Για μια χαμένη Συννεφιασμένη Κυριακή... (Νυκτωδός)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

... και ένα τραγούδι που έσβησε στα χείλη


Το μπουζούκι ακουμπισμένο στην ξύλινη καρέκλα, δίπλα στο παλιό ντιβάνι της κυρά Ζωής. Ο Βασίλης εκείνο το βράδυ είχε πρεμιέρα στο μαγαζί και από νωρίς ήταν όλο νεύρα. Έχουν περάσει βλέπεις δεκαεννιά χρόνια από τον θάνατό του, και έχει ξεμάθει πιά στα ξενύχτια. Κάθε χρόνο τώρα, στις 18 Ιανουαρίου, πρέπει να ξαραχνιάζει το σκούρο του κουστούμι, και να γυαλίζει τα μαύρα του σκαρπίνια, για την ετήσια πρεμιέρα.

Το καινούργιο μαγαζί που θα παίξει του είναι εντελώς άγνωστο και ξένο. Είναι κάπου στην παραλιακή, με δυό χιλιάδες καθίσματα, με καπνούς μπλε και άσπρους που θα αναδύουν από το πατάρι και άλλα τέτοια μαγικά. Ο Βασίλης, ξέροντας την κατάσταση, και δίχως να μπορεί να κάνει και κάτι διαφορετικό, ρίχνει μια ματιά τελευταία στο όργανο, και βάζοντας το μέσα σε μιά ξεφτισμένη θήκη ξεκινά από τους ουρανούς βαρύς και λυπημένος. Αλλιώς τα άφησε τα πράγματα και αλλιώς τα βρίσκει. Κάτι είχε πάρει βέβαια το αυτί του, αλλά τέτοιο χάλι πού να το φανταστεί.

Η ώρα είναι ήδη μία και ο Βασίλης είναι έξω από το μαγαζί. Περνάει με δυσκολία μέσα από της παρκαρισμένες μερσεντές και τα γυαλιστερά τζιπ για να φτάσει στην είσοδο του μαγαζιού. Στα σκαλοπάτια μια ρακένδυτή κυρούλα τον φωνάζει έτσι όπως τον φώναζαν μόνο τα παλιά καλά φιλαράκια. Τσίλα... ρε Τσίλα. Δεν προλαβαίνει όμως να τελειώσει την λέξη της και οι πορτιέρηδες την πετάν στο πεζοδρόμιο. Τρέχει σαστισμένος κοντά της ο Βασίλης και βλέποντάς την παγώνει. Αυτή η κυρούλα ήταν η «αρχόντισσά» του.

Αυτή που κουράστηκε τόσο για να την αποκτήσει, βρίσκεται τώρα μέσα σε κουρέλια στην άκρη του πεζοδρομίου. Οι θαμώνες του μαγαζιού στριμώχνονται βιαστικά να περάσουν την πόρτα, μήπως και εξασφαλίσουν πρώτοι το τραπέζι «πίστα». Περνάν δίπλα από τον Βασίλη, μα δεν τον αναγνωρίζουν. Ποδοπατούν την «αρχόντισσα» και τρέχουν να ακούσουν το αφιέρωμα στον Τσιτσάνη. Βλέπεις, τους μεγάλους δημιουργούς του λαϊκού μας τραγουδιού δεν πρέπει να τους ξεχνάμε... Πρέπει με περισσή υποκρισία κάθε χρόνο, να γεμίζουμε αράδες σε περιοδικά και εφημερίδες με τις βιογραφίες τους. Να τους βρικολακιάζουμε μέσα στα σκυλάδικα, έτσι για να τούς τιμάμε. Να καπηλευόμαστε το όνομα τους, όταν παρουσιάζουμε τα πενιχρά μουσικά μας όπλα. Αυτά ήθελε ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ βρε!!! Το μόνο που ζητούσε ήταν να βαδίσουμε στα αχνάρια του. Να γράψουμε τραγούδια καρδιάς. Τραγούδια παραπονιάρικα.

Να ξεβρομίσουμε την «αρχόντισσά» του, και να την ανεβάσουμε στο πατάρι. Δεν θέλει μνημόσυνα ο Τσιτσάνης, ούτε μουσικά κόλλυβα. Το πιο καλό θα ήταν τέτοια μέρα να κλείναν όλα τα λαϊκά κέντρα. Να σωπαίναν όλα τα ραδιόφωνα. Να κατεβάζαν οι γραφιάδες τις πένες στο τραπέζι. Μία μέρα μουσικής ανυπαρξίας. Αυτό θα μας ταίριαζε με το μουσικό μας κατάντημα. Κάτω τα χέρια μας από αυτούς που μας έδωσαν μουσικούς Παρθενώνες. Αυτό που πρέπει να γιορτάζουμε κάθε χρόνο και να τιμάμε είναι μόνο η μουσική μας κατρακύλα. Τιμή είναι η συνέχιση ενός έργου και όχι ο αφανισμός του.

Το κρύο είχε σφίξει για τα καλά, και ο Βασίλης ακόμα δεν είχε μπει στο μαγαζί. Όλα ήταν έτοιμα και περιμέναν την εμφάνισή του. Αλλά αυτός είχε πάρει την απόφασή του. Πήρε την «αρχόντισσά» του από το μπράτσο, την έβαλε σε ένα ταξί και φύγανε για την δική τους γιορτή. Για το δικό τους πάλκο. Ένα πάλκο ψηλά στον ουρανό που δεν θα το χαζέψουμε ποτέ. Εκεί που ο Λοΐζος με τον Χατζιδάκι έχουν στήσει το δικό τους γλέντι!!!


Λυπάμαι αν δεν διαβάσατε αυτά που περιμένατε ίσως, αλλά εγώ έτσι τιμώ τον Τσιτσάνη. Αντε το πολύ και με ένα τραγούδι του, παίζοντάς το στο ξεκουρδισμένο μπουζούκι που κρέμεται στο ντουβάρι στις «Λεύκες»

Το αυριανό ποτήρι στην θύμηση σου Τσιτσάνη... Σαν ελάχιστο φόρο τιμής! Στην υγειά μας


Σταυρακούδης Χρήστος - Αλεξανδρούπολη

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη