Δεκαπέντε χρόνια μετά (Η Λουλουδού)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Από την Λουλουδού.


Ήταν Σεπτέμβριος του 1981, όταν για ακόμα μια φορά φορτώθηκα τον σάκο με τα φωτογραφικά και ξεκίνησα για την παλιά πόλη. Η μάνα μου με αποχαιρέτησε με το αναμενόμενο “Πάλι τις σαβούρες πας να βγάλεις φωτογραφίες!”, κι εγώ πήρα τον ανήφορο, εκείνο το ζεστό απόγευμα.

Σε λίγα λεπτά βρέθηκα στην παλιά πόλη. Μόλις μερικά βήματα από τους πολυσύχναστους δρόμους, και ξαφνικά βρισκόσουν σε έναν άλλο κόσμο, σε μιαν άλλη εποχή. Αυτοί οι δρόμοι, αυτά τα σπίτια, δεν είχαν αλλάξει εδώ και δεκαετίες, μάρτυρες του ότι κάποτε όλη η πόλη ήταν έτσι.

Ακόμη και τα πιο μικρά και ταπεινά σπίτια είχαν έναν αέρα αρχοντικό και ανατολίτικο επάνω τους. Πολλά απ' αυτά μαρτυρούσαν τον αγώνα και τα βάσανα των κατοίκων τους σε αυτές τις γειτονιές ενώ άλλα επιβλητικά φανέρωναν την πρόσφατη ιστορία αυτής της πόλης.

Το σπίτι της πρώτης φωτογραφίας βρισκόταν ακριβώς επάνω στο δρόμο μου, και ήταν τόσο όμορφο, παρόλο που ο χρόνος είχε ήδη αρχίσει να το καταστρέφει. Αλλά ακόμη και αν δεν πρόσεχα το σπίτι, η γιαγιά που καθόταν στο μικρό μπαλκόνι ήταν αρκετή για να με κάνει να σταματήσω.

Ήταν ακίνητη και ανέκφραστη. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο προς την υπέροχη θέα της πόλης και της θάλασσας που απλωνόταν στα πόδια της. Ήμουν σίγουρος ότι μια τέτοια θέα και μόνο έφτανε για να σού φτιάξει το κέφι, ακόμα και σε δύσκολες μέρες. Τέτοιες μέρες ήμουν σίγουρος πως η γιαγιά είχε δει και συνέχιζε να βλέπει αρκετές.

Δεν έδειξε να ενδιαφέρεται για την παρουσία μου στην μικρή της αυλή. Μόνο μια στιγμή κούνησε ανεπαίσθητα τα μάτια της για να με δει και μετά ξανααφοσιώθηκε στην ηλιόλουστη θέα. Κλικ! και βγήκε η φωτογραφία που βλέπετε, κι εγώ συνέχισα την βόλτα μου.

Μερικές ανηφόρες παραπάνω ανακάλυψα το σπίτι της άλλης φωτογραφίας. Η είσοδός του ήταν στενή και χωμένη, αλλά έτσι και κοιτούσες μια στιγμή προς τα εκεί, ήταν αδύνατο να μην σταθεί το μάτι σου.

Δυστυχώς η σελίδα μας είναι αδύνατο να περιγράψει τα χρώματα που υπήρχαν σε εκείνη την αυλή. Το σπίτι ήταν ανοιχτό ροζ, με πόρτες και παράθυρα σε χρώμα απαλής ώχρας. O κήπος ήταν μία σωστή χρωματική πανδαισία, με δεκάδες γλάστρες και φυτά σε όλες τις μεριές, ανθισμένα και γεμάτα αμέτρητα χρώματα. Ήταν φανερό πως η γιαγιά αγαπούσε τα λουλούδια και αφιέρωνε όλη της τη μέρα σε αυτά.

Εκείνη τη στιγμή βέβαια ξεκουραζόταν στο σκαλάκι της πόρτας και μιλούσε με την γειτόνισσα που έπλεκε. Και πάλι ήμουν σίγουρος ότι ένας τέτοιος κήπος και αυτά τα χρώματα ήταν ικανά να γιατρέψουν ακόμα και άρρωστο.

Σε αντίθεση με την προηγούμενη γιαγιά, αυτή ήταν όλο ενέργεια. Αμέσως τής είπα ότι ο κήπος ήταν πολύ όμορφος και ήθελα να τον βγάλω φωτογραφία. “Τότε να πάμε μέσα, μη μάς βγάλεις έτσι που είμαστε”, είπε. Φυσικά τής είπα να συνεχίσει τη συζήτηση της όπως πριν. Κλικ! και βγήκε και η άλλη φωτογραφία. Η γιαγιά, φανερά ενθουσιασμένη που μού άρεσε ο κήπος της, μού πρότεινε να καθίσω, αν ήθελα ένα νερό, μιά βανίλια, ή κάτι άλλο. Με το ζόρι κατάφερα να την πείσω ότι δεν ήθελα να γίνω βάρος. Την αποχαιρέτησα και συνέχισα τον περίπατο μέχρι που σουρούπωσε.


Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν από τότε, και πάλι ένα ζεστό απόγευμα του Σεπτέμβρη ξεκίνησα να ξαναβρώ τα στενά εκείνα της παλιάς πόλης. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από εκείνες τις φωτογραφίες και με έτρωγε η περιέργεια για το αν υπήρχαν ακόμη εκείνα τα σπίτια των γιαγιάδων. Είχα την ελπίδα ότι θα τα έβρισκα πάλι, ίσως περιποιημένα, ξαναζωντανεμένα.

Φορτώθηκα λοιπόν τη μηχανή μου και ξεκίνησα τον ανηφορικό δρόμο όπως τότε. Ήδη όμως από τα πρώτα βήματα κατάλαβα ότι πολλά είχαν αλλάξει. Τα παλιά σπίτια με την αρχοντιά τους είχαν σχεδόν όλα εξαφανιστεί. Στη θέση τους υψωνόταν διώροφα και τριώροφα, που, αν και καλόγουστα, καμιά σχέση δεν είχαν με την προηγούμενη εικόνα. Οι στενοί δρόμοι ήταν γεμάτοι από παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τόσο που με δυσκολία περνούσαν άλλα.

Η αρχοντιά αλλά και ο αγώνας που μαρτυρούσαν τα παλιά σπίτια είχε πια χαθεί. Τα καινούργια σπίτια φανέρωναν τον αγώνα των ιδιοκτητών τους να τα κάνουν ακόμη πιο μεγάλα, με ακόμη περισσότερους ορόφους και ακόμη περισσότερα διαμερίσματα.

Όσα από τα παλιά σπίτια είχαν απομείνει, δεν μού έκανε πια καρδιά να τα βγάλω φωτογραφία. Χρόνια κλειστά και παραμελημένα, είχαν αρχίσει να γίνονται ερείπια. Αντί να ομορφαίνουν, ασχήμαιναν τον τόπο. Θύμιζαν κάποιες παλιές καλλονές, σταρ του κινηματογράφου, που σε βαθιά γεράματα και λίγο πριν τον θάνατο σού προκαλούν θλίψη για το κατάντημά τους.

Διώχνοντας από τα μάτια μου τις εικόνες που έβλεπα, προσπάθησα να ξαναβρώ τα σπίτια που είχα φωτογραφήσει τότε. Αν και νόμιζα ότι ακόμη ήξερα πού θα τα βρω, διαπίστωσα ότι το τοπίο είχε αλλάξει τόσο, που θα δυσκολευόμουν αρκετά.

Πρώτα πήγα στο δρόμο του ροζ σπιτιού με τον ανθισμένο κήπο. Πέρασα πολλές φορές από το σημείο που ήμουν σίγουρος ότι βρισκόταν το σπίτι, χωρίς να μπορώ να δω κάτι γνώριμο. Τελικά απελπίστηκα και αναγκάστηκα να ζητήσω την βοήθεια ενός γείτονα που έπλενε με την ησυχία του το αστραφτερό του αυτοκίνητο στο δρόμο.

“Ένα ροζ σπίτι με μουσταρδί παράθυρα;” – Ναι, ήταν εκεί απέναντι, αλλά τώρα γκρεμίστηκε. Το οικόπεδο ενώθηκε με το διπλανό και στη θέση τους χτίστηκε ένα τριώροφο. Σκεφτόταν μάλιστα και αυτός να πάρει ένα διαμέρισμα εκεί, αλλά ο εργολάβος ζητούσε τετρακόσιες χιλιάδες το τετραγωνικό και τον έστειλε στο διάολο.

Κοίταξα το τριώροφο, συγκρίνοντάς το με το ροζ σπίτι στη μνήμη μου. Ναι, το καινούργιο σπίτι είχε χρυσά πόμολα, μάρμαρα και θυροτηλέφωνο με τηλεόραση. Σίγουρα τα πατώματα του δεν τρίζανε και ο αέρας δεν σφύριζε από τα παράθυρά του. Αλλά δεν είχε το σκαλάκι, εκείνο το σκαλάκι που καθόταν η γιαγιά στον κήπο, που τα χρώματά του μπορούσαν να γιατρέψουν ακόμα και άρρωστο. Χώρια που ήταν πια εντελώς αδύνατο να καθίσεις έξω, γιατί τα μηχανάκια που περνούσαν σε ξεκουφαίνανε.

Κατάπια λίγο αμήχανα και συνέχισα την περιπλάνησή μου. Σκέφτηκα πως καλύτερα να μην έψαχνα για το άλλο σπίτι, γιατί μάλλον θα είχε “αξιοποιηθεί” και αυτό.

Σε λιγάκι όμως και χωρίς να το θέλω, βρέθηκα μπροστά του. Χρειάστηκαν μερικές στιγμές για να καταλάβω ότι ήταν πράγματι αυτό, τόσο είχε αλλάξει. Πολλοί τοίχοι του είχαν αρχίσει να καταρρέουν, μια γωνιά την στήριζε μια πρόχειρη σκαλωσιά, ενώ από όλες τις μεριές έγραφε με σπρέι “Μην πλησιάζετε, Κίνδυνος – Θάνατος”. Από τα παράθυρα δεν έλειπαν μόνο τα τζάμια, αλλά και τα παντζούρια με όλη την κάσα, αφήνοντας τεράστιες τρύπες να χάσκουν στον τοίχο. Η μικρή αυλή είχε γεμίσει από σκουπίδια και άγρια φυτά που έφταναν μέχρι το πάνω μπαλκόνι. Μια ανυπόφορη μυρωδιά μούχλας και βρώμας σε έσπρωχνε να φύγεις – η μυρωδιά του θανάτου.

Στον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού φαινόταν ακόμη ένα χαρτί που είχε κολληθεί πριν πολλά χρόνια και είχε κιόλας ξεθωριάσει: “Το παρόν οικοδόμημα χαρακτηρίζεται διατηρητέο πολιτιστικό μνημείο και απαγορεύεται οποιαδήποτε προσθήκη ή μετατροπή σύμφωνα με το νόμο...”. Ήταν όμως σίγουρο ότι ένας ισχυρότερος νόμος, ο νόμος του χρόνου, θα φρόντιζε ώστε σε λίγο το σπίτι αυτό να μην υπάρχει πια.

Απέναντι οι εργάτες ακόμη έκαναν τις τελευταίες δουλειές σε ένα καινούργιο σπίτι με χρυσά πόμολα και στο στόμα μου ήρθε χωρίς να το θέλω το τραγούδι “O κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί, αγάπες βρίσκεις μοναχά στα παραμύθια”. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι το νέο σπίτι ήταν καλύτερο από το παλιό που έστεκε εκεί πριν.

Ναι, βέβαια, σίγουρα ήταν καλύτερο. Τόσος κόσμος δεν μπορεί να κάνει λάθος. Δεν μπορεί, ναι, σίγουρα είναι καλό ότι τα παλιά σπίτια χάθηκαν και στη θέση τους χτίστηκαν καινούργια, ψηλότερα και πιο γερά. Μα εγώ όμως έχω ακόμη φυλαγμένες τις φωτογραφίες μου από τις “σαβούρες” και από καμιά φορά, όταν είμαι μόνος μου, παίρνω και τις ξαναβλέπω. Και σκέφτομαι ότι κάποτε όλη η πόλη ήταν έτσι...


20.10.96

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη