Η ζωή μου όλη - Μέρος 2ο

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Στην Αθήνα εντωμεταξύ ο Άγγελος γνώρισε την Αθανασία. Μία γυναίκα με ιδιαίτερη ομορφιά. Ήταν υπάλληλος τραπέζης η Αθανασία και ήδη χωρισμένη μία φορά. Ε, ήταν και λίγα χρόνια μεγαλύτερή του. Αυτό όμως δεν απασχολούσε τον Άγγελο καθόλου. Ο έρωτας ήταν αμοιβαίος και σύντομα εξελίχθηκε σε μια δυνατή αγάπη που κατέληξε σε γάμο. Η Αθανασία είχε ένα οικόπεδο εξ ημισείας με την αδερφή της, κάπου στα ανατολικά προάστια της Αθήνας. Αποφάσισαν έτσι να χτίσουν εκεί το σπίτι όπου θα στέγαζαν την αγάπη τους. Περνούσε ο καιρός και η Αθανασία έμεινε έγκυος. Σε λίγους μήνες έφερε στον κόσμο το πρώτο, και μοναδικό παιδί της. Ένα κοριτσάκι φτυστό ο Άγγελος. Η μικρή Αναστασία μεγάλωνε βασιλικά, χωρίς να της λείπει το παραμικρό. Θα ήταν περίπου 2 ή 3 χρονών η μικρή, όταν ένα μεσημέρι η Αθανασία βρήκε στην λεκάνη της τουαλέτας ένα τσαλακωμένο γράμμα.

“Αγαπητέ μου αδερφέ,
δυστυχώς τα οικονομικά μου δεν πηγαίνουν καλά. Μετά βίας τα βγάζω πέρα εδώ στην Θεσσαλονίκη. Αποφάσισα να φύγω για το χωριό. Θα ήθελα σε παρακαλώ αν μπορείς να έρθεις να πάρεις τον γιο σου τον Στέφανο καθώς δεν έχω την δυνατότητα να συνεχίσω να τον συντηρώ.
Με αγάπη ο αδερφός σου Στάθης“.

Η Αθανασία έχασε τον κόσμο γύρω της... Ποιος γιος; Ποτέ δεν της είχε πει ο Άγγελος πως έχει άλλο παιδί. Ούτε καν πως ήταν παντρεμένος πιο πριν. Ένιωθε να καταρρέει και δεν ήξερε πώς πρέπει να αντιδράσει. Χωρίς δουλειά και μ’ ένα μωρό παιδί τι θα έκανε;
Όταν το απόγευμα γύρισε ο Άγγελος από την δουλειά βρήκε την Αθανασία να κλαίει έχοντας στην αγκαλιά της την μικρή Αναστασία.

“Τι έπαθες;”την ρωτάει ανυποψίαστος για το τι είχε συμβεί.

”Τι έπαθα; Ορίστε τι έπαθα” του λέει πετώντας του κατάμουτρα το τσαλακωμένο γράμμα που ο ίδιος είχε πετάξει νωρίς το ίδιο πρωί μες την λεκάνη της τουαλέτας σε μια προσπάθειά του να το εξαφανίσει. Ο Άγγελος έμοιαζε σα να είχε δει φάντασμα. Παγωμένος και κατακίτρινος στεκόταν με το γράμμα στα χέρια μη μπορώντας να αρθρώσει λέξη.

”Τι είναι το παιδί για να το κρύψεις; Πακέτο χαρτομάντιλα;” του λέει η πλέον οργισμένη Αθανασία.

“Πες μου, εγώ τι πρέπει να κάνω; Που σου τα έδωσα όλα γιατί νόμιζα ότι μ’ αγαπούσες και ήσουν ειλικρινής μαζί μου” συνέχισε. Ο Άγγελος προσπάθησε να δικαιολογηθεί

“εεεεε... ναααααααα... ξέρεις...” είπε.

”Όχι δεν ξέρω, αλλά σίγουρα θέλω να μάθω” τον διέκοψε αποφασιστικά η Αθανασία.

”Ηρέμησε και θα σου τα εξηγήσω όλα” της είπε ήρεμος πλέον ο Άγγελος. Έτσι κι αφού η Αθανασία έβαλε την μικρή για ύπνο κάθισαν και ο Άγγελος της τα εξήγησε. Πώς είχε γνωρίσει την Κάτια και την είχε κλέψει από το σπίτι της, πώς χωρίσανε και τελικά πώς έγινε και το παιδί έφτασε στην Θεσσαλονίκη.

”Και τώρα τι θα κάνεις;”τον ρώτησε η Αθανασία.

”Παιδί σου είναι, δεν μπορείς να το εγκαταλείψεις έτσι. Κι ο Στάθης φτωχός άνθρωπος είναι. Δεν μπορεί να το φροντίζει για όλη του την ζωή. Να πας στην Θεσσαλονίκη και να φέρεις το παιδί εδώ. Θα δούμε τι θα κάνουμε ”συνέχισε. Την επομένη κιόλας ο Άγγελος έβγαλε εισιτήριο κι έφυγε με το τρένο για Θεσσαλονίκη. Στο σπίτι του Στάθη επικρατούσε χάος. Χαρτοκιβώτια στοιβαγμένα παντού έτοιμα προς μεταφορά. Ο Στάθης ετοιμαζόταν να φύγει για το χωριό, όπως του είχε γράψει στο τελευταίο του γράμμα. Ένα χωριουδάκι μικρό, κάπου έξω από την Θεσσαλονίκη –γύρω στα 45 με 50 χιλιόμετρα μακριά-. Εκεί είχε το πατρικό του σπίτι. Του το είχε αφήσει ο πατέρας του πριν πεθάνει. Βλέπετε ο Στάθης κι ο Άγγελος δεν ήταν πραγματικά αδέρφια. Δεν ήταν καν αδέρφια. Έτυχε να παντρευτούν οι γονείς τους. Η μάνα του Στάθη κι ο πατέρας του Άγγελου. Οι δυο άντρες όμως αγαπιόντουσαν σαν να ήταν πραγματικά αδέρφια. Και η μάνα του Στάθη δεν ξεχώριζε το δικό της παιδί από τον Άγγελο. Τα είχε σαν δικά της παιδιά και τα δύο.

Ο Άγγελος αποχαιρέτησε τον Στάθη και την Ευτυχία και ευχαριστώντας τους που κράτησαν τόσο καιρό τον Στέφανο πήρε τον μικρό από το χέρι και έφυγε. Στην Αθήνα, η Αθανασία περίμενε με αγωνία να γνωρίσει τον μικρό Στέφανο.

“Άραγε θα τα καταφέρω μαζί του; ... Τον άτιμο να μου κάνει εμένα τέτοιο πράγμα. Το παιδί όμως τί φταίει; ” ήταν τα ερωτήματα που της τριβέλιζαν διαρκώς το μυαλό.

Την επομένη το πρωί, η φωνή του Άγγελου ακούστηκε
“Αθανασία πού είσαι; Ήρθαμε”. Η Αθανασία έντυνε την μικρή Αναστασία. Της έβαλε ένα όμορφο κόκκινο φορεματάκι με άσπρη δαντελίτσα στον ποδόγυρο και τα άσπρα της παπουτσάκια.

”Σήμερα θα γνωρίσεις τον αδερφό σου” της λέει. Η μικρή κάτι κατάλαβε... όχι και πολλά βέβαια- ήταν δεν ήταν 3 χρονών βλέπετε-. Έπιασε τη μαμά της από το χέρι και μαζί βγήκανε από το μικρό δωμάτιό της. Ο Στέφανος κοιτούσε τριγύρω του και όλα όσα έβλεπε του φαίνονταν τόσο ξένα. Παντού υπήρχαν φωτογραφίες της μικρής Αναστασίας. Στη μία η μικρή ντυμένη Κοκκινοσκουφίτσα, στην άλλη Ινδιάνα... Ο Στέφανος ποτέ στη ζωή του δεν είχε δοκιμάσει κοστούμι αποκριάτικο. Και ξαφνικά βλέπει να ξεπροβάλει από μια πόρτα το κοριτσάκι των φωτογραφιών. Χάρηκε και κάτι φτερούγισε μέσα του. Το αίμα νερό δεν γίνεται βλέπετε.

”Ο Στέφανος”είπε σχεδόν ψιθυριστά ο Άγγελος.

”Καλώς τον”είπε η Αθανασία και ευθύς αμέσως πήγε προς το μέρος του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε.

”Αυτή είναι η μικρή σου η αδερφούλα, η Αναστασία” συνέχισε παίρνοντας από το χέρι τα δυο παιδιά και φέρνοντάς τα σε απόσταση αναπνοής. Ο Στέφανος είχε ανάγκη μια ζεστή αγκαλιά εκείνη τη στιγμή και την βρήκε στο πρόσωπο της μικρής Αναστασίας. Την αγάπησε από την πρώτη στιγμή που την είδε. Δεν την ζήλεψε ποτέ του. Ήταν αρκετά έξυπνο παιδί για να καταλάβει πως για λάθη των μεγάλων δεν ευθύνονται τα παιδιά. Η ζωή του Στέφανου στο σπίτι της Αθανασίας και του Άγγελου δεν ήταν η ιδανικότερη. Ο Στέφανος είχε συνηθίσει να ζει έξω από κανόνες και καλούπια που συνήθως οι γονείς θέτουν και εφαρμόζουν. Η αλήθεια είναι πως ήταν ένα αρκετά ζωηρό παιδί, ανεξάρτητο και αυτόνομο. Η Αθανασία έκανε τρομερή υπομονή μαζί του. Ο μικρός έφευγε το πρωί και γυρνούσε το βράδυ στο σπίτι χωρίς να δίνει αναφορά σε κανέναν. Και εάν τολμούσε η καημένη η Αθανασία να του πει κάτι, εκείνος την αποστόμωνε λέγοντάς της πως δεν είχε κανένα δικαίωμα να τον μαλώνει τη στιγμή που δεν ήταν η μάνα του. Έκανε όμως κι η Αθανασία τα λάθη της για να λέμε όλη την αλήθεια. Το μεγαλύτερο λάθος της ήταν η διάκριση ανάμεσα στα δυο παιδιά Ο Στέφανος ήταν σίγουρα πιο παραμελημένος σε σχέση με την αδερφή του. Από φωτογραφίες που ο ίδιος ο Στέφανος μου έδειξε, ήταν ξεκάθαρη η διαφορά. Η Αναστασία ήταν ντυμένη πάντοτε με τα καλύτερα και ακριβότερα ρούχα. Ο Στέφανος συνήθως φορούσε παλιά, τρύπια παπούτσια και ατημέλητα φθαρμένα ρούχα. Η Αθανασία τώρα πλέον που γέρασε αναγνωρίζει τα δικά της λάθη. Αλλά τί να το κάνεις πια;

Ο Στέφανος ήταν πολύ έξυπνο παιδί με ιδιαίτερη ευφυΐα και ευστροφία. Τελείωνε το δημοτικό εκείνη την χρονιά και ανυπομονούσε να πάει στο Γυμνάσιο. Παράλληλα με το σχολείο είχε βρει και μια δουλειά για να βγάζει κάποια έξοδά του καθώς ο πατέρας του σπάνια του έδινε κάποιο χαρτζιλίκι. Τον πρώτο του μισθό πήγε και τον ξόδεψε για να δει την αγαπημένη του ομάδα, την ΑΕΚ, να παίζει. Το πόσο το ευχαριστήθηκε δεν λέγεται. Το βράδυ όμως δεν τόλμησε να γυρίσει σπίτι. Φοβήθηκε πως θα τον μάλωναν κι έτσι βρήκε κρησφύγετο σ’ ένα παγκάκι μέσα σ’ έναν κινηματογράφο. Εκεί κάθισε για αρκετή ώρα, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Τότε, ήταν δεν ήταν 13 χρονών. Κανένας δεν τον αναζήτησε εκείνο το βράδυ. Μόνο ο πατέρας του θυμήθηκε να τον μαλώσει και να τον δείρει την επομένη. Όχι γιατί ανησύχησε αλλά γιατί τους ξαγρύπνησε να τον περιμένουν.

Αν καθίσω να σας διηγηθώ συγκεκριμένα περιστατικά από την ζωή του, πιστέψτε με, θα χρειαστώ ολόκληρο βιβλίο για να τα χωρέσω. Πόσες φορές μου μιλούσε για εκείνα τα παγωμένα Χριστούγεννα που κοιμήθηκε έξω από το σπίτι γιατί φοβόταν να γυρίσει μήπως και τον μαλώσουν επειδή είχε αργήσει να γυρίσει στο σπίτι και πάλι.

Εκείνο το καλοκαίρι ήταν και το τελευταίο που ο Στέφανος θα περνούσε στο σπίτι της Αθανασίας και του πατέρα του. Ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει εσώκλειστο σε μια ναυτική σχολή. Την σημερινή Σχολή Μονίμων Αξιωματικών Ναυτικού που τότε βρισκόταν στον Πόρο. Εκεί ο Στέφανος έμαθε αρκετά πράγματα. Κάποια κουτσοαγγλικά, στενογραφία και λογιστικά. Ήταν κάποια εφόδια τουλάχιστον για να έχει στην μετέπειτα ζωή του. Για την ζωή του μέσα στην Σχολή ο Στέφανος δεν θέλει να μιλήσει. Απ’ ότι κατάλαβα εκεί μέσα πρέπει να γίνονταν πολλά και περίεργα πράγματα εκείνη την εποχή που ο ίδιος ακόμη και σήμερα προσπαθεί να ξεχάσει. Από την Σχολή το έσκασε όταν ήταν πια 16 –17 χρονών. Δεν γύρισε όμως στο σπίτι του πατέρα του παρά πήρε το τρένο και έφυγε για Θεσσαλονίκη.


(Συνεχίζεται...)

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη