Ανήμερος (Πλου-Γή)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ψήγματα πολύτιμου λίθου στα χέρια του
Ένα μικρό ποντίκι ροκανίζει το βράδυ του
Τα φύλλα του βυζαντινού τον ύπνο τους τρυγάνε
Ανήσυχος, πικρή δροσιά σταλάζει

Τα χείλη του φωτιά μυρίζουν
υγρές πυροστιές τα ρούχα χωρίς πνοή καμία
τραγούδια στη μουσική τους πνίγονται
Κι αυτός τη θάλασσα αναπνέει

Έχει ρόζους στο άνθος των ματιών του
Το άνθος αυτό μιλά και γελά
Τις ώρες της νύχτας σκοτεινά κλαίει
Τους μήνες ανάποδα απαγγέλει
Και μια βουτιά στον ήμερο αέρα κάνει



... Στεκόσουν με το πουκάμισο ανοιχτό καπνίζοντας μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο του ξενοδοχείου, βράδυ στις 4 τα ξημερώματα, πανέμορφος, με τα μακριά μαλλιά να πέφτουν στο πρόσωπο και την αποπνιχτική ζέστη να κάνει το σώμα σου να αχνίζει θερμό. Τι λαχτάρα ξεσήκωνες μέσα μου, πως θέριευε ο έρωτας.

Κι όταν το ρούχο έβγαλες από πάνω, μία μικρή σταγόνα διέσχιζε το δρόμο ανάμεσα στις πλάτες σου.
Με το στόμα μου την ήπια.

Για αυτές τις στιγμές μες στα πολλά τα χρόνια μας, σου έγραφα αυτές τις γραμμές που με μανία ήθελες να δεις και εγώ δε σε άφηνα... Ποιο έτος αλήθεια; Ποιες χρονιές; ...

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη