Ένα γράμμα που έγραψα, αλλά δεν έστειλα... (giteana)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Μαμά, καλησπέρα...

Θα ήθελα να είμαι επάνω για τα γενέθλιά μου, αλλά ξέρεις τώρα... ο φόρτος της δουλειάς... Τέλος πάντων, είπα να σου γράψω ένα γράμμα. Το τηλέφωνο ποτέ δεν είναι αρκετό.

Είναι αργά, περασμένα μεσάνυχτα, άλλη μια μέρα κύλησε, το ράδιο ανοιχτό, η τηλεόραση παίζει με τον ήχο σβηστό. Εικόνες γνωστές, κάθε βράδυ τα ίδια. Συνήθισα τη μοναξιά μου, δε θέλω να βγαίνω συχνά έξω, δε μ' αρέσει πια ο πολύς κόσμος και η φασαρία... Έχω γίνει μοναχική, ή μήπως πάντα ήμουν έτσι;

Στα είκοσί μου νόμιζα οτι κρατάω τον κόσμο ολόκληρο στην παλάμη του χεριού μου, πως έφτανε να θελήσω να κάνω κάτι και θα το έκανα. Κάπου πιστεύω ακόμη σ' αυτή την ελευθερία του ατόμου, πως υπάρχουν απεριόριστα μονοπάτια να επιλέξει κανείς, πως δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί κάποιος να κάνει αν το θελήσει.

Το παρόν όμως, μου δείχνει οτι τα όρια είναι στενά και πως τίποτε δεν είναι τόσο απλό όσο έμοιαζε δέκα χρόνια πριν.

Ώρες-ώρες νιώθω πως η ζωή μας έχει κάπου ξεγελάσει, όμως δε νιώθω αγωνία. Όχι πως δεν έχω ώρες αγωνίας, απελπισίας, όμως όταν αυτό το συναίσθημα κάνει στην πάντα, μένει κάτι σαν παραδοχή. Παραδοχή σε τι άραγε; Ίσως στην αλήθεια της μοναξιάς.

Κάποια στιγμή άρχισα να νιώθω πως δεν θα τραβούσα "φυσιολογικά" μονοπάτια στη ζωή μου. Ποιος όμως τελικά ορίζει το "φυσιολογικό", ποιος μας το υποβάλλει, ποιος μας το φυτεύει στο μυαλό μας;

Τα πιο εύκολα κι αυτονόητα ίσως για τους πολλούς πράγματα, φαίνονται τελικά δύσκολα και περίπλοκα για μένα: Η εικόνα του να βρίσκεις μια δουλειά που σε ικανοποιεί σαν άνθρωπο, η εικόνα μερικών παλιών, καλών φίλων που έχετε περάσει παρόμοιες πορείες, που έχετε τις ίδιες αγωνίες, που γελάτε μαζί, που μαζεύεστε για έναν καφέ, η εικόνα ενός σπιτιού που αγαπάς τις γωνιές του και θέλεις να γυρνάς εκεί στο τέλος της μέρας... Η εικόνα του να ερωτεύεσαι έναν άνθρωπο, να ζεις μια σχέση κανονική, μια σχέση χωρίς δράματα, χωρίς κρυμμένα τραύματα, χωρίς απώλειες που σου χαρακώνουν την ψυχή, μια σχέση ανθρώπινη, με τις καλές και τις κακές της μέρες...

Ή ακόμα η εικόνα ενός γάμου που έγινε γιατί εσύ τον θέλησες, κι όχι επειδή έτυχε, ή επειδή έπρεπε, ή παραπέρα, η εικόνα ενός μωρού που το θες γιατί είναι δικό σου, που το βλέπεις να μεγαλώνει και τις νύχτες αφουγκράζεσαι την ανάσα του, που χαίρεσαι γιατί νιώθεις να συνεχίζει μέσα απ' αυτό κάτι από την αιωνιότητα, την αθανασία, κάτι από τους γονείς σου, κάτι από σένα...

Η εικόνα του να κοιτάζεις μια ρυτίδα σου και μια άσπρη τρίχα στον καθρέφτη και να μην ανησυχείς και τόσο, να κοιτάζεις το πρόσωπό σου και να μην τρομάζεις, να μη σου φαίνονται ξένα τα μάτια σου, η εικόνα της μοναξιάς που είναι όμορφη, όπως την ένιωθα παλιά, που δε σου φέρνει πανικό, που δε σε χαστουκίζει η σιωπή μέσα σ' ένα άδειο δωμάτιο.

Τι είναι όλες αυτές οι εικόνες άραγε; Οι ονειροφαντασίες μιας ρομαντικής Δάφνης από όταν ήταν ακόμη πολύ μικρή;

Μήπως είναι προσεκτικά κατασκευασμένες εικόνες του μάρκετινγκ του Χόλυγουντ, μέσα από δεκάδες ταινίες που μας τις σέρβιραν με τόση μαεστρία, ώστε τις θεωρήσαμε στο τέλος δεδομένες, εφικτές και πραγματικές;

Μήπως είναι το παραμύθι με το οποίο όλοι παραμυθιαζόμαστε, η καραμέλα που πιπιλάμε για να τη βγάζουμε καθαρή στην πορεία της ζωής μας, που ούτως ή άλλως, είναι μοναχική;

Ξέρω πως κάποτε, τα ονειρεύτηκα όλα τούτα, πως πίστεψα με βεβαιότητα πως μια μέρα θα τ' αποχτούσα. Και ξέρω επίσης, με την ίδια ακλόνητη βεβαιότητα, πως πια δεν τα ονειρεύομαι, δεν τα πιστεύω, δεν τα περιμένω.

Δε βλέπω πια καμιά από αυτές τις εικόνες, όχι μόνο στο νου μου, αλλά και ούτε στη ζωή κανενός γύρω μου.

Άσε που, δεν ξέρω κι εγώ καν αν θέλω πια κάποια απ' αυτές τις εικόνες στη ζωή μου.

Δεν ξέρω αν θα ήμουν ποτέ ικανοποιημένη, ή αν πάντα θα ένιωθα μέσα μου ένα κενό, κάτι ανικανοποίητο, πως πάντα θα υπάρχει κάτω απο την επιφάνεια κάτι που μου ξεφεύγει, κάτι που μου ξεγλιστράει, κάτι που δε ζω, κάτι που ήθελα να κάνω, που ήταν σημαντικό, αλλά ξέχασα τι.

Άλλες φορές νιώθω πως έχω ζήσει τόσα που κουράστηκα, κι άλλες πως δεν έχω ζήσει τίποτε, πως θέλω άλλα τόσα, κι άλλα τόσα ακόμα, πως δε χόρτασα τίποτα, πως δε χάρηκα όσο ήθελα.

Θυμάμαι χρόνια μέσα στη δουλειά, την αγωνία, θυμάμαι παλιά βάσανα και προβλήματα, και δάκρυα και άγχη, και λέω, τι χαζή που ήσουν Δάφνη, δεν έπρεπε να τα παίρνεις όλα τόσο τοις μετρητοίς...

Έπρεπε να ζω πιο πολύ τη ζωή μου, να ταξιδεύω κι άλλο ακόμα, να γνωρίζω, να γεύομαι, να ερωτεύομαι, να δίνω, να παίρνω, να κλαίω, να γελάω, να πονάω, να πληγώνω, να πληγώνομαι, να ξεχνάω, να μη σταματάω, να τα έκανα όλα κι άλλο, πιο πολύ.

Ίσως δέκα χρόνια μετά να λέω το ίδιο και για τώρα, γι απόψε, ίσως να λέω πάλι, τι χαζή που ήσουν Δάφνη, γιατί τα έβλεπες όλα έτσι, γιατί δε ζούσες τη ζωή σου, γιατί δεν έβγαινες, γιατί δε διασκέδαζες, γιατί κλεινόσουν μέσα... Ίσως να ναι έτσι, δε ξέρω...

Ξέρω μόνο πως τώρα δεν έχω τη διάθεση, το κουράγιο, την όρεξη.

Ξέρω πως η ζωή είναι εκεί έξω και κυλάει, αλλά δε θέλω να βγω να την ψάξω.

Τη βάζω λοιπόν σ' ένα κουτάκι, μαζί με κάτι σκουλαρίκια που αγόρασα και που όλο λεω να τα φορέσω κι όλο τα ξεχνάω.

Αυτός ο χειμώνας φέτος τράβηξε μακριά.

Περιμένω να έρθει ξανά το καλοκαίρι, γιατί που θα πάει, θα έρθει, έτσι πρέπει να γίνει, και τότε, θα τα θυμηθώ τα σκουλαρίκια, θα τα φορέσω, και θα βγω μια βόλτα στο Μοναστηράκι, όταν θα έχει ήλιο, γιατί καμιά φορά, μαμά, η Αθήνα δεν είναι μόνο άσχημη, και γκρίζα και ξένη, καμιά φορά έχει ήλιο, και τότε η Ακρόπολη κι η Αρχαία Αγορά δείχνει όμορφη, και ζωντανή, και αιώνια, και τότε δείχνει κι η Αθήνα ζεστή κι ωραία, και τότε, θα βγω μια βόλτα στους δρόμους ξανά, μια βόλτα στη ζωή...

Μια χάρη μονάχα θα σου ζητήσω...

Εσύ να με φωνάζεις πάντα Δαφνούλα, γιατί έτσι, θα μπορώ πάντα να έρχομαι στο σπίτι και να είμαι ξανά δεκαπέντε χρόνων, κι εσύ πενήντα, και θα μπορώ να γκρινιάζω, και να μη στρώνω το κρεβάτι μου, και να μη μαγειρεύω για να τρώγω μόνη, και θα μου φτιάχνεις εσύ καφέ τ' απογεύματα, και θα μου λες πάντα, αχ, να δούμε πότε θα βάλεις μυαλό...

Καληνύχτα μαμά...

Θα προσέχω.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη