Διαβόλια και τριβόλια (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


"Θέλω να σου πω, θέλω να σου πω... ψιτ... ψιτ... περίμενε... "

Ο Κουλούμης έτρεχε με μικρά χοροπηδηχτά βηματάκια πίσω από την Μερκούραινα προσπαθώντας να προλάβει τα μεγάλα βήματά του. Η Μερκούραινα νευρική και γερή γυναίκα μονίμως έτρεχε, δεν περπατούσε, αναγκάζοντας αυτούς που πήγαιναν αργά ή με μικρό δρασκελισμό να την κυνηγούν για να της μιλήσουν.

Ούτε που έδωσε σημασία στον Κουλούμη. Συνέχισε να προχωρά γρήγορα, κοιτώντας καρφί μπροστά της. Και κουνούπι να ήταν, θα τον είχε προσέξει περισσότερο.

"Ψιτ, ψιτ" επέμενε ο Κουλούμης με την λεπτή φωνή του, φωνή που ήταν η πηγή της κακοδαιμονίας του εκεί στο χωριό, αφού δεν υπήρχε ούτε πέτρα, ούτε χορτάρι που να μην είχαν κοροϊδέψει και αυτά, τους ψιλούς τόνους που έπιανε και τις στριγγές σχεδόν, υστερικές φωνούλες που του έβγαιναν σαν κοκκόρια από το λαιμό του όταν θύμωνε και φώναζε.

Η Μερκούραινα κοντοστάθηκε.

"Τι θες μωρέ;" του έκανε απότομα με όλο το νεύρο που είχε μέσα της.

"Κυρά Μερκούραινα, ο κυρ Γιώργης μου είπε πως θα τα βρούμε με εκείνον τον φράχτη απ’τα ξύλα και έλεγα μήπως... "

"Έτσι σου είπε ο κυρ Γιώργης; "τον έκοψε με ειρωνικό χαμόγελο...

Ο Κουλούμης κούνησε πολλές φορές το κεφάλι του πάνω κάτω, ευελπιστώντας σε μια καλή και θετική αντίδραση από τη μεριά της.

"Ο κυρ Γιώργης μπορεί να πάει να κόψει το λαιμό του... Γκέγκε*; Το λαιμό του... Άντε μην πάρω καμιά σανίδα και σε αρχίσω και σένα και αυτόν μαζί."

Ο κυρ Γιώργης ήταν ο άντρας της. Ο πιο πράος και μειλίχιος άνθρωπος του χωριού όταν ήταν στα καλά του, γιατί όταν ήταν στα ανάποδά του, τότε μεταμορφώνονταν στο εντελώς αντίθετο. Γεροδεμένος, γαλανομάτης, με ένα πρόσωπο σκέτη ζωγραφιά, σαν αυτό που έχουνε κάτι πορσελάνινοι κούκλοι.

Δεν υπήρχε άνθρωπος στο χωριό που να μην τον αγαπούσε και να μην τον ήθελε. Μέχρι και οι πέτρες... Και αυτός δεν αγαπούσε τίποτα παραπάνω από τη γυναίκα του την Χριστίνα του Μερκούρη. Υποχωρούσε συνέχεια στο δυναμικό της χαρακτήρα, στο πείσμα της, στην αναποδιά και στη διαολιά που την έδερνε. "Χριστίνα μου" της έλεγε και έλιωνε μπροστά της. Και η Χριστίνα ήξερε καλά πώς να τον κάνει να λιώνει...

Ήταν καιρός τώρα που είχανε διαφορές για έναν φράχτη που χώριζε τα σπίτια τους με τον γείτονα τον Κουλούμη. Αυτός ντε και καλά ήθελε να του δώσουν ένα μέτρο από τη μεριά που στοίβαζαν τα ξύλα τους, με τη δικαιολογία ότι είχαν παραμπεί μέσα στη δική του περιοχή. Και καθώς τότε χαρτιά και τέτοια πράγματα πολυτελείας δεν υπήρχαν, ήταν δύσκολο να πεις ποιος είχε απόλυτο δίκιο και ποιος όχι. Ήταν θέμα του να τα βρουν μεταξύ τους.

"Μου είπε να έρθω αύριο το απόγευμα από το σπίτι και θα τα κανονίσουμε με τα ξύλα... "επέμενε ο Κουλούμης και ας τον αποπήρε αυτός ο θηλυκός Βελζεβούλης όπως την έλεγε στα κρυφά.

"Έτσι σου είπε;"

Η Χριστίνα διαολίστηκε. Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και ένοιωσε τα μηνίγγια της να σφυροκοπούν από θυμό. Αν δεν ήταν ημέρα και δεν την έβλεπαν, μπορούσε και να άρπαζε τον Κουλούμη από το λαιμό και να τον εκσφενδόνιζε σε καμιά γωνία.

Ψηλή γυναίκα, με ψηλά πόδια και δυνατά χέρια μπορούσε να κάνει ζάφτι όχι έναν αλλά δυο Κουλούμηδες. Σιχτίρησε την τύχη της όμως να γεννηθεί γυναίκα γιατί αν ήταν άντρας τώρα θα τον είχε κάνει του αλατιού τον Κουλούμη, θα τον είχε κάνει να πλαντάξει εκεί μέσα στο δρόμο χωρίς να τη νοιάζει αν τη βλέπουν ή όχι.

"Καλά" έκανε μόνο αινιγματικά και προχώρησε μουρμουρίζοντας "Θα δούμε ποιος λέει και τι"

Στο σπίτι βρήκε τον άντρα της ξαπλωμένο, έχοντας μόλις τελειώσει με το ντάνιασμα των καπνών.
Ο Γιώργης λαγοκοιμόταν αραγμένος στο ψηλό σιδερένιο κρεβάτι και μόλις η Χριστίνα μπήκε μέσα πετάχτηκε σαν από όνειρο.

"Με πήρε ο ύπνος" είπε καθώς έτριβε νυσταγμένος τα μάτια του.

"Τέτοιος που είσαι όχι μόνο ο ύπνος θα σε πάρει αλλά θα σου τα πάρουν και όλα... Μάρε, ε, μάρε*..."

Η Χριστίνα μιλούσε γρήγορα, εκνευρισμένα και όσο πιο πολύ τον έβλεπε να κάθεται στο κρεβάτι τόσο πιο πολύ φουρκιζόταν.

"Τι πήγες και είπες του Κουλούμη; Ότι θα τα βρούμε με το φράχτη; Έτσι του είπες; "

Ο Γιώργης δεν μίλησε. Ήξερε ότι αν η Χριστίνα ήταν νευριασμένη τότε μαύρο φίδι που τον έφαγε αν της έλεγε τίποτα ανάποδο. Και ο Γιώργης δεν ήταν από τους ανθρώπους που ανέχονται τις φωνές και τους καυγάδες. Προτιμούσε την υπομονή σαν πρώτη λύση.

"Έλα βρε Χριστίνα, έλα βρε μπουκουρά μου**" πήγε να την καλοπιάσει αλλά πριν προλάβει να συνεχίσει η Χριστίνα τον είχε κατακεραυνώσει με ένα από εκείνα τα βλέμματά της που τον έστελναν στην κόλαση ή στον παράδεισο.

"Αν πατήσει ο Κουλούμης το πόδι του εδώ μέσα και του δώσεις έστω και μια πιθαμή από τον φράχτη θα καλοπεράσει και αυτός και εσύ... Άκουσες; Και εσύ... "

Όλο τσαντίλα πέταξε το μαντήλι της και άφησε τα μαλλιά της λυτά. Ο Γιώργης ξεροκατάπιε... Να τέτοια του έκανε και δεν μπορούσε να της πει "όχι"...

Όμορφη σαν παιδική κούκλα. Μεγάλα καστανά μάτια, γεμάτα φλόγα που έκαιγε ό,τι και να κοιτούσε, σαρκώδη γεμάτα χείλη, μια επιδερμίδα σα φεγγάρι και ας την έτρωγε ο ήλιος όλη μέρα στα χωράφια με τα καπνά και μαλλιά πυκνά με μπούκλες που τα έπιανε κοτσίδες ή τα άφηνε λυτά ως τους ώμους της.

Ακόμη και τώρα όταν περπατούσε μές στο χωριό έκανε τον αντρικό πληθυσμό να αναστενάζει και να κρυφοκοιτάζει με την ελπίδα πως θα μπορέσει να αρπάξει λίγο από την άκρη του βλέμματός της.
Όμως εκείνη προχωρούσε πάντα κοιτώντας μπροστά.

Είχε παντρευτεί το Γιώργη από έρωτα, μετά από μια θρυλική, για τις ιστορίες του τόπου, απαγωγή και παρόλο που ήταν απότομη μαζί του ήταν ικανή να σκοτώσει άνθρωπο που θα τον πείραζε ή θα τον πρόσβαλλε.

"Χριστίνα... " έκανε ο Γιώργης σε τελευταία προσπάθεια να της μιλήσει.

Ήταν διαφορετικά τώρα. Είχε δώσει το λόγο του στον Κουλούμη και ο λόγος εδώ ήταν ιερός.
Η μπέσα θεωρούνταν το μεγαλύτερο πλεονέκτημα, μεγαλύτερη και από την τιμή. Ή μάλλον η τιμή ήταν η μπέσα και η μπέσα ήταν τιμή. Τι να του έλεγε λοιπόν τώρα του Κουλούμη; "Άλλαξα γνώμη; "
Καλύτερα να του κόβονταν η γλώσσα. Δε θα είχε μούτρα να βγει έξω μετά.

"Τι Χριστίνα μωρέ; " ξεσπάθωσε η Χριστίνα "τι Χριστίνα; Έχεις και μούτρα να λες Χριστίνα;
Τα μούτρα να τα δείξεις αλλού και όχι σε μένα... Τι άντρας είσαι εσύ μωρέ που θέλει ο άλλος να σου φάει το χωράφι κι εσύ τον καλείς και στο σπίτι να το συζητήσετε; "

Ο Γιώργης δεν μπορούσε να ακούει αυτά τα λόγια. Η Χριστίνα όταν θύμωνε γίνονταν πολύ σκληρή, αφόρητα για αυτόν που ένοιωθε να προσβάλλεται από τη γυναίκα που λάτρευε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι.

"Βγάλε τον σκασμό" της είπε μόνο πριν φύγει έξω παίρνοντας το πουκάμισό του και κουμπώνοντάς το καθώς ανέβαινε την ανηφόρα προς την πλατεία.

Η Χριστίνα μετάνιωσε την ίδια στιγμή που του είχε μιλήσει έτσι μα το ξερό της το κεφάλι προτιμούσε να συνεχίσει να είναι ξερό παρά να παραδεχτεί πως είχε μιλήσει άσχημα και να τον καλοπιάσει, όπως θα έκανε κάθε γυναίκα.

"Στα κομμάτια να πας " του φώναξε και ρίχτηκε με μανία να τρίβει κάτι κατσαρόλες. Οι κατάρες ήταν τόσο συνηθισμένες σε αυτά τα μέρη, όπως είναι οι καλημέρες ή οι καλησπέρες.

"Θα στον φτιάξω εγώ τον Κουλούμη... θα στον φτιάξω" σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν, μονολογούσε και ξαναμονολογούσε σα να ήθελε να βρει και η ίδια πως ακριβώς "θα τον φτιάξει". Το μυαλό της δούλευε με χίλιες στροφές, ίδιο με μηχανή που προσπαθεί να ξεπεράσει τον εαυτό της.
Δεν μπορούσε με τίποτα μέσα της να δεχτεί το γεγονός ότι αυτός ο σκαιώδης, αυτό ο σιχαμερός, αυτό το σκουλήκι, όπως τον έλεγε ο πατέρας της, θα τους έπαιρνε μέρος από το χωράφι τους γιατί είχανε παραβγεί τα ξύλα τους έξω... Ποια ξύλα μωρέ; αναλογίστηκε μόνη της με το θυμό να της βάφει τα μάγουλα κόκκινα. ’’Ποια ξύλα που ξυλιασμένο να σε βρουν παλιοπαράλυτε" μουρμούρισε καθώς ξέπλενε από τις σαπουνάδες το μεγάλο ταψί.

Δεν πήγαινε άλλο... Αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει. Προτιμούσε να γκρεμίσει το σπίτι της με τα ίδια της τα χέρια παρά να δώσει έστω και μισό πόντο στους Κουλουμαίους. Αν γινόταν κάτι τέτοιο ήταν ικανή να τους βάλει φωτιά και σε αυτούς και στους ίδιους. Όταν της κόλλαγε κάτι στο μυαλό, γινόταν τρελή μέχρι να το πετύχει. Το πείσμα της δεν είχε όρια, όπως και η υπερηφάνειά της.
Και τώρα ερχόταν ένας Κουλούμης, ένας βρωμιάρης, ένα κατακάθι-γιατί κατακάθια ήταν όλοι οι Κουλούμηδες- να της πάρει το χώρο και να έρθει και στο σπίτι της να το επικυρώσει αυτό.
Να της πατήσει την υπερηφάνεια κάτω, να την στραπατσάρει πέρα για πέρα.

"Α, ρε κανόνι που σου χρειάζεται παλιοβρωμιάρη" σκέφτηκε χαιρέκακα καθώς της ήρθε στο μυαλό η απολαυστική ιδέα να είχε ένα κανόνι στημένο στο παράθυρό της και μόλις τον έβλεπε να έρχεται να του αμόλαγε μερικές κανονιές. Γέλασε καθώς το μυαλό της έπλαθε εικόνες και έβλεπε τον Κουλούμη να τρέχει με μια κανονιά σφηνωμένη στα μεριά του τσιρίζοντας με εκείνη τη φωνούλα του.

Αυτό το γέλιο την έκανε να νοιώσει λίγο πιο ξαλαφρωμένη αλλά και πιο αποφασισμένη. Θα του έκανε ένα κάζο του Κουλούμη που θα είχε να το θυμάται χρόνια και αυτός και το χωριό. Μόνο που έπρεπε να βρει τι ακριβώς να του κάνει, τέτοιο που να το φυσάει και να μην κρυώνει.

Κοίταζε γύρω, γύρω της, κοίταζε, δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω, σα να μπορούσε να βρει σε κάποια γωνία το μυστικό για να ξεφτιλίσει τον Κουλούμη. Μέχρι που το βλέμμα της καρφώθηκε κάποια στιγμή στο διπλανό δώμα.

Ήταν ένα δώμα διπλό, σαν κολλητό με το υπόλοιπο σπίτι, σαν αυτόνομο κτίσμα αν το κοιτούσες απ’ έξω. Από κάτω ένα άχρηστο μεγάλο δωμάτιο που το χρησιμοποιούσαν για να ντανιάζουν τα δεμάτια με τα καπνά ή να αποθηκεύουν το λάδι της χρονιάς και από πάνω άλλο ένα μεγάλο δωμάτιο που χρησίμευε σαν υποτυπώδη σάλα. Υποτυπώδης γιατί δεν υπήρχαν τα λεφτά για έπιπλα, κομότες, σιφινιέρες και τα λοιπά. Ένα φαρδύ ξύλινο τραπέζι στη μέση με μερικές μεγάλες καρέκλες ήταν αρκετό μαζί με ένα ντιβάνι που χρησίμευε και σαν κρεβάτι και σαν, ας το πούμε, καναπές. Οι τοίχοι γυμνοί μόνο με μια φωτογραφία του γάμου τους και άλλη μία δυο παππούδων με άλογα. Κάτω ένα παχύ καστανό κιλίμι γνεμμένο στον αργαλειό από τη Χριστίνα. Ένα κιλίμι που σχεδόν έπιανε το δωμάτιο από άκρη σε άκρη. Το πάτωμα ξύλινο, με μακρόστενες τάβλες, είχε σε ένα σημείο κάτι σαν μικρή καταπακτή η οποία άνοιγε και με μια όρθια, απότομη σκάλα, κατέβαινες στην αποθήκη.

Περίμεναν τον Κουλούμη την άλλη μέρα το απόγευμα. Η Χριστίνα έστειλε από το πρωί τον Γιώργη στα χωράφια μόνο του, προφασιζόμενη πως της ήρθαν τα ρούχα της. Ο Γιώργης ήξερε πως η Χριστίνα ήταν ανήμπορη να κινηθεί την πρώτη μέρα της περιόδου της. Το πηγμένο αίμα που ζητούσε διέξοδο να βγει μέσα από τα πόδια της, τής προκαλούσε ανυπόφορες κοιλιακές κράμπες που την καθήλωναν στο κρεβάτι τουλάχιστον από το πρωί ως το απόγευμα της ίδιας μέρας.

Τον ξεπροβόδισε ως την πόρτα και μόλις εκείνος έφυγε στρώθηκε στη δουλειά. Κλείστηκε στη σάλα για ώρα. Από μέσα άρχισαν να ακούγονται κάτι περίεργοι ήχοι, άλλοτε σα δυνατοί κρότοι, άλλοτε σα συρσίματα... Δούλευε πυρετωδώς...

Η Χριστίνα δε βγήκε παρά μόνο όταν μεσημέριασε... Κατάκοπη, αναψοκοκκινισμένη, με σηκωμένα τα μανίκια στην άσπρη πουκαμίσα της, αλλά με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό της. Ικανοποίησης και προσμονής... Αν είχε μουστάκια θα γελούσαν και αυτά...

"Για κόπιασε τώρα Κουλούμη" ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της.

Το απόγευμα σαν περίμεναν τον Κουλούμη ανέβηκε επάνω να φτιάξει λίγο τη σάλα. "Ο, τι και να είναι ο Κουλούμης" είπε στο Γιώργη "ξένος άνθρωπος είναι... Μη βάλουμε ξένο άνθρωπο στο σπίτι μας και ειδικά τους Κουλούμηδες και πουν πως είμαστε βρωμιαραίοι... να ανοίξω τα παράθυρα λίγο, να συγυρίσω "

Ο Γιώργης ικανοποιημένος κούνησε το κεφάλι του. Μπορεί η Χριστίνα να ήταν νευρική, αλλά αυτά τα πρόσεχε. Πιο φιλόξενος και περιποιητικός άνθρωπος δεν υπήρχε από τη γυναίκα του. Είχαν να το λένε όλοι. Πήγαινες σπίτι της και έφευγες με κάτι στα χέρια, ακόμη και ας μη σε χώνευε που λέει ο λόγος και ήταν η πρώτη που θα βοηθούσε οποιονδήποτε, αν χρειάζονταν βοήθεια, και ας τον είχε και στη μπούκα. Σε αυτά η Χριστίνα ήταν κάτι παραπάνω από εντάξει. Σε άλλα ήταν κάτι παραπάνω από διάολος.

Ο Κουλούμης κατέφτασε κατά τις εφτά παρά... Καλησπέρισε με τη λεπτή του τη φωνή, κοίταξε μία το Γιώργη, μία τη Χριστίνα και έτριψε τις παλάμες του μεταξύ τους. Η Χριστίνα βλέποντας αυτήν την κίνηση εξαγριώθηκε μέσα της, της ήρθε με τις κλωτσιές να τον ανεβάσει επάνω.

"Σκατοκουλούμη" σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν " σκατοκουλούμη που μου ’ρθες εδώ να μας κάνεις νοικοκυραίους όπως θες εσύ... προχώρα ρε και θα δούμε ποιος γελάει τελευταίος"

Ο Κουλούμης ανυποψίαστος για αυτά που η Χριστίνα έλεγε μέσα της, ανυποψίαστος για το τι διαόλια είχε σπείρει στην ξεροκεφαλιά της η επιμονή του για εκείνο το μέτρο του φράχτη, χαμογέλασε στο Γιώργη.

"Λοιπόοον... " του είπε μακρόσυρτα και ακούστηκε η φωνή του σα βούτυρο που τσιτσιρίζει στο τηγάνι.

Ο Γιώργης μισοχαμογελώντας, μισοκάνοντας κάτι αδιόριστες γκριμάτσες σκέψης βαθιάς, οδήγησε τον Κουλούμη επάνω. Πίσω τους ανέβαινε η Χριστίνα.

Είχε αποφασίσει ο Γιώργης να του πει να χωρίσουν τη διαφορά, να μοιράσουν στη μέση την απόσταση για την οποία τους είχε τρελάνει εδώ και καιρό ο Κουλούμης αλλά επειδή δεν του πήγαινε και εκείνου καλά να τους φάει γη, είχε σκεφτεί να του προτείνει να πάρει λίγη από τη γη που έβγαινε στα πίσω του σπιτιού, στο κομμάτι που συνόρευε με τους Ρουρούμηδες και που στην ουσία ήταν άχρηστο στον Κουλούμη καθώς μόνο ξερόχορτα ενάμιση μέτρο ύψος φυτρώνανε εκεί.

Έτσι και γη δε θα έχανε και τον Κουλούμη θα ικανοποιούσε, που ζητούσε περισσότερο χώρο για να αποθηκεύει τάχα και αυτός από εκείνη τη μεριά τα ξύλα του. Τη μεριά που ήταν πιο απάγγειο και δεν την έπιανε εύκολα βροχή. Κάτι σαν ανταλλαγή δηλαδή.

Δεν ήθελε ο Γιώργης να τσακώνεται με τον κόσμο και ειδικά τώρα που δεν υπήρχαν χαρτιά που να αποδεικνύουν ποιος έχει δίκιο και ποιος όχι. Άλλο αν θυμόταν το σπίτι πάντα έτσι, από τον παππού του. Άλλο αν όλοι του έλεγαν ότι ο Κουλούμης θέλει κλωτσιές γιατί πάει να του φάει γη με κόλπα...
Ο Γιώργης χωρίς χαρτιά δεν έλεγε και δεν πίστευε τίποτα και ας του είχε καθήσει όλη αυτή η κατάσταση στο λαιμό. Πάνω απ’ όλα ήθελε να είναι δίκαιος.

Ανέβηκαν την πέτρινη σκάλα. Ο Κουλούμης όλο έλεγε, έλεγε και δεν έλεγε τίποτα. Κάτι ασυναρτησίες περί καιρού, περί σοδειάς, περί βελονιάσματος του καπνού. Φλυαρούσε ακατάπαυστα ξαναμμένος από τις κρυφές ελπίδες μέσα του ότι επιτέλους θα έπαιρνε κομμάτι από την αυλή του Γιώργη, κάτι που πάντα ήθελε η οικογένειά του.

Ο Γιώργης έβγαλε το μεγάλο κλειδί από την τσέπη του και άνοιξε την πόρτα. Προτάσσοντας το χέρι μπροστά έκανε χώρο στον Κουλούμη να περάσει πρώτος, γιατί ήταν φιλοξενούμενος.
Ξαφνιασμένος ένοιωσε το χέρι της Χριστίνας να του τραβάει το παντελόνι πίσω και την άκουσε συριστά να του λέει "Μος βέτε με’ πάρε *". Γύρισε να την κοιτάξει και τα μάτια της έλαμπαν σαν πυρακτωμένες μπάλες. Η Χριστίνα είχε το χάρισμα να τον ξαφνιάζει και να τον γοητεύει τις πιο άσχετες στιγμές. Έτσι και τώρα μαζί με το ξάφνιασμα και την απορία γιατί άραγε τον τραβούσε προς τα πίσω, εμποδιζοντάς τον να μπει μέσα, ένοιωσε να κολλάει στα μάτια της που ίδια με ταραγμένες θάλασσες τον τραβούσαν στα βαθιά τους.

"Τα είπαμε αυτά Χριστίνα " της είπε μαλακά νομίζοντας πως για μια ακόμη φορά ήθελε να του πει να το σκεφτεί.

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, όταν μέσα από το σαλόνι άκουσε έναν τρομερό θόρυβο που ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά και τη φωνή του Κουλούμη να ουρλιάζει σα να έπεφτε σε ένα πηγάδι.
Χαλασμός κυρίου επικράτησε για δευτερόλεπτα. Ξύλα να σπάνε, έπιπλα να τρίζουν με θόρυβο τρομακτικό, κραυγές και ένα μεγάλο μπαμ σα να είχε διαλυθεί το δώμα.

Έντρομος κοίταξε στη σάλα.

Μπροστά του μια μεγάλη τρύπα στο κέντρο του δωματίου. Μια τρύπα που είχε ρουφήξει το χαλί, το τραπέζι, τις καρέκλες και τον Κουλούμη που σφάδαζε από τους πόνους πεταγμένος στο κάτω δώμα, στριμωγμένος πίσω από κάτι ντάνες καπνού.

Η Χριστίνα ξέσπασε σε γέλια, ακράτητα γέλια.

"Πονάς Κουλούμη, πονάς;; " του φώναξε κοροϊδευτικά.

"Πόνα ντιάλη μου*, πόνα" συνέχισε πιο κοροϊδευτικά "που θα μας έτρωγες εσύ το σπίτι"

"Α, ρε κακομοίρη μου κούνια που σε κούναγε" συμπλήρωνε μετά από λίγο.

Και δώστου καινούρια γέλια. Την είχε πιάσει ένα νευρικό γέλιο άλλο πράγμα...

Η αθεόφοβη είχε καθήσει όλο το πρωί και είχε ξηλώσει τις κεντρικές τάβλες, αλλού ολόκληρες, αλλού ίσια που κρατιόντουσαν. Η μεγάλη τρύπα είχε γίνει λίγο μπροστά από το τραπέζι, ακριβώς εκεί που έμπαινε κάποιος στη σάλα, εκεί που πρωτοπατούσε τα πόδια του. Είχε καλύψει την τρύπα με το χαλί και περίμενε. Περίμενε το ρεζιλίκι που θα πάθαινε ο Κουλούμης πέφτοντας μέσα. Ρεζιλίκι που πράγματι ήταν μεγάλο.

Όλο το χωριό μήνες το συζητούσε και ο Κουλούμης όχι μόνο δεν τους ξαναζήτησε τίποτα, αλλά δε τολμούσε να βγει καν στην πλατεία καθώς όλοι άρχισαν την καζούρα.

"Κουλούμη η Χριστίνα" του φώναζαν, τάχα ότι έρχεται η Χριστίνα από τη γωνία. "Κουλούμη για πες αλεύρι... " και άλλα τέτοια που τον έκαναν να νοιώθει το μεγαλύτερο ρεζίλι. Σκοπός της ζωής του έγινε από τότε να κατηγορεί τη Χριστίνα για τα πιο ασήμαντα. Όνειρο στον ύπνο του, ότι την έπνιγε σε βάλτο. Μεγάλη του απόλαυση στην σκέψη, να τη δει να υποφέρει. Να την πάθει έτσι από γυναίκα. Να την πάθει έτσι από το παλιοθήλυκο του Μερκούρη. Καλά λέγανε πως οι Μερκούρηδες όταν τους έμπαινε κάτι στο μυαλό παύαν να ήταν άνθρωποι. Γινόντουσαν δαιμόνια, διαβόλια και τριβόλια!

Και όταν η Χριστίνα τελείωσε με τα γέλια της γύρισε προς τον Γιώργη:

"Για πάρε έναν άντρα που θέλει να μας φάει το σπίτι, για κοίτα τον"

"Τι έκανες ρε δαίμονα; Τι έκανες; " μουρμούρισε ο Γιώργης κοιτώντας την άναυδος.

Αυτός όμως ο δαίμονας έπρεπε να ήταν δαίμονας, σκέφτηκε σαν κοίταξε μια φορά από ψηλά τον Κουλούμη που κρατούσε τα πλευρά του... Χαμογέλασε κρυφά σαν τον είδε και ξανακοίταξε τη γυναίκα του που ακόμη γελούσε. Ήθελε να την πιάσει εκεί στις σκάλες από τη μέση και να της φάει τα χείλια, να ρουφήξει αυτό το γάργαρο γέλιο της.

"Ε, Κουλούμη" του φώναξε " το σπίτι είναι παλιό και να που έγινε η ζημιά... Είσαι καλά; Έρχομαι κάτω... "...



Γκέγκε; = Κατάλαβες; Άκουσες;
Μάρε, ό, μάρε = τρελλέ, ε, τρελλέ!
Μπουκουρά μου =ομορφή μου
Μος βέτε με’πάρε =μην προχωράς, κάτσε εκεί που είσαι


Chcome
toavgo@in.gr

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη