A
μ |
|||
(38 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από 18 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | + | <br /> | |
+ | "... πέταξε... | ||
+ | |||
+ | <br /> | ||
+ | Η φιγούρα του ανανέωσε κάπως το μισοπεθαμένο κλίμα εκείνης της παραίσθησης. Παρά τα σαράντα του χρόνια και τα άλλα τόσα καταχρήσεων, παρέμενε όμορφος. Τα μακριά του μαλλιά είχαν κολλήσει από καιρό στο πρόσωπο που είχε αδυνατίσει πιότερο, θαρρείς από τη μιλιά του! <br /> | ||
+ | Έτσι, λοιπόν, έστεκε φέρνοντας σε άγγελο που περιμένει στη σειρά,<br /> | ||
+ | να πάρει τα φτερά του. | ||
+ | |||
+ | «Τι έγινε καλλιτέχνη; καιρό έχουμε να σε δούμε από τα μέρη μας. Πού χάθηκες»; ρώτησε κάποιος με περιέργεια καλύτερη παρά συμπόνια. | ||
+ | |||
+ | Α, ναι ήταν ο καλλιτέχνης της παρέας. Μήτε ζωγράφιζε ούτε που τραγουδούσε και ασφαλώς δεν επιδιδόταν σε οποιαδήποτε άλλη τέτοια δραστηριότητα. Μα είχε ετούτη τη λόξα. Τη μανία να μαθαίνει και να αποστηθίζει πληροφορίες σχετικά με οτιδήποτε αφορούσε τους καλλιτέχνες, εικόνας και λόγου, νέους και παλαιότερους. Ανώφελη εμμονή, μπορεί να πει κανείς, μα εντούτοις ήταν αυθεντία σε αυτό.<br /> | ||
+ | Γνώριζε τόσα πολλά που αυτό του έδινε μια αύρα διανοούμενου. Επιπλέον, άθελα του απαντούσε συνέχεια με αποφθέγματα λογίων και αποσπάσματα συγγραμμάτων. Είχε γεμίσει το κενό του με αποκόμματα βίου ανθρώπων του πνεύματος. Ο δικός του ασθενούσε! <br /> | ||
+ | Έτσι του είχε αποδοθεί και το προσωνύμιο. | ||
+ | |||
+ | «Είπα να κόψω», απάντησε σε εκείνον που απορούσε, χωρίς ούτε καν το βάσανο να διακρίνει τη φωνή ανάμεσα στο πλήθος.<br /> | ||
+ | «ναι, όλοι αυτό λέμε, κάποτε» αποκρίθηκε μιαν άλλη φωνή με κάποιο τόνο, το δίχως άλλο, ειρωνικό. | ||
+ | |||
+ | Δε φάνηκε να δίνει σημασία, άλλωστε είχε χάσει κάμποσους φίλους εκεί χάμω. Κίνησε αποφασιστικά για την πηγή των ονείρων και ζήτησε μια ντουζίνα! | ||
+ | |||
+ | Έτσι σε λίγο έπεφτε και θέλησε να φύγει. Σκεφτόταν πως θα ήτανε εάν, ξαφνικά, πέθαινε.<br /> | ||
+ | Η σκέψη τον ξεκούρασε. Θα έπαιρνε τα φτερά του; <br /> | ||
+ | Είδε κόσμο πολύ να κλαίει και χάριν απουσίας να τονίζει «ήτανε καλό παιδί». | ||
+ | |||
+ | Από καιρό το είχε νιώσει πως η πολλή η καλοσύνη καταντάει αδυναμία και ίσως... αδικία. | ||
+ | |||
+ | Κανείς δε μπορεί να σε κατηγορήσει που δεν υπήρξες δυνατός. Κανείς που δε μπορεί να συγχωρήσει. | ||
+ | |||
+ | Τα φτερά του... τα πήρε τελικά! | ||
+ | |||
+ | ... ψηλά"<br /> | ||
+ | <br /> | ||
+ | [[Category: Πεζός Λόγος]] |
Παρούσα αναθεώρηση της 10:31, 1 Ιουλίου 2013
"... πέταξε...
Η φιγούρα του ανανέωσε κάπως το μισοπεθαμένο κλίμα εκείνης της παραίσθησης. Παρά τα σαράντα του χρόνια και τα άλλα τόσα καταχρήσεων, παρέμενε όμορφος. Τα μακριά του μαλλιά είχαν κολλήσει από καιρό στο πρόσωπο που είχε αδυνατίσει πιότερο, θαρρείς από τη μιλιά του!
Έτσι, λοιπόν, έστεκε φέρνοντας σε άγγελο που περιμένει στη σειρά,
να πάρει τα φτερά του.
«Τι έγινε καλλιτέχνη; καιρό έχουμε να σε δούμε από τα μέρη μας. Πού χάθηκες»; ρώτησε κάποιος με περιέργεια καλύτερη παρά συμπόνια.
Α, ναι ήταν ο καλλιτέχνης της παρέας. Μήτε ζωγράφιζε ούτε που τραγουδούσε και ασφαλώς δεν επιδιδόταν σε οποιαδήποτε άλλη τέτοια δραστηριότητα. Μα είχε ετούτη τη λόξα. Τη μανία να μαθαίνει και να αποστηθίζει πληροφορίες σχετικά με οτιδήποτε αφορούσε τους καλλιτέχνες, εικόνας και λόγου, νέους και παλαιότερους. Ανώφελη εμμονή, μπορεί να πει κανείς, μα εντούτοις ήταν αυθεντία σε αυτό.
Γνώριζε τόσα πολλά που αυτό του έδινε μια αύρα διανοούμενου. Επιπλέον, άθελα του απαντούσε συνέχεια με αποφθέγματα λογίων και αποσπάσματα συγγραμμάτων. Είχε γεμίσει το κενό του με αποκόμματα βίου ανθρώπων του πνεύματος. Ο δικός του ασθενούσε!
Έτσι του είχε αποδοθεί και το προσωνύμιο.
«Είπα να κόψω», απάντησε σε εκείνον που απορούσε, χωρίς ούτε καν το βάσανο να διακρίνει τη φωνή ανάμεσα στο πλήθος.
«ναι, όλοι αυτό λέμε, κάποτε» αποκρίθηκε μιαν άλλη φωνή με κάποιο τόνο, το δίχως άλλο, ειρωνικό.
Δε φάνηκε να δίνει σημασία, άλλωστε είχε χάσει κάμποσους φίλους εκεί χάμω. Κίνησε αποφασιστικά για την πηγή των ονείρων και ζήτησε μια ντουζίνα!
Έτσι σε λίγο έπεφτε και θέλησε να φύγει. Σκεφτόταν πως θα ήτανε εάν, ξαφνικά, πέθαινε.
Η σκέψη τον ξεκούρασε. Θα έπαιρνε τα φτερά του;
Είδε κόσμο πολύ να κλαίει και χάριν απουσίας να τονίζει «ήτανε καλό παιδί».
Από καιρό το είχε νιώσει πως η πολλή η καλοσύνη καταντάει αδυναμία και ίσως... αδικία.
Κανείς δε μπορεί να σε κατηγορήσει που δεν υπήρξες δυνατός. Κανείς που δε μπορεί να συγχωρήσει.
Τα φτερά του... τα πήρε τελικά!
... ψηλά"