Η ζωή μου όλη - Μέρος 1ο.

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Η ιστορία που ακολουθεί είναι πραγματική. Την έχω μάθει από τον ίδιο τον Στέφανο, τον ήρωα της ιστορίας. Σας την μεταφέρω έχοντας αλλάξει βέβαια τα πραγματικά ονόματα, τις τοποθεσείες και τις ημερομηνίες.



Φλεβάρης 1955. Κάπου σ’ένα μαιευτήριο της Θεσσαλονίκης. Η Κάτια έφερνε στον κόσμο το πρώτο της παιδί. Ένα αγοράκι που γεννήθηκε λίγο καιρό πιο πριν απ’ότι αναμενόταν.

”Δυστυχώς, το παιδί μπορεί και να μην ζήσει “, ήταν τα λόγια του γιατρού. Η πρώτη κίνηση της Κάτιας. ήταν να το βαφτίσει. Το λεγόμενο αεροβάφτισμα. Μία πρόχειρη νοσοκόμα για “νονά” και ο γιατρός για “παπάς”. Και το όνομα αυτού; Στέφανος. Τελικά το παιδί επέζησε. Αν τελικά ήταν τυχερό ή άτυχο που επέζησε κανείς δεν θα μπορέσει να το πει με σιγουριά. Η Κάτια ήταν παντρεμένη με τον Άγγελο. Τον είχε γνωρίσει πριν λίγο καιρό –ήταν δεν ήταν ένας χρόνος-στο σπίτι όπου ζούσε με την μάνα της και τ’ αδέρφια της.

Ας τα πιάσουμε καλύτερα από την αρχή όμως. Η Κάτια ήταν η μικρότερη κόρη μιας πενταμελούς οικογένειας που ζούσε κάπου στην Δραπετσώνα. Είχε δύο μεγαλύτερους αδερφούς και μία αδερφή. Πατέρα δεν γνώρισε ποτέ της. Γι’ αυτήν πατέρας και μάνα ήταν η μάνα της, η κυρά-Βαγγελιώ. Η κυρά-Βαγγελιώ είχε μείνει χήρα από πολύ νέα, όταν ακόμη η Κάτια ήταν λεχούδι. Τώρα η Κάτια ήταν ήδη 16 χρονών και ολόκληρη γυναίκα πια. Μία πολύ όμορφη γυναίκα. Μελαχρινή, με δυο μεγάλα μαύρα μάτια και σταχιά επιδερμίδα. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλή γυναίκα αλλά ήταν γυναίκα που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Τα αδέρφια της, ο Στράτος κι ο Βασίλης, δούλευαν ολημερίς για να μην τους λείπει τίποτα. Η αδερφή της η Γιώτα, ήταν ήδη παντρεμένη –νιόπαντρη για την ακρίβεια-με τον Σταύρο. Ο Σταύρος ήταν ένας νέος άντρας –γύρω στα 30- και δούλευε σαν σερβιτόρος σε μία ταβέρνα. Τα κουτσοκαταφέρνανε με την Γιώτα, αλλά για να βοηθήσουν την οικογένειά της ούτε συζήτηση. Η Κάτια δεν δούλευε. Της το απαγόρευαν τ’ αδέρφια της.

“Θα σου βρούμε ένα καλό παιδί να παντρευτείς και να νοικοκυρευτείς. Αλλά ακόμη είσαι μικρή για παντρειές“, της έλεγαν. Η Κάτια βοηθούσε τη μάνα της στις δουλειές του σπιτιού. Δεν θα την χαρακτήριζες καλή νοικοκυρά όμως. Είχε τελειώσει το δημοτικό και ενώ ήθελε να συνεχίσει το σχολείο δεν την άφησαν.

“Οι γυναίκες είναι για το σπίτι” , έλεγαν και ξανάλεγαν τ’ αδέρφια της. Έτσι κι έγινε. Η Κάτια καθόταν σπίτι μαζί με τη μάνα της. Η κακομοίρα η κυρά–Βαγγελιώ προσπαθούσε να της μάθει τα μυστικά ενός σπιτιού. Μάταια όμως. Η Κάτια δεν έδειχνε ενδιαφέρον για όλ’ αυτά. Αντίθετα της άρεσε να περνάει την ώρα της διαβάζοντας ή ακούγοντας μουσική. Είχε ένα παλιό γραμμόφωνο -απ’ αυτά που γύριζες 40 φορές την μανιβέλα για να παίξουν –και άκουγε τον αγαπημένο της Κλέωνα Τριανταφύλλου (κατά κόσμο Αττίκ). Άλλες φορές πήγαινε για ψώνια –πάντα όμως με τη συνοδεία της κυρά-Βαγγελιώς – κι άλλες απλά καθόταν στη μικρή αυλή του σπιτιού τους “μαζεύοντας“ λίγο από τον -τότε- καθαρό Αττικό ήλιο. Κάπως έτσι και χωρίς ιδιαίτερα σημαντικά γεγονότα περνούσε η Κάτια τον καιρό της. Μέχρι την ημέρα που έφερε ο Στράτος στο σπίτι έναν φίλο και συνάδελφό του, τον Άγγελο.

” Να σας γνωρίσω τον Άγγελο. Καλός φίλος και συνάδελφος. Τον έφερα να φάει μαζί μας ”, είπε. Ο Άγγελος ήταν ένας νέος άντρας –περίπου 25 χρονών– ψηλός, αδύνατος και πολύ όμορφος. Ντυμένος στην τρίχα, όπως λέει ο απλός λαός, ξυρισμένος άψογα και γεμάτος μοσχοβολιές από φίνο άρωμα. Η Κάτια δεν μπορούσε παρά να τον προσέξει. Τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Κι εκείνος το ίδιο. Ευτυχώς για την Κάτια κανείς δεν κατάλαβε τίποτα εκείνη τη στιγμή. Οι επισκέψεις του Άγγελου στο σπίτι της Κάτιας γίνονταν ολοένα και πιο συχνές. Ο Στράτος είχε αρχίσει να υποψιάζεται πώς κάτι συνέβαινε ανάμεσα στον φίλο του και την αδερφή του και δεν το ενέκρινε.

“Δεν είναι αυτός για σένα ”, είχε πει μια μέρα στην Κάτια.

” Να τον ξεχάσεις”. Μπορεί κανείς όμως να τα βάλει με τον φτερωτό θεό του Έρωτα; Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, κι ενώ η κυρά-Βαγγελιώ είχε πεταχτεί στη γειτόνισσα να της δείξει πώς ανοίγει φύλλο για μπακλαβά, η Κάτια το έσκασε από το σπίτι. Κλέφτηκε με τον Άγγελο. Από τότε κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτήν. Η κυρά –Βαγγελιώ πέθανε μ’ αυτόν τον καημό. Τ’ αδέρφια της δεν ήθελαν να ακούσουν ξανά ούτε τ’ όνομά της. Αυτό που είχε κάνει η Κάτια, ήταν η μεγαλύτερη ταπείνωση.

Η Κάτια όμως ζούσε το παραμύθι της. Στοιβαγμένη στο τρένο της γραμμής και πιασμένη χέρι χέρι με τον καλό της είχε πάρει το δρόμο για την Θεσσαλονίκη. Ο Άγγελος είχε την μάνα του και τον αδερφό του εκεί και σίγουρα θα έβρισκαν ένα ζεστό κρεβάτι κι ένα πιάτο φαΐ. Ο αδερφός του ζούσε με την οικογένειά του κάπου στο Επταπύργιο. Φρόντιζε και την γριά μάνα τους. Τους καλοδέχτηκε και τους προσέφερε την φιλοξενία του για ένα χρονικό διάστημα μέχρι να βρουν ένα σπίτι να μείνουν. Δεν άργησε να γίνει κι αυτό. Η Κάτια κι ο Άγγελος παντρεύτηκαν παρουσία λίγων συγγενών του Άγγελου και νοίκιασαν ένα μικρό σπιτάκι κοντά στον αδερφό του. Σε λίγο καιρό ήρθαν και τα χαρμόσυνα νέα. Η Κάτια ήταν έγκυος.

Ο μικρός Στέφανος ήταν ένα ήσυχο μωρό. Ολόιδιο ο πατέρας του, έχοντας πάρει όμως και κάποια έντονα χαρακτηριστικά της μάνας του. Τα μεγάλα του μάτια έπαιζαν δεξιά αριστερά διαρκώς.

”Είναι πανέξυπνος ” έλεγαν οι περήφανοι γονείς.

Ο καιρός κυλούσε και τα πρώτα σύννεφα άρχισαν να συγκεντρώνονται πάνω από το άλλοτε ευτυχισμένο σπίτι του Άγγελου και της Κάτιας.

” Η δουλειά δεν πάει καλά ”, έλεγε ο Άγγελος.

”Θα πρέπει να γυρίσουμε στην Αθήνα. Εκεί έχω γνωριμίες και θα τα καταφέρω καλύτερα”. Έτσι κι έγινε. Φόρτωσαν την μικρή τους περιουσία –ποιά περιουσία δηλαδή; ένας κρεβάτι ημίδιπλο και μια παλιά κούνια που κοιμόταν το μωρό– στο τρένο και ξεκίνησαν το ταξίδι τους για την Αθήνα. Εκεί νοίκιασαν ένα ημιυπόγειο κάπου στον Πειραιά. Μια κουζίνα κι ένα δωμάτιο όλα κι όλα. Για τουαλέτα είχαν μια αποθηκούλα διαμορφωμένη σε τουαλέτα κάπου έξω, στην αυλή. Χωρίς ιδιαίτερη θέρμανση και με αφόρητη ζέστη το καλοκαίρι. Ο Άγγελος βρήκε εύκολα δουλειά. Δούλευε ως χειριστής εκσκαφέων σε μια τεχνική εταιρία. Η σχέση του με την Κάτια όμως δεν πήγαινε καλά. Ο Άγγελος τελευταία είχε πολλά παράπονα από την γυναίκα του. Μικρά, καθημερινά παράπονα, που όμως για εκείνον έκαναν την διαφορά. Σπάνια δηλαδή η Κάτια σιδέρωνε ή μαγείρευε. Όταν, δε, αποφάσιζε να μαγειρέψει η αποτυχία ήταν σίγουρη. Η ερωτική τους ζωή πάλι πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Έτσι ο Άγγελος άρχισε να αναζητά νέες ερωτικούς συντρόφους. Άρχισε να αργεί να γυρίσει στο σπίτι τα βράδια και όταν γυρνούσε πάντα γινόταν καυγάς.

Μέσα σ’ όλα αυτά ο μικρός Στέφανος μεγάλωνε κι έφτανε κοντά 4 χρονών. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τι γίνεται τριγύρω του και το άλλοτε χαμογελαστό προσωπάκι του ήταν μονίμως σκυθρωπό και στενοχωρημένο. Ο Άγγελος μην αντέχοντας τους συνεχόμενους καυγάδες και τις σκηνές ζήλιας από την Κάτια, αποφασίζει να τους εγκαταλείψει. Νοικιάζει ένα δωμάτιο σ’ ένα μικρό συνοικιακό ξενοδοχείο και συνεχίζει την ζωή του χωρίς να υπολογίζει και να βοηθά την οικογένεια που είχε δημιουργήσει. Η ζωή του πλέον είχε ξαναγυρίσει στην αρχική μορφή που είχε πριν γνωρίσει την Κάτια. Ασύστολες σπατάλες για την αγορά ρούχων, αρωμάτων και την διασκέδασή του. Η Κάτια από την άλλη στην προσπάθειά της να βρει χρήματα για να μπορέσει να μεγαλώσει το παιδί της, έκανε ό, τι δουλειά μπορεί να βάλει ο νους σου. Μέχρι που γνώρισε τον Μπάμπη. Ο Μπάμπης ήταν ένας καλοβαλμένος άντρας γύρω στα 30 με 35. Ψηλός, μελαχρινός και όμορφος. Είχε οικονομική άνεση, παρόλο που κανένας δεν ήξερε τί δουλειά έκανε.

Αυτά είδε και η Κάτια κι αποφάσισε να εγκαταλείψει το μικρό αχούρι στο οποίο ζούσε για να πάει να μείνει μαζί του, σε μία μονοκατοικία που είχε κάπου στο κέντρο του Πειραιά. Ο μικρός Στέφανος πάντα μαζί της. Ο Μπάμπης τους παρείχε τα πάντα –φαινομενικά τουλάχιστον-. Ένα ζεστό και καθαρό σπίτι, ένα πιάτο φαΐ κι ένα κρεβάτι να κοιμηθούν. Ποτέ του, όμως, δεν είδε με καλό μάτι τον μικρό Στέφανο. Ήταν το εμπόδιο στη σχέση του με την Κάτια. Έτσι πάντα έβρισκε κάποια πρόφαση για να ξαποστείλει τον μικρό και να μπορέσει να ξεμοναχιάσει την Κάτια. Η δε Κάτια ή δεν καταλάβαινε κάτι ή απλά ανεχόταν όλα όσα ο Μπάμπης κατά καιρούς έκανε.

Ένα μεσημέρι, προφασιζόμενος πως τελείωσε το κρέας, στέλνει τον μικρό –μόλις 5 ετών– Στέφανο στον κρεοπώλη της γειτονιάς. Ο μικρός όπως πάντα υπάκουσε. Γυρνώντας σπίτι όμως βρέθηκε μπροστά σ’ ένα θέαμα που ποτέ του δεν είχε ξαναδεί. Η μητέρα του γυμνή πάνω στο κρεβάτι του δωματίου της κι ο Μπάμπης με κατεβασμένο παντελόνι από πάνω της. Σοκαρισμένος ο μικρός φεύγει τρέχοντας προς άγνωστη κατεύθυνση. Γυρνούσε από δω κι από κει μέχρι που βράδιασε και μην έχοντας άλλη λύση, γύρισε στο σπίτι. Εκεί, ο Μπάμπης τον περίμενε στο σαλόνι.

“ Πού γύριζες όλη μέρα και η μάνα σου ανησυχεί; ”ήταν τα πρώτα λόγια του. Η συνέχεια ήταν ακόμη χειρότερη. Το μικρό κορμάκι του αδύνατου Στέφανου γέμισε μελανιές και σημάδια από την σκληρή δερμάτινη ζώνη του Μπάμπη. Πάντα με τις ευλογίες της Κάτιας.

Όταν ήρθε ο καιρός του διαζυγίου ήταν κι ο μικρός στο δικαστήριο. Δασκαλεμένος, από τη μάνα του και τον Μπάμπη, όταν τον ρώτησε ο δικαστής με ποιόν ήθελε να μείνει εκείνος απάντησε πως ήθελε να μείνει με τον πατέρα του. Το δικαστήριο τελικά έκρινε πως το παιδί έπρεπε μείνει με την μάνα του. Έτσι κι έγινε. Ο Μπάμπης όμως άρχισε τις γκρίνιες. Τον είχε ακούσει ένα βράδυ ο Στέφανος όταν μιλούσε με την μάνα του.

” Ως πότε θα σας τρέφω; Ας τον αναλάβει ο πατέρας του. Στο κάτω κάτω και δικό του παιδί είναι, όχι μόνο δικό σου ”. Η Κάτια δεν απαντούσε ποτέ. Μόνο κουνούσε το κεφάλι καταφατικά και κάπου κάπου πετούσε ένα “έχεις δίκιο”.

Ο καιρός περνούσε και η γκρίνια του Μπάμπη δεν είχε τελειωμό. Έτσι ένα μεσημέρι η Κάτια παίρνει τον μικρό Στέφανο από το χέρι και φεύγει. Προορισμός της ήταν το εργοτάξιο στο οποίο δούλευε ο Άγγελος. Φτάνοντας εκεί, κάθισε τον μικρό Στέφανο στο απέναντι πεζοδρόμιο, του δίνει ένα κουτί γάλα εβαπορέ στο χέρι και του λέει

“Εκεί είναι ο μπαμπάς σου. Μόλις τελειώσει την δουλειά του πήγαινε να τον βρεις” κι έτσι απλά, έφυγε. Ήταν η τελευταία φορά που ο Στέφανος είδε την μάνα του. Ήταν δεν ήταν τότε 6 χρονών. Περιμένοντας στο απέναντι πεζοδρόμιο τον πατέρα του ο μικρός Στέφανος, άρχισε να κρυώνει και να πεινάει. Ευτυχώς η μανούλα του, του είχε αφήσει εκείνο το κουτί εβαπορέ και ξεγέλασε την πείνα του για λίγο. Ένας κύριος, τον οποίο κάπου τον είχε ξαναδεί, ήρθε κατά το μέρος του.

”Βρε συ, τί κάνεις εδώ;” τον ρώτησε.

“Περιμένω τον μπαμπά μου” απάντησε ο μικρός.

”Και ποιος είναι ο μπαμπάς σου;”τον ξαναρώτησε ο κύριος.

”Τον λένε Άγγελο Κωνσταντινίδη και δουλεύει εκεί“ έκανε ο μικρός δείχνοντας προς το μέρος του εργοταξίου.

”Έλα μαζί μου” του λέει ο κύριος. Ο Άγγελος σάστισε όταν είδε τον γιο του μπροστά του. Δεν ήξερε τι να κάνει.

”Βρε συ Γιάννη, θα μπορέσεις να τον κρατήσεις σπίτι σου για λίγες μέρες μέχρι να δω τι θα κάνω; ”απευθύνθηκε στον κύριο που είχε μαζέψει τον μικρό από το πεζοδρόμιο.

”Και το ρωτάς; Κοντά στα δικά μου, ένα πιάτο φαΐ θα μπορέσω να του δώσω”του απάντησε εκείνος. Οι επόμενες μέρες έχουν μείνει βαθιά χαραγμένες στη μνήμη του Στέφανου. Ακόμη και σήμερα όταν τυχαίνει να κάνει φακές η γυναίκα του, έχει και διηγείται πώς ενώ οι υπόλοιποι στο σπίτι του κυρ-Γιάννη έτρωγαν μακαρόνια με κιμά, εκείνος έτρωγε φακές. Ο Γιάννης κράτησε τον μικρό για αρκετές μέρες μέχρι που η γυναίκα του –και δικαιολογημένα βέβαια –άρχισε να του παραπονιέται.

” Συγνώμη βρε Άγγελε αλλά πρέπει να πάρεις τον μικρό. Καταλαβαίνεις, η γυναίκα μου. ” Έτσι ο μικρός Στέφανος πήγε κι έμεινε στο μικρό ξενοδοχείο μαζί με τον μπαμπά του. Για λίγο καιρό όμως, μέχρι να βρει ο Άγγελος την Κάτια και να της τον ξαναστείλει πίσω Η Κάτια όμως είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Το σπίτι όπου ζούσε με τον Μπάμπη, ήταν πια άδειο, έρημο και κανείς από την γειτονιά δεν ήξερε να του πει πού έχουν πάει. Έτσι ο Άγγελος αποφασίζει να στείλει τον μικρό στον αδερφό του, στην Θεσσαλονίκη. Ο Στάθης ήταν ένας πολύ καλός και αγαθός άνθρωπος. Παντρεμένος με την Ευτυχία και έχοντας αποκτήσει δύο γιους μαζί της, καλοδέχτηκε τον μικρός Στέφανο και τον φρόντιζε σαν παιδί του. Ο Στέφανος ένιωθε πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Ένιωθε επιτέλους πως ανήκει σε μια οικογένεια. Τον θείο του τον έβλεπε σαν πατέρα και την θεία του σαν μάνα. Ακόμη και σήμερα αν τον ακούσεις να μιλάει γι’ αυτούς, θα σου πει πως μάνα του νιώθει την θεία του. Κι εκείνη όμως, ακόμη και σήμερα δεν τον αποκαλεί ανιψιό της παρά ως τον μεγάλο γιο της.

Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν τα ωραιότερα της ζωής του. Θα τον ακούσεις να σου διηγείται πώς έτρεχε ανέμελος από Πορτάρα* σε Πορτάρα παίζοντας με τα παιδιά της γειτονιάς και πώς τα βράδια κάθονταν όλοι μαζί στην μεγάλη πλατεία της γειτονιάς τους. Παρόλη την φτώχια του θείου του, ποτέ δεν θυμάται να του έλειψε κάτι. Με τον θείο του έμεινε σχεδόν 6 χρόνια.


(Συνεχίζεται...)


* Πορτάρες = οι είσοδοι τη παλιάς πόλης στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη