Διακοπές (imeros)

Από Κιθάρα wiki
Έκδοση στις 08:47, 10 Αυγούστου 2006 υπό τον/την Imeros (Συζήτηση)

('διαφορά') ←Παλιότερη αναθεώρηση | εμφάνιση της τρέχουσας αναθεώρησης ('διαφορά') | Νεώτερη αναθεώρηση→ ('διαφορά')
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Καθισμένος στο φαρδύ πεζούλι του λιμανιού, ανάμεσα στα αραγμένα καϊκια τις βάρκες και τα λίγα ιστιοφόρα, είχα ρίξει τις μπετονιές μου και ψάρευα. Ίσως να μάθαινα μπάνιο το δόλωμα κατ' άλλους.

Είχε αρχίσει ο ήλιος κι έγερνε και δεν ήταν καθόλου ενοχλητικός. Η σοδειά, σχεδόν τίποτα, κάτι μικρά κεφαλόπουλα που τα ξανάριχνα μέσα. Έτσι για να περνά η ώρα μια και στα καφενεία δεν πατούσα το πόδι μου, σιχαινόμουνα την τσιγαρίλα και τη φασαρία τους. Περνάγανε οι ντόπιοι και κοιτάγανε καλά καλά, αλλά σημασία δεν τους έδινα, έκανα το κέφι μου. που θα ξανάβρισκα τέτοια ηρεμία και χαλάρωση στην Αθήνα;

Μετά από αρκετή ώρα και πρίν χαθεί ο ήλιος βλέπω ένα ιστιοφόρο με κατεβασμένα τα πανιά και τη μηχανή να κάνει μανούβρα προς το μέρος μου. Κοίτα να δεις που ο βλάκας θα μου τρομάξει τα ψάρια, ολόκληρο λιμάνι και δε βρήκε αλλού να πάει ν' αράξει τη σκούνα του; Ατάραχος συνέχισα να προσπαθώ να σώσω το δόλωμα. Είχε πλησιάσει αρκετά και άκουσα μια φωνή από το σκάφος, εεειι κύριος, μιλιά εγώ, ρε πατριώτη σε παρακαλώ, δεν πιάνεις το σχοινί να μας δέσεις. Τότε σηκώθηκα αργά χωρίς να τον κοιτάξω και πήγα προς το σχοινί που μου είχε πετάξει. Τι να σου κάνω σκέφτηκα που είμαι χαλαρός και δεν θέλω να νευριάσω, είδ' άλλως θα σε έστελνα... Μέχρι να δέσω το πρώτο σχοινί είχε έρθει κοντά το σκάφος πηδάει και αυτός κάτω και πάει στην αντίθετη μεριά να δέσει τ' άλλο. Γυρίζοντας κι οι δυό προς το μέρος που καθόμουνα, μου λέει, ευχαριστώ πατριώτη, καλώς όρισες του γυρνάω και καθώς περιεργαζόμουνα το πρόσωπό του, στην κλάση μου σκέφτηκα κι αυτός, κάποιο καμπανάκι χτύπησε δυνατά κατά το τσερβέλο μεριά. Μπα δεν μπορεί να'ναι αυτός, αλλά και τι χάνω να κάνω μια ερώτηση. Χρόνια πίσω, στα χρόνια του στρατού στα χρόνια της ανεμελιάς και της σιγουριάς πως η ζωή είναι μπροστά και μπόλικη ακόμα. Γυρίζοντας να μπει στο σκάφος πέρασε δίπλα μου. Τον χτυπάω ελαφρά στην πλάτη, γυρίζει λιγάκι ξαφνιασμένος και με κοιτάει με απορία,

- Ναι... μου λέει,

- Είσαι ο Βασίλης τον ρωτάω,

Ανοίγει τα μάτια διάπλατα, ποιός ξέρει πόσες στροφές έπαιρνε το μυαλό του εκείνη την ώρα, σκάει ένα μεγάλο χαμόγελο και απλώνει το χέρι του. Ρε Θανάση εσύ είσαι βρε ψυχή, και σκάμε στα γέλια κοιτώντας ο ένας τον άλλο με τη βεβαιότητα πιά της γνωριμίας αλλά και προσπαθώντας να καταχωρήσουμε τα νέα δεδομένα, την για πολλά χρόνια επίσκεψη του χρόνου πάνω μας.

Αφού διαγράψαμε την παλιά μορφή από τη μνήμη μας και συνηθίσαμε ο ένας τη μορφή του άλλου, άρχισαν να πέφτουν οι ερωτήσεις βροχή. Κάτσε ρε του λέω βιάζεσαι να φύγεις, θα στα πώ και θα μου τα πεις αλλά με ρέγουλα, και με συνοδεία κρασιού και μεζέ απαραιτήτως. Όχι ρε για διακοπές ήρθα, όπως και συ φαντάζομαι. Τότε λοιπόν πήγαινε να τακτοποιηθείς και τότε τα ξαναλέμε. Βλέπεις το ταβερνάκι στο τέρμα του λιμανιού, εκεί από πάνω μένω, δυό σπίτια παραδίπλα, μόλις ετοιμαστείς πες του κυρ Γιώργου να μου βάλει μια φωνή, ξέρει αυτός.

Πέρασε καμιά ωρίτσα, είχε νυχτώσει για καλά, η καταλληλότερη ώρα για φαγητό αν είσαι Έλληνας, Τζου είσαι έτοιμη, φώναξα στη γυναίκα μου στην άλλη κάμαρα. Έλα να με βοηθήσεις λίγο άκουσα τη φωνή της. Πήγα στο διπλανό δωμάτιο και την βρήκα να παλεύει να κάτσει στο καροτσάκι της, έιπα να της βάλω τη φωνή αλλά... άσε δε θα άλλαζε τίποτα. Επέμενε να προσπαθεί μόνη της, αν και μετά από τόσο καιρό θα ‘πρεπε να έχω συνηθίσει εγώ το πείσμα της. Πάνω στην ώρα χτύπησε την πόρτα ο κυρ Γιώργης, του ανοίγω και με ρωτάει - έτοιμοι, αμέσως ερχόμαστε απαντώ, ξαναπήγα στην κρεβατοκάμαρα να τη βοηθήσω αλλά το πείσμα είχε νικήσει. Ενα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης ήταν σχημα- τισμένο στα χείλια της γυναίκας μου. Με αργές κινήσεις κουνούσε τις ρόδες και ερχόταν προς το μέρος μου. Άσε θα οδηγήσω εγώ της είπα πειραχτικά και άρχισα να σπρώχνω τη φεράρι προς την πόρτα. Ο κυρ Γιώργης περίμενε υπομονετικά, ξέροντας το κόλπο έπιασε από το κάτω μέρος το καρότσι και γω από πάνω κι έτσι κατεβήκαμε τα τρία απότομα σκαλοπάτια του σπιτιού. Μπροστά ο κυρ Γιώργης πίσω εμείς διασχίσαμε τη μικρή απόσταση και τη μικρή κατηφορίτσα πρός το λιμάνι και την ταβέρνα του.

Στο τραπέζι μας καθότανε κιόλας ο Βασίλης, παρέα με μια νεαρή και πολύ όμορφη κοπέλα. Ααα ρε τον σαρδανάπαλο σκέφτηκα, περνάει καλά ο παλιόγερος.

- Θανάση μας πήραν το τραπέζι γυρνάει και μου λέει η γυναίκα μου.

- Δεν τα ξέρεις καλά της λέω και την σπρώχνω προς τα κεί. Πλησιάσαμε καλύπτοντας τη μικρή απόσταση προς το τραπέζι. Στην θέση της γυναίκας μου δεν υπήρχε καρέκλα και ανέλαβε μόνη της να παρκάρει. Ο Βασίλης με έκδηλη την απορία στα μάτια του άπλωσε το χέρι του πρός τη Τζώρτζια και είπε Βασίλης Καλογερόπουλος και από δω η κόρη μου Ευγενία. Χαμογελαστή η Τζώρτζια ανταπέδωσε τη χειραψία και με τους δύο και ήρθε η σειρά μου να πώ τα τυπικά. Το κλίμα ήταν πολύ καλό και η Τζού όπως την έλεγα, χάρηκε με την έκπληξη που θα είχαμε παρέα σήμερα το βράδυ. Ο κυρ Γιώργης από κοντά, να περιποιηθούμε τους καλεσμένους μας.

- Κυρ Γιώργη ξέρεις εσύ λέω και του κλείνω το μάτι, άστα πάνω μου παιδί μου λέει και γυρνάει να φύγει, κοντοστέκεται και με ρωτάει τι θα πιούν οι φίλοι σου, ότι και συ; Κοιτάζω το Βασίλη,

- Σταθερά τον ρωτάω,

- Σταθερά μου απαντάει, αλλά βάλε και κανένα αναψυκτικό για τη μικρή.

Έπιασε την παραγγελία ο ταβερνιάρης σαν παλιός που ήταν και έφυγε δίχως να ρωτήσει κάτι άλλο. Σε λίγο το τραπέζι άρχισε να μη χωρά καλά-καλά τα ποτήρια μας. Θα σας βάλω κι ένα μικρό από δίπλα λέει και έρχεται μετά από λίγο με την κόρη του κρατώντας ένα μικρό τραπέζι το μισό από το δικό μας, η κόρη του ανέλαβε χρέη σερβιτόρου και έστρωσε ένα λευκό χαρτοτραπε- ζομάντηλο. Ξαλαφρώσαμε το τραπέζι λίγο και συνεχίσαμε την κουβέντα να καλύψουμε τα κενά του ενός για τον άλλο σε λίγο χρόνο. Τα βάσανα κοινά, τα ζόρια μεγάλα οι εποχές δύσκολες. Έτσι πήγαινε η κουβέντα μας προσπαθώντας να μην κάνουμε αδιάκριτες ερωτήσεις. Οι γυναίκες είχαν πιάσει δική τους κουβέντα, για τα πάντα, όμορφα και άσχημα για το ντύσιμο και τα παπούτσια αλλά και το ευρώ που μας έκανε να μην ξέρουμε που πάμε. Αφήσαμε την κουβέντα να κυλήσει με τις δουλειές και την οικονομία και λίγο την πολιτική, αλλά έβλεπα όπως κι εγώ έτσι και αυτός δε μας ενδιέφερε το σπορ. Και έτσι πιάσαμε μοιραία τα οικογενειακά. Μου είπε πως έχει και ένα γιο που είναι φαντάρος και πως σύντομα θ' απολυθεί, τον περιμένουν οι σπουδές του ακόμα που άφησε στη μέση. Η κόρη είναι το μικρότερο παιδί της οικογένειας στα είκοσι και κάτι. Σπουδάζει και εργάζεται συγχρόνως μου είπε και χάρηκα για το γέλιο που έβγαζε και από τα μάτια ακόμα. Η γυναίκα σου, έκανα την αναμενόμενη ερώτηση. Άσε μου λέει δεν θέλω να τα θυμάμαι. Την έχασα εδώ και 2 χρόνια από την αρρώστια της εποχής. Φέτος είναι η πρώτη χρονιά που βγαίνουμε για διακοπές και επειδή δε μας αρέσει η βαβούρα είπαμε να πάρουμε το σκάφος και να γυρίσουμε λίγο. Θα πάμε σε 2-3 κοντινά νησιά, έτσι για βόλτα. Δεν τόλμησε να προτείνει για παρέα σκεπτόμενος την κατάσταση της γυναίκας μου. Η κόρη του το είχε προτείνει κιόλας στη γυναίκα μου, τολμηρά τα νιάτα σήμερα, τακτοποιούσαν και τις λεπτομέρειες, μέχρι να πάρουμε χαμπάρι εμείς τι έγινε, έδωσαν και ραντεβού. Πέρασε λίγο η ώρα και είχαμε φάει καλά. Αρχισε ο κυρ Γιώργης να μαζεύει την ακαταστασία μας.

Είδα ότι το κλίμα βάρυνε στις γυναίκες και η δική μου ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, τότε κατάλαβα πως είχε φέρει η συζήτηση το θέμα που την πονούσε, το θάνατο του παιδιού μας. Εξήγησα στο Βασίλη ότι ακόμα και μετά από τόσα χρόνια συνέχιζε να πιστεύει πως ήταν από δικό της λάθος.

Πάντα θα κρατάει στο σπίτι μια καρέκλα αδειανή, πάντα περισσεύει το φαγητό στο σπίτι και πάντα ένα κρεβάτι αδειανό και στοιχειωμένο θα μας θυμίζει τον απόλυτο χαμό ενός παιδιού. Ο Βασίλης κούνησε στεναχωρημένα το κεφάλι του θέλοντας να δείξει πόσο πολύ μας συμπονούσε. Του εξήγησα πως οδηγούσε η γυναίκα μου πηγαίνοντας με το γιο μας σε κάποιους συγγενείς. Οταν πετάχτηκε κάποιος μεθυσμένος, που οδηγούσε ένα φορτηγάκι από μια πάροδο στη λεωφόρο και το κακό δεν άργησε να γίνει. Τους χτύπησε από την μεριά του συνοδηγού που καθόταν το παιδί, ήταν τόσο σφοδρή η σύγκρουση που το αυτοκίνητο λύγισε στη μέση και το πέταξε πάνω σε μιά κολόνα από τη μεριά του οδηγού. Το παιδί δεν κατάφερε να ζήσει ως το νοσοκομείο, η γυναίκα μου πάλεψε στην εντατική αρκετούς μήνες ώσπου κατάφερε να γίνει καλά μέχρι τη μέση. Από τη μέση και κάτω δεν υπήρχαν ελπίδες. Αλλά το δράμα το μεγάλο ήταν όταν η γυναίκα μου συνήλθε και ρώτησε για το παιδί. Φίλε μου και που τη βλέπεις τώρα έτσι, να ξέρεις ότι πέρασε πολλά. Να μην θέλει να κάνει ούτε φυσιοθεραπείες, να μη θέλει να ζήσει. Άστα σου λέω, σε κανένα να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο, ούτε στον εχθρό σου που λένε.

Μας έφερε τα φρούτα ο κυρ Γιώργης και έσπασε λίγο ο πάγος και φέραμε την κουβέντα στο αυριανό ταξίδι. Τι πρέπει να πάρουμε μαζί ρώτησα το Βασίλη, αυτός με διαβεβαίωσε πως πάνω στο σκάφος υπήρχαν όλα τα απαραίτητα, αρκετά για να ζήσουν τέσσερα άτομα μια εβδομάδα χωρίς κανένα πρόβλημα.

Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ο Βασίλης να με βοηθήσει με την καρέκλα. Η γυναίκα μου ντυμένη σαν τουρίστρια με πουκαμίσα και σορτσάκι εγώ σορτσάκι μαγιώ και ένα ελαφρύ μακό. Η απόσταση ήταν μικρή και έτσι δεν ταλαιπωρηθήκαμε καθόλου. Πήρα τη γυναίκα μου στα χέρια και την ανέβασα στο σκάφος με λίγη δυσκολία μπορώ να πω, όταν με είδε να δυσκολεύομαι τόλμησε να μου πει να κάτσουμε έξω και να μην πάμε ταξίδι. Ο Βασίλης ανένδοτος, με βοήθησε και την βάλαμε να κάτσει αναπαυτικά κοντά στην τιμονιέρα, της βάλαμε και δύο μαξιλάρια και πήγα ν' αφήσω την καρέκλα στο εστιατόριο που την άφηνα πάντα όταν πηγαίναμε κάπου με το αυτοκίνητο, ο κυρ Γιώργης θα καταλάβαινε και θα την τακτοποιούσε κατάλληλα.

Η μέρα έμοιαζε υπέροχη και έτσι τη θέλαμε μέχρι την επιστροφή μας, το ίδιο βράδυ κι όχι σαν προχθές που λύσαξε ο καιρός. Η κόρη του Βασίλη η Ευγενία αποδείχτηκε καλύτερος ναυτικός από μένα. Οταν το σκάφος πλάγιαζε λίγο με το μεγάλο πανί ανοιχτό εγώ τα χρειάστηκα και οι γυναίκες βάλανε τα γέλια. Άσε Θανάση τη θάλασσα, ούτε για μούτσος δεν κάνεις, με κορόϊδευαν. Μετά από μιάμιση ώρα ταξίδι βρήκαμε το νησί του προορισμού μας και κάναμε το γύρω ψάχνοντας μια κατάλληλη παραλία για να αράξουμε. Μετά από μισή ώρα υπομονής βρήκαμε ένα θαυμάσιο μικρό όρμο με ένα πανέμορφο εκκλησάκι στο πλάϊ, είχε και μια υποτυπώδη προβλήτα ίσα για να αράζουν οι προσκηνητές που το επισκέπτονταν. Βγήκαμε έξω και φτιάξαμε με το Βασίλη ένα κατάλληλο μέρος για τη γυναίκα μου, στο πλαϊ της εκκλησούλας που είχε ένα μικρό υπόστεγο. Ξαναπήγαμε στο σκάφος και πήρα τη γυναίκα μου στην πλάτη ευτυχώς η μικρή απόσταση δε με δυσκόλεψε και πολύ. Τα λιγοστά πράγματά μας ήρθαν κι αυτά, μετά φροντίσαμε τα του φαγητού, που το είχε αναλάβει η Ευγενιά εξ ολοκλήρου. Αυτό ήταν το μικρότερο πρόβλημα το μεγαλύτερο ήταν όταν προσπαθήσαμε να πείσουμε τη γυναίκα μου να κάνει μπάνιο αφού δεν ήταν κανείς άλλος εκτός από μας στην παραλία. Με τα χίλια ζόρια την κατεβάσαμε στην παραλία. Αυτή ακόμα αντιδρούσε, την πείσαμε πως δεν χρειάζεται μαγιώ μιας και φορούσε σορτσάκι. Ρε τι τραβήξαμε, αλλά έλα μετά που είχε γαντζωθεί πάνω μου και δεν έλεγε να βγεί έξω.

- Δεν πάω πουθενά, θα με κάνεις κι άλλο μπάνιο έλεγε διασκεδάζοντας.

- Θα σε αφήσω εδώ παρέα με τις γοργόνες της έλεγα πειραχτικά.

- Ποιόν θα 'χεις μετά να βασανίζεις μου πέταξε ο Βασίλης.

Ποιό πέρα κοντά στο εκκλησάκι μετά το μικρό μόλο πήγαμε κολυμποπερπατώντας για να μην είμαστε στο ίδιο σημείο συνέχεια. Εκεί τα νερά ήταν ποιο ζεστά, σα να ανάβλυζε ζεστό νερό από το βάθος της θάλασσας. Η γυναίκα μου κρεμασμένη στην πλάτη μου το απολάμβανε. Βρήκα μια μικρή λεκάνη στο βράχο που μπορούσε να πιαστεί κιόλας και την άφησα προσεκτικά κάτω.

- Θανάση μου λέει, γυρίζω και την κοιτάζω με απορία,

- Τι είναι,

- Μετά που θα βγείς θα με πας στον Αϊ Νικόλα να προσκυνήσω και ν' ανάψω ένα κεράκι;

- Και βέβαια κούκλα μου είναι να το ρωτάς;

- Το έχω ανάγκη.

- Είπα ναι, μπας και το θες και με υπογραφή βρε;

Ο Βασίλης με την κόρη του είχαν ανοιχτεί για καλά, βλέπαμε τα κεφάλια τους σαν καρύδια και λίγο μικρότερα, τους κούνησα το χέρι αλλά δεν με είδαν. Μείναμε αρκετή ώρα ακόμα εκεί μέχρι που το νερό άρχισε να αχνίζει και να μυρίζει περίεργα.

- Βγαίνουμε της λέω γιατί θα γίνουμε βραστοί σε λίγο.

- Ευκαιρία να με πας στο εκκλησάκι.

- Καλά τότε πάμε, γυρίζω την πλάτη μου και πλέκει τα χέρια της στο λαιμό μου. Κούτσα-κούτσα φτάσαμε απ' έξω και σταμάτησα για να δω πως άνοιγε η ξύλινη πόρτα. ούτε κλειδωμένη ούτε τίποτα, ένα απλό μάνταλο ήταν, το σήκωσα και μπήκαμε μέσα. Η ατμόσφαιρα ήταν πράγματι υποβλητική, με τα λίγα εικονίσματα τα δυό στασίδια και το ζωγραφισμένο θόλο, το μισοσκόταδο σε έφερνε κοντά στο Θείο σε λίγες στιγμές.

- Άφησέ με εδώ στο στασίδι, μου λέει και μου δείχνει το αριστερό, ένα μισοχαλασμένο που αμφέβαλα αν θα την κρατούσε.

- Άσε με και φύγε μου λέει η συμβία, δεν της χαλάω το χατήρι, αλλά πρώτα άναψέ μου ένα κεράκι και μετά φεύγεις. Έψαξα στο παγκάρι και βρήκα μερικά ψιλά κεριά από αυτά που καίγονται γρήγορα.

- Σου χρωστάω Άγιε μου, σε λίγο θα ξανάρθω, άναψα δύο κεριά και βγήκα έξω. Έψαξα μέρος να σταθώ να μη με βαράει ο ήλιος.

Ο Βασίλης με την Ευγενία είχαν βγει έξω και μας είδαν που μπήκαμε στην εκκλησία και μας περίμεναν. Πήγα κοντά και τους είπα πως ήθελε να μείνει μόνη της για λίγο. Συμφώνησαν πως δεν πρέπει να την ενοχλήσει κανείς. Με ρώτησε το κορίτσι τι ώρα θέλαμε να φάμε,

- Ότι ώρα να 'ναι κοπέλα μου, δεν υπάρχει βιασύνη.

Έφυγε προς το μέρος που είχαμε τις προμήθειες και μείναμε με τον Βασίλη να λέμε τα δικά μας,

- Ρε συ θυμάσαι...

- Αν θυμόμουνα λέει και πολύ καλά μάλιστα, τι να πρωτοθυμηθείς, ποτάμι οι αναμνήσεις. Τι να έγινε ο τάδε, τι να έγινε ο δείνα, συνηθισμένα λόγια παλιών γνωστών. Εκεί που είχαμε χαλαρώσει, ξαφνικά ακούγεται η γυναίκα μου να τσιρίζει μέσα από την εκκλησία. Φτάσαμε τρέχοντας και μπαίνουμε μέσα και βλέπω τη γυναίκα μου να είναι πεσμένη στο πάτωμα και να κλαίει. Με έπιασε πανικός, έφτασα από πάνω της και την κούνησα από τους ώμους για να την συνεφέρω. Γυρίζει με βλέπει και χώνεται στην αγκαλιά μου.

- Τι είναι μάτια μου τη ρωτάω, με κοίταξε σα χαμένη και δεν έβγαζε λέξη.

- Πάω να φέρω νερό λέει ο Βασίλης, τη σηκώνω στα χέρια μου και τη βγάζω έξω να πάρει αέρα και να συνέρθει.

- Ο Άγιος μου λέει,

- Τι ο Άγιος, βρε παιδί μου και με τρόμαξες

- Πέρασε από πάνω μου ο Άγιος και με άγγιξε με το ρούχο του.

- Ααα καλά εσύ παιδάκι μου βλέπεις φαντάσματα.

- Και αυτό τι είναι τότε μου λέει και μου δείχνει το πόδι της που έτρεμε στην πατούσα.

- Ρε χρυσό μου παιδί τυχαίο ήτανε μη δίνεις και τόση σημασία, κανένα πουλάκι θα πέταξε και σ' ακούμπησε.

- Ξέρω γω τι είδα μου λέει πεισματικά και η κουβέντα έλαβε τέλος.

Στο μεταξύ έφτασε και ο Βασίλης με την κόρη του κρατώντας ένα μπουκάλι με νερό και πλαστικά ποτήρια. Είχε ακούσει τα τελευταία λόγια μας και με κοίταξε με απορία. Θα της περάσει του κάνω νόημα, προσπαθώντας να μη με καταλάβει η γυναίκα μου. Το φαγητό ήταν έτοιμο, κάτσαμε κοντά της για να μην τη μετακινήσουμε και φάγαμε με μισή καρδιά. Το κλίμα είχε βαρύνει και μάλιστα με ανθρώπους που τους είχε δει για πρώτη φορά, αισθανόταν πως θα την κορόϊδευαν.

Αλλά ο Βασίλης δεν ήταν τέτοιος τύπος, δυό χρόνια μαζί στον Έβρο τον ήξερα καλά, το είχε πάρει σοβαρά. Προσπαθούσε να χαλαρώσει το κλίμα λέγοντας πως είναι ώρα να πάμε και σε κάποιο άλλο λιμάνι. Συμφωνήσαμε και άρχισα να μαζεύω τα λιγοστά πράγματά μας. Τα έβαλα στο σκάφος και γύρισα να πάρω τη γυναίκα μου από την παραλία. Τη βρήκα να με περιμένει όρθια κρατιόταν από τη σωλήνα του υπόστεγου και με κοιτούσε.

- Με πιστεύεις τώρα μου λέει, κάγκελο εγώ... γυρνάω προς το Βασίλη που δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε και έφτιαχνε κάτι με τα σχοινιά. του φωνάζω και έρχεται νομίζοντας πως θέλω βοήθεια. Μόλις είδε όρθια τη Τζου τα 'χασε, κόντεψε να λιποθυμήσει από το σοκ. Μέχρι να πάμε κοντά της την πρόδοσαν οι δυνάμεις της και σωριάστηκε μπροστά μας. Κάναμε σκαμνάκι με τα χέρια μας και την πήγαμε στο σκάφος. Σαλπάραμε με κατεύθυνση προς κάποιο κοντινό λιμάνι και σε μισή ώρα περίπου είχαμε δέσει κιόλας.

Πήραμε μια καρέκλα από το εστιατόριο που ήταν πιο κοντά και μεταφέραμε τη Τζου. Κάτσαμε για να συνέρθουμε και να συζητήσουμε τα σημερινά γεγονότα. Η Τζου ξεκίνησε να αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια το γεγονός που συνέβη μέσα στο εκκλησάκι. Ούτε λίγο ούτε πολύ μας είπε πως εκεί που καθόταν στο στασίδι, είδε από την εικόνα του αγίου να βγαίνει κάποιο φως. Τρόμαξε και πάγωσε και μια και δεν μπορούσε να σηκωθεί έμεινε στη θέση της, έκανε να φωνάξει και δεν έβγαινε φωνή από το λαρύγγι της.

- Ρε μπας και σε πήρε ο ύπνος εκεί που καθόσουνα και είδες κάποιο όνειρο και τρόμαξες, τη ρώτησα.

- Και το ότι σηκώθηκα πως το εξηγείς, μου είπε ειρωνικά.

- Ρε παιδιά κάποια εξήγηση θα υπάρχει, είπε ο Βασίλης.

- Ναι η κούραση της ημέρας θα φταίει είπε η Ευγενία.

- Εγώ ξέρω τι είδα επέμενε η Τζου.

- Είδες ένα ωραίο όνειρο επέμεινα.

- Τώρα πως αισθάνεσαι τη ρώτησα για πολλοστή φορά.

- Μια χαρά είμαι, αισθάνομαι πως θα σηκωθώ και θα περπατήσω.

- Ασε τις παληκαριές, μην πέσεις και τσακιστείς, θα πάμε στο νησί στο γιατρό και θα δούμε.

- Κανένα γιατρό δε θέλω, στον Άγιο θα ξαναπάω.

- Καλά πάμε πρώτα στο γιατρό και βλέπουμε για τον Άγιο.

- Ο Άγιος θα με κάνει καλά, τελεία και παύλα.

- Ρε παιδί μου σκέψου κάτι άλλο μπορεί να συμβαίνει, μήπως το ζεστό νεράκι που μας χτυπούσε στο λιμανάκι, μήπως το μπανάκι και η γυμναστική, ξεκούνησαν κάποιο νεύρο.

- Και τοσον καιρό γιατί δεν κατάλαβα τίποτα.

Ο Βασίλης με την κόρη δεν έβγαζαν λέξη.

- Ίσως ο οργανισμός σου τόσο καιρό προσπαθούσε να αυτο- θεραπευθεί και σιγά σιγά αναπλήρωσε τα νεύρα και ίσως όλα αυτά σήμερα ήταν η σκανδάλη για να ξαναρχίσουν τα νεύρα να λειτουργούν και πάλι της είπα, προσπαθώντας να δώσω μια λογική εξήγηση. Δεν κάτσαμε πολύ, μια και δεν είχαμε και την καρέκλα της γυναίκας μου.

Σαλπάραμε μετά από λίγο με κατεύθυνση το γραφικό λιμανάκι των διακοπών μας, στη βάση μας δηλαδή. Η χαρά μου ήταν μεγάλη για το ότι μπορεί να υπάρξει κάποια βελτίωση στην κατάσταση της γυναίκας μου. Αλλά δεν ήθελα και να της το δείξω και να την κάνω να έχει παραπάνω ελπίδες απ' ότι πρέπει. Στη διάρκεια του ταξιδιού δεν βγάλαμε μιλιά εκτός από τα απαραίτητα για την καλή πλεύση του σκάφους.

Φτάσαμε μετά από δύο ώρες σχεδόν και βαλθήκαμε να ασφαλίσουμε το σκάφος. Πετάχτηκα μέχρι την ταβέρνα και έφερα την καρέκλα. Με το Βασίλη κανονίσαμε να βρεθούμε το βραδάκι για κανένα μεζεδάκι.

Πέρασα το απόγευμα όλο ψάχνοντας κάποιο γιατρό σχετικό με την πάθηση της γυναίκας μου, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια, καλοκαιρινές διακοπές για όλους σχεδόν. Μιας και δεν ήταν κάτι βιαστικό, προσπάθησα να πείσω τη γυναίκα μου ότι θα το κάναμε αμέσως μετά από τις διακοπές μας. Ισως και να φεύγαμε λίγο νωρίτερα.

Το βραδάκι κατέβηκα στην ταβέρνα περιμένοντας το Βασίλη, δε φάνηκε και άρχισα να ανησυχώ, ρώτησα τον κυρ Γιώργη και δεν ήξερε τίποτα, κάτσε να ρωτήσω την κόρη μου που ήταν το απόγευμα εδώ. Τότε άρχισα να αναρωτιέμαι πως και δεν είχα ανταλλάξει τηλέφωνα με το Βασίλη, με το δίκιο του ο άνθρωπος θα τρόμαξε και δεν θα ήθελε να χαλάσει τις διακοπές του. Έρχεται μετά από λίγο κρατώντας ένα φάκελο, μου τον δίνει και κάθεται, έφυγαν πριν τη δύση του ήλιου μου λέει. ανοίγω το φάκελο και βγάζω ένα σημείωμα με λίγες λέξεις, “Συγνώμη που φεύγουμε έτσι απρόοπτα αλλά βγήκε δελτίο θυέλης και πρέπει να προλάβουμε τον καιρό. Θα τα πούμε, ΒΚ. ΥΓ τα χαιρετίσματά μου στη γυναίκα σου“.

Πήγα σπίτι και τα είπα στη Τζου που παραξενεύτηκε πολύ. Είχε σχηματίσει καλή εντύπωση για το φίλο μου και δεν περίμενε να φύγει έτσι απρόοπτα.

Την άλλη μέρα το πρωί πήγα ως συνήθως στον κυρ Γιώργη για καφέ και κουβεντούλα, Η Τζου κοιμόταν ακόμα.

- Σου έφερα και την χθεσινή εφημερίδα, που δεν την πήρες φεύγοντας, το πρωί που πήγατε εκδρομή, μαζί με τη σημερινή. Αα να σαι καλά κυρ Γιώργη, φέρε τώρα τον καφέ και έλα να τα πούμε. Ξεφύλισα την χθεσινή εφημερίδα πρώτα, έφερε τους καφέδες ο συμπαθής ταβερνιάρης και έκατσε. Δεν είχε κάτι ενδιαφέρον η χθεσινή και την κάνω πάσα στον κυρ Γιώργη. Ανοίγω τη σημερινή, με μεγάλα γράμματα έγραφε, “δεύτερη έκδοση”, δεν με παραξένεψε στην αρχή, και κάνω το πρώτο πέρασμα. Παίρνω το ποτήρι με το νερό και του λέω στην υγειά σου, πίνω μια γουλιά και ενώ διάβαζα άρχισε να μου χύνεται το νερό πάνω στο τραπέζι.

- Εεεε μου λέει ο κυρ Γιώργης πρόσεχε παιδί μου θα γίνεις μούσκεμα.

Είχα μείνει κόκκαλο με αυτό που διάβασα.

- Διάβασε, κατόρθωσα να ψελίσω, πες μου αν διαβάζεις ότι κι εγώ.

- Που βρε παιδί μου;

- Ναα εκεί κάτω στη φωτογραφία.

“ Γνωστός επιχειρηματίας των Αθηνών, (ΒΚ) 50 ετών, αναζητείται και η κόρη του (ΕΚ) 20 ετών, μετά από τη βύθιση του ιστιοφόρου που επέβαιναν, από την χθεσινή σφοδρή θαλασσοταραχή. Οι αρχές χτενίζουν την περιοχή για την ανεύρεση των ναυαγών. “

- Οχι δεν το πιστεύω, είπε ο κυρ Γιώργης, είναι αδύνατον, αφού εδώ ήταν χθες.

Αφήνω τον ταβερνιάρη άφωνο και πάω να βρω τη Τζου, τι να της πω και πως. Μπαίνω στο δωμάτιο και τη βλέπω ντυμένη και καθισμένη στο κρεβάτι να με περιμένει.

- Είμαι έτοιμη και σε περίμενα αργότερα βέβαια, για τη βόλτα μας.

- Τι βόλτα... αν σου πω τι έγινε ούτε βόλτα θα θες ούτε τίποτα.

Με κοίταξε παράξενα και το πρόσωπο της γέμισε απορία.

Της δείχνω στην εφημερίδα το σημείο που πρέπει να διαβάσει, μένει με το στόμα ανοιχτό και συνεχίζει να με κοιτάει απορημένη.

- Πως είναι δυνατόν, ψελίζει.

- Κι εγώ αυτό είπα, δεν το πίστευα.

- Να πάρουμε τηλέφωνο στο λιμεναρχείο, να μάθουμε.

- Θα πάω να ψάξω της λέω.

- Να πας αλλά να προσέχεις.

Κατεβαίνω πάλι στην ταβέρνα και ρωτάω τον κυρ Γιώργη που μπορούμε να βρούμε ταχύπλοο σκάφος.

- Εγώ, μου λέει ο ταβερνιάρης, έχω ένα από τα πιο γρήγορα της περιοχής. Κάτσε να το πω στη γυναίκα κι έρχομαι.

- Πάμε για προμήθειες του λέω όταν επέστρεψε, και τρέχω μαζί του προς το μόλο.

- Είναι γεμάτο πάντα, ξέρεις προς τα που τράβηξαν; Του είπα τη διαδρομή που έιχαν σκοπό για το ταξίδι τους.

- Υπολογίζω να τους έπιασε ο καιρός μετά από δύο ώρες, πάμε στον Άγιο.

- Εκεί ήμασταν χθές του λέω.

- Εκεί βγάζουν τα ρεύματα, θα είχε ρότα για το λιμάνι και βρήκε τον καιρό κόντρα και τον μπατάρησε, αν πρόλαβαν να φορέσουν σωσίβια ή μπήκαν στη βάρκα εκεί θα τους βγάλει.

Μετά από τρία τέταρτα της ώρας βλέπαμε από μακρυά το λιμανάκι. Αλλά την παρουσία, κανενός. Δέσαμε στη μικρή προβλήτα και πήγαμε κατά το εκκλησάκι. Μέσα ξαπλωμένος στο ένα στασίδι ο Βασίλης χλωμός και ταλαιπωρημένος, το πόδι του δεμένο όπως-όπως φαινόταν σε άσχημη κατάσταση. Μόλις άκουσε θόρυβο άνοιξε τα μάτια.

- Το παιδί τον ρωτάω;

- Μην ανησυχείς πήγε να φέρει βοήθεια.

- Έφυγε νύχτα και μάλλον θα χάθηκε.

- Είναι ξύπνια κοπέλα αν τα βρήκε σκούρα, θα περίμενε να φωτίσει και μετά θα ξεκίνησε.

- Τι έγινε για πες πονάς; Eν τω μεταξύ ο κυρ Γιώργης είχε πάει μέχρι το σκάφος και έφερε το κουτί με τις πρώτες βοήθειες.

- Δεν μπορούμε να φύγουμε έτσι θα πρέπει να περιμένουμε και το παιδί, αντέχεις εσύ;

- Δεν έχω χτυπήσει αλλού παρά-μόνο στο πόδι, νομίζω πως είναι σπάσιμο.

- Τυχερός είσαι μες την ατυχία σου φίλε μου.

- Πως ήξερες να ψάξεις εδώ, πως σου ήρθε.

- Όχι εγώ ο κυρ Γιώργης ξέρει τα κατατόπια και ήρθαμε.

- Νά 'σται καλά και οι δυό.

Παυσίπονο βρήκα αλλά όχι νάρθηκα για το πόδι του φίλου μου, που ήταν σπασμένο χαμηλά στην κνήμη. Κατά ένα περίεργο τρόπο έιχε σπάσει μόνο το ένα κόκκαλο. Η περόνη απείραχτη, αλλά πως να το βάλουμε στη θέση του, θα χοροπηδούσε μέχρι το ταβάνι. Πετάχτηκα μέχρι έξω ψάχνωντας για μικρά σανιδάκια, δεν βρήκα παρά μόνο κάτι ξερόκλαδα και αναγκάστικα να σπάσω μερικά από το υπόστεγο. Μπήκα πάλι στο εκκλησάκι, μόλις με είδε ο Βασίλης με τις σανίδες στο χέρι κατάλαβε τη συνέχεια.

- Μην τολμήσεις είπε και με αγριοκοίταξε.

- Μωρέ θα το κάνω και βάλε τα δυνατά σου να μην ουρλιάξεις δυνατά και μας ξεκουφάνεις.

- Είναι κάτι που πρέπει να γίνει είπε κι ο κυρ Γιώργης.

Καθάρισα όσο μπορούσα καλύτερα το δέρμα, ακόμα και η επαφή μα το βαμβάκι τον ενωχλούσε. Και τώρα η μεγάλη στιγμή του είπα αλλά μη φοβάσαι δεν θα καταλάβεις τίποτα, με κοίταξε παραξενεμένος. Εκείνη την ώρα που του είχα αποσπάσει την προσοχή, τράβηξα απότομα το πόδι για να πάνε τα κόκκαλα στη θέση τους. Τα είχα καταφέρει σχεδόν αλλά ο φίλος λυποθύμησε. και τότε κατάφερα να αποτελειώσω το νάρθηκα με τη βοήθεια του κυρ Γιώργη.

Μετά από αρκετή ώρα ο Βασίλης συνήλθε από τη λυποθυμία και με κοίταξε με παράπονο.

- Μα με διαβεβαίωσε πως δεν θα καταλάβω τίποτα.

- Ναι αλλά δεν με άφησες να τελειώσω και να σου πω το γιατί.

- Προπάθησε να γελάσει αλλά αυτό που του βγήκε ήταν μουγκρητό.

- Και συ Άγιε μου έπρεπε να πνήξεις το φίλο μου για να με φέρεις εδω και να πάρεις τον οβολό μου; Να πάρε, και για το φίλο μου που τον έσωσες, ένα κεράκι για τον καθένα τους.

Αρκετή ώρα μετά πλσίαζε μεσημέρι πιά, ακούσαμε την άκατο του λιμενικού να βρυχάται απ' έξω από το εκκλησάκι. Κατέβηκαν δύο λιμενικοί κουβαλώντας ένα φορείο. Ξώπισό τους η Ευγενεία γεμάτη ανησυχία, μόλις μας είδε έσκασε ένα χαμόγελο.

- Κύριε Θανάση τι καλά που βρεθήκατε εδώ.

- Για πες μου τί έγινε, γιατί άργησες, έισαι καλά εσύ.

- Ναι καλά είμαι δεν έπαθα κάτι εγώ. Ξεκίνησα πολύ νωρίς δεν είχε ξημερώσει ακόμα και χάθηκα, αναγκάστηκα να περιμένω να ξημερώσει και τότε προσανατολήστικα και ξεκίνησα να περάσω το βουνό.

Στο μεταξύ οι λιμενικοί τον ξάπλωσαν προσεκτικά στο φορείο και τον μετέφεραν στο σκάφος. Πήγα και εγώ μαζί τους. Είπα στο κυρ Γιώργη να ειδοποιήσει τη Τζώρτζια να μην ανησυχεί και ξεκίνησαμε σε αντίθετες κατευθύνσεις.

Φτάνωντας στο νησί μας περίμενε ασθενοφόρο και μας μετέφερε στο κέντρο υγείας. Εκεί τον παρέλαβαν οι γιατροί και τον πήγαν για ακτίνες. Κάθησα με το παιδί να περιμένω πότε θα τον εοίμαζαν. Μου διηγήθηκε με λεπτομέριες το συμβάν και πως έσπασε το πόδι του ο πατέρας της.

Αρκετή ώρα και μετά από τις αγριοφωνάρες του φίλου μου που πονούσε, τον έφεραν με καροτσάκι, μπαταρισμένο με γύψο μέχρι και πάνω από το γόνατο.

- Τώρα φίλε μου είσαι για να πάμε να καταλάβουμε εκείνο το ύψωμα που κάναμε αέρα στο στρατό.

- Ρε κόψε την πλάκα γιατί πονάω και βρες μου κανένα ζευγάρι πατερίτσες να αισθάνθώ ότι δεν είμαι και τόσο ανάπηρος, απ' όσο αισθάνομαι.

Τους άφησα μόνους μπαμπά και κόρη και πήγα στο φαρμακέιο και του έφερα ότι καλύτερο μπορόυσα να βρώ. Ενα ζευγάρι απίθανες πατερίτσες με λάβές για τα χέρια, προσαρμοζόμενες κλπ κλπ.

- Είναι τούρμπο του λέω θα σε πάνε παντού. Τώρα όμως θα σας πάω για φαγητό γιατί φαντάζομαι πως θα λυσάτε στην πείνα.

- Οχι ακόμα θα πρέπει να δώσω κατάθεση στο λιμεναρχείο,

- Ρε αφού είστε γεροί το λιμεναρχείο μπορεί να περιμένει.

- Καλά αλλά θα μας ψάχνουν οι λιμενικοί. θα τους αφήσω μήνυμα που θα είμαστε.

- Αλλά να τι λέω έρχεται ένας λιμενικός, μάλλον για σας θα είναι. Πράγματι μας πλησίασε ο λιμενικός και μας ζήτησε να πάμε για κατάθεση. Τον παρακάλεσα να πει στο διοικητή ότι θα πάμε για φαγητό και θα περάσουμε μετά από το λιμεναρχείο.

Αφού τον κατσάδιασα για την βιασύνη του να φύγει, κάθησε και μου εξήγησε πως στο νησί υπήρχε καλύτερο λιμάνι και θα έβγαζε την καταιγίδα καλύτερα εκέι, παρά στο λιμανάκι που είμαστε μαζί. Είχε ζητήσει πληροφορίες για τον καιρό από τον ασύρματο και έτσι το λιμεναρχείο ήξερε πως ξεκίνησε για εκεί. Δεν πρόλαβε βέβαια ούτε μέχρι το νησί να φτάσει, γιατί όπως σωστά το υπέθεσε και ο κυρ Γιώργης ο καιρός δεν τους τη χάρισε, ήρθε πολύ γρήγορα η κατιγίδα.

- Σε λίγο θα σας καλέσω ένα ταξί να πάτε στο λιμεναρχείο κι εγώ θα πάω να βρω ένα σκάφος για πίσω. Αν θέλετε βέβαια, μια και είσαστε εδώ και δεν έχετε λόγο να γυρίσετε Αθήνα να έρθετε μαζί και να περάσουμε λίγες μέρες μαζί και να ξεχάσετε και την περιπέτειά σας. Γκρίνιαξε λίγο ο Βασίλης αλλά και να γυρνούσε στην Αθήνα τι καλύτερο θα έκανε.

- Αποφασίστηκε λοιπόν.

Στο λιμάνι στην επιστροφή μας περίνενε ο κυρ Γιώργης που τον

είχα ειδοποιήσει πριν να φύγουμε.

- Να ρωτήσουμε την σπιτονοικοκυρά μας αν έχει κανένα άδειο δωμάτιο κυρ Γιώργη.

- Αστο σε μένα παλικάρι μου, θα την πάρω τηλέφωνο και θα σου πω, ελάτε να καθήσετε για λίγο.

Ετσι βρέθηκα να έχω δύο για ντάντεμα, όχι πως δεν μου άρεσε η παρέα αλλά και το ψάρεμα όμως...

Μπα δεν το στερήθηκα, τουναντίον είχα και κάποιον για παρέα.

Ετσι ξανακέρδισα ένα φίλο και την παρέα του, την οποία είχα στερηθεί τόσα χρόνια. Κουβέντα στην κουβέντα κατάλαβα πως τα κοινά σημεία έστω και μετά από τόσα χρόνια, υπήρχαν. Αυτός βέβαια είχε τις επιχειρήσεις του, εγώ από την άλλη απλός υπάλληλος σε μια εταιρία διανομών. Τι κοινό θα μπορούσαμε να έχουμε, πολλά μου έλεγε πράγματα που δεν θα έλεγε σε κανένα στο χώρο του. Μου εμπιστεύτηκε πληροφορίες που θα ήταν επιβλαβείς αν μαθαίνονταν. Μ' αυτό τον τρόπο ήθελε να μου δείξει πως με εμπιστευόταν απόλυτα και πως δεν υπήρχαν αποστάσεις μεταξύ μας. Για συνεργασία ούτε κουβέντα, ήταν κάθετος. Σε κάθε συνεργασία υπάρχουν προστριβές που φθείρουν τις σχέσεις. Σε κάθε συνεργασία υπάρχουν προστριβές που χωρίζουν τον ανθρωπο από τον επιχειρηματία.

Ετσι προχώρησε η φιλία μας και μετά που γυρίσαμε στην Αθήνα, το σαββατοκύριακο σε μια ταβερνούλα στα Καμίνια, να μην ξεχνάμε και την καταγωγή μας. Το σπουδαιότερο στο Βασίλη ήταν ότι παρέμενε απλός, χωρίς να σε φέρνει ποτέ σε δύσκολη θέση. Ακόμα και στην ταβέρνα πληρώναμε ρεφενέ. Τις άλλες μέρες που συναντιόμαστε στο σπίτι μου, πάντα έφερνε τα γλυκά που άρεσαν στην Τζου μου. Αυτή δε, “έτρεχε”, να του ετοιμάσει ότι καλύτερο μεζέ που ήξερε πως του αρέσει. Μετά από μερικούς μήνες απολύθηκε και ο γιός του, ένα πανήψυλο παλικάρι με ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστηκά που φαινόταν καθαρά πως δεν τα είχε πάρει από τον πατέρα του. Η Ευγενία κολητή με τη γυναίκα μου, πάντα μάζι στις συγκεντρώσεις μας, άναπλήρωνε τη σχέση με τη μητέρα που της έλειπε, αλλά και η Τζου του παιδιού που της έλειπε τόσο πολύ.

Πάντα ο Βασίλης ήταν πρόθυμος να αναζητήσουμε τον καλύτερο γιατρό για τη θεραπεία της γυναίκας μου. Πήγαινε αρκετά καλά και οι ελπίδες μας ότι θα περπατήσει κάποια μέρα άρχισαν να γίνονται όλο και πιό πολλες. Ευγενικά πάντα πρότεινε να μας βοηθήσει, αλλά πάντα έπερνε την ίδια απάντηση. Εχουμε ο ένας τον άλλο, ακόμα και να μην γίνει κάτι. Δεν θέλαμε να εκμεταλευτούμε τη φιλία του, την άνεσή του, την ευαισθησία του.

Πάντα εύρισκε τρόπο να μου προτείνει επικερδείς επενδύσεις που μου έφερναν την άνεση που δεν είχα μετά από τόσα ιατρικά έξοδα. Αυτή ήταν η μοναδική βοήθεια που δεχόμουν απ' αυτόν, αδιαμαρτήρητα.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη