Κάθοδος - Μέρος Ι (έρεβος)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Ένα δάκρυ ξεπρόβαλε δειλά στο πρόσωπο της. Είχε χρόνια να δει τον τόπο της. Τα τέσσερα χρόνια της χηρείας της είχαν περάσει γοργά και εκείνη πλέον ζούσε σε μέρη ξένα, βορινά. Μακριά απ όλους και όλα. Εδώ είχε δει το πρώτο φως της μέρας 56 χρόνια πριν. Ξερότοπος, αψύς και δύσκολος, σαν τους ανθρώπους του.

Γιατί γύριζε τώρα; Δεν ήξερε. Ίσως και να μη το ήθελε κιόλας. Η επιμονή του γιου της την έφερε εδώ παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς της.

- Είσαι καλά μητέρα;

- Κοντεύουμε...

Προσπάθησε αμήχανα να σκουπίσει το δάκρυ. Δεν ήθελε να φανερώνει τον ευαίσθητο εαυτό της αν και μάλλον ήταν το γοητευτικότερο εγώ της.

- Στρίψε εδώ, πάμε πρώτα στο κατσιφώνι.

Όλα ήταν εκεί. Ίδια κι απαράλλαχτα. Οι πορτοκαλιές, μοναδικές. Είχε να το λέει, τέτοιο πορτοκάλι πουθενά. Η γεώτρηση που στα γεράματα έφτιαξε ο πατέρας της, προσπαθώντας να ξορκίσει της γης την αδικία. Οι μυρωδιές ήταν εξίσου μεθυστικές, όπως τότε που παιδί ακόμα, ξυπνούσε απ’ τις 5 για να πάνε για το κτήμα.

Αρβανίτης κλασσικός ο πατέρας της. Κεφάλι αγύριστο, πολλές φορές άξεστος και βάρβαρος αλλά με μια γοητεία που μόνο στα ορεινά αυτά μέρη της Πελοποννήσου συναντάς. Μανιακός καπνιστής και πότης, χαρτοπαίκτης, αλλά ποτέ με λεφτά. Στη δουλειά έπιανε για δέκα, μη σου πω και παραπάνω. Στα αισθήματα βέβαια, ή μάλλον στην εκδήλωσή τους ούτε για μισός... Πράγμα που στα παιδιά του πέρασε δυστυχώς αβίαστα, αν και η Μαρίνα ως γυναίκα διατηρούσε μια κάποια παραπάνω έμφυτη ευαισθησία πάντα όμως καλά κρυμμένη.

Αφήσαν πίσω τους τον πορτοκαλεώνα και γυρίσαν για το χωριό... Στο δρόμο πολλοί τσομπάνηδες γνωστοί της, τους κοιτούσαν με μισό μάτι. Είχε αλλάξει. Ο θάνατος του άντρα της, τα παραπανίσια κιλά το βαμμένο και κοντό μαλλί της, λίγα είχαν αφήσει απ την παλιά λάμψη της.

Ήταν όμορφη πολύ στα νιάτα της. Αδύνατη με ύψος κανονικό, μαλλιά μαύρα με μια γυαλάδα αταίριαστη, μα και γοητευτική. Ήταν η ωραία του χωριού κι έκανε αίσθηση ιδίως όταν περπατούσε στην Πάνω Πλατεία με την κοντή φούστα που άφηνε εκτεθειμένες τις καλλίγραμμες γάμπες της. Οι άντρες την κοιτάγανε, μα κιότευαν να μιλήσουν. Το βλέμμα της, το στήσιμο της δεν άφηναν πολλά περιθώρια. Ήταν εξάλλου η κόρη του Λουπουτσούρη. Αυτό και μόνο αρκούσε. Μαζεύονταν όμως όλοι στο ταβερνάκι της οικογενείας, όπου μαγείρευε τα βράδια βοηθώντας τη μάνα της. Σέρβιρε κιόλας οπότε κάνανε και το μπανιστήρι τους οι θαμώνες. Ο πατέρας θα ρχότανε κι αυτός τα βράδια. Πότε θα 'κανε το κουμάντο του στο ταμείο, πότε θα καθότανε με κάνα κουμαρτζή κατεβάζοντας το τσίπουρο με την νταμιτζάνα.

Εκείνο τον καιρό τραβιότανε με τον Άγγελο. Όμορφος νέος από μεγάλη οικογένεια του χωριού. Κλειστός άνθρωπος με σκοτεινές πτυχές στη ζωή του, μα έτσι κι αλλιώς τέτοιοι την τραβούσαν πάντα. Είχε λίγες μέρες που του πε πως ήταν έγκυος. Θα το κρατούσε αν και ήξερε πως ο Άγγελος δεν ήθελε ευθύνες. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Κι ας την φοβέριζε η μάνα της πίσω στην κουζίνα. «Είσαι μικρή για παιδιά... Αυτός είναι φλώρος πως θα σε θρέψει; ... Μην θαρρείς πως ο πατέρας σου θα σε κρατήσει γκαστρωμένη στο σπίτι;»

Η κυρά Σταθούλα, η μάνα της, ήταν κι αυτή στα νιάτα της όμορφη. Πέρναγε δύσκολα με τον κυρ Ανέστη, άλλα μάλλον ήταν θεια πρόνοια αυτό, αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Μάλλον ο θεός έβλεπε το σκοτάδι στην ψυχή της και φρόντισε να την τυραννήσει πολύ πριν αυτή αρχίσει να τυραννάει τους άλλους.

- Κλείσε το παράθυρο, κρυώνω.

- Έλα φτάσαμε σχεδόν.

Οι επτά λόφοι του χωριού φάνηκαν μπροστά τους ξαφνικά κάνοντας την καρδιά της να σκιρτήσει.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη