Με πούλησες, γυφτάκι! (Η Λουλουδού)

Από Κιθάρα wiki
Έκδοση στις 19:39, 6 Αυγούστου 2004 υπό τον/την To skripto (Συζήτηση)

('διαφορά') ←Παλιότερη αναθεώρηση | εμφάνιση της τρέχουσας αναθεώρησης ('διαφορά') | Νεώτερη αναθεώρηση→ ('διαφορά')
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Από την Λουλουδού.


Αφιερωμένο στη μνήμη του μεγάλου Στέλιου Καζαντζίδη.


(Μέσα της δεκαετίας του 50, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, μεσημέρι καλοκαιριού.)

Δεν την άντεχε αυτή τη ζέστη κι αυτή τη σκόνη. Ξεφύσαγε συνέχεια και έκανε αέρα με την εφημερίδα. Μόλις σταμάταγε λίγο, η ζέστη ξαναρχόταν και οι μύγες γύριζαν γύρω απ’ το κεφάλι του με ένα εφιαλτικό βούισμα.

“Oυφ, δεν μπορώ άλλο”, ψέλλιζε και ξανασωριαζόταν πάνω στην καρέκλα στο παλιό γραφείο του. Πάλι αυτή η καταραμένη σκόνη είχε πάει σε όλες τις γωνίες και είχε ποτίσει όλα τα πράγματα, και πάλι έπρεπε να ξεσκονίσει, αλλά δεν εύρισκε το κουράγιο.

Είχε λίγο καιρό που είχε ανοίξει αυτό το μαγαζί, αλλά ακόμη δεν είχε σταθεί στα πόδια του για τα καλά. “Ηλεκτρικά είδη - Oικιακά” έγραφε απ’ έξω στην ταμπέλα, και έλπιζε ότι τώρα που όλο και περισσότεροι βάζανε ρεύμα στα σπίτια πως οι δουλειές του θα ανεβαίνανε. Για την ώρα το μαγαζί ήταν ακόμα μισοάδειο και οι άσπροι τοίχοι του φάνταζαν ακόμη πιο θλιβεροί μέσα στη ζέστη και τη σκόνη.

Ευτυχώς που έβαλε και αυτά τα γραμμόφωνα και τις πλάκες που του είχε συμβουλέψει ο ξάδελφός του. Φεύγανε σχετικά καλά, και αν μη τι άλλο, είχε και μουσική στο μαγαζί. Τώρα όμως δεν τού έκανε κέφι να σηκωθεί και να βάλει κάτι να παίξει. Έμεινε ξεφυσώντας πάνω στην καρέκλα, ακούγοντας τις μύγες να ζουζουνίζουν και πού και πού κανένα κάρο ή ποδήλατο να περνάει αργά από τον πυρωμένο δρόμο.

Ξαφνικά, σαν σίφουνας μπήκε απ’ την ορθάνοιχτη πόρτα ένα μικρό γυφτάκι.

“Θείο, δώσε μου μια δραχμή”, είπε χαμογελαστό και γεμάτο αφέλεια το γυφτάκι. Ήταν μικρό και ζωηρό, βρώμικο και μυξιάρικο, ντυμένο με κουρέλια, όπως όλα τα γυφτάκια που γύριζαν αδέσποτα στην πόλη.

“Τι λες βρε, στο δρόμο τα βρίσκουν τα λεφτά;” του απάντησε.

“Καλά, τότε δώσ’ μου μισή”, συμβιβάστηκε το γυφτάκι.

“Βρε δε μας παρατάς!”

“Έλα, τουλάχιστο μια δεκάρα...”

“Τίποτα! Να φύγεις από δω, δουλειά δεν είχαμε, μεσημεριάτικα...”

“Δώσ’, μου τότε ένα τσιγάρο”, είπε με αφέλεια.

“Τσιγάρο! Τι λες βρε, πόσων χρονών είσαι, και καπνίζεις, δε ντρέπεσαι!”

“Δεκατέσσερα”, είπε φουσκώνοντας το γυφτάκι.

Αποκλείεται, σκέφτηκε, δέκα, το πολύ δώδεκα... “Έξω, να φύγεις!”

“Καλά, βάλε μου τουλάχιστον μια πλάκα ν’ ακούσω, τι σε πειράζει, δεν κάνει λεφτά”.

“Ε, καλά, εδώ κάτι γίνεται”, είπε, και σηκώθηκε αργά και βαριεστημένα προς τους δίσκους. Έψαξε αδιάφορα. “Έχεις και προτιμήσεις, μήπως;” ρώτησε.

“Βάλε το ’Μια κούκλα και τσαχπίνα’, αφεντικό”, είπε γεμάτο χαρά το γυφτάκι, που επιτέλους τον είχε καταφέρει σε κάτι.

Όχι, όχι αυτό, σκέφτηκε. Δεν τον άντεχε αυτόν τον καινούργιο που το ’λεγε, παρόλο που ο κόσμος τον ζήταγε. Ούτε του πολυάρεσαν όλα αυτά τα λαϊκά και τα μπουζούκια. Αυτός άκουγε κλαρίνα, αυτή ήταν λεβέντικη μουσική και όχι αυτά τα κλάματα. Αλλά το γυφτάκι τι άλλο θα ζητούσε, σκέφτηκε, και έβαλε το δίσκο να παίξει.

Το γυφτάκι άρχισε να κουνιέται, και όσο προχωρούσε το τραγούδι ολοένα και περισσότερο, μέχρι που ξεθάρρεψε εντελώς ως το τέλος του τραγουδιού.

“Δώσ’ μου ένα ποτήρι νερό!”

“Φτάνει, έξω γρήγορα, μη φας ξύλο μετά μουσικής τώρα.”

“Δώσ’ μου ένα ποτήρι νερό, κι εγώ θα σού δω το φλιτζάνι και θα σού πω αν σ’ αγαπάει αυτή που θέλεις”, είπε το γυφτάκι, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να γλιτώσει την κλωτσιά.

Εδώ τα χρειάστηκε. Το γυφτάκι είχε ακουμπήσει ανοιχτή πληγή, και η αγριάδα τού έφυγε απότομα.

“Τι, ξέρεις να λες το φλιτζάνι;”

“Και βέβαια, εκατό τα εκατό επιτυχία” κορδώθηκε, “σε δύο μέρες όλα βγαίνουν!”

“Χμ, καλά, κάτσε, να δούμε” και πήγε στη γωνιά να κάνει καφέ. “Και πού ’σαι, εδώ, να σε βλέπω τι κάνεις!”

“Καλά, θείο, να, εδώ είμαι, και βάλε και λίγο καφέ για μένα, εντάξει;”

Καναδυό μήνες τώρα ήταν που ήθελε την Άννα που δούλευε απέναντι στις μόδες. Από την πρώτη στιγμή το χαμόγελό της μπήκε μέσα του. Όλη μέρα προσπαθούσε να την δει μέσα από τις βιτρίνες και μόλις έβγαινε έξω, κοίταγε να βγει και αυτός δήθεν τυχαία για να την χαιρετήσει. Και πώς τού χαμογελούσε όταν τον χαιρέταγε... Σίγουρα υπήρχε κάτι. Και το απόγευμα, στη βόλτα με τις φίλες της, τόσες φορές κοντοστάθηκαν και χαιρετήθηκαν. Ναι, κάτι του έλεγε πως ίσως να τον ήθελε και αυτή. Περίμενε την ευκαιρία να τής πει να πάνε στο ζαχαροπλαστείο του πάρκου να μιλήσουν, αλλά δεν ταίριαζε. Όλο μ’ εκείνες τις χαζές τις φίλες της. Αχ, και να του δινόταν μια ευκαιρία να της μιλήσει. Να, αν πήγαιναν και λίγο καλύτερα οι δουλειές του, μέχρι που και θα την ζήταγε, γιατί όχι. Η αγωνία τον έτρωγε.

Έβαλε τον καφέ και τον ήπιε στα γρήγορα, ενώ το γυφτάκι απολάμβανε ακόμα τον δικό του. “Πάρε, δες τι βλέπεις.” Το γυφτάκι με ύφος ειδικού πήρε το φλιτζάνι και άρχισε να το εξετάζει. “Λέγε, έχει άλλον, με θέλει, τι βλέπεις”, είπε με λαχτάρα. Το γυφτάκι κοίταζε το φλιτζάνι από όλες τις μεριές και σκεφτότανε, και μετά από πολλή σκέψη είπε επιτέλους επίσημα:

“Σε θέλει! Το βλέπω καθαρά.” Δόξα τω Θεώ, σκέφτηκε!

“Δηλαδή σίγουρα, έτσι;”

“Αφού στο λέω, φαίνεται καθαρά.”

“Και δεν θέλει κανέναν άλλον; Γιατί πόσες φορές στη βόλτα την είδα να χαιρετιέται από δω και από κει;”

“Όχι, άλλον δε βλέπω”, είπε, χωρίς να σταματήσει να εξετάζει το φλιτζάνι το γυφτάκι.

“Και δε μου λες, τι βλέπεις, πότε θα γίνει κάτι, πότε θα έχω τύχη;”

Αυτή φαίνεται να ήταν δύσκολη ερώτηση, γιατί το γυφτάκι συνοφρυώθηκε, ζορίστηκε και κοίταξε το φλιτζάνι πιο επίμονα. Τελικά είπε αποφασιστικά: “Σήμερα κιόλας!” Μεγάλη χαρά τον πλημμύρισε, δεν μπορούσε να το πιστέψει.

“Σίγουρα, ε, δεν λες ψέματα;”

“Εγγυημένα, αφεντικό, όλα που σου λέω εγγύηση, πες πως έγινε κιόλας.”

“Σήμερα το βράδι στη βόλτα λες να γίνει δηλαδή κάτι;”

“Σίγουρα, να, τι να σού πω.”

“Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί, γυφτάκι, έλα, να”, είπε και τού έδωσε ένα δίφραγκο. Το γυφτάκι μόλις το είδε το άρπαξε, είπε στα γρήγορα:

“Γεια σου αφεντικό, και καλά στέφανα...” και έφυγε από το μαγαζί τόσο γρήγορα όσο είχε έρθει.

Θα έκλεινε το μαγαζί το απόγευμα, θα φρεσκαριζόταν και θα έβαζε τα καλά του. Μετά θα πήγαινε στη βόλτα και θα την έπαιρνε από κοντά, όπως βδομάδες τώρα. Μετά θα περίμενε την ευκαιρία να της πει να έρθει με την φίλη της να κάτσουνε να τις κεράσει κάτι. Θα έβαζε μετά ένα φίλο του δήθεν να την φωνάξει, για να μείνουνε μόνοι. Ναι, σήμερα ήταν η τυχερή του μέρα, σκεφτόταν και ασυναίσθητα δεν μπορούσε να κρατήσει το χαμόγελό του. Και μετά θα έδιναν ραντεβού στα κρυφά για αύριο μόνοι τους. Πέρα, στην άλλη μεριά του πάρκου. Κάτι του έλεγε πως όλα θα πάνε καλά. Κοίταξε πάλι απέναντι, μέσα από τα τζάμια. Εκείνη ήταν εκεί. Ή μήπως να κοίταζε να την πετύχει τώρα που θα σχόλαγε... Όχι, καλύτερα το απόγευμα, να έβαζε και τα καλά του, και την καλή του την κολόνια.

Μαγεμένος, καθώς στεκότανε και έβλεπε προς τα έξω, σχεδόν δεν πρόσεξε το μεγάλο γκρίζο αγοραίο που σταμάτησε στο δρόμο. Θα ερχόταν σίγουρα από μακριά, γιατί δεν το είχε ξαναδεί. Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας φαντάρος που κοντοστάθηκε και κοίταξε γύρω του. Δεν τον είχε ξαναδεί, αλλά και ο φαντάρος πρέπει να ήταν ξένος, γιατί κοίταζε γύρω του ψάχνοντας. Τι να θέλει τώρα αυτός, σκέφτηκε, και κατέβηκε εδώ από το αγοραίο. Ξαφνικά έγινε κάτι που δεν το περίμενε: Από το μαγαζί απέναντι βγήκε τρέχοντας εκείνη, τον αγκάλιασε και του ’πιασε το χέρι.

Έμεινε να κοιτάζει, αποσβολωμένος. Όχι, δεν γίνεται! O κόσμος σκοτείνιασε και άρχισε να γυρνάει. Ξανακοίταξε πώς του κρατούσε το χέρι και μιλούσαν χαρούμενοι, ζαλισμένος ακόμη.

“Πανάθεμά σου γυφτάκι, μού πούλησες παραμύθι”, είπε φωναχτά, έτοιμος να κλάψει.

“Με πούλησες, γυφτάκι, με πούλησες”, ψιθύρισε. Είχε άλλον! Σίγουρα θα είναι και αρραβωνιασμένοι. Κι εγώ είχα σχέδια...

Έμεινε για κάμποσο ακίνητος να κοιτάει έξω απ’ την ανοιχτή πόρτα σα χαμένος. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, το μυαλό του είχε σταματήσει, μαζί και ο χρόνος. Με πόνο έβλεπε ένα-ένα τα όνειρά του να φεύγουν και να χάνονται. Κάποτε, μετά από κάμποση ώρα, οι σκέψεις του σβήσαν και άρχισε να συνέρχεται. Με αργές, απεγνωσμένες κινήσεις πήγε και έβαλε μια πλάκα από αυτές τις βαριές να παίζει. Δεν ήταν ώρα τώρα για κλαρίνα, σκέφτηκε. Έσκυψε πάνω στο τραπέζι, το πρόσωπο στις χούφτες του κι έμεινε έτσι ώρα πολλή. Oι μύγες βούιζαν γύρω του. Η ζέστη τού φάνηκε ακόμη πιο ανυπόφορη, του τρυπούσε το σώμα του και το παρέλυε. Κι αυτή η σκόνη, που περνούσε τα πάντα και κολλούσε στο ιδρωμένο κορμί...

Ναι, είναι όλα μαύρα, σκέφτηκε, καθώς άκουγε το τραγούδι κουρελιασμένος...


15.4.97

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη