Η Ενέδρα της Ξωθιάς (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Δεν ήταν η πρώτη φορά που γυρνούσαν αργά στο σπίτι τους οι τρεις άντρες. Φίλοι και ψιλοσυγγενείς όλοι μεταξύ τους συνήθιζαν αρκετές φορές να κυνηγούν το βράδυ λαγούς με τη μέθοδο της τύφλωσης του ζώου με κάποιο έντονο φως. Και αυτή ήταν καλή βράδια για αυτούς. Καλό κυνήγι.

Η ώρα ήταν περασμένη, αρκετά μετά τα μεσάνυχτα και τίποτα δεν κουνιόταν μέσα στο χωριό. Άπαντες είχαν πέσει για ύπνο και ησυχία επικρατούσε παντού.

Οι τρεις άντρες κατέβαιναν πάνω από το Λάκκωμα. Ο δρόμος αυτός που οδηγούσε μέσα στο χωριό ήταν πολύ ανάποδος. Γεμάτος μεγάλες πέτρες και έντονα κατηφορικός, πράγμα που τους ανάγκαζε να πηγαίνουν αργά αργά με το φόβο να μη γκρεμοτσακιστούν σε κάποιο στραβοπάτημα. Κουβέντιαζαν μεταξύ τους, πότε γελώντας με κάποιο χοντροκομμένο αστείο του Κούγια, πότε σιγοψιθυρίζοντας, αναγκασμένοι λες να κάνουν έτσι, από το χοντρό σκοτάδι που τους έπνιγε. Τους φακούς τους χρησιμοποιούσαν με μέτρο, κάνοντας οικονομίες στις μπαταρίες που θα τις χρειάζονταν πάλι. Το φεγγάρι στη χάση του, δεν βοήθαγε καθόλου, αλλά δεν τους πολυπείραζε. Συνηθισμένοι ήταν σε αυτές τις διαδρομές, εξοικειωμένοι με αυτού του είδους τα ξενύχτια. Μανιώδεις και οι τρεις με το κυνήγι του λαγού.

Περνώντας τα λιγοστά πρώτα ανηφορικά χτισμένα σπίτια, βγήκαν λίγο πριν το πρώτο τρίστρατο του χωριού, το πρώτο του ταφ, έξω από τα σπίτια του Κουντουρά και του Λιαμπότη. Είχαν περάσει το δύσκολο μέρος, με όλη την κατηφόρα -που αν δεν την πρόσεχε κανείς, δεν το είχε σε τίποτα να τον στείλει προς τα κάτω σαν τσουλήθρα-και την πέτρα που είχε πια καταστρέψει τα παπούτσια τους και τόση ώρα τσίμπαγε δυνατά το κάτω μέρος των ποδιών τους από τη γδαρμένη σόλα.

Έξανα σταμάτησαν απότομα και οι τρεις να περπατούν και κοίταξαν για λίγο ο ένας τον άλλον περίεργα στυλώνοντας ανήσυχα τα πόδια κάτω. Δεν ήταν δυνατόν... Μα πως; ... Τι περίεργο πράμα ήταν αυτό που έστεκε εκεί μπροστά τους;

- Ρε σεις τι είναι τούτο δω;

Σε απόσταση αναπνοής, πάνω ακριβώς στο τρίστρατο βρίσκονταν στρωμένο με σωρό πιάτα και ποτήρια ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο τραπέζι. Καρέκλες δεν υπήρχαν τριγύρω του, ούτε φαγητά και ποτά πάνω. Μόνο το τραπέζι με τακτοποιημένα τα πιατικά και τα ποτήρια σε αυστηρή παράταξη, να μην ξεφεύγουν από τη σειρά τους, ούτε πόντο.

Αγρίεψαν. Νοιώσαν το δέρμα τους να τσιτώνεται. Τι παραξενιές ήταν αυτές;

Κοίταξαν ένα γύρο μήπως και κάποιος τους είχε σκαρώσει καμιά φάρσα – πράγμα καθόλου απίθανο σε αυτό το χωριό που οι φάρσες ήταν σε ημερησία διάταξη – αλλά επικρατούσε τόση ησυχία και το θέαμα ήταν τόσο υπερβολικό από μόνο του που απέκλεισαν μεμιάς αυτήν την πιθανότητα. Ποιος θα καθόταν να κουβαλά ένα τόσο μεγάλο τραπέζι, τόσα σερβίτσια και κυρίως ποιος θα μπορούσε να το είχε στρωμένο τόσο αριστοτεχνικά; Και εκείνα τα σερβίτσια, εκείνα τα ποτήρια, πώς να βρεθούν στο χωριό τους; Τόσο φίνα πράγματα μόνο στην τηλεόραση είχανε ξαναδεί και μάλιστα μόνο ασπρόμαυρα.

-Προχωρήστε... μουρμούρισε ο Κούγιας, μπαίνοντας μπροστά από τους άλλους δύο. Αργά πλησιάσαν περισσότερο προς το τραπέζι, ο ένας πίσω από τον άλλον, σχεδόν στοιχισμένοι και περπατώντας σαν γάτες. Με ορθάνοιχτα μάτια προσπαθούσαν μες στο σκοτάδι να καταλάβουν πως στο καλό βρέθηκε κείνο το τραπέζι εκεί. Ο Κορδώσης γύρισε και κοίταξε πίσω του τον Μπούφη. Εκείνος του έκανε νόημα να προχωρήσει μπροστά. Βρίσκονταν πια στο σημείο που το τραπέζι καταλάμβανε όλο το τρίστρατο και έπρεπε να περάσουν τοίχο-τοίχο από το σπίτι πίσω τους για να μπορέσουν να συνεχίσουν το δρόμο τους.

- Οι νεράιδες... μισοκλαψούρισε ο Κορδώσης και την ίδια στιγμή που ψέλλισε αυτά τα λόγια ένοιωσε τις τρίχες της κεφαλής του να ορθώνονται σαν πρόκες. Λίγα είχαν ακούσει για νεράιδες που βγαίνουν το βράδυ στα σταυροδρόμια ή στα τρίστρατα και περιμένουν με κόλπα ποιον θα αρπάξουν; Λίγα λέγανε οι γριές του χωριού για αυτές;

- Βουλωσέ το ρε με τις μαλακίες σου, του έκανε απότομα ο Κούγιας μα μέσα του και αυτός αγρίεψε ακόμη περισσότερο.

Και δεν είχε τελειώσει το λόγο του όταν ένας αέρας περίεργος σηκώθηκε και περικύκλωσε τους τρεις άντρες. Τον νοιώσανε απαλό και δροσερό στο πρόσωπο τους, μα κείνο που τους έκανε να φοβηθούν για τα καλά τώρα ήταν το ότι κανένα φύλλο από τη μουριά που υπήρχε στο σπίτι πίσω τους δεν κουνήθηκε. Λες και ο αέρας ήταν μόνο γύρω τους και πουθενά αλλού.

- Προχωράμε... προχωράμε...

Η φωνή του Μπούφη ακούστηκε βιαστική και σχεδόν έσπρωξε με τα χέρια του τον Κορδώση για να πάει πιο γρήγορα.

Αλλά ο Κούγιας ξανάσταμάτησε απότομα. Ο χώρος που υπήρχε ανάμεσα στο τραπέζι και στον τοίχο ήταν τόσο μικρός που θα ήταν αδύνατον να τους χωρέσει. Θα έπρεπε να ακουμπήσουν το τραπέζι ή να το σπρώξουν. Οι άλλοι δυο κατάλαβαν. Κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους ανήσυχα.

Το έβλεπαν πια από πολύ κοντά. Στρωμένο με ένα λεπτοκεντημένο λευκό τραπεζομάντιλο, με πιάτα λες κι ήταν βγαλμένα από κάποιο αρχοντικό σπίτι, με ψηλά ποτήρια κολονάτα, δυο σειρές πιρούνια αριστερά, δυο σειρές μαχαίρια αριστερά και μια πορσελάνινη μεγάλη πιατέλα τοποθετημένη στη μέση του τραπεζιού. Παρατηρώντας πια καλά την ποιότητα των πραγμάτων που το στόλιζαν σιγουρεύτηκαν πως δεν υπήρχε περίπτωση τόσο ακριβά αντικείμενα και μάλιστα τόσα πολλά μαζεμένα να ανήκαν σε κάποιο σπίτι του χωριού τους.

-Οι νεράιδες... ξαναμουρμούρισε ο Κορδώσης που ένοιωθε πια κάθε κουράγιο να τον εγκαταλείπει.

Οι ιστορίες για τις νεράιδες ήταν γνωστές σε όλους. Οι αθάνατες αδελφές του Μέγα Αλέξανδρου που μείνανε πίσω στον τόπο των Μυκηνών, από εκεί που κράταγε η γενιά των Ατρειδών, στοιχειώνανε τα βράδια όλα τα απομονωμένα μέρη, περιμένοντας να αρπάξουν όποιον βρουν μπροστά τους και να τον κάνουν δούλο τους, να τον έχουνε στη δούλεψή τους μέρα νύχτα μετά. Έτσι έλεγε ο θρύλος, τα παραμύθια της περιοχής που τα ελέγανε μεταξύ τους οι άνθρωποι άλλοτε γελώντας και άλλοτε νοιώθοντας μία περίεργη αγωνία να πεταρίζει μες στο στήθος τους.

- Προχωρήστε χωρίς να αγγίξετε τίποτα.

Κολλήσαν και οι τρεις τα σώματά τους πάνω στον τοίχο, σέρνοντας τις πλάτες τους αργά αργά και πλαγιαστά.

- Μην κοιτάτε το τραπέζι, είπε ο Μπούφης κυρίως γιατί ένοιωθε τη δική του ακατανίκητη επιθυμία να κοιτάζει προς τα εκεί λες και τον είχε μαγέψει η πολυτέλεια του τραπεζιού.

Και τότε τις είδαν. Ξαφνικά παρουσιάστηκαν μπροστά τους από το πουθενά. Ένα τσούρμο γυναίκες
στάθηκαν από την άλλη μεριά του τραπεζιού γελώντας και μιλώντας μεταξύ τους.

Οι τρεις άντρες πάγωσαν. Το αίμα έφυγε όλο από το σώμα τους και ένας τρόμος ανείπωτος τους κόλλησε στον τοίχο, κάνοντας τους να ακινητοποιηθούν κοιτώντας απέναντι τους με τα μάτια ορθάνοιχτα.

Οι γυναίκες απευθύνονταν η μία στην άλλη λέγοντας περίεργα ονόματα, -από αυτά που δεν υπάρχουν σε κανένα αγιολόγιο- και τα μάτια τους λαμπύριζαν περίεργα μες στο σκοτάδι. Ήταν όλες πανέμορφες με μακριά σπαστά μαλλιά στο χρώμα της μαύρης νύχτας και δέρμα αραχνοΰφαντο σχεδόν που η λευκότητά του φώτιζε σαν φεγγάρι. Ντυμένες με φαρδιά, αέρινα φορέματα που έφεραν περίτεχνα σχέδια πάνω τους, όλες τους φαίνονταν σαν να κυμάτιζε το σώμα τους στον αέρα. Οι φωνές τους ακούγονταν σκέτο τραγούδι στα αυτιά των τριών αντρών.

Ο Κούγιας έκανε νόημα στους υπόλοιπους να μην κουνηθούν και να μη μιλήσουν. Είχε ακούσει πως αν τυχόν μιλήσουν ή κάνουν κάποια κίνηση προς αυτές τότε θα τους άρπαζαν και μια ζωή θα τους είχαν παρμένους. Ένοιωσε το σώμα του Κορδώση που είχε κολλήσει δίπλα στο δικό του να τρέμει σαν το φύλλο.

Και τότε ο Μπούφης έγειρε προς τα εμπρός, σαν κάποιος να του είχε περάσει έναν χαλινό από το λαιμό και να τον τράβαγε με αυτόν. Ο Κούγιας έντρομος έκανε νόημα στον Κορδώση, που ήταν στη μέση, να πιάσει από το μπράτσο τον Μπούφη και να τον κρατήσει. Μα ο Κορδώσης είχε παραλύσει από τον τρόμο που του προκαλούσε η θέα των νεράιδων, αυτών των εξώκοσμων γυναικείων πλασμάτων που ήξεραν και επιθυμούσαν να κλέβουν τις ψυχές των ανθρώπων.

Ο Μπούφης έσκυβε, έσκυβε, έσκυβε, κόντευε το μέτωπό του να ακουμπήσει στο τραπέζι. Και τότε ο Κούγιας παρατήρησε μία από τις γυναίκες να κοιτά μαρμαρωμένη τον Μπούφη, με τα μεγάλα της μάτια, πλατιά ανοιγμένα, φως φανάρι πως μάγια του πέταγε εκείνη την ώρα.

Ο Κούγιας ρίχτηκε σαν τρελός επάνω του και παρασέρνοντας στο ορμητικό πέταγμα του σώματός του προς το πλάι και τον Κορδώση βρέθηκαν και οι τρεις κάτω, ριγμένοι στις αρχές των ποδιών του τραπεζιού.

- Χάμω, χάμω μουρμούρισε με σφιγμένα τα δόντια στους άλλους δύο, προσπαθώντας με το βάρος του σώματός του να τους κρατήσει κάτω και ταυτόχρονα να μην ακουστεί η φωνή του από τις ξωθικές.

Κάθισαν για λίγο έτσι κρατώντας και τις αναπνοές τους, με τις καρδιές τους να χτυπούν σαν τρελές και τα πρόσωπα τους να κοιτάνε την πέτρα του δρόμου, αποφεύγοντας ακόμη και με το πλάι του ματιού τους να κοιτάξουν τις νεράιδες. Για λίγη ώρα δεν ακούγονταν τίποτα. Άκρα ησυχία και μόνο το βαθύ κρώξιμο ενός γκιώνη κάπου από μακριά, έσπαγε την αφύσικη σιωπή.

Και όταν η καγκελόπορτα του σπιτιού πίσω τους άνοιξε κάνοντας έναν στριγκό διαπεραστικό θόρυβο, μόνο τότε τόλμησαν να σηκώσουν τα κεφάλια τους.

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν ήταν ο Κουντουράς, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που αγουροξυπνημένος έστεκε από πάνω τους προσπαθώντας να καταλάβει τι διάολο γινότανε με τούτους τους τρεις που βρίσκονταν αραδιασμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, κάτω στο δρόμο με τις καραμπίνες του κυνηγιού παραμάσχαλα.

- Ρε γαϊδούρια, ήταν το πρώτο πράγμα που είπε, γιατί κάνετε φασαρία ρε σατανάδες και ξυπνάτε τον κόσμο;

Οι τρεις άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μετά κοίταξαν τριγύρω. Πουθενά τραπέζι, πουθενά ξωθικές. Μόνο ο γερό Κουντουράς αγριεμένος πάνω απ’ τα κεφάλια τους.

-Ρε μπάρμπα, πήγε να πει ο Κούγιας αλλά ο γέρος τον έκοψε με φόρα.

-Βρε διαόλοι, πάλι πιωμένοι είστε; Πιωμένοι πάτε για κυνήγι; Με τις καραμπίνες βρε να σκοτώσετε ο ένας τον άλλον;

Κούνησε το κεφάλι του με περιφρόνηση και έδωσε το χέρι του στον Κούγια να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Και ο Κούγιας ζαλισμένος, έχοντάς τα ακόμη χαμένα του έδωσε το χέρι, μα ένοιωσε μες στην παλάμη του ζεστό μαλακό γυναικείο χέρι, απαλό σα βελούδο.

Μαρμάρωσε σαν πήρε χαμπάρι. Μα ήταν αργά...


Chcome



Ευχαριστώ τον Α. Λέκκα από το Ναύπλιο που μου έδωσε το έναυσμα για αυτήν την ιστορία, της οποίας άλλαξα αρκετά σημεία.


Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη