Πλανεύω με απόλαυση - 3η συνέχεια (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Έκδοση στις 07:13, 15 Μαρτίου 2006 υπό τον/την (Συζήτηση)

('διαφορά') ←Παλιότερη αναθεώρηση | εμφάνιση της τρέχουσας αναθεώρησης ('διαφορά') | Νεώτερη αναθεώρηση→ ('διαφορά')
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


... Τώρα βέβαια μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί γιατί τα λέω όλα αυτά. Γιατί διηγούμαι από την αρχή ως τώρα την ικανότητά μου να ελκύω τα πλήθη με το λόγο μου. Ας πούμε, ας θεωρηθεί, πως θέλω κι ο ίδιος να αναλογιστώ πάνω στις αιτίες που με κάνουν έναν τόσο καλό ομιλητή, να εξετάσω και να δω από μια άλλη οπτική γωνία αυτή μου την επιτυχία. Ξέρετε δεν γεννήθηκα χαρισματικός άνθρωπος, ούτε καν χαρισματικός ομιλητής. Δεν είχα δείξει κάποια ιδιαίτερη έφεση ως παιδί, παρά μόνο μια μικρή μανία να στέκομαι με τις ώρες μπροστά σε έναν καθρέφτη και να παρατηρώ το πρόσωπο μου. Εκτός από τις ηλίθιες γκριμάτσες που κάνουν όλα τα παιδιά, μιμούμουν διάφορες σοβαρές μορφές κι εκφράσεις, τις οποίες και παρατηρούσα με μεγάλη προσοχή. Όταν οι γονείς μου έλειπαν από το σπίτι, κλεινόμουν μες στο δωμάτιό τους και καθόμουν μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη της τουαλέτας τους, στην αρχή μισοκλείνοντας τα μάτια, για να δω πως φαίνεται το είδωλό μου μέσα από μια θολή οπτική ματιά κι έπειτα κάνοντας τις πιο αλλοπρόσαλλες γκριμάτσες που μου κατέβαιναν στο κεφάλι. Για δέκα λεπτά έμοιαζα με έφηβο που είχε τρελαθεί. Φούσκωνα τα μαγουλά μου, έστριβα τα χείλη μου, ζάρωνα τα μάτια μου, κρέμαγα τη γλώσσα μου σαν σκυλί απ’ έξω, κολλούσα τη μύτη μου στο τζάμι του καθρέφτη, έκανα ότι πιο γελοίο και εξωφρενικό μπορούσα να φανταστώ. Μέχρι που οι μύες μου κουράζονταν από την πολύ ένταση. Κι έπειτα ηρεμούσα, άλλα όχι με ηρεμία κανονική. Μέχρι κι αυτή ήταν προσποιητή.

Έγερνα το σώμα μου προς τα πίσω, έδενα τα χέρια μπροστά από το στήθος κι έπαιρνα ένα ύφος εξαιρετικά επίσημο. Είχα μάλιστα την αίσθηση πως κάποιος άλλος με κοιτούσε μέσα από τον καθρέπτη.

Και φρόντιζα αυτόν τον άλλον να τον κάνω εξαιρετικά σοβαρό. Κοιτούσα με βλέμμα χιλίων καρδιναλίων τον άχαρο 13χρονο που βρισκόταν εμπρός μου και υποτιμητικά κουνούσα το κεφάλι μερικές φορές ή άλλες φορές τον εξέταζα πάνω κάτω με διεισδυτικό και σκληρό μάτι. Τον ζύγιζα και τον μετρούσα καλά, καλά.

Νομίζω αυτές οι μικρές τάσεις επιδειξιομανίας στον καθρέπτη ήταν που με δίδαξαν από νωρίς τη σημασία και κυρίως το βάρος του βλέμματος. Θυμάμαι μια φορά τους γονείς μου να γυρίζουν νωρίτερα απ’ ότι τους περίμενα. Είχα τόσο απορροφηθεί σε αυτό που έκανα ώστε δεν άκουσα το κλειδί στην πόρτα. Φυσικά με βρήκαν να κάνω σαν τρελός μπροστά από τον καθρέφτη. Με είχαν πετύχει σε μια σκηνή όπου κουνούσα επιδοκιμαστικά το κεφάλι μου πάνω κάτω, δήθεν ότι άκουγα κάτι με τεταμένο το ενδιαφέρον. Για να γίνω πιο πειστικός είχα πάρει κι ένα τσιγάρο από αυτά που ο πατέρας μου-τις σπάνιες φορές που ήταν στο σπίτι- έκρυβε στο δεύτερο συρτάρι του πίσω από τις κάλτσες του και το είχα ανάψει. Κάπνιζα κανονικά, δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανα κι είχα συνηθίσει πλέον τον καπνό που έμπαινε ορμητικός στα πνευμόνια μου. Ο πατέρας μου ήρθε μπροστά μου και πήρε το τσιγάρο από τα χείλη μου που έτρεμαν. Με μία απότομη κίνηση το τσάκισε στα δύο και με χαστούκισε. Δεν είπε τίποτα, δεν έκανε τίποτα άλλο. Μου ζήτησε μόνο να φύγω από το δωμάτιο γιατί ήθελε να ξαπλώσει. Φυσικά δεν ξαναβρήκα τα τσιγάρα στην ίδια θέση και αναγκαζόμουν κάνοντας οικονομίες να αγοράζω πακέτο. Τα κάπνιζα μόνο μπροστά από τον καθρέπτη, ποτέ έξω. Ήταν ένα απαραίτητο ντεκόρ για τις σκηνοθεσία του ίδιου μου του εαυτού.

Η πρώτη φορά που ένοιωσα και κατάλαβα ότι μπορώ να ασκώ επιρροή σε κάποιο κοινό ήταν μέσα στη σχολική τάξη. Ήμουν εξαιρετικά ζωηρός ως μαθητής αν και άριστος στις μαθητικές μου επιδόσεις. Ανατρέχοντας σε εκείνα τα χρόνια πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου μέσα στους τρεις πρώτους, όπως επίσης και να αναλώνεται επιδεικτικότατα σε αψιμαχίες με τους καθηγητές, είτε γιατί δεν τους συμπαθούσα, είτε γιατί ήθελα να κάνω το κομμάτι μου στους υπόλοιπους. Μια φορά ο καθηγητής της ιστορίας με κάλεσε ξαφνικά στην έδρα. Η θορυβώδης συμπεριφορά μου τον ανάγκασε να λάβει διαφορετικά μέτρα εκείνη την ημέρα.

Με ρώτησε σοβαρός για ποιο λόγο συμπεριφερόμουν ως απροσάρμοστος μέσα στην τάξη-θυμάμαι επακριβώς τη λέξη αυτή- και θεώρησα καθήκον προς τον εαυτό μου να του απαντήσω με μια αναλόγως σκληρή απάντηση, όχι αδιαφορώντας για την τιμωρία, μα απλώς μη σκεπτόμενος για αυτήν. Του απάντησα κι εγώ λοιπόν, το ίδιο σοβαρός ότι συμπεριφερόμουν ως απροσάρμοστος, επειδή το μάθημά του ήταν ανυπόφορο. Θυμάμαι ακόμη και μετά από τόσα χρόνια το στιγμιαίο νευρικό πετάρισμα των βλεφάρων του. Αυτό ήταν το μοναδικό σημάδι ταραχής που έδειξε στην αγενή απάντηση μου.

“Ωραία λοιπόν, ας μας κάνεις εσύ το μάθημα για σήμερα” είπε μόνο και μετά προχώρησε προς το πίσω μέρος της τάξης αφήνοντάς με σαν κρεμασμένο μπροστά στον πίνακα.

Τρέμοντας στην αρχή κοίταξα την τάξη. Οι συμμαθητές μου χασκογελούσαν ή προσπαθούσαν να πνίξουν-μάταια-τα κοροϊδευτικά γέλια τους. Ένοιωσα όπως οι μονομάχοι στην αρένα. Ντρεπόμουν κυρίως τα κορίτσια που καθισμένα στα πρώτα θρανία με εξέταζαν καλά καλά, έχοντας γερμένο το κεφάλι τους στο πλάι. Μια από αυτές έκανε τσιχλόφουσκες επιδεικτικότατα, κοιτώντας με κατάματα. Τα χέρια μου ίδρωσαν για τα καλά. Αλλά από την άλλη διάφορες σκέψεις πέρασαν εκείνη τη στιγμή αστραπιαία από το μυαλό μου, ηλίθιες σκέψεις, αλλά παρόλα αυτά αποδείχθηκαν εξαιρετικά χρήσιμες για την περίσταση. Θυμήθηκα τον πατέρα μου που ήταν αξιωματικός ναυτικού, τη μητέρα μου που ήταν δήμαρχος της μικρής μας πόλης και αναρωτήθηκα σιωπηλά μέσα μου πως ήταν δυνατόν ο γιος δυο τέτοιων σημαντικών ανθρώπων να τρέμει σαν το ψάρι μπροστά σε άλλους. Παρόλο που δεν συμπαθούσα ιδιαιτέρως τους γονείς μου-για να πω την αλήθεια τους έβρισκα πολύ βαρετούς και ανόητους-εκείνη την ώρα μου χρησίμευσαν για να πάρω δύναμη.

Το υπόλοιπο μισάωρο της διδακτικής ώρας πέρασε μέσα στον απόλυτο θρίαμβό μου. Τους καθήλωσα στην κυριολεξία στις καρέκλες τους. Δεν ξέρω πως το κατόρθωσα, αλλά το κατόρθωσα. Απλώς έπαψα να τους βλέπω. Μόνο τον εαυτό μου έβλεπα. Είχα γίνει πάλι ο καθρέπτης μου. Όλοι παρατηρούσαν με ζωηρό ενδιαφέρον τις κινήσεις μου και άκουγαν προσεκτικά τι θα πω. Μέχρι κι ο καθηγητής της ιστορίας με κοιτούσε άναυδος.

“Ή ηθοποιός θα γίνεις εσύ ή πολιτικός” ήταν η μόνη του παρατήρηση όταν τελείωσα την αγόρευσή μου.

Δεν έγινα τίποτα από αυτά βεβαίως. Ούτε καν δικηγόρος όπως πίστευαν οι δικοί μου. Η μοίρα διάλεξε για μένα να γίνω καθηγητής στο πανεπιστήμιο μιας μεγαλούπολης...


(Τα παραπάνω είναι αποσπάσματα από μεγαλύτερο κείμενο)


www.reginarosasamat.blogspot.com

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη