Η μουσική του χρονόμετρου (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


www.regina-rosas-amat.blogspot.com


Τα βράδια όταν όλα τα φώτα σβήνουν και νοιώθω να βυθίζομαι στο σκοτάδι, είναι η καλύτερη στιγμή για μένα. Ξαπλώνω στο σκληρό κρεβάτι και κλείνοντας τα μάτια μπορώ και διώχνω κάθε είδους σκέψη. Ένα απόλυτο μαύρο κενό απλώνεται μπροστά μου και νοιώθω τα χείλη μου να στεγνώνουν. Κοιμάμαι γρήγορα λες και τίποτα δε βασανίζει το μυαλό μου. Αυτό το μυαλό που την ημέρα βρίσκεται σε μια χαοτική κατάσταση και τρέμει σα φοβισμένο ζώο.

Κάποτε κάποιος ακροατής από το κοινό που παρακολουθούσε την ομιλία μου κατά τη διάρκεια μιας διάλεξής μου με ρώτησε πως μπορούμε να ξέρουμε πότε ένας συγγραφέας χειρίζεται την υπόθεση του και τους χαρακτήρες τους επιβάλλοντας τους αυτό που εκείνος νομίζει και πότε τους χειρίζεται χωρίς να τους επιβάλλει αυτό που εκείνος νομίζει. "Υπάρχει περίπτωση στο κείμενό του ένας συγγραφέας να μην εφαρμόσει αυτό που ο ίδιος νομίζει; Τι εννοείτε; " τον ρώτησα. "Πως οι ήρωες είναι αυτόβουλα πλάσματα και πως ο συγγραφέας οφείλει να τα αφήσει να επιβάλλουν τη δική τους άποψη, το δικό τους χαρακτήρα ίσως; "...

Ναι, δυστυχώς αυτό πίστευε, όπως εξάλλου πιστεύουν και οι περισσότεροι αναγνώστες. Πως ο συγγραφέας από ένα σημείο και έπειτα πρέπει να αφήνει τους χαρακτήρες του να μιλούν ανεξάρτητα, αυτόνομα, ως μικρά ανθρωπάκια που τρύπωσαν μέσα στις γραμμές, σκαρφάλωσαν πάνω στο χαρτί και αφού έκοψαν μερικές βόλτες σήκωσαν απειλητικά το δάχτυλό τους κάτω από τη μύτη του συγγραφέα τους: "θα μας φέρεσαι δίχως επιβολή, είμαστε ανεξάρτητοι, α-νε-ξάρ-τη-τοι! Το ακούς; " "Φτωχά μου ανθρωπάκια" θα τους απαντούσε εκείνος " είστε τόσο ανεξάρτητα όσο εγώ θέλω, όσο εγώ φυσάω στην λευκότητα του χαρτιού μου, όσο εγώ αφήνω τα μέσα μου να κινηθούν για να σπρώξουν εσάς. Μη μουτρώνετε σαν γκρινιάρικα γεροντάκια που τους πήραν το γλυκό μέσα από το χέρι τους. Αν εγώ θέλω σάς βάζω να τρώτε το γλυκό με την τρύπα από τα όπισθιά σας και όχι με το στόμα σας. Γιατί εγώ είμαι η ίδια σας η ανάσα μέσα στις γραμμές μου. Εγώ βρίσκομαι πίσω από κάθε σκέψη σας. Το δικό μου χάος φωνάζετε. Τους δικούς μου κυκλοθυμούς ακολουθείτε χορεύοντας όπως εγώ παίζω τον σκοπό κάθε φορά ή βουβαίνεστε όταν η δική μου σιωπή ξεσπά εκρηκτική. Είστε εγώ χωρίς να υπάρχουν πολλά γιατί και πώς. Η άκρη του μολυβιού ξεπετάει εμένα προς τα έξω κάθε φορά που θα πλάσω έναν φανταστικό ήρωα από εσάς... Τι νομίζατε δηλαδή; Πως πάνω στο χαρτί αποκτάτε δική σας υπόσταση; Επειδή έτσι λέμε στους άλλους σε χαριτωμένες και ευγενικές συζητήσεις μεταξύ μας; Δεν υπάρχει τίποτα το χαριτωμένο στη δημιουργία σας... Τι θέλατε να τους πούμε δηλαδή; Πως ο τρελός είμαστε εμείς ή μήπως θέλετε κιόλας να τραβήξουμε το πέπλο να μας δουν εντελώς γυμνούς; "...

Θα τρελαινόμουν αν δεν έγραφα! Θα τρελαινόμουν, ναι! Ναι, ναι, ναι, που να πάρει και να σηκώσει! Το μυαλό μου θόλωσε, γιατί τα σκεφτόμουν τώρα όλα αυτά; Γιατί που να πάρει ο διάβολος μου ήρθε στο μυαλό εκείνος ο ακροατής; Μήπως εκεί μέσα είχα ήδη αρχίσει να νοιώθω ένα ανθρωπάκι; Ένα ανθρωπάκι από αυτά που σκαρφαλώνουν αγκομαχώντας πάνω στις γραμμές ενός τετραδίου και ξεφυσούν για να τραβήξουν λίγο την προσοχή του συγγραφέα; Τι είναι αυτά που σκέφτομαι; Σηκώθηκα από το κρεβάτι απότομα, το χέρι μου χτύπησε στο κάτω μέρος του μεταλλικού πλαισίου κάνοντας έναν βαρύ θόρυβο. Πόνεσα και εκνευρισμένος κλώτσησα το πόδι του κρεβατιού. Σαν τρελός πλησίασα προς το μικρό τραπεζάκι και ανακάτεψα ένα μικρό κιβώτιο. Τα χέρια μου έψαχναν μανιασμένα, ήθελα να βρίσω, να δώσω μία στο παλιοκιβώτιο και να το πετάξω και στο τέλος το έκανα. Σωρός χαρτιά ξεχύθηκαν, μερικά βιβλία, ένα ρολόι, μερικά στυλό και ένα χρονόμετρο μουσικής. Ούτε που θυμόμουν γιατί είχα ζητήσει να μου το φέρουν αυτό. Έσκυψα να μαζέψω τα χαρτιά μα το χέρι μου απλώθηκε πρώτα προς το χρονόμετρο. Paquet, οίκος Μaelzel 1815, με ξύλινο σκελετό, πυραμιδοειδές. Το γύρισα ανάποδα. Από κάτω αναγράφονταν ο αριθμός της σειράς του, 160002 και δυο μεγάλες οπές χρησίμευαν ως άνοιγμα της μικρής καταπακτής που έκρυβε καλά και που επέτρεπε στο άνοιγμά της να φανεί ο παλιός σιδερένιος μηχανισμός με τα οδοντωτά γρανάζια και τις μικρές ενωμένες μεταλλικές ράβδους στήριξής τους. Το περιεργάστηκα λίγο δίχως κανέναν ιδιαίτερο σκοπό, το τριγύρισα λίγο στα χέρια μου, έχωσα το δάχτυλό μου στο πίσω μέρος του μεγαλύτερου γραναζιού, αυτό που είχε πάνω του μικρά πιτσιλωτά στίγματα σαν αυτά που βρίσκονται στα βιβλία για τους τυφλούς. Η επαφή με αυτό το χρονόμετρο σαν να με ηρεμούσε με έναν αστείο τρόπο. Σαν κάποιος μεγαλύτερός μου από την εφηβική μου ηλικία, τότε που πηγαινοερχόμουν στο ωδείο, κρατώντας αυτό το χρονόμετρο στα χέρια και τοποθετώντας το με κινήσεις συνήθειας στο αριστερό μέρος του πιάνου, να βρισκόταν μέσα στα χέρια μου και εγώ να πασπάτευα τα στίγματα του και τις οδοντοστοιχίες του. Άνοιξα το μπροστινό του καπάκι. Το σιδερένιο κοντάρι με το ανάποδο τρίγωνο καρφωμένο στο κάτω μέρος του, είχε στραβώσει λιγάκι. Ανέβασα το τρίγωνο από το κατώτατο σημείο prestissimo στο πιο ψηλό αυτό του grave και ελευθέρωσα την άκρη του κονταριού από την υποδοχή που το κρατούσε. Άρχισε να κινείται δεξιά αριστερά με πάρα πολύ αργό ρυθμό. Τικ-τακ... Andantino τώρα... Πάει λίγο πιο γρήγορα καθώς το βαρίδι κύλησε προς τα κάτω. Καθώς το ακούω να χτυπάει ίδιο με ένα αργό καλοκουρδισμένο ρολόι, δάκρυα μου έρχονται στα μάτια... Αν κατεβάσω και άλλο πιο κάτω το βαρίδι ο ρυθμός θα επιταχυνθεί. Ανεπαίσθητα στην αμέσως πιο κάτω γραμμή που δείχνει η κλίμακα μέτρησης του ρυθμού...


Χτυπάει ακόμη πιο γρήγορα. Το κοντάρι του πηγαινοέρχεται αριστερά δεξιά με μεγάλη φόρα. Το παρακολουθώ σαν υπνωτισμένος και ίσως να είμαι λίγο υπνωτισμένος. Ξαπλώνω στο πάτωμα μπρούμυτα. Το φέρνω μπροστά στα μάτια μου. Η γκρίζα επιφάνεια κινείται πέρα δώθε σα βιαστική σκιά που δεν έχει χρόνο να χάσει το ρυθμό της. Ο ήχος αυτός... Πάντα είχε αυτός ο ήχος του μουσικού χρονόμετρου μια περίεργη επίδραση μέσα μου. Κοκκάλωνε το σώμα μου στην αρχή και έπειτα το μυαλό μου. Στητός, ακριβώς όπως ένα κόκκαλο, τέντωνα τα αυτιά μου για να μη μου ξεφύγει ο παραμικρός ήχος του μετρονόμου. Τικ-τακ και ξανά ξερό τικ τακ. Δυο χτύποι. Δυο πόλοι. Τίποτα άλλο. Άλλοτε λίγο πιο γρήγοροι, άλλοτε λίγο πιο αργοί μα πάντα πιστοί στο ρυθμό τους.

Όπως ακριβώς τα μεσημέρια στο πατρικό μου σπίτι. Όλα ξετυλίγονταν με την ακρίβεια του χρονόμετρου μου. Είχα πολλές φορές την αίσθηση πως μέσα του κρύβει τον κρυφό μα ολόιδιο ρυθμό του σπιτιού. Το χτύπημα του παραθυρόφυλλου που κλείνει, το αραιό μισοσκόταδο του μεσημεριού πίσω από το κλειστό παραθυρόφυλλο, η παράξενη ησυχία που έχουν τα σπιτικά μεσημέρια, ως και η κίνηση των ανθρώπων μέσα στο σπίτι αυτήν την ώρα γίνεται σαν να έχουν όλοι και όλα μεταμορφωθεί σε ανάλαφρες πεταλούδες. Μόνο ένα φουρφούρισμα φτερών ακούγεται, ένα μικρό σύρσιμο στο ξύλινο πάτωμα, αν τέντωνα το αυτί μου μπορούσα να ακούσω τα ράφια της βιβλιοθήκης να τρίζουν σα να κομματιάζονται σκάζοντας σιγά σιγά ή και τους τοίχους. Βέβαια και τους τοίχους... Ένα σχεδόν άπιαστο βουητό, σαν κουρασμένος άνθρωπος που μουρμουρίζει δίχως να ξέρει τι λέει. Πολλές φορές κολλούσα το αυτί μου πάνω στον μεσημεριάτικο τοίχο και εκεί κόντευα να λιποθυμήσω από τη συγκίνηση της ταραχής που μου προκαλούσε η γνώση πως είχα πιάσει τον ρυθμό του σπιτιού... Έμενα εκεί ώρα κολλημένος με το αυτί στον σοβά και όσο η ώρα πέρναγε τόσο είχα και πιο ξεκάθαρη την αίσθηση πως μέσα του άκουγα τον κοφτό μα σταθερό ήχο του μετρονόμου. Η ανάσα και οι αναπνοές του μεσημεριανού μου σπιτιού ήταν όλες συγχρονισμένες με το χρονόμετρο Paquet, οικος Μaelzel 1815. Αν μπορέσω να βρω τη σωστή ακριβώς γραμμούλα στην οποία κατέβαζα το ανάποδο τρίγωνο τότε, ίσως να είμαι ξανά ικανός να ξαναβρώ το ρυθμό του μεσημεριανού σπιτιού.


Το χέρι μου απότομα έκλεισε, σαν να ήταν το ίδιο καπάκι, το επάνω μέρος του χρονόμετρου. Το κοντάρι κόλλησε κάτω από το σφίξιμο του χεριού μου, χωρίς να μπορεί να κινηθεί περαιτέρω. Αν το πίεζα περισσότερο θα το έσπαγα, αν το άφηνα θα συνέχιζε πάλι τον ακούραστο σκοπό του. Ένα καλοκουρδισμένο χρονόμετρο δεν χάνει ποτέ το ρυθμό του. Και θα συνέχιζε να μου θυμίζει τα ρυθμικά σπίτια και τα ρυθμικά μεσημέρια. Καθώς η παλάμη μου πιέστηκε με λίγο ακόμη περισσότερη δύναμη πάνω στο λεπτό κοντάρι, αισθάνθηκα κάτι που με έκανε να αναριγήσω και να πετάξω το χρονόμετρο με δύναμη στον τοίχο. Διαλύθηκε σε τρία τέσσερα μεγάλα κομμάτια και σε πολλά μικρότερα γρανάζια. Στην πίεση επάνω, μου φάνηκε –μπορεί άραγε να ήταν ιδέα μου, μα μπορεί να ήταν και αλήθεια- πως το κοντάρι προσπάθησε να σπρώξει το χέρι μου, να απωθήσει την παλάμη μου που το πλάκωνε μην αφήνοντας το να συνεχίσει τη δική του δουλειά... Ακριβώς όπως αυτή... Όπως αυτή! Την ώρα που την πίεζα, προσπαθούσε να βγάλει το μαξιλάρι πάνω από το κεφάλι της. Έβλεπα τα μαλλιά της να χύνονται γύρω από το μαξιλάρι και τα χέρια της να έχουν γαντζωθεί με λυσσαλέα αγωνία πάνω του. Τα νύχια της να τραβάνε τη μαξιλαροθήκη με έντονες σπασμωδικές κινήσεις και το μουγκρητό της να ακούγεται βαθύ κάτω από τον όγκο που της έφραζε το στόμα. Εκείνο το μουγκρητό με τρέλλαινε. Σε κάθε της πνιχτό ζωώδη ήχο, σε κάθε της προσπάθεια να ουρλιάξει, η δική μου αναπνοή ανεβοκατέβαινε στο στήθος μου πιο γρήγορα, άκουγα το βόμβο του αίματος που φρενιάζει όλο και περισσότερο, να χτυπά σαν σφυρί στα μηνίγγια μου. "Μην μουγκρίζεις" ήθελα να της πω, "μην κάνεις σαν τρελλή"... Μα εκείνη δεν με άκουγε, μιλούσα από μέσα μου. Συνέχιζε να παλεύει απεγνωσμένα και ορμητικά, κάποια στιγμή μάλιστα έσκισε λίγο τη μαξιλαροθήκη, ήθελα να τη χαστουκίσω εκείνη την ώρα "ήταν ανάγκη να σκίσεις τη μαξιλαροθήκη; "... Αυτό ήθελα να της φωνάξω. Πάτησα με μεγαλύτερη δύναμη το μαξιλάρι και τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν από μια παράξενη ευχαρίστηση καθώς το βογγητό της ηχούσε όλο και πιο εξασθενημένο και τα χέρια της άρχισαν να χλωμιάζουν, σαν πρόσωπα είδα τα χέρια της...

Σα να με διασκέδαζε κιόλας ο ήχος της αναπνοής της που πέθαινε. Η ευχαρίστηση αυτή ήταν σαν μια μικρή παράλυση απόλαυσης. Σαν την ηδονική παράλυση όταν τα χείλη φυλακίζουν άλλα χείλη που έχουν πρωτόγνωρη γεύση. Εκείνη την ώρα, αλλά και λίγη ώρα μετά, το σώμα παύει να λειτουργεί όπως πριν και όλες οι αισθήσεις είναι επικεντρωμένες στη νέα γεύση του ανθρώπου μέσα στα διψασμένα χείλη και στις ανυπόμονες γλώσσες. Η νέα μου γεύση εκείνη την ώρα, η οποία παρέλυσε με ένα εκρηκτικά απολαυστικό ξέσπασμα όλο μου το σώμα, μαζί και το μυαλό, ήταν η γεύση της αγωνίας του ανθρώπου που πεθαίνει από τα ίδια μου τα χέρια...

Δεν ξέρω αν είναι σωστό που τα λέω τώρα όλα αυτά. Γιατί μιλάω έτσι; Είμαι άνθρωπος ή κάποιο τέρας με ανθρώπινη μορφή; Προσωπικά τείνω να πιστεύω το δεύτερο. Δεν ξέρω αν πραγματικά παρέλυσα εκείνη την μικρή στιγμή. Ίσως αντιθέτως όλες μου οι λειτουργίες να βρίσκονταν στο ζενίθ και πολύ πιθανότερο είναι να συνέβαινε κάτι τέτοιο.


Συνέχεια από το "πλανεύω με απόλαυση"

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη