Η θεία ουσία... (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Το απόγευμα είχαμε κανονίσει όλοι μαζί να πάμε να επισκεφτούμε το Στέργιο. Πέντε άτομα, οι καλύτεροί του φίλοι μέχρι τότε. Είχε επιστρέψει πριν ένα μήνα περίπου από τη Σορβόννη και είχε εγκατασταθεί προσωρινά, απ’ότι έλεγε, στο χωριό μέχρι να μπορέσει να βρει μία δουλειά στο Ναύπλιο ή στην Αθήνα. Πουθενά αλλού. Μοναχά σε αυτές τις δύο πόλεις έλεγε πως ήθελε να δουλέψει.

"Είναι οι μοναδικές πόλεις κοντά στο χωριό που το αισθητικό τους περιβάλλον με εμπνέει. Οι μόνες πόλεις που ένας διανοούμενος μπορεί να ανασάνει τις ανησυχίες του"

Έλεγε κάτι τέτοια περίεργα ο Στέργιος από τότε που ήρθε. Και έλεγε και άλλα περίεργα.

Πέντε χρόνια στη Σορβόννη όπου σπούδασε ιστορία τέχνης και αρχές κλασσικής φιλολογίας.

Φαίνεται ότι αυτά τα χρόνια είχαν αλλάξει ριζικά τον τρόπο θέασης του κόσμου γύρω του.
Ή τουλάχιστον έτσι πιστεύαμε εμείς, γιατί στο χωριό άλλα έλεγαν...

Το Σαββατοκύριακο που κατεβήκαμε όλοι από τις πόλεις μας στο χωριό για να δούμε το Στέργιο, είχε έναν καιρό δαιμονισμένο, όπως λένε τον άστατο καιρό οι κάτοικοι των χωριών σε αυτά τα μέρη. Έβρεχε από το πρωί του Σαββάτου, ψιλή βροχή στην αρχή, καταρρακτώδης μέχρι να φτάσουμε. Ένας αέρας που ετοιμάζονταν να σηκώσει τα σπίτια και χτύπαγε τους ανθρώπους στο πρόσωπο σπρώχνοντάς τους πίσω χωρίς καμία δυνατότητα να βρουν κάποια ισορροπία. Βροντές και αστραπές που έσκιζαν τον ουρανό σα χαρτί, μας υποδέχτηκαν κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο. Η ημέρα είχε γίνει νύχτα και μαύρα βαριά σύννεφα κρέμονταν απειλητικά πάνω από τα κεφάλια όλων μας.

"Χαλασμός κυρίου" είπε η Ξένια σα μας υποδέχτηκε... "Θα κάνει καταστροφές "συμπλήρωσε κουνώντας απελπισμένα το κεφάλι ο άντρας της.

Η καταιγίδα ώρα με την ώρα μεγάλωνε, οι βροντές ήταν τρομερές, ταρακουνούσαν το σπίτι συθέμελα, κάνοντας τα τζάμια να τρίζουν, έτοιμα να σπάσουν. Από το επάνω δώμα έβλεπες τα βουνά τριγύρω μαύρα κι αυτά, ένα με τον ουρανό. Η Ξένια είχε κουρνιάξει σε ένα μικρό καρεκλάκι, κολλώντας το δίπλα στο παλιό τζάκι. Είχε χώσει το κεφάλι της κάτω από τα κρέπια της δαντέλας που στόλιζε το επάνω ξύλινο μέρος της εστίας.

"Παναγία μου! " μουρμούριζε σε κάθε αστραπή την ώρα που εμείς υπολογίζαμε από τη διάρκεια και την ένταση της αστραπής σε πόσα λεπτά θα έπεφτε ο κεραυνός και που περίπου.

Είχε μαζέψει τα χέρια της μπροστά στο στήθος της, δεμένα σφιχτά το ’να με το άλλο. Κάθησα δίπλα της με μια κούπα ζεστό καφέ που η ίδια είχε φτιάξει σε όλους μας λίγο πριν.

‘Έλα ρε Ξένια, ηρέμησε, μη φοβάσαι τόσο" της είπα πιάνοντας την πλάτη της για να αισθανθώ και εκεί
την υπερένταση που είχε το σώμα της. Νόμιζα πως μπορούσα να νοιώσω τα κόκκαλά της να τρίζουνε μεταξύ τους.

Γύρισε και μου χαμογέλασε και της έσκασα ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο χαϊδεύοντάς της το πρόσωπο.

"Θα πάτε στο Στέργιο με αυτόν τον καιρό; " ρώτησε κοιτάζοντάς με ανήσυχα.

"Ξένια, το σπίτι του Στέργιου είναι σχεδόν δίπλα. Ηρέμησε σε παρακαλώ"

Μια αστραπή φώτισε με τρομερή λάμψη τα πάντα για αρκετά δευτερόλεπτα.

"Τώρα θα κουνηθούμε γερά, κρατήσου" της έκανα γελώντας.

Ο κεραυνός πρέπει να έπεσε πολύ κοντά στο σπίτι. Τα τζάμια βούιζαν για ώρα και νοιώσαμε όλοι μέχρι και το στήθος μας να αναταράζεται από τη δύναμη της φύσης. Το ρεύμα έπεσε και μπορούσαμε πλέον να βλέπουμε μόνο με το φως του σκοτεινού μεσημεριανού.

"Ο Στέργιος δεν είναι καλά" άκουσα τη Γιώτα να σιγομουρμουρίζει στρέφοντας τον κορμό της προς το μέρος μου και κοιτώντας με βαθιά στα μάτια.

Θυμήθηκα όλα αυτά που ακούγονταν για εκείνον από τότε που γύρισε από τη Γαλλία και που αρνούμουν να δεχτώ και εγώ και ο Γιάννης. "Υστερίες του κόσμου" έλεγε και εγώ συμφωνούσα μαζί του, ανίκανη να βάλω στο μυαλό μου ότι ο Στέργιος, - αυτός ο Στέργιος-, είχε τέτοια προβλήματα.

"Τέλος πάντων" απάντησα μόνο γιατί δεν ήθελα να ανοίξει τέτοια κουβέντα.

"Ναι, τέλος πάντων" έκανε αινιγματικά και η Ξένια.

Όταν βρεθήκαμε μπροστά από το σπίτι του και οι πέντε, σε ένα προκαθορισμένο ραντεβού, ήταν ο Γιάννης που έκανε τη διαπίστωση:

"Ρε σεις, τι μούτρα είναι αυτά που έχουμε όλοι... Σα να πηγαίνουμε σε κηδεία... Ρε πάτε καλά; "

Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και πραγματικά ήταν σαν ο καθένας από τους πέντε μας να βασανίζονταν από την ίδια σκέψη.

Ο Στέργιος μας άνοιξε την πόρτα ντυμένος με ένα άσπρο κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα τζιν παντελόνι. Μακριά καστανά μαλλιά, περιποιημένο μούσι, γαλανό ήρεμο βλέμμα και χείλια ανοιχτά σε ένα χαμόγελο ευτυχίας που έβλεπε τους φίλους του.

Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον με τύψεις. Ο Στέργιος όχι μόνο έδειχνε μια χαρά αλλά ήταν όπως πάντα ένας πολύ γλυκός άντρας με ήσυχη ομορφιά που γοήτευε όποιον τον κοιτούσε.

"Καλώς τους, καλώς τους, περάστε, περάστε"

Τον φιλήσαμε ένας ένας και η μητέρα του μας συνόδευσε μέχρι το επάνω σαλόνι κερνώντας μας γαλλικές σοκολάτες και καφέδες που είχε φέρει μαζί του ο γιος της.

Ο Στέργιος κάθησε σε μια πολυθρόνα κοντά στο τζάκι. Το πρόσωπό του έδειχνε αδιόρατα ανήσυχο για κάτι, μα έπρεπε κάποιος να είναι πολύ παρατηρητικός για να το προσέξει.

Η μάνα του αφού μας τρατάρισε, θεώρησε καλό να κατέβει κάτω και να μας αφήσει μόνους για να τα πούμε, όπως είπε.

’’Ακούσατε κι εσείς αυτά που λένε για εμένα; " ήταν η πρώτη του κουβέντα, ξαφνική, σχεδόν επιθετική.

Κοιταχτήκαμε αναμεταξύ μας ανήσυχοι.

"Όχι, τι λένε; " έκανε αδιάφορος τάχα ο Γιάννης ανοίγοντας τη σοκολάτα του.

"Ρε ακόμη δε γύρισες και άρχισες τις καψούρες; Πάλι σε γκομενοδουλειές μπλέχτηκες; " αστειεύτηκε ο Παύλος.

Ο Στέργιος ξάπλωσε προς τα πίσω βάζοντας τα χέρια του σταυρωτά στήριγμα στο κεφάλι του.

"Δεν ξέρετε δηλαδή... " Η φωνή του ήταν σα να μας έλεγε "ποιον πάτε να κοροϊδέψετε"

Κοίταξα αμήχανη τους υπόλοιπους. Ο Παύλος μου έκανε νόημα με το βλέμμα να μη μιλήσω.

"Ρε συ θα μας τρελάνεις τώρα; " έκανε ο Γιώργος, "εμείς ήρθαμε να σε δούμε κι εσείς μας λες τι λέει το χωριό; Τι να λέει το χωριό; Ο, τι και να λέει, βλακείες θα είναι, ως συνήθως"

Με μια ξαφνική κίνηση πέταξε το σώμα του εμπρός, γέρνοντας προς τη μεριά του Δημήτρη.

"Δώσε ένα τσιγάρο" του έκανε ξαφνικά.

Ο Δημήτρης του άναψε και πρόσφερε σε όλους μας τσιγάρο. Στην άρνησή μου να πάρω κι εγώ τσιγάρο ο Στέργιος με κατακεραύνωσε με μια ματιά παράξενη:

"Πάρε και εσύ τσιγάρο, πάρε, είπα"... Η επιτακτική του φωνή, μα κυρίως ο τρόπος που κοιτούσε, δε μου άφησαν περιθώρια... "Καλά" είπα μόνο "να μη σε προσβάλω"

Στο πρώτο πνίξιμό μου από τον καπνό, έσκασε στα γέλια και στράφηκε στον άντρα μου:

"Ρε συ μαλάκα, ακόμη δεν την έχεις μάθει να καπνίζει; "

"Θυμάστε ρε τις φούντες που κάναμε παλιά; " συμπλήρωσε κοιτώντας έναν, έναν τους άντρες.

Ο Γιάννης χαμογέλασε.

’’Μου φαίνεται ακόμη λαχταράει η καρδούλα σου, ε; "

"Να σου πω... γιατί όχι; "

"Έλα ρε, τώρα μεγαλώσαμε, έπιασες τα τριάντα, ακόμη τις μαλακίες που κάναμε πριν πάμε φαντάροι θα κάνουμε; " είπε ο Δημήτρης κοιτώντας τον επίμονα σα να προσπαθούσε κάτι να διακρίνει.

"Κότες... " απάντησε σχεδόν μουρμουριστά ρουφώντας με απόλαυση τον καπνό από το τσιγάρο του.

Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πήγε κοντά στο παράθυρο.

"Για πες καμιά ιστορία από τη Γαλλία, από τη Σορβόννη" του είπα προσπαθώντας να τον κάνω να μας ανοιχτεί στην κουβέντα. Πάντα ήταν κλειστός χαρακτήρας, από παιδί, αλλά μου φαινόταν τώρα, ότι είχε γίνει ακόμη χειρότερος.

"Τι θες να μάθεις από τη Σορβόννη; " η φωνή του ακούστηκε βαριεστημένη, να τραβιέται σε έναν αργόσυρτο ήχο πλήξης και ανίας, χωρίς κανένα χρώμα, χωρίς κανένα νεύρο...

Κοιταχτήκαμε πάλι μεταξύ μας... Ένα κακό προαίσθημα... κάτι κακό...

"Λένε πως είμαι τρελός, ε; " έκανε ξαφνικά γυρνώντας απότομα προς το μέρος μας.

"Ωχουυ, τι είναι αυτά που λες! " ο Παύλος πετάχτηκε εκνευρισμένος.

"Είπα, λένε ότι είμαι τρελός... Έτσι δεν είναι; "

Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Φευγαλέες ματιές σα να προσπαθούσαν να συνεννοηθούν στα γρήγορα για κάτι.

Άνοιξε το παράθυρο και έκανε με το χέρι του αέρα για να διώξει τον καπνό προς τα έξω.

Το προφίλ του έδειχνε άνθρωπο γαλήνιο, ήρεμο, βυθισμένο στις σκέψεις του που σε καμία περίπτωση δεν ήταν ταραχώδεις. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Μέσα του όμως γινότανε πάλη, μία πάλη που εμείς οι απ’ έξω σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε εύκολα. Έκανε με μια απαλή κίνηση τα μαλλιά του πίσω και έγειρε το σώμα του ελαφρά έξω από το παράθυρο.

"Είσαι τρελός; "

Ο Δημήτρης τον κοιτούσε επίμονα, καθώς τον ρωτούσε.

"Τι; " έκανε μόνο κάπως έκπληκτος.

"Λέω ρε παιδί μου, εσύ είσαι τρελός; Ρωτάω... Πως το βλέπεις; Σου ‘χει λασκάρει η βίδα; "

Μας κοίταξε όλους ξανά, έναν προς έναν και απροσδόκητα ξέσπασε σε γέλια, παρασύροντάς και εμάς.
Η ατμόσφαιρα αποφορτίστηκε ξαφνικά, το ίδιο ξαφνικά όπως είχε φορτιστεί...

Ο Δημήτρης γέλασε κι αυτός μαζί του.

"Α, ρε μαλάκα " του είπε με χαϊδευτικό τόνο "Είδες τι μαλακίες λες; Γαμησέ το ρε το χωριό και τι λέει το χωριό, εσύ τι λες... "

"Λοιπόν" έκανε ο Στέργιος με κάποια επισημότητα "εσείς οι πέντε είστε οι καλύτεροί μου φίλοι. Το ξέρετε αυτό, έτσι; Και σήμερα μιας και μαζευτήκαμε όλοι εδώ θα ήθελα να σας πω κάτι, το οποίο πολύ με έχει απασχολήσει τον τελευταίο καιρό... Σήμερα νομίζω είναι η πιο κατάλληλη ευκαιρία, γιατί πότε θα μαζευτούμε πάλι κι οι έξι; Και αν μαζευτούμε σίγουρα θα είναι σε κάποιο περιβάλλον θορυβώδες"

"Έλα ρε Στέργιο μη μας γκαστρώνεις... " είπε ο Γιώργος " πολύς πρόλογος ρε παιδί μου"

Και λέγοντας αυτά ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά από τον ελληνικό του καφέ που άχνιζε ευωδιαστός.

"Αποφάσισες να κάνεις κάποια δουλειά και θες βοήθεια; Για λέγε... " Ο Παύλος έσκυψε όλος ενδιαφέρον προς τα εμπρός. Όταν η συζήτηση έπαιρνε τροπή προς δουλειές και επιχειρηματικά σχέδια ήταν η καλύτερη στιγμή για εκείνον.

Ο Στέργιος έκλεισε το παράθυρο και βάδισε αργά προς το μέρος μας. Ήρθε και στάθηκε από πάνω μου. Το ύφος του συνέχιζε να είναι μυστήριο.

"Βέβαια το γεγονός ότι έχουμε μια γυναίκα στην παρέα, δεν είναι το πιο πρέπον για αυτό που θέλω να σας πω "

Είδα τα μάτια του Γιάννη να πέφτουν επάνω μου σα να αναρωτιόταν και μετά ένοιωσα το χέρι του Στέργιου πάνω στα μαλλιά μου. Μου χάιδεψε απαλά το κεφάλι. Ένοιωσα τα δάχτυλά του να μου ανατριχιάζουν το σώμα. Ήμουνα ιδιαίτερα ευαίσθητη σε κάθε άγγιγμα.

"Αλλά εσύ δεν είσαι μία απλή γυναίκα, είσαι καλύτερα και από άντρας. Σου έχω εμπιστοσύνη ότι δε θα μιλήσεις πουθενά κι ότι θα είσαι στήριγμα, καλή φίλη... Υπολογίζω πολύ στη γνώμη σου... "

"Μα γιατί πρόκειται; " ψιθύρισα με έκδηλη την απορία μου.

Πλησίασε πάλι την πολυθρόνα του. Μας έκανε νόημα με το χέρι του να σταματήσουμε οποιαδήποτε λεκτική επικοινωνία μαζί του ή μεταξύ μας κι έπειτα ξανακάθησε.

"Φίλοι μου... " ξερόβηξε "παρακαλώ να μη με διακόψει κανείς"

Έγειρε λίγο προς τα εμπρός και μας ξανάεκανε νόημα να γείρουμε κι εμείς για να τον ακούσουμε προσεκτικά.

"Φίλοι μου, όπως ξέρετε έλειψα αρκετά χρόνια στη Γαλλία... "

Δεν ακούγονταν τίποτα, παρά μόνο η απαλή φωνή του Στέργιου. Μέχρι και η καταιγίδα είχε κοπάσει και μόνο ο ρυθμικός ήχος μιας σιγανής βροχής αντηχούσε.

"Αυτά τα χρόνια λοιπόν έζησα κάποια πράγματα πολύ έντονα, κάποια πράγματα που άρχισαν να στρέφουν τη σκέψη μου σε άλλους δρόμους. Στην αρχή δεν ενδιαφερόμουνα για τίποτα παρά μόνο πως θα φάω τα λεφτά του πατέρα μου για να ζήσω τη χρυσή ζωή εκεί... Κάποιος φίλος όμως εκεί, που δε θα ήθελα να τον ονοματίσω, με έσπρωξε πάλι εκεί που έπρεπε να είμαι εξαρχής"

Ο Δημήτρης κάτι πήγε να πει, αλλά τον διέκοψε με μια έντονη χειρονομία.

"Αφήστε με να σας μιλήσω και μετά πείτε μου ό, τι θέλετε... Συνεχίζω λοιπόν... Με την παρότρυνση και τη βοήθεια αυτού του, στα αλήθεια, πολύ σπουδαίου φίλου άρχισα πάλι να ασχολούμαι με την επιστήμη μου και να ψάχνω πράγματα σχετικά με αυτήν. Οι μελέτες μου με έσπρωξαν στη φιλοσοφία που γρήγορα έγινε για μένα αγάπη πραγματική. Μελέτησα όλα τα συγγράμματα των μεγάλων φιλοσόφων, ξενύχτησα πολλά βράδια πάνω από βιβλία ώσπου ένα βράδυ όταν κουρασμένος από το υπερβολικό διάβασμα ξάπλωσα να ξεκουραστώ μου φανερώθηκε ξαφνικά η αλήθεια που έψαχνα. Ο Πλάτωνας ήρθε εκείνο το βράδυ και μου μίλησε, τον άκουσα στο αυτί μου... "

Τα βλεμματά μας απαντήθηκαν το ένα με το άλλο με την ίδια απορία.

"Όχι φίλοι μου δεν τα έχω χάσει... Αφήστε με να τελειώσω" είπε ο Στέργιος βλέποντας τη συνάντηση των βλεμμάτων μας και την απορία που κρύβονταν μέσα σε αυτά.

"Εκείνο το βράδυ είχα αποκοιμηθεί με το συμπόσιο του Πλάτωνα, παλεύοντας να καταλάβω κάποια πράγματα. Ξύπνησα λοιπόν ξαφνικά ακούγοντας κάποιες συνομιλίες κάτω από το παράθυρό μου. Ήταν σαν κάποιοι να μάλωναν... Εκνευρισμένος έκανα να αλλάξω πλευρό και να χωθώ κάτω από τα μαξιλάρια για να μην τους ακούω αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή μεταξύ ύπνου μου και ξύπνιου μου μου φάνηκε πως άκουσα κι άλλη μία φωνή, πιο καθαρή κι ευδιάκριτη αυτή τη φορά, να μου μιλάει.
Κάποιος με παρότρυνε να σηκωθώ και να πάω στο παράθυρο λέγοντάς μου ότι πρέπει να πάω εκεί.
Κατανοείτε φίλοι μου την απορία μου, αλλά και την περιέργειά μου. Σηκώθηκα και πλησιάζοντας εκεί είδα κάποια άτομα να τσακώνονται, για κάτι. Διαφωνούσαν φωναχτά μέσα στη νύχτα για κάποιο πολιτικό πρόσωπο. Χειρονομούσαν έντονα και στα πρόσωπά τους μπορούσα να διακρίνω μεγάλη ένταση, ένταση που σχεδόν αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά τους... "

Ο Γιάννης πήγε να τον διακόψει μα όπως και πριν τον σταμάτησε με μια απότομη χειρονομία.

‘Αυτές οι έντονες χειρονομίες τους, αυτά τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά τους, και τα λόγια της διαφωνίας τους, φίλοι μου ήταν εκείνα που ξαφνικά με έκαναν να δω τα πάντα... Τα πάντα...
Η αλήθεια παρουσιάστηκε ολόφωτη μπροστά μου, σχεδόν βίαιη μες στην αμεσότητά της...
Μη με κοιτάτε έτσι περίεργα... Έτσι έγιναν τα πράγματα... Οι άνθρωποι αυτοί σταμάτησαν να έχουν μορφές, ναι, σταμάτησαν να έχουν μορφές σας λέω, και το μόνο που έβλεπα πάνω από τα κεφάλια τους ήταν ένα ον πέρα από κάθε ατομικότητα, ένα πλάσμα άυλο που ίπτατο πάνω από τα κεφάλια τους και ήταν φτιαγμένο απ’ όλα τα σώματα μαζί εκείνων των ανθρώπων που ανύποπτοι συνέχιζαν να διαφωνούν.

Κατάλαβα τότε την προσπάθεια του Πλάτωνα να εξηγήσει τη φύση της διαλεκτικής θεώρησης και την κάθαρση οποιασδήποτε δαιμονικής φύσης μέσα από αυτήν. Οι διαφωνίες, οι έχθρες, οι αντιπαλότητες ανάμεσα στους ανθρώπους, όλα τελικά είχαν τον ίδιο σκοπό: να βγει ο άνθρωπος από την ατομική του υπόσταση και να συναντηθεί με το θείο... Να μπορέσει ο θεός που βρίσκεται πίσω από τους σκοτεινούς μας πυρήνες, ελεύθερος, να συναντηθεί με τους θεούς των άλλων ανθρώπων και να φτιάξουν ένα και μοναδικό θείο πλάσμα. Το θείο πλάσμα που έβλεπα μπροστά μου...
Οι αμαρτίες μας, τα πάθη μας, τα μίση μας, τα δαιμόνια μας δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο ο δρόμος προς την απόλυτη άσκηση και καθαγίαση... Καταλαβαίνετε φίλοι μου, καταλαβαίνετε;; "

Η φωνή του έτρεμε από ενθουσιασμό. Τα μάτια του είχαν αρχίσει να καίνε, ίδια με δυο γαλάζιες φλογερές μπάλες.

"Ρε συ" μουρμούρισε ζαλισμένα ο Γιώργος "τι είναι όλα αυτά που μας είπες; Για ξαναρίχτα πιο απλά γιατί εγώ είμαι και από χωριό άνευ σπουδών στη Σορβόννη. "

Μα ο Στέργιος πια είχε πάρει φόρα. Τα λόγια του έκαιγαν την άκρη της γλώσσας. Έπρεπε να μας μιλήσει.

"Έβλεπα την αλήθεια ολοκάθαρα. Κι εκείνο το άυλο κι άμορφο πλάσμα που ήταν συνέχεια σα να ζωντάνευε, μιλούσε μέσα μου. Το ένοιωθα καλά να με πλησιάζει ζητώντας να μπει μέσα μου... Ναι, φίλοι μου όσο αλλόκοτο και αν ακούγεται εκείνο το βράδυ είχα άμεση επαφή με το θείο, μπορεί και με το Θεό τον ίδιο. Δε θα τολμούσα να το διανοηθώ βέβαια αλλά όταν η σκέψη μου ξαναγυρίζει σε εκείνο το βράδυ, πολύ θα το επιθυμούσα, όσο και αν η ταπεινότητά μου με ωθεί στο να αρνηθώ κάτι τέτοιο. "

Ο Παύλος τον έκοψε εκνευρισμένος αυτή τη φορά.

"Και εμείς που κολλάμε σε όλο αυτό; Γιατί ήθελες να μαζευτούμε όλοι και να μας το πεις; "

"Είστε ανυπόμονοι και δε με αφήνετε να ολοκληρώσω. Πλησιάζω στο τέλος φίλοι μου, έχετε υπομονή.
Μετά λοιπόν αυτόν τον κεραυνό αληθείας που έπεσε μέσα στο κεφάλι μου, γιατί κεραυνός ήταν για μένα, μετά από αυτό το εκπληκτικό όραμα του άυλου πνεύματος του θείου στοιχείου, αυτόματα συναισθάνθηκα το βάρος που έπεφτε πάνω μου εκείνη την ώρα. Ένα βάρος που αγκάλιασε ζεστά τους ώμους μου αλλά όχι και χωρίς κάποια ανήσυχη αίσθηση της ευθύνης που είχα από εδώ και στο εξής. "

"Τι ευθύνης; " η φωνή μου ήχησε σαν αντίλαλος μέσα στο σιωπηλό σαλόνι.

"Φίλοι μου κοιτάχτε με... τι βλέπετε μπρος σας; Παρατηρήστε με προσεκτικά και πείτε μου. Δείτε όμως με τα μέσα μάτια σας και όχι με τις δύο κόχες που έχουμε στο πρόσωπο"

Τα πράγματα είχαν αρχίσει να φεύγουν από τον έλεγχο πια. Δεν ξέραμε τι να πούμε, δεν ξέραμε πώς να αντιδράσουμε, δεν ξέραμε που ακριβώς θα οδηγούσε αυτός ο μονόλογός του. Τον κοιτούσαμε βωβοί, αμήχανοι κι έτοιμοι να γελάσουμε στην επόμενη κουβέντα του που ελπίζαμε πως θα ήταν "τα πιστέψατε όλα αυτά ρε χαϊβάνια; "

Ακουμπώντας το γαλήνιο πρόσωπό του πάνω στις δεμένες σε μία χούφτα παλάμες του, μας κοιτούσε ερευνητικά μα και ήσυχα. Μου θύμισε μια από τις μυστηριώδεις φιγούρες του Κλιμτ.

"Δε βλέπετε λοιπόν φίλοι μου; Δε βλέπετε; " έκανε ανυπόμονα.

Βλέποντας πως δεν απαντάμε, συνέχισε πιο ήρεμα:

"Είμαι ένας από τους νέους προφήτες φίλοι μου, ένας από τους προφήτες της νέας εποχής. Θα οδηγήσω τον κόσμο στο να δει την αλήθεια, στο να μπορέσει να ανακαλύψει το θείο πνεύμα γύρω του, στο να καταλάβει ότι ακόμη και το κακό που έχει μέσα του, είναι μέρος του καλού, μας κατευθύνει προς αυτό.
Είναι δύσκολο το έργο μου φίλοι μου και για να είμαι ειλικρινής μαζί σας, δεν ξέρω πάνω σε ποια σχέδια να βασιστώ για να το υλοποιήσω. Και εκεί ακριβώς θα ήθελα τη βοήθειά σας. "

Δε μίλησε κανείς. Δεν ξέραμε τι να πούμε. Σαν ηλίθιοι ψάχναμε να βρούμε κάποια λόγια.

"Βλέπω την πάλη που γίνεται μέσα σας φίλοι μου, διαισθάνομαι την ψυχική σας ένταση μπροστά στη γνώση ότι έχετε μπροστά σας έναν προφήτη, μα πρέπει να με βοηθήσετε κι εσείς λίγο. Να μου δώσετε κάποια συμβουλή για να βρω το σωστό δρόμο που θα μιλήσει αμέσως στις καρδιές των ανθρώπων.
Βοηθήστε με... Πείτε μου... "

"Τι να πούμε; " ο Παύλος ρώτησε ξερά, εντελώς χαμένος σε κάποιες σκέψεις.

Ο Στέργιος χάιδεψε απαλά το περιποιημένο μούσι του.

"Για αρχή μπορείτε να μου πείτε αν το μούσι αυτό είναι ένα μούσι εφάμιλλο της αξίας ενός προφήτη... Εμπρός φίλοι μου, μην ντρέπεστε... Ακούω με προσοχή τις γνώμες σας... "


Chcome (toavgo@in.gr)



(Ο Στέργιος ζει ακόμη στο σπίτι των γονιών του με ψυχιατρική παρακολούθηση και με φαρμακευτική θεραπεία... Σε κάποιες αναλαμπές του βρίσκει τον παλιό του εαυτό, μα τις περισσότερες φορές είναι βουτηγμένος στον κόσμο που έχει πλάσει το μυαλό του. Εκτός σπιτιού είναι πάντα σιωπηλός και προσεκτικός με τον κόσμο. Μόνο με τους παλιούς του φίλους ανοίγεται και συζητά... Οι κουβέντες του αφορούν πάντα σε φιλοσοφικά ερωτήματα και θέματα και μόνο σε αυτά...)

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη