Πλανεύω με απόλαυση - 7η συνέχεια (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Έκδοση στις 18:38, 28 Μαΐου 2006 υπό τον/την (Συζήτηση)

('διαφορά') ←Παλιότερη αναθεώρηση | εμφάνιση της τρέχουσας αναθεώρησης ('διαφορά') | Νεώτερη αναθεώρηση→ ('διαφορά')
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


... Το τηλεφώνημα με έβγαλε απότομα από τις σκέψεις μου, ο ήχος αντήχησε δυνατός σαν μικρό καμπανάκι μέσα στο κεφάλι μου. Πάτησα το διακόπτη, ένα έντονο φως ξεχύθηκε απότομα στο δωμάτιο, κάνοντας με να μισοκλείσω σαν ζαλισμένο ζώο τα μάτια μου. Ήταν ο μεγάλος γιος μου, μού έλεγε για κάποια χρήματα που χρειαζόταν. Συμφώνησα να του δώσω το ποσό που ήθελε, αυτό το παιδί νομίζω με σκέπτεται μόνο όταν χρειάζεται λεφτά για να κάνει μια αγορά ή για κάποιο ταξίδι.

Είναι το μόνο από τα τρία παιδιά μου που βλέπω τόσο λίγο. Το γεγονός ότι είναι και ο μόνος που είναι αντίθετος στη σχέση μου με τη Μιναλού με κάνει να είμαι και πιο ανεκτικός στις ιδιοτροπίες του, σαν να προσπαθώ να εξαγοράσω τη συγκατάθεσή του κατά κάποιο τρόπο. Αν και δεν μπορώ εύκολα να δέχομαι τις κρίσεις των άλλων, ακόμα και αν αυτοί οι άλλοι είναι τα παιδιά μου και διώχνω μετά ιδιαίτερης αποστροφής τη σκέψη πως μπορώ να αφήσω τον εαυτό μου να επηρεαστεί, εντούτοις λειτουργώ απέναντι στο γιό μου σαν υποτελής που μετανοιωμένος για κάτι κακό προσπαθεί να πάρει την εύνοια του ανώτερου. Όλο αυτό γίνεται ασυναίσθητα χωρίς να μπορώ να συνειδητοποιήσω γιατί αυτή η παρόρμηση ενοχής με καταλαμβάνει απέναντι του. Παρατηρώ τον εαυτό μου να υποχωρεί πιο εύκολα στις απαιτήσεις του, κάποιες φορές με πιάνω να τον κοιτάζω λίγο ερευνητικά και απόμακρα σαν να μην είναι δικό μου παιδί ή ακόμα χειρότερα σαν να μην ήθελα να είναι. Ψηλός με έντονα χαρακτηριστικά, τετράγωνους ώμους και πυκνά μαλλιά μοιάζει ώρες-ώρες με έναν άγνωστο, με ένα παιδί που μεγάλωσε ξαφνικά και έχει γίνει ένας άντρας που με κοιτάζει επιθετικά και έτοιμος να κάνει κριτική απέναντι σε οποιαδήποτε κίνησή μου. Σίγουρα μοιάζει με τη μητέρα του σε πολλά πράγματα και κυρίως στην τάση να εκφέρει άποψη για τις πράξεις των άλλων λέγοντας συνεχώς τι θα έκανε ο ίδιος σε μια τέτοια περίπτωση.

Είχε έρθει ελάχιστα στο καινούριο μου σπίτι, όταν πρωτοήρθε μπήκε με τα χέρια μέσα στις τσέπες και βουβός στάθηκε στη μέση του σαλονιού. Ξερόβηξε, ήταν το ίδιο αμήχανος όπως εγώ, τον καθησύχασα λέγοντάς του πως η Μιναλού εκείνη τη στιγμή ήταν στο δικό της σπίτι και να μην ανησυχεί, δεν υπήρχε περίπτωση να τη συναντήσει. Γνώριζα καλά πόσο απευχόταν κάτι τέτοιο, είχε διαλέξει να μην έχει πολλά-πολλά μαζί της, στην ουσία να μην έχει τίποτα μαζί της. Η παρουσία του στον ίδιο χώρο με αυτήν τον έκανε ιδιαίτερα νευρικό, έδειχνε ξεκάθαρα πως ήθελε από κάπου να φύγει, με έπιανε ταραχή στη σκέψη πως αν εκνευρίζοταν αρκετά ήταν ικανός να ανοίξει την πόρτα και να αποχωρήσει χωρίς καν να χαιρετίσει, χωρίς να πει μία κουβέντα, δεν τον ένοιαζε καθόλου αν θα έδειχνε αγενής ή κακότροπος. Το πρόσωπο του έδειχνε σαν καθρέφτης όλη του την ταραχή. Τα βαθιά του μάτια σαν να έμπαιναν ακόμη περισσότερο σκοτεινιασμένα και μαυρισμένα μέσα στις κόχες τους και τα μαγουλά του σφίγγονταν προς τα μέσα, κάνοντας τα χείλη του να μαζεύονται σαν σάρκινη μπάλα. Είχε σταθεί για λίγο κοιτώντας τις ανοιχτόχρωμες κουρτίνες, μετά το βλέμμα του έπεσε στην μεγάλη ριγωτή πολυθρόνα μου, με την ελαφρώς επικλινή ράχη που είχα μεταφέρει από το προηγούμενο σπίτι σαν το αγαπημένο μου έπιπλο και έπειτα στο μικρό στερεοφωνικό συγκρότημα πάνω σε ένα παλιό σεκρετέρ δίπλα από το παράθυρο. Γονάτισε μπροστά από το σεκρετέρ σκύβοντας προς το χαμηλό του ράφι εκεί που βρισκόταν το στερεοφωνικό, η καρδιά μου αναστατώθηκε στιγμιαία, το αγόρι μου που γονάτιζε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο μαζεύοντας προς τα μέσα τις φτέρνες του και εξακολουθούσε να το κάνει σαν να ήταν το αγοράκι των εννιά χρόνων. Ξαφνικά για δευτερόλεπτα το σαλόνι γέμισε με μια ακαθόριστη γλυκύτητα ήσυχου κυριακάτικου πρωινού στο κρεβάτι και το σύρσιμο από παιδικά γόνατα που λιώνουν με αυτόν τον τρόπο τα παντελόνια τους. Συγκράτησα με μεγάλο κόπο το χέρι μου που ήθελε να χωθεί μες στα μαλλιά του γιού μου και να του τα ανακατέψει όπως όταν ήταν μικρούλης. Έψαχνε τα δισκάκια, γύρισε και με επέπληξε με ειρωνικό βλέμμα για κάτι που όπως αποδείχτηκε δεν είχα κάνει αλλά ακόμη και αυτό σήκωνε κατά τη γνώμη του επίπληξη. “Πάλι καλά... Τουλάχιστον δεν σου άλλαξε τα μουσικά γούστα, βλέπω συνεχίζεις και ακούς ό, τι άκουγες. “

Η συζήτηση όση ώρα έκατσε εκεί συνεχίστηκε στον ίδιο τόνο, ανάμεσα σε σαρκασμούς και αποδοκιμαστικές παρατηρήσεις μέχρι και για την ριγωτή πολυθρόνα που είχα μεταφέρει από το ένα σπίτι στο άλλο. Ως και αυτό τον ενόχλησε. Όλο αυτό το ξαφνικό κύμα στοργής που με είχε κατακλύσει πριν λίγο, υποχώρησε το ίδιο απότομα. Τον κοιτούσα πια με έναν εκνευρισμό που έβραζε αυξανόμενος μέσα μου. Έδεσα τις παλάμες μου μεταξύ τους σε μια προσπάθεια να εκτονώσω την οργή μου στο δυνατό σφίξιμό τους, σφίξιμο που μόνο εγώ μπορούσα να νοιώσω, χωρίς να το παρατηρήσει ο γιος μου ο οποίος συνέχισε πια με το να μου διηγείται διάφορα περιστατικά που κατά τη γνώμη του έδειχναν πόσο υπέφερε η μητέρα του από αυτήν την προδοσία, έλεγε την λέξη προδοσία με βδελυγμία, μην μπορώντας να κρύψει τον μορφασμό της αηδίας του. Η μητέρα είναι μόνη της τώρα, δεν ξέρω αν ποτέ θα μπορέσει να το ξεπεράσει, είναι δυνατή γυναίκα πάντως, δεν έχω ακούσει παράπονο από το στόμα της και άλλα τέτοια που με έκαναν να τον κοιτάζω ελαφρώς μπερδεμένος, απογοητευμένος και θυμωμένος. Μα τι να απαντούσα τώρα σε αυτά; Συνωμοτούσε άραγε με τη μητέρα του από πριν για να μου παρουσιάσει με το σωστό δραματικό ύφος, αυτό που δεν είναι ούτε υπερβολικά έντονο, θα καταντούσε αηδία τότε, ούτε πολύ ελαφρύ, ώστε να πιάσω ακριβώς το εύρος της δραματικότητας, ή τα έβγαζε από το μυαλό του;

Με ξάφνιαζε πολύ με αυτή τη συμπεριφορά, δεν χωρούσε το μυαλό μου πως ήταν τόσο διαφορετικός από τα άλλα δύο του αδέλφια. Συνήθιζε να φοράει ριχτά τζιν πουκάμισα, ανασήκωνε τα μανίκια, είχε τζιν σε όλες τις αποχρώσεις που μπορεί να βγει ένα τζιν και καθώς στητός έβαζε τα χέρια μέσα στις τσέπες του παντελονιού, το ριχτό πουκάμισο ανασηκώνονταν πάνω από τις τσέπες σαν παιδική φουφούλα. Όταν ήταν στην εφηβεία μάλωνα μαζί του για τα πολύ φαρδιά ρούχα που φορούσε, κάνοντας όλο του το κορμί να κρύβεται ή να δείχνει μονιμα σκυμμένο σαν ένα βάρος να στεκόταν στην πλάτη του, ένα βάρος που δεν ήταν ορατό από τους υπόλοιπους. Και τώρα θεόρατος πάλι μέσα στο φαρδύ του πουκάμισο μου έκανε κήρυγμα με έμμεσο τρόπο. Πλαγίως. Και πεισμωνε ακόμα περισσότερο από το γεγονός πως απλώς κουνούσα το κεφάλι μου σε όσα μου έλεγε, βγάζοντας σε άτακτες στιγμές μουρμουριστούς ήχους που περισσότερο έμοιαζαν με χαμηλά μουγκανίσματα παρά σαν ο, οτιδήποτε άλλο. Μμμμ... μμμ... ναι... μμμμμ... απλώς βαριόμουν να του εξηγώ και να του εξηγώ, -αλήθεια τι να του εξηγήσω, πως ο έρωτας περνάει και μπορεί να έρθει ένας άλλος δυνατότερος; - και δεν είχα καμία διάθεση να απολογηθώ για τίποτα. Είχα συζητήσει και με τους τρεις τους το θέμα όχι μόνο μια φορά. Αλλά φεύγοντας από το σπίτι μου, έκανε εκείνη τη βιαστική κίνηση, ήταν αδέξιος σαν εμένα τέτοιες στιγμές, έπεσε λίγο άγαρμπα επάνω μου και χτύπησε βιαστικά την πλάτη μου σαν σύντομο αποχαιρετισμό, κάτι σαν “θα τα πούμε την άλλη φορά”. Μία σύντομη αγκαλιά που με έκανε να χαμογελάω με συγκατάβαση σε αυτήν την αύρα συναισθηματικής αμηχανίας που εξέπεμπε, δίνοντας μου αθελά του ένα σήμα πως ό, τι μου είπε προηγουμένως ακυρώνονταν μέσα από αυτό το άτσαλο αγκάλιασμα των δευτερολεπτων και το ελαφρύ βηχαλάκι που το συνόδευε.

---

Υπάρχουν κάποιες στιγμές που αδυνατώ να συγκεντρωθώ, αδυνατώ να μπορέσω να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου, κλείνω τα μάτια και αφήνομαι να με παρασύρουν μνήμες ξεκομμένες και άσχετες μεταξύ τους, αναπολήσεις που γεννιούνται από την επιθυμία να γυρίσω σε ευχάριστες σκηνές του παρελθόντος, σκέψεις σημερινές για την τωρινή καθημερινότητά μου, ανασκοπήσεις της συμπεριφοράς των άλλων και μια έντονη προσπάθεια να αναλύσω λόγια και κινήσεις τους που έχω προηγουμένως παρατηρήσει.

“Ξέρω πως τώρα με παρατηρείς, με εκνευρίζει αυτό”, μου έλεγε η γυναίκα μου την ώρα που έπιανε τα μάτια μου καρφωμένα πάνω της και ενώ φαινομενικά έκανε κάτι αδιάφορο, μπορεί να μιλούσε στο τηλέφωνο, μπορεί να ανακάτευε το φαγητό στην κουζίνα, να έριχνε μια ματιά σε ένα περιοδικό ή να μου μιλούσε για τη δουλειά του αδελφού της.

“Ναι, σε παρατηρώ “ της απαντούσα επιθετικά. Μου άρεσε να την εκνευρίζω, προσπαθούσα συνεχώς να υπάρχει μία ένταση ανάμεσά μας σαν να ήθελα να την τιμωρήσω για κάτι. Σαν να ήθελα να την τιμωρήσω για την παρουσία της δίπλα μου. Μετά το μετάνιωνα, αναρωτιόμουν γιατί έκανα κάτι τέτοιο. Εξάλλου το καλύτερα θα ήταν να φροντίζω να υπάρχει πάντα μια ήσυχη ατμόσφαιρα, να καλλιεργώ το λιγότερο ύποπτο και όχι να αναστατώνω τα πράγματα από μόνος μου.

Ένα πρωινό τη βρήκα να χορεύει μόνη της μέσα στο σαλόνι. Είχε σφίξει στην αγκαλιά της έναν τόμο εγκυκλοπαίδειας και προσποιούταν ότι είχε στα χέρια της κάποιον παρτενέρ. Προφανώς αυτό τη βοηθούσε να συγκεντρωθεί καλύτερα σε αυτό που έκανε. Είχε κλείσει τα μάτια της και σιγομουρμούριζε στον απαλό και γλυκό ρυθμό της μουσικής καθώς περιστρεφόταν. Μόλις πήρε χαμπάρι ότι την παρατηρούσα χαμογελώντας, ταράχτηκε πάρα πολύ. Δεν τη θυμάμαι να χόρευε ποτέ. Ήταν έκπληξη για μένα αυτό που έβλεπα. Γρήγορα άφησε την εγκυκλοπαίδεια στο ράφι της βιβλιοθήκης, κατακόκκινη με κοίταξε, σχεδόν θυμήθηκα πόσο χαριτωμένο ήταν το βλέμμα της όταν είχαμε πρωτογνωριστεί και έστρωσε τα μαλλιά της προς τα πίσω. “Πόση ώρα στέκεσαι εκεί; ” με ρώτησε. “Αρκετή για να δω πως χορεύεις ωραία” της απάντησα αλλά φαίνεται πως η απάντηση μου την εκνεύρισε περισσότερο. Βγήκε έξω από το δωμάτιο χωρίς να πει τίποτα άλλο. Λίγο αργότερα τη βρήκα να κάθεται μόνη της στην πίσω βεράντα του σπιτιού. Η ματιά της ήταν ανησυχητικά κολλημένη σε μια από τις γλάστρες της.

Δεν έδωσα σημασία, υπέθεσα ότι ακόμη διατηρούσε την προηγούμενη αμηχανία, τίποτα το νέο, τίποτα το ιδιαίτερο, οι στιγμές αμηχανίας της πάντα ήταν βασανιστικές για την ίδια. Ήξερα πως περίμενε να βγω έξω και να καθίσω μαζί της αν και εγώ δεν είμαι σίγουρος ότι το ήθελα. Τράβηξα όμως μια από τις καρέκλες και βολεύτηκα δίπλα της. Μπορούσα να βλέπω καθαρά το προφίλ της με την αυστηρή μύτη της να σταματά πολύ κοντά στα χείλη της. Δε μου μίλησε. Συνέχισε να κοιτά ευθεία μπροστά της. Τράβηξα την καρέκλα μου λίγο πιο κοντά της, άρχισα να φλυαρώ για ένα ανόητο περιστατικό που είχε συμβεί στο πανεπιστήμιο. Χρειάστηκε να περάσουν λίγα λεπτά μέχρι να συνειδητοποιήσω πως το βλέμμα της δεν ήταν απλώς αφηρημένο μα κολλημένο πάνω στα ανοιχτά πέταλα της διμορφίνης της. “Με προσέχεις; ” ρώτησα μηχανικά, περισσότερο για να πω κάτι παρά για να βεβαιωθώ για την προσοχή της. Το συνήθιζε να αφαιρείται ή να συλλογίζεται παλιές στιγμές χάνοντας έτσι στιγμιαία την επαφή με ό, τι διαδραματιζόταν γύρω της, ακόμη και το πιο απλό γεγονός να ήταν, ήταν ανίκανη να το επεξεργαστεί τέτοιες στιγμές. Αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικό.

Τη μέρα που την πρωτοσυνάντησα είχε από την αμηχανία της κολλήσει επίμονα το βλέμμα της στις παλάμες της. Το είχα θεωρήσει ως σημάδι γυναικείας συστολής μα δεν χρειάστηκε πολύς καιρός για να καταλάβω πως οι εκδηλώσεις αμηχανίας της γυναίκας μου κρύβανε μέσα τους μια βαθιά και πολύ καλά σκεπασμένη τάση της να αποτραβιέται από τον κόσμο, λες και ήθελε να αποκοπεί σαν ένα ξεχωριστό του κομμάτι που στέκει μονάχο του και πιο πέρα από τα υπόλοιπα κομμάτια, ίσως αιωρείται σε ένα φανταστικό κενό που το εμποδίζει να αγγίζει και να αγγίζεται. Και εκείνη τη στιγμή ήταν ένα κομμένο κομμάτι. Τα μάτια της έδειχναν πως δεν είχε καν αισθανθεί την παρουσία μου δίπλα μου, ακόμη και την ώρα που μιλούσα, ή ακόμη χειρότερα πως την είχε αισθανθεί μα την είχε ηθελημένα ξεχάσει. Μείναμε και οι δύο σιωπηλοί για αρκετή ώρα μέχρι που πρόσεξα πως το προφίλ της δάκρυζε. Έκλαιγε. Έκλαιγε σιωπηλά, βουβά σαν τα δάκρυα να θέλανε να βγούνε από το στήθος της κατευθείαν μα χάσανε το δρόμο τους μπερδεμένα από τις μέχρι τώρα συνηθισμένες τους πορείες.

“Τι συμβαίνει; Γιατί κλαις; ”

Ήμουν σαστισμένος, μα περισσότερο ένοιωθα κρυφά ενοχλημένος που έκλαιγε με αυτόν τον τρόπο μπροστά μου. Δε νομίζω πως είναι εύκολο για οποιοδήποτε άνθρωπο και ίσως ακόμη πιο πολύ για τους άντρες, να αντιμετωπίσουν σωστά το άηχο κλάμα ενός άλλου πλάσματος.

Σαν να ξύπνησε απότομα, ξεκόλλησε το βλέμμα της από το λουλούδι και γύρισε να με κοιτάξει. Το ίδιο βουβή και σιωπηλή όμως. Χωρίς δάκρυα τώρα. Αυτά είχαν σταματήσει το ίδιο απότομα όπως ξεκίνησαν. Εκνευρίστηκα άσχημα. Μου φάνηκε πως διαισθανόμουν μια μομφή για μένα σε αυτά τα δάκρυα για αυτό και είχαν εξατμιστεί τόσο γρήγορα και εύκολα.

“Θα σου φέρω κάτι να πιεις“ είπε.

Φανερά θυμωμένος σηκώθηκα απότομα από την καρέκλα μου – βλέποντας τώρα αυτές μου τις κινήσεις κατανοώ πόσο ανόητα μαρτυρούσα την ενοχή μου από μόνος μου, δεν χρειαζόμουν βοήθεια για αυτό, κακώς κι εκείνη πάσχιζε -.

“Σε ρωτάω τι συμβαίνει! Δε θέλω να πιω τίποτα. Δε ζήτησα κάτι τέτοιο. Πες μου γιατί έκλαιγες. “

Η φωνή μου απότομη την ανάγκασε να σταματήσει στο κατώφλι της πόρτας.

“Διαισθάνομαι πως κάτι άσχημο συμβαίνει. Είσαι διαφορετικός. “

Πόσο δεν άντεχα αυτά τα μισόλογα. Αυτές τις σκηνές που δεν ήταν σκηνές. Αυτό το βλέμμα της που προσπαθούσε να εκμαιεύσει κάτι από μέσα μου, να ψάξει μήπως τυχόν και δεν είχε ψάξει όλον αυτόν τον καιρό καλά και ταυτόχρονα να με αναγκάσει –ναι, να με αναγκάσει, αυτό ήταν ένα κόλπο – να νοιώσω πως αργά ή γρήγορα όλα θα αποκαλύπτονταν και πως τα είχε καταλάβει, μα όμως δίχως να είναι σίγουρη εκατό τοις εκατό, της έλειπε ένα ελάχιστο, αυτό το ελάχιστο που αν υπάρξει, τα γυρίζει όλα άνω κάτω. Γιατί έπρεπε να μπορούσα να αντέξω τέτοια αβεβαιότητα εκ μέρους της; Γιατί να πρέπει να συνεχίσω να υπομένω κι εγώ τις δικές μου αμφιβολίες; Το ξέρει; Δεν το ξέρει; Το έχει καταλάβει; Δεν το έχει καταλάβει; Με παρακολουθεί στενά μέσα από τις βουβές ματιές της; Μήπως ήταν ιδέα μου; Μήπως εγώ σκεφτόμουν έτσι επειδή διύλιζα υπερβολικά το κάθε τι, βασανιζόμενος για ο, τι κρυφά συνέβαινε; Όμως το κλάμα της εκείνο το απόγευμα έδωσε μια ώθηση σε όσα είχαν κολλήσει. Όσο και αν την καθησύχασα, όσο και να έδειξα πως δεν έδωσα περαιτέρω σημασία, η αλήθεια ήταν πως με τάραξε ιδιαίτερα και αναγνώρισα μέσα σε αυτό, την αρχή της αντίστροφης πορείας μας.

Έχω έντονη την ικανότητα της διαίσθησης, να καταλαβαίνω πράγματα πριν αυτά έρθουν, πολλές φορές πριν καν εκδηλώσουν ένα μικρό σημάδι τους, ένα ασήμαντο έστω ίχνος τους. Πολλές φορές αυτό είναι βασανιστικό, άλλες φορές είναι λυτρωτικό. Νοιώθω σαν το ζώο που οσμίζεται τον αέρα και πιάνει τη μυρωδιά του ηλιοκαμένου χορταριού μέσα σε μια σειρά από επαναλαμβανόμενα βροχερά υγρά πρωινά.

Κάποιοι άνθρωποι ισχυρίζονται πως δεν υπάρχουν σημάδια που προειδοποιούν και πως τα πάντα είναι απρόβλεπτα για τον απλούστατο λόγο ότι ο ίδιος ο άνθρωπος είναι σε γενικές γραμμές ένα απρόβλεπτο ον. Εγώ πάλι θα έλεγα πως σε γενικές γραμμές οι άνθρωποι αρέσκονται σε τέτοιες υπεραπλουστεύσεις που αφορούν στη συμπεριφορά του είδους τους γιατί έτσι εξηγούνται όλα γρηγορότερα και ευκολότερα. Είναι πιο δύσκολο να εξηγήσουν κάτι που αδυνατούν να καταλάβουν, επομένως τι πιο απλό από το να το ονομάσουν “απρόβλεπτο” για να ξεμπερδεύουν μαζί του; Όχι, εγώ τα προέβλεπα όλα ή σχεδόν όλα, τουλάχιστον αυτά που μου έδιναν σημάδια έστω και τα πιο ανύποπτα σημάδια, τα πιο αόρατα, εκείνα που για να πιαστούν πρέπει να έχει προηγηθεί μακρά περίοδος παρατηρητικότητας, μεγάλη υπομονή στην ανάλυση των στοιχείων που δίνονται, καλό ζύγισμα των συμπερασμάτων. Είναι όπως όταν έκανα τις εργασίες μου σαν φοιτητής. Έπρεπε να προβλέψω μέσα από το σωρό των βιβλίων που μου παρέδιδε ο βιβλιοθηκάριος, ποιες ακριβώς σελίδες, παράγραφοι, ακόμη και γραμμές, ίσως και λέξεις μεμονωμένες στις πιο δύσκολες περιπτώσεις, θα ενδιέφεραν τον καθηγητή που θα βαθμολογούσε την εργασία. Έπρεπε στα γρήγορα να παρατηρήσω -ο όγκος των δεδομένων δεν άφηνε περιθώρια για πολυτέλειες αργοπορίας -να αναλύσω κι έπειτα να ζυγίσω αν αυτά που είχα διαλέξει και αναλύσει είχαν γίνει με τον σωστό τρόπο, κυρίως αν ενδιέφεραν τον καθηγητή γιατί κάθε καθηγητής είχε τον δικό του τρόπο διδασκαλίας και αξιολόγησης και αν ήθελα να μπορέσω να καταφέρω κάτι, έπρεπε να προσαρμοστώ σε πολλούς διαφορετικούς τρόπους, σε πολλούς διαφορετικούς καθηγητές. Με τον ίδιο τρόπο προέβλεπα και στις εξετάσεις τα θέματα. Εννιά στις δέκα φορές έπεφτα μέσα στις προβλέψεις μου. Η μία φορά της αποτυχίας ήταν πραγματικά η φορά εκείνη που θα υπερίσχυε το στοιχείο της ηθελημένης έκπληξης από την απέναντι πλευρά, το στοιχείο του στρατηγικού αιφνιδιασμού που γίνεται μόνο και μόνο για να ανατραπούν κάποιες φορές τα δεδομένα και να παίξουν στο προσκήνιο τα καινούρια. Έτσι για μια δοκιμή.

Αυτές τις φορές του σκόπιμου αιφνιδιασμού τις φοβόμουν πάντα καθώς αυτές είναι οι μόνες που συνιστούν το πραγματικό απρόβλεπτο. Τις φοβόμουν και στη ζωή μου, στις σχέσεις μου με τους άλλους βέβαια αλλά ευτυχώς δεν ήταν κάτι που μπορούσε να τύχει συχνά ή με μεγάλη ένταση. Όταν πλέον κατάλαβα πως μες στο μυαλό της γυναίκας μου είχε μπει η αμφιβολία για μένα άρχισα πια να παρατηρώ τα πάντα στη συμπεριφορά της απέναντι μου, παρατήρηση εξονυχιστική, πράγμα που δεν το έκανα πριν με τόση ζέση καθώς θεωρούσα πως η δικιά μου συμπεριφορά δεν είχε αλλάξει, έτσι ώστε να προκαλέσει και μια αντίστοιχη αλλαγή και στη δική της.

Την έπιανα να με κοιτάζει προσεκτικά, να αποστρέφει γρήγορα το βλέμμα της σαν έριχνα επάνω μου το δικό της, να χαμογελάει νευρικά όταν της χαμογελούσα, να καταπιάνεται με ασυνήθιστη μανία με μια ασχολία φαινομενικά ασήμαντη όταν χτυπούσε το τηλέφωνο και το σήκωνα εγώ, να με ρωτάει για τα ρούχα μου διάφορες περίεργες ερωτήσεις. Μέσα από αυτές τις κινήσεις της και τα λόγια της άρχισα να παρατηρώ περισσότερο και τον δικό μου εαυτό. Οι κινήσεις μου μέσα από τις κινήσεις της. Οι διαλεγμένες μου προτάσεις μέσα από τις δικές της διαλεγμένες προτάσεις. Γρήγορα άρχιζα να σκορπίζω αρκετές από τις άσχημες σκέψεις της, να διώχνω τις αμφιβολίες της και να εγκαθιστώ πάλι μέσα της την προηγούμενη στέρεα εμπιστοσύνη, την σχεδόν τυφλή εμπιστοσύνη που είχε στο πρόσωπο μου. Όλα αυτά βέβαια μέχρι την ημέρα που συνειδητοποίησα πως είχα κουραστεί από αυτό το παιχνίδι που κόντευε σχεδόν τρία χρόνια και αποφάσισα να της αποκαλύψω τα πάντα. Ήταν η κούραση που με οδήγησε σε αυτήν την απόφαση. Είχα κουραστεί να προσποιούμαι, να παρατηρώ, να κρύβομαι και να φοβάμαι. Ο φόβος είναι το πιο κουραστικό από όλα τα συναισθήματα. Πιστεύω πως κάποιος δεν είναι δειλός, μα τολμηρός, ακριβώς επειδή έχει κουραστεί να φοβάται. Και εγώ δεν τον μπορούσα τον φόβο. Τον ένοιωθα μέχρι ένα σημείο και μετά σαν τρελός, αποφάσιζα να τον ξετινάξω από πάνω μου, τόσο ξαφνικά που δεν μπορούσα καν να συναισθανθώ πόσο πονούσα και εγώ ο ίδιος.

Μερικοί ήχοι φέρουν αυτό το συναίσθημα του φόβου μέσα τους. Τον κουβαλούν κολλημένο επάνω τους, βασανιστικό για αυτό που ετοιμάζονται να εμφανίσουν μετά την παύση τους, οδυνηρό από αυτό που μεταφέρουν μέσα τους και προσπαθούν να αφήσουν σε κάποιο παραλήπτη. Ένας τέτοιος παραλήπτης βασανιστικού κι οδυνηρού ήχου ήμουν κι εγώ τις φορές που ο ξανθός, σαν Γερμανός, συμμαθητής μου, στο πίσω θρανίο, σφύριζε δήθεν αδιάφορα με το που χτυπούσε το κουδούνι. Το γεγονός ότι ήμουν ιδιαίτερα καλός μαθητής στο λύκειο χωρίς να προσπαθώ, προκαλούσε τη μήνι και τις κοροϊδίες αρκετών μέσα από την τάξη. “Μα είναι δυνατόν”, μονολογούσε έκπληκτος ο διπλανός μου με εκείνη την τραγουδιστή φωνή του, “είναι δυνατόν να μη διαβάζεις σχεδόν καθόλου παρά μόνο την τελευταία στιγμή και παρόλα αυτά να παίρνεις τέτοιους βαθμούς; ”. Μερικοί σκέφτονταν πως ήμουν ο αγαπημένος των καθηγητών, άλλοι δεν σκέφτονταν, προχωρούσαν κατευθείαν σε λεκτικές επιθέσεις εναντίον μου, στις οποίες δεν απαντούσα ή γελούσα αμήχανα σαν ανόητος, προσπαθώντας να βρω κι εγώ κάτι πνευματώδες να ανταπαντήσω, συνήθως έβρισκα όμως κάτι που προκαλούσε περισσότερη οργή.

Ήμουν ειρωνικός πολλές φορές και αυτό δεν συγχωρείται εύκολα, ειδικά σε ένα λυκειο με θερμοκέφαλους εφήβους. Ο “Πλέι-τόι”, παρατσούκλι που είχα κολλήσει στα κρυφά στον γείτονα τού πίσω θρανίου συνήθιζε να εισάγει πάντα τις λεκτικές του επιθέσεις εναντίον μου με ένα σφύριγμα, ένα πολύ συγκεκριμένο σφύριγμα που ήταν σαν να ειδοποιούσε όλους τους υπόλοιπους για το τι έχει να ανακοινώσει. Γιατί ο,τι μου έλεγε, το έλεγε σε ύφος ανακοίνωσης κοιτώντας πλαγίως με το ύφος του θριαμβευτή γύρω του. Αν και πάντα του απαντούσα, εξαγριώνοντάς τον πολλές φορές περισσότερο με τις ειρωνείες μου, εντούτοις το σφύριγμά του μού είχε γίνει κάτι σαν εφιάλτης. Ο ήχος αυτός ο σχεδόν τσιριχτός, μονότονος με ένα κολπατζίδικο γύρισμα στο τέλος του με έκανε να θέλω να κλείσω τα αυτιά μου, ξέροντας από πριν τι θα επακολουθήσει. Αυτός φυσικά έπιανε –σαν τα μικρά θηρία που ανιχνεύουν τις διαθέσεις του αντιπάλου τους- την απροθυμία μου να εμπλακώ σε σωματικό καυγά μαζί του και κατά περίεργο τρόπο αυτό τον σκύλιαζε όλο και περισσότερο, οδηγώντας τον να μου κάνει όλο και περισσότερες επιθέσεις είτε βρίζοντάς με, είτε σαρκάζοντας.

Ώσπου ήρθε η κούραση του φόβου. Η στιγμή που αποφάσισα πως κουράστηκα. Μια μέρα κι ενώ είχε χτυπήσει το κουδούνι, άκουσα το μισητό σφύριγμα πίσω από τα αυτιά μου να μού χαϊδεύει σχεδόν το σβέρκο καθώς είχε σκύψει πάνω από το κεφάλι μου με ιδιαίτερα προκλητικό τρόπο, θέλοντας να μού τονίσει πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Το επόμενο που θυμάμαι είναι ότι σηκώθηκα από το θρανίο με μια ορμή τρομερή και αρπάζοντάς τον από το μπροστινό μέρος της μπλούζας του, ρίχνοντας το θρανίο του και δυο καρέκλες κάτω, τον κόλλησα στην κυριολεξία στον τοίχο και βρίζοντάς τον με ό,τι χειρότερο μου ερχόταν στο κεφάλι, κόντεψα να τον σκοτώσω. Δεν αντέδρασε καν. Το μόνο που τον άκουσα να λέει μυξοκλαίγοντας ήταν “σίγα ρε φίλε” εννοώντας να τον δέρνω πιο σιγά γιατί πονούσε. Αυτό το “σιγά ρε φίλε” με έκανε να τον παρατήσω κάτω σαν σακί. Δε θα ασχολούμουν άλλο μαζί του, το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να φύγει από πάνω μου αυτό το βάρος του ήχου του σφυρίγματος που πλάκωνε τις πλάτες μου σε κάθε κουδούνι...


Τελος Πρωτου Μερους


Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη