Όλοι οφείλουν να είναι αόρατοι (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


www.regina-rosas-amat.blogspot.com


Η νέα δίκη δεν έχει οριστεί ακόμη, μα κάποιος δικηγόρος που μού βρήκε η Μιναλού, με πληροφόρησε πως η δικάσιμος θα οριστεί εντός ολίγων ημερών. Οπότε δεν έχω να ανησυχώ ή να σκέπτομαι. Ναι, λες και ανησυχούσα ή το σκεπτόμουν. Είχα μάλλον ξεχάσει πως θα γίνει και νέα δίκη. Είχα κάνει έφεση στην πρώτη απόφαση, μα αυτό ήταν πριν συνηθίσω να ζω εδώ μέσα. Μου αρέσει εδώ. Απομόνωση, σκέψεις, διάβασμα, γράψιμο. Και τόσο υλικό προς παρατήρηση... Αν ήξερα πως η ιδιοσυγκρασία μου θα ταίριαζε τόσο πολύ σε έναν τέτοιο χώρο, ίσως είχα φροντίσει να κάνω νωρίτερα το φόνο. Ανοησίες λέω φυσικά... Αν και εκείνη έφταιγε για όλα. Θα έπρεπε η ίδια να είχε αυτοκτονήσει πριν με κάνει να την σκοτώσω. Αναρωτιέμαι και σκέφτομαι μερικές φορές αν η αυτοκτονία της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μα αμέσως χαμογελώ στη σκέψη αυτή. Δεν ήταν καθόλου τέτοιος άνθρωπος. Της αυτοκτονίας εννοώ.

Οι άνθρωποι που αυτοκτονούν ή τουλάχιστον έχουν στο μυαλό τους την αυτοκτονία, ακόμη και ως πιθανό τραβηγμένο σενάριο πάνω στη χείριστη απελπισία, είναι διαφορετικοί, έχω την πεποίθηση πως ξεχωρίζουν από όλους τους άλλους ανθρώπους, σα να φέρουν στο προσωπό τους τη σφραγίδα του φορτίου τους αυτού. Συχνά βέβαια η εντονότερη απελπισία, εκείνο το απαίσιο συναίσθημα που είναι σα να πνίγει το λαιμό, σαν να κάθεται βαρύ πάνω στο στήθος, πατώντας κάθε προσπάθεια για ελαφριά ανάσα, συχνά λοιπόν αυτού του είδους η απελπισία, γεννιέται από τα πιο ηλίθια και ασήμαντα πράγματα. Για αυτό και είναι και τόσο δυνατή. Γιατί η ηλιθιότητα είναι φυσικά ισχυρότερη από την εξυπνάδα ή έστω από τη σιωπή και ψάχνει πάντα τρόπους για να εκφραστεί όσο πιο φωναχτά γίνεται. Θα πηδούσα άραγε ποτέ από μια γέφυρα; Θα έπεφτα πάνω στις ράγες του τρένου, τη στιγμή που ακούγεται να πλησιάζει; Θα μπορούσα να περάσω τη θηλιά από το λαιμό μου, τραβώντας τη, μέχρι τα κοκκαλά μου να σπάσουν; Ή να πνιγώ; Νομίζω πως δεν μπορούσα ποτέ να κάνω κάτι από αυτά. Παρολαυτά στη σκέψη τους, ένα κρυφό σύγκρυο ταράζει τους ώμους μου και νοιώθω κάτι περίεργο να φτερουγίζει μέσα μου. Μια φευγαλέα ηδονή στην προοπτική του θανάτου που θα είχα διαλέξει εγώ. Και η ίδια η εικόνα του θανάτου να κυλάει μέσα μου αρπαζοντάς με σαν φρενιασμένο νερό. Ένας μικρός σπασμός, σα γουργούρισμα απόλαυσης γαργαλάει το στέρνο μου.

Τι έλεγα; Α, ναι. Για την πρώην γυναίκα μου που δε θα αυτοκτονούσε ποτέ. Το έβλεπες στα μάτια της. Το κρύο βλέμμα της, η γκρίζα ματιά της, κάρφωνε ευθεία, χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς καμία συμπόνια, τα πρόσωπα των γύρω της. "Τι είδους γυναίκα είσαι εσύ" την είχα ρωτήσει κάποτε "που κοιτάς όλον τον κόσμο σαν να είναι αόρατος για σένα; " Μα αυτές οι ερωτήσεις μου δεν την τάραζαν. Απαθής με κοίταζε, και απαντούσε κάθε φορά κάτι εντελώς παρανοΐκό, όπως: " Δεν θα ’πρεπε; " ή " Ίσως και εσύ να έπρεπε να το εφαρμόσεις αυτό. Έτσι και αλλιώς κάποτε θα καταλάβεις πως όλοι είναι αόρατοι και έτσι οφείλουν να είναι. " "Οφείλουν"... Μα τι διάολο;

Την ενδιέφερε μόνο ο εαυτός της, η οικογενειά της. Δεν υπήρχε τίποτα πέρα από αυτά. Ένας μικρόκοσμος θα μπορούσα εύκολα να πω για να ονομάσω αυτή τη μανία της. Μια γυναίκα βυθισμένη στον μικροκοσμό της. Αλλά τι θα γινόταν αν αυτός ο μικρόκοσμος ήταν ο πραγματικός κόσμος;

Ήταν πολύ καλή στο να μου προκαλεί αμφιβολίες σχετικά με αυτό. Χτυπούσε με τα λόγια της κάποια σημεία μου πολύ ευαίσθητα κανοντάς με να αναρωτιέμαι σιωπηλα – για αυτό και βασανιστικά-, μήπως ο τρόπος θεασής της, σχετικά με την πραγματικότητα γύρω μας, σχετικά με το σπίτι μας, με τα παιδιά μας, με την οικογενειά μας, ήταν σωστός. Είχα και εγώ μέσα μου κατάλοιπα παρόμοιων αντιλήψεων φαίνεται, μα τα είχα σπρώξει κάτω από το χαλάκι, να μη διακρίνονται. Κατάλοιπα από τη δική μου οικογένεια. Τέτοια κάνουν οι οικογένειες. Συνεχίζουν πάντα το ψέμα. Φροντίζουν για τη διαιώνιση της μεγάλης υποκρισίας. Πως μόνο μέσα από την οικογένεια ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος. Μόνο έτσι εγώ για παράδειγμα θα γινόμουν άνθρωπος. Αυτό φυσικά σημαίνει πως μόνο έτσι θα έβρισκα τους στόχους μου και θα ανακάλυπτα την πραγματική μου ταυτότητα. "Αλλιώς τι θα είσαι", επέμενε ο πατέρας μου, με το σιγοντάρισμα της μητέρας μου από δίπλα. "Ένα χαμένο σώμα, μάλιστα μικρέ, ένα χαμένο σώμα"... "Θέε μου" σκεπτόμουν, "το χαμένο σώμα είναι κάτι το ποιητικό, κάτι το διαφορετικό από όλα τα σώματα" –δε βρίσκετε πως πραγματικά έχει κάτι το ποιητικό μέσα του; - "και όμως στα χείλη αυτού του ανθρώπου ακούγεται τόσο αισχρό, τόσο άσχημο, που πραγματικά ναι, αυτό θέλω να γίνω ένα χαμένο σώμα. " Η εφηβική μου τάση για αντίρρηση τότε, έφτανε στα ύψη, μετά από παρόμοιους διαλόγους. Βέβαια η αντίρρηση συνεχίστηκε και όταν μεγάλωσα λίγο και ακόμη πιο πολύ και ακόμη περισσότερο κάθε χρόνο που περνούσε. Όσο μεγάλωνα τόσο μου φαινόταν πως δεν θα επιθυμούσα ποτέ να κάνω οικογένεια. Μα τελικά την έκανα και νωρίς μάλιστα. Είχα μεγάλα κέφια να κοροϊδέψω τον εαυτό μου. Και η πρώην γυναίκα μου φρόντισε να φανεί αντάξια του κεφιού μου αυτού, ενισχύοντας στο έπακρο τη βιασύνη μου να δοκιμάσω να γελοιοποιήσω τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου απόψεις περί ζωής, περί ανθρώπων και τα λοιπά και τα λοιπά. Γιατί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αυτή ήταν και η μεγαλύτερη, η βαθύτερη, η πιο εσώτερη ανάγκη μου. Να αυτογελοιοποιούμαι.

Και βρήκα τον κατάλληλο άνθρωπο για να καταφέρω να το κάνω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ καμία σύγκρουση μεταξύ μας. Και εγώ και εκείνη δεν αντέχαμε τις φωνές, τις σκηνές, τις έντονες συζητήσεις –πράγματα τα οποία είχα σε αφθονία με τη Μιναλού. Κάθε διαφορά φροντίζαμε να τη λύνουμε αδιάφορα, με επιφανειακή ευγένεια, με τρόπους, προσέχοντας να μην ταράξουμε την κρυστάλλινη ησυχία μας. Η παραμικρή ρωγμή δεν έπρεπε να φανεί, όχι για κανέναν λόγο μα γιατί θα έπρεπε να ασχοληθούμε με το να τη σκεπάσουμε ή να την συγκολλήσουμε. Και μόνο η σκέψη πως η καθημερινότητά μας θα έπρεπε να διαταραχθεί, έστω και στο παραμικρό, ήταν απεχθής. Μόνο στο κρεβάτι γινόμουν πιο εκδηλωτικός. Εκεί δεν μπορούσα να κρατήσω κανένα πρόσχημα, εκεί δεν είχαν θέση οι γνωστές τακτικές μας. Τη δυσαρεστούσε όμως αυτό. Δεν έλεγε ποτέ τίποτα μα αν είναι δυνατον, δεν είναι δύσκολο για έναν άντρα να καταλάβει πότε η γυναίκα που έχει στο πλάι του ανταποκρίνεται με θέρμη στα αγγιγματά του ή αν είναι απόμακρη ως και ψυχρή. Στα αλήθεια όμως δεν ξέρω αν θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω με τόσο ευκολία ψυχρή. Θα ήταν άδικο για εκείνη. Είχε κάποιον ενθουσιασμό μέσα της, μια παρορμητικότητα μέσα στο σκοτάδι την ώρα που τα γυμνά σώματα έρχονται σε επαφή μα με τον καιρό ήταν εύκολο να συνειδητοποίησω πως την τρόμαζα. Μάλιστα, την τρόμαζα.

Χριστέ μου... Αυτή η έξαψη του έρωτα... Το δέρμα που γλυστράει... Οι ανάσες μέσα στο αυτί, τα κρυφά δαγκώματα, οι στεναγμοί, η ώρα των τελευταίων σπασμών, τα υγρά, οι φωνές του ερεθισμού... Και μόνο που τα σκέπτομαι νοιώθω να διεγείρομαι... Οχι, δεν μπορούσα με τίποτα να κρατηθώ. Όσο συγκρατημένος ήμουν και έδειχνα, τόσο γινόμουν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος την ώρα που η πόρτα της κρεββατοκάμαρας κλείδωνε. Τι έφταιγε όμως και εκείνη αν εγώ ήμουν περίεργος; Αν γινόμουν βίαιος, παράξενος, απαιτητικός με απαιτήσεις που ξέφευγαν από τα δικά της όρια; Με παρακαλούσε να σταματήσω, με ικέτευε μερικές φορές να σταματήσω να της μιλάω τόσο διαφορετικά. Εκνευριζόμουν από αυτές τις γελοίες ευαισθησίες της. Λες και το κρεββάτι είναι χώρος όπου χωράνε οι ευαισθησίες. Σιγά σιγά δεν επιθυμούσα καμία ερωτική συνεύρεση μαζί της. Ειδικά από τότε που μπήκε η Μιναλού στη ζωή μου... Αυτή ήταν σαν και εμένα. Το ίδιο σκοτεινή, το ίδιο περίεργη στην ερωτική της έκφραση. Όταν πρωταντίκρυσα τα μάτια της την φορά εκείνη του πρώτου βιαστικού σμιξίματος, ήταν η σειρά μου να νοιώσω το πετάρισμα του φόβου μέσα μου. Μπαίνοντας μέσα της, και όπως έγειρε πίσω στο γραφείο, με κοίταξε φευγαλέα... Τα σκούρο βλέμμα είχε διασταλλεί ολόκληρο και έκαιγε σαν μαύρος ήλιος. Ακόμη και τώρα τινάζομαι, σαν το συλλόγιζομαι. Ήταν η στιγμή που άρχισε να δένει το σχοινί της γύρω μου, πιο σκληρά, τραβώντας με πιο έντονα. Μέχρι τότε το δεσιμό της είχε υπάρξει αργό και αριστοτεχνικό, δεν είχα καταλάβει σχεδόν τίποτα. Μα με αυτά τα παθιασμένα μάτια που ήταν σαν καθρέφτες του δικού μου πάθους αισθάνθηκα την τριχιά να σκληραίνει πάνω στο δέρμα μου, να τεντώνεται για τα καλά πια.

Αλλά πάλι σε αυτήν ξαναγυρίζω. Και έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να πάψω να σκέπτομαι ό, τι έχει σχέση μαζί της. Έτσι πρέπει, είμαι υποχρεωμένος να το κάνω, μα τώρα θα ήθελα μόνο να καπνίσω για λιγάκι. Το σώμα μου είναι σε υπερένταση, ίσως εκραγώ από λεπτό σε λεπτό. Λέω υποχρεωμένος γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Η αλήθεια ενός απατημένου ανθρώπου που βέβαια ο ίδιος είχε απατήσει κάποιον άλλον. Απατήσει... Τέλος πάντων. Χωράει πολύ συζήτηση αυτή η "λέξη".

Ψάχνω μέσα στο κουτί μου για τσιγάρα, μα φαίνεται πως έχουν τελειώσει πάλι. Εκνευρισμένος πετάω μια βρισιά και στρέφομαι προς τον τοίχο. Συνθηματικά χτυπάω τη μεσοτοιχία με το διπλανό κελί. Καμία απάντηση. Ξαναχτυπάω λίγο πιο δυνατά. Μια δυο φορές ρυθμικά, όπως έχουμε συννενοηθεί χωρίς λόγια. Ακούω κάποιον να πλησιάζει σέρνοντας τα πόδια του, στην πόρτα του διπλανού κελιού. Σφυρίζει ελαφρά. Είναι ένας από τους διδύμους. Πλησιάζω στη δική μου πόρτα και βγάζοντας το χέρι μου έξω καταφέρνω εύκολα και πιάνω ένα τσιγάρο που έχει πετάξει κάτω. Αν και δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να δω το προσωπό του, αναγνωρίζω το χέρι του. Και οι δύο τους έχουν τρομακτικά χέρια. Σκληρά τετραγωνισμένα με χίλιους κόμπους γύρω από τα δάχτυλα. Μοιάζουν εντελώς παραμορφωμένα από μια σκληρή προχωρημένη αρθρίτιδα μα δεν πρόκειται για τίποτα τέτοιο. Το δέρμα τους είναι τόσο τραχύ και τόσο σκασμένο κατά τόπους που πάλι μπορεί κάποιος να υποθέσει πως υποφέρουν και από κάποια βαριά δερματοπάθεια. Άρρωστα χέρια, όπως άρρωστο ήταν και το μυαλό τους. Ασυναίσθητα κοιτώ τα δικά μου χέρια καθώς κρατώ λίγο νευρικά το τσιγάρο.

Συνηθισμένα αντρικά χέρια, με λίγο παραπάνω υπερυψωμένα τα όρη στις εσωτερικές παλάμες. "Είσαι άνθρωπος με πάθη, κρυφά πάθη"... Ναι, έτσι ψιθύριζε σαν γάτα που ήθελε να τριφτεί επάνω μου και έσκυβε μετά να χώσει το προσωπό της μέσα σε κάθε παλάμη γλύφοντας κάθε μου γραμμή με την άκρη της γλώσσας. "Μα είμαι και εγώ ίδια με σένα... κοίτα". Σαν παιδί που μιλούσε με ένα άλλο παιδί τέντωνε μπροστά μου τις παλάμες της γυρνώντας τις από την ανάποδη για να μπορέσω να δω πως τα όρη της φούσκωναν ακριβώς εκεί που φούσκωναν και τα δικά μου. Σαν τρελλός της είχα κάνει κάποτε μια πολύ βαθιά δαγκωνιά μέσα στην παλάμη της κανοντάς την να ματώσει, κοβοντάς της λίγο το δέρμα. Γέλαγε. Ακόμη και ο πόνος που της προκαλούσα την έκανε να γελάει από λαγνεία. Ευχαριστιόταν.

"Ψιτ" φωνάζω στον δίδυμο που μού πέταξε το τσιγάρο. Τον ξανακούω να πλησιάσει προς την πόρτα του. "Πλησίασε προς τα δεξιά, θέλω να σου πω" του λέω λίγο επιτακτικά.


Συνέχεια από το "Πλανεύω με απόλαυση"

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη