Ερωτική επιστολή μακρινών μηνών - απόσπασμα (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Πόνεσα... Πόνεσα πολύ με την απόφασή σου να σταματήσουμε. Μα το ήθελες και αφού το ήθελες τι είμαι εγώ να σε εμποδίσω; Ποιος άνθρωπος μπορεί στα αλήθεια να εμποδίσει τον άλλον; Να του πει πράξε έτσι, πράξε αλλιώς; Όχι, δε γίνονται αυτά.

Μα ο πόνος υπάρχει. Είναι ανεξάρτητος και από τα εμπόδια και από τα λόγια και από όλα.

Είπα στην αρχή πως δε θα τον σκέφτομαι, μα έτσι με αυτήν την απόφαση τον σκέπτομαι ακόμη περισσότερο. Είναι εκεί όλη μέρα. Περπατάει μες στο κεφάλι κι ακούω τα βήματά του να με ενοχλούν. Είναι οι ώρες που με ενοχλείς κι εσύ. Με ενοχλεί το γεγονός ότι σε ερωτεύτηκα και δε σε αγάπησα.

Αυτό ήθελα και αυτό αποζητούσα σε σένα. Όχι αγάπη... Έρωτα, γιατί είμαι άνθρωπος βουτηγμένος σε εγωισμούς. Γιατί σε ήθελα κτήμα μου και τίποτα άλλο. Και ακόμη έτσι σε θέλω.

Δεν ξέρω τι είναι αυτός ο σεβασμός που λένε. Η εκτίμηση στον άλλον, η άδολη αγάπη. Είναι άγνωστα για μένα πράγματα αυτά. Δεν τα αισθάνθηκα ποτέ στον ερωτά μου για σένα. Μόνο άγρια πράγματα, πρωτόγονα ένστικτα μου βγήκαν στην επιφάνεια και κολύμπησαν στο ταραγμένο μυαλό μου. Γιατί έτσι ήταν το μυαλό μου από τη στιγμή που σε ερωτεύτηκα. Θάλασσα φουρτουνιασμένη, αέρας βαρύς και φωτιά που τρώει τα πάντα.

Κοιτούσα το πρόσωπό σου κι ήθελα να σε κρατήσω δικόν μου για πάντα, κλεισμένο και σε ένα κουτί αν μπορούσα. Να ανοίγω το κουτί και να κοιτώ το πρόσωπό σου. Να το φιλώ όπως φιλάμε ένα ιερό φυλαχτό. Τα βράδια ονειρευόμουν το πρόσωπό σου, μονάχα το πρόσωπό σου, να βγαίνει από γωνίες σκοτεινές και να με κοιτά με αυτά τα μάτια σου, να μου γελά με τα χείλη που τόσο τρελάθηκα για αυτά.

Κοιτούσα το σώμα σου, μισόγυμνο, σκεπασμένο με τα λευκά σεντόνια στο κρεβάτι που μόλις είχαμε ενωθεί και δεν ήθελα τίποτα άλλο παρά μόνο να σε κατασπαράξω. Να κολλήσω πάνω σου με αγωνία και να σου ζητήσω να ακουμπήσω για πάντα στο σώμα σου. Να ανασαίνω τη μυρωδιά σου, να οσμίζομαι τις ανάσες σου, να ρουφώ τα γέλια σου... Αγάπη μου...

Τo ξέρω πως τέτοιος έρωτας δεν αντέχεται εύκολα. Ποιος αντέχει να τον κατατρώνε; Μόνο αυτός που ξέρει να ξαναγεννά τη σάρκα του και την προσφέρει πάλι για φάγωμα. Ποιος τα μπορεί αυτά τα πράγματα; Για αυτό και σε καταλαβαίνω.

Και εγώ θα έφευγα, -ίσως να έφευγα-, ίσως και να γυρίσεις πάλι, όπως τόσες φορές έχουμε κάνει και εγώ και εσύ. Σε καταλαβαίνω όμως. Δε θα κατηγορήσω τίποτα από αυτά που μου είπες. Τον εαυτό μου πρέπει να κατηγορήσω, αλλά με ξέρεις είμαι τόσο εγωίστρια, που και αυτό αδυνατώ να το κάνω. Πάλι τα ίδια θα σου έλεγα, πάλι τα ίδια θα έκανα ακόμη και αν γύρναγες, γιατί ο έρωτας σε τρελαίνει. Δεν υπάρχει λογική, δεν υπάρχει αγάπη στον έρωτα.


Είμαι στο γραφείο και σου γράφω. Έχω το παράθυρο μπροστά μου. Ένα ψηλό φαρδύ παράθυρο δίχως κουρτίνες. Είναι το μοναδικό παράθυρο του σπιτιού δίχως κουρτίνες. Ο καιρός είναι υγρός και μουντός. Το χώμα μυρίζει βροχή που έρχεται. Κάποιες στάλες ήδη έχουν πέσει στην κουπαστή του μπαλκονιού. Βλέπω την κορυφή ενός ωραίου δέντρου που έχω στο κτήμα. Αλεξανδρινό νομίζω το λένε. Είναι γυμνό τώρα και τα κλαριά του μοιάζουν με εκείνα των δέντρων που ζωγραφίζω. Ξέρεις δεν ζωγραφίζω πολύ καλά. Δίνω ωραίες γραμμές όμως στα σκίτσα, έτσι που να μοιάζουνε με σκίτσα κάποιου σπουδαίου ζωγράφου, όμως αν τα προσέξεις από κοντά και επιμείνεις στις λεπτομέρειες, θα διαπιστώσεις πολλά λάθη μέσα τους. Παρόλα αυτά, πάντα σχεδιάζω όμορφα γυμνά δέντρα... Ποτέ δε βάζω χρώμα... Μόνο γραμμές, ωραίες γραμμές και στο τέλος τα φυσώ για να τους δώσω ζωή, φυσώ την πένα μου να σχεδιάσει την τελική γραμμή, που σπάει, που τρεμουλιάζει στο σωστό σημείο, και τελειώνει αυστηρή με μια στρογγυλή ανεπαίσθητη γλυκάδα...


Είναι πολλά πράγματα που δε σου είπα, δεν τα πρόλαβα ίσως... Και είναι και πολλά που ποτέ δε θα σου έλεγα αλλά θα απαιτούσα από εσένα να μου τα πεις όλα... Να μου ξεγυμνώσεις τη ψυχή σου ενώ εγώ θα κρατάω καλά τυλιγμένη τη δική μου. Έτσι είμαι, ένας παλιάνθρωπος, που όλο ζητάει και δίνει ελάχιστα... Καλά έκανες και έφυγες... Δεν ξέρω τι κακό θα είχα κάνει και σε σένα και σε μένα αν έμενες... δεν ξέρω... Τα μέσα μου θα έτρωγα και μαζί με αυτά και τα δικά σου.

Θα τρελαινόμουν σιγά σιγά. Ήδη είχε αρχίσει.

Ένας αέρας σηκώνονταν πολλές φορές στο στήθος μου και φύσαγε ουρλιάζοντας, σαν τους νυχτερινούς αγέρηδες στην εξοχή.

Κι όταν κάναμε έρωτα πότε τρυφερά και πότε δυνατά, άπειρες ήσαν οι φορές που θέλησα να ξεψυχήσω σφιχταγκαλιασμένη γύρω σου κι άλλες τόσες να αφήσω την ψυχή μου μέσα στα βάθη εκείνων των φιλιών μας. Αγάπη μου...

Θυμάμαι τα χέρια σου να ψάχνουν αχόρταγα την ήβη μου, νοτισμένη σα βρεγμένο χώμα για σένα, τα πόδια σου να μπλέκονται με τα δικά μου, οι αναπνοές σου να βογκούν το όνομά μου άγρια, τα χείλη σου να πιέζουν τα δικά μου με μικρές υγρές δαγκωνιές λαχτάρας και παράδοσης... Να μουρμουρίζεις πως ήθελες να σβήσεις εκείνη την ώρα, εκείνες τις στιγμές που το σώμα σου αναταράζονταν στα αφρισμένα μας κύματα κι οι πνοές σου γίνοταν θύελλες που φούσκωναν πανιά για τα ταξίδια τα επικίνδυνα...

Που να υποπτευόμουν ότι κάποια ταξίδια δεν έχουν γυρισμό, που να υποπτευόσουν...

Δεν υποπτευόσουν μα γνώριζες... Αλλά καμωνόσουν πως δεν ήξερες, πως δεν έβλεπες, πίστευες πως όλα μπορούσες να τα προλάβεις, να τα ελέγξεις... Τη στιγμή που όλα είχανε αρχίσει από την αρχή να ελέγχουνε εσένα... Μόνο θυμήσου... Θυμήσου και μετά αποφάσισε ή κρίνε κατά πόσο μπορούσαμε να ελέγξουμε τα πράγματα τα ανεξέλεγκτα, πράγματα που από τη φύση τους είναι εκτός κάθε ελέγχου... Και δεν ξεκινήσαμε καθόλου έτσι. Ποιον δρόμο πήραμε λάθος ή ήταν όλα προδιαγεγραμμένα κι εμείς απλώς πατούσαμε σε ήδη πατημένα μονοπάτια; Υπήρξαμε άραγε τόσο ανόητοι ή απλώς θαρραλέοι από άγνοια;


Θυμάσαι το μονοπάτι δίπλα από το ξενοδοχείο Αίγλη στη Βυτίνα; Το χρυσοκίτρινο δρομάκι γεμάτο από ξερά σπασμένα φύλλα κάτω. Θυμάσαι την απόλαυση να τα πατάμε κι οι δυο μαζί; Να ακούμε το θόρυβο του τσακίσματος... Τα χέρια μας μπλεγμένα, χαμένοι ο καθένας στη δικιά του σκέψη, στη δικιά του σιωπή, αμήχανοι κι οι δυο μπροστά σε αυτό που νοιώθαμε πως γεννιόταν. Σε αυτό που το είχαμε απορρίψει εξαρχής κι είχαμε υποσχεθεί να το κρατήσουμε μακριά... Αγάπη μου...


Τα φιλιά κάτω από τα βουνά του Μαίναλου, να με κρατάς σφιχτά καθώς κρύωνα, να χώνω το χέρι μου στην τσέπη σου, να σου ζητώ αγάπη... Δεν τήρησα τη συμφωνία μας... Μα ούτε κι εσύ... Ζήτησες κι εσύ με τον ίδιο τρόπο που έδωσες. Έψαχνες το χέρι μου να ακουμπήσει στο μάγουλό σου και σαν μικρό παιδάκι έγερνες στο πλάι καθώς σου φιλούσα απαλά το πλαϊνό μέρος του λαιμού... Με ανατρίχιαζε αυτό που αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή, ανατρίχιαζες κι εσύ από το άγγιγμα. Μιλούσαμε, κοιτώντας στα μάτια ο ένας στον άλλον και κάθε κουβέντα, κάθε αδιάφορη παρατήρηση μπορούσε να γίνει έρωτας... Κάθε τραγούδι μπορούσε να γίνει αφορμή... Γιατί ήμασταν γεμάτοι από έρωτα που υπερχείλιζε, γεμάτοι από έρωτα που έπρεπε να δοθεί... Το είχες πει από την αρχή... Να αλαφρύνουμε τα βάρη μας, τις σκιές μας, να πνίξουμε μα να μην πνιγούμε.

Τα αφήσαμε όλα κι εξελίχτηκαν. Σα να μας συνέβαινε για πρώτη φορά... Σα να ήμασταν έφηβοι 15 χρονών...

Και τώρα με διώχνεις. Για να σε διώξω εγώ μετά... Το ξέρουμε τώρα πια καλά το παιχνίδι. Απλώς αλλάζουμε ρόλους κάθε φορά... Η επόμενη φορά θα είναι η σειρά σου... Το επόμενο γράμμα θα είναι δικό σου, το μεθεπόμενο δικό μου...

Πόσο διαφορετικά ακούγεται το "αγάπη μου" όταν θα το μουρμουρίσω σε σένα... "


(Το παραπάνω αποτελεί απόσπασμα από μεγαλύτερο διήγημα που φέρει τον ίδιο τίτλο)




Διευκρίνιση:

Μετά από διάφορες κρούσεις και περίεργα ερωτήματα που μου έγιναν, θεωρώ αναγκαίο να διευκρινίσω και κυρίως να θυμίσω πως τα διηγήματα κάποιου συγγραφέα δεν είναι κατά ανάγκην αυτοβιογραφικά (ακόμη και αν σε αυτά χρησιμοποιείται το α' πληθυντικό πρόσωπο).

Ένα διήγημα μπορεί να είναι αυτοβιογραφικό, φανταστικό, ή τέλος, ένας συνδυασμός αυτοβιογραφικού και φανταστικού.
Αυτά για όσους συγχέουν σε κάθε διήγημα το συγγραφέα με τον ήρωα.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη