικρού χωριού κι ένα πολύχρωμο πλήθος ξεχύθηκε από μέσα του. Ήταν νωρίς το πρωί της Κυριακής και το λεωφορείο πήγαινε παιδιά από την Αθήνα για σκι πάνω στο βουνό.

O γκριζομάλλης περιπτεράς είδε τα παιδιά και χαμογέλασε. Ειδικά και μόνο γι αυτούς είχε ανοίξει το περίπτερο δυο ώρες νωρίτερα σήμερα, μέσα σ' αυτή την κρύα μέρα. Ακόμα καλά-καλά δεν είχε φέξει όταν άρχισε να βγάζει τα πράγματα έξω και να τα στολίζει. Και είχε κάμποση δουλειά το στόλισμα. Το περίπτερο ήταν φτωχικό και δεν είχε πολλά πράγματα. Έπρεπε λοιπόν με το στόλισμα να τα κάνει να φαίνονται πιο πολλά για να τραβήξει το μάτι του κόσμου. Τού ’παιρνε κάμποση ώρα, αλλά άξιζε τον κόπο. Μια-μια σοκολάτα, μια-μια γκοφρέτα, ένα-ένα πακετάκι τσίχλες, με τέχνη βαλμένα το ένα πλάι στο άλλο, κάνανε το περίπτερο να μοιάζει μεγαλύτερο και ομορφότερο από ό,τι ήταν στ' αλήθεια.

Και πράγματι, το πολύχρωμο και πολύβουο πλήθος που έκανε στάση για τσιγάρο, περικύκλωσε το μικρό περίπτερο ασφυκτικά από όλες τις μεριές. O περιπτεράς δεν προλάβαινε να δίνει, είχε μάλιστα φέρει και τον γιό του για βοήθεια, με χίλια ζόρια τον είχε ξυπνήσει. O ένας ήθελε σοκολάτα, ο άλλος πατατάκια, ο άλλος χαρτομάντιλα, ο άλλος τσιγάρα, και ο περιπτεράς δεν πρόφταινε να δίνει πράματα και ρέστα από το μικρό παραθυράκι.

Κάποια στιγμή τα λεωφορεία κορνάρισαν και το τσούρμο μαζεύτηκε. O περιπτεράς, ζαλισμένος τα κοίταξε που ξεκινούσαν. Άξιζε τον κόπο, σκέφτηκε. Τα παιδιά απ' την πόλη είχαν λεφτά στην τσέπη τους και στα δέκα λεπτά που ήταν εδώ παίρναν κάμποσα πράγματα, καμιά σχέση με τα παιδιά του χωριού.

Το χωριό δεν είχε πολύ κόσμο και αν δεν υπήρχαν και αυτοί που πήγαιναν στα χιόνια, τότε άσ' τα, σκέφτηκε. Καλή μπάζα, μακάρι να ερχόταν κάθε μέρα, αξίζει τον κόπο, είπε ο περιπτεράς...

Στο λεωφορείο, τα παιδιά ήταν ξεκαρδισμένα απ' τα γέλια. Τού την φέραμε του μπάρμπα πάλι, φώναζαν γελώντας, και βγάζαν απ' τις τσέπες των πολύχρωμων μπουφάν τους σοκολάτες, καραμέλες και γκοφρέτες που είχαν αρπάξει στα κρυφά, μέσα στην φασαρία. Έξι σοκολάτες στην τιμή της μιας, ε, αυτό κι αν είναι φτήνια - Καλά, μα τόσες Κυριακές τίποτα δεν παίρνει χαμπάρι; Τι λες ρε, δεν τον βλέπεις τη φάτσα του πώς είναι; Καλή μπάζα, μακάρι να ερχόμασταν κάθε μέρα εδώ, αξίζει τον κόπο, είπε αυτός που είχε αρπάξει τα περισσότερα...


14.4.97

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη