Ανάμεσα στη Νύχτα και τη Μέρα

Από Κιθάρα wiki
(Διαφορές μεταξύ αναθεωρήσεων)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Imported from php nuke via nuke2wiki)
 

Παρούσα αναθεώρηση της 09:07, 19 Σεπτεμβρίου 2004

Το παρακάτω αποτελεί απόσπασμα από το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου μου 'Ανάμεσα στη Νύχτα και τη μέρα'.


Βρέχει. Κι έχουν μια θλίψη οι στάλες της βροχής, μια μονότονη θλίψη, πικρή, που αργά γίνεται γεύση στις άκρες των ματιών, νοσταλγική.
Χιλιάδες ποτάμια ξεχείλισαν και χύθηκαν στους δρόμους της καρδιάς.
Περπάτα στις μύτες εαυτέ μου, μην λασπωθείς.
Μουσκεύτηκαν τα μάγουλα σου, κι είναι σαν να κατέβασαν οι χείμαρροι των ματιών σου.
Ο θεός είναι σήμερα πολύ λυπημένος, και η λύπη πέφτει στα κεφάλια μας όπως άλλωστε και η οργή του.
Και μέσα στη βροχή, κρύβεται η θλίψη ενός ονείρου, απραγματοποίητου...


Κράτησα το όνειρο στα χέρια μου, ανάλαφρα, σαν περιστέρι. Το χάιδεψα απαλά με τα χείλη μου κι ύστερα ξέσφιξα τα δάχτυλα... Έκανε δυο κύκλους αποχαιρετισμού πάνω απ’ το κεφάλι μου και το έχασα για πάντα...
Μικρός που’ ναι ο κόσμος αλήθεια! Κι ας τον μεγαλώνουμε μερικές φορές με τις πράξεις μας. Μικρός που είναι!
Μια μέρα, το όνειρο συνάντησα ξανά, κάτω απ’ το καυτό ήλιο του καλοκαιριού.
Τα μάτια μου ήταν δακρυσμένα.
Ήταν το ίδιο, μόνο που άλλος το κρατούσε απαλά και το χάιδευε πάνω στην καρδιά του. Γύρισα κι έφυγα γιατί οι φιλοδοξίες μου γέμισαν τα μάτια κλάμα...
Πόσο φοβάται τα όνειρα του ο άνθρωπος αλήθεια!
Νύχτα... Μίκρυνε η μέρα, οι γραμμές της κόντυναν και ψήλωσε η κυρά του σκοταδιού.
Τα τυλίγει όλα και όλους με τα μακριά της πέπλα...

Αυτής της μοναξιάς ο κύκλος, όλο και στενεύει. Αυτής της νύχτας η βροχή είναι λειωμένο χιόνι. Σου 'δωσα τα δυο χέρια μου και μου 'δωσες το σύννεφο το σκοτεινό και τον αέρα το φουρτουνιασμένο.
Μ’ αυτό το φθινοπωρινό αγέρι, πάνω σε μιας δροσιάς τη στάλα ταξιδεύουν οι αναμνήσεις μου. Σ’ αυτό το κομμάτι καταγάλανου ουρανού, στυλώνω το βλέμμα...
Στα πράσινα κλαριά της λεμονιάς την ψυχή μου αφήνω. Η ζωή αυτή τη μέρα με το χλιαρό ήλιο, τον αέρα και τη σκόνη που τα βάφει όλα γκρίζα, μοιάζει αβάσταχτη, έτσι που την καρδιά τυλίγει η νοσταλγία... Βλέπεις να κρύβονται τα βουνά πίσω από γαλαζωπά σύννεφα... Μόνο οι κορυφογραμμές τους ξεχωρίζουν. Πλατιά καταπράσινα φύλλα κρύβουν το δρόμο, Τον κόσμο, από εδώ.

Την εποχή φοβόμαστε και αλλάζουμε διάθεση...
Είμαστε μόνοι σαν το τελευταίο φθινοπωρινό φύλλο. Σαν το τελευταίο κομμάτι ουρανού πριν το σκεπάσουν τα σύννεφα... Μόνοι, σε κάθε εποχή...
Ένα καλοκαίρι, Ένα φθινόπωρο, Ένας χειμώνας, Μια άνοιξη. Δεν έχει σημασία ποιο απ’ αυτά θα σε κάνει να πονέσεις, ποιο θα σε κάνει να χαρείς, ποιο θα σε κάνει να ζήσεις και ποιο να πεθάνεις. Σημασία έχει ότι είναι τα τέσσερα φύλλα της καρδιάς μας και όλα μαζί φτιάχνουν Μια καρδιά, Μια ζωή, Έναν άνθρωπο και Έναν θάνατο.

Ο άνθρωπος φοβάται τη ζωή, το ίδιο με τον θάνατο...
Η ζωή είναι μια ζωηρή καλημέρα, ένα κουρασμένο χαίρετε, μια ψιθυριστή καληνύχτα...
Η ζωή μου είναι ένας δρόμος που μυρίζει ζυμαρικό, ένα κλαράκι πασχαλιάς, ένα χωράφι με παπαρούνες... Ένα κομμάτι γαλανού ουρανού κι ένα μπαμπακένιο σύννεφο.
Ένα λευκό πουλί και η μυρωδιά ανθισμένων λουλουδιών που σε ζαλίζει. Άρωμα από πεύκο και ρετσίνι. Γκρίζες πέτρες για να βρεις και να χτίσεις την μνήμη. Ξεκουράσου. Σπαταλήσαμε τη ζωή μας άσκοπα κι αλόγιστα...

Τούτες τις ανοιξιάτικες μέρες του χειμώνα, η ψυχή φτερουγίζει πάνω από ένα χωριό με περιβόλια από πορτοκαλιές. Με γυμνούς λόφους και ακρογιαλιές με απότομα βράχια και πεταλίδες στις ρίζες τους.

Θα ’θελα να περπατούσα πλάι στο κύμα, να βυθίζω το βλέμμα μου στον αφρό, να υψώνω τα χέρια μου στους γλάρους. Θα ’θελα να αγγίξω βότσαλα. Να σφίξω στη χούφτα μου τα φύκια... Να νοιώσω στο πρόσωπο μου το χάδι του θαλασσινού αέρα. Να αναπνεύσω αρμύρα... Να χαϊδέψω με το βλέμμα μου τους κίτρινους κρίνους του βουνού, να πηδήξω σαν τότε, σαν παιδί, στις πλάκες. Να ψάξω στις χαραμάδες για κυκλάμινα...
Να κόψω φτέρη δροσερή.
θα ’θελα να ζήσω από κοντά όλη τη μαγεία του κάμπου, όπως φαίνεται από τα κάστρα.
Να βάλω ξανά φωνή δυνατή απ’ το κιόσκι. Να κλάψω από φόβο και δέος μαζί.
Θα 'θελα...
Τα μποστάνια να μοσχομυρίζουν. Ανθισμένα κλαριά από απιδιές να κρατώ στα χέρια.
Να καθρεφτίζω το πρόσωπο μου στο πηγάδι με τα πράσινα νερά.
Να γεμίζουν τα χέρια μου κόλλα από καπνό και χώμα...
Να βάφονται τα χέρια μου. Να βάφω και το πρόσωπο μου και να γελάω.
Να γελάω, με κλάμα, γιατί; Γιατί πέρασαν και μάλλον δεν θα ξαναγυρίσουν τούτα.
Όχι στη ζωή μου.

Τίποτα δεν είναι η ζωή αν δεν μπορείς να αναπνεύσεις και να ξαλαφρώσεις. Τίποτα δεν είναι η ζωή αν αυτό το νυχτερινό αγέρι δεν περνάει στα πνευμόνια σου...
Και τι αξίζει η ζωή όταν την κοιτάς απ’ το παράθυρο;

Αλλάζει ο άνθρωπος καρδιά μου. Αλλάζει όπως οι εποχές διάθεση κι όπως η θάλασσα χρώματα. Που να βρω την ψυχή μου;
Στον όγκο των τσιμεντένιων κτηρίων; Στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους; Στους τοίχους του σπιτιού μου; Κοιτάζω την παλάμη μου και σφίγγω τα δόντια στον πόνο της ζωής. Κλείνω στη χούφτα μου μέσα τα μαραμένα ροδοπέταλα της ψυχής μου. Τα λιώνω.
Είναι σαν να χάνεσαι έτσι που βούλιαξαν οι μέρες σε ένα τέλμα. Είναι σαν να πνίγεσαι σε στάσιμα νερά. Σε αντιφάσεις να βουλιάζεις. Περπατώ προσεκτικά από δω και μπρος, μη και σκορπίσουν τα κομμάτια της καρδιάς μου και γυμνωθώ.
Τίποτα δεν αξίζει όσο η ζωή. Ίσως ο θάνατος.
Σήκωσα το κεφάλι μου και τραγούδησα. Μακάριοι αυτοί που μπορούν να τραγουδούν.
Κι αυτοί που μπορούν να κλαίνε. Τραγούδησα δυνατά. Μ’ όλο μου το πάθος, καθώς ξέσπαγε μέσα μου σαν καταιγίδα το όνειρο.

Και ξανά ο φόβος του αύριο καθαρός. Πιο καθαρός κι απ’ το νερό.
Το αύριο... Ποιος είναι ικανός πίσω απ’ το νέφος να μου το δείξει;
Αφήνω ελεύθερη τη σκέψη μου και τρέχει... Τρέχει αφηνιασμένα στο θολωμένο δρόμο των ιδανικών μου.
Πήγαινε μια βόλτα, στα ψυχιατρεία.
Κράτα τα μάτια σου ορθάνοιχτα.
Ξεκούμπωσε την ψυχή σου και άκουσε, νιώσε, όλη τη συντριβή του κόσμου, έτσι όπως θα περνούν από μπροστά σου ένας, ένας οι τρελοί με τα κύπελλα στο χέρι.
Ο φόβος της μοναξιάς είναι μεγαλύτερος από κάθε άλλον φόβο. Ακόμα κι απ’ αυτόν της συντέλειας. Πες μου καθρέφτη μου, να ελπίζω σε σένα ή είμαι μονάχος μου;
Να σε καθαρίσω ήρθα. Για να φανεί πιο καθαρό το όραμα μου.
Σε περίμενα. Όσο κι αν σου φανεί παράξενο εγώ σε περίμενα. Κι ακόμα σε περιμένω.
Και θα σε περιμένω όραμα μου να ξετυλιχτείς μέσα από τις δίπλες της ανώνυμης σημαίας σου και να ’ρθεις. να κρατήσεις τη σημαία μου. Να βάλεις σημάδι στη δική σου και να προχωρήσουμε μαζί. Να υψώσουμε μαζί τα χέρια σ’ ένα ιδανικό, σε μια ιδέα, στο όνομα της αμοιβαίας εκτίμησης. Να πολεμήσουμε για τα ίδια οράματα, να φωνάξουμε, να τραγουδήσουμε, ν’ αγκαλιαστούμε.

Να συμπορευτούμε σύντροφε, να δώσουμε τα χέρια συναγωνιστή, να ελευθερωθούμε.
Να ελευθερωθούμε από τις αγωνίες, την αβεβαιότητα, τα άγχη και τις προκαταλήψεις μας. Να πλατύνουμε τους ορίζοντες, να χαράξουμε δρόμους καινούργιους, δίχως αγκάθια και πέτρες. Δίχως λακκούβες γεμάτες λασπόνερα. Να δώσουμε τα χέρια σύντροφε, να φιληθούμε, να γίνουμε λαμπάδα να φωτίσουμε το σκοτάδι, να ανοίξει τα μάτια του ο κόσμος και να δει. Επιτέλους να δει. Να καταλάβει πόσο φωτεινός είναι, πως λάμπει. Και θα το δει. Εμείς θα του το δείξουμε. Και θα τ’ ακούσει γιατί εμείς θα γίνουμε μεγάφωνο και η φωνή μας θα απλωθεί μαζί με τον αέρα, θα κυματίσει και θα χαϊδέψει τα αυτιά και τις αισθήσεις του. Εμείς πρέπει να γίνουμε φωτεινό μήνυμα. Να γεμίσουμε το γαλανό ουρανό, να μας διαβάσει, να μας δει, να μας ακούσει ο άνθρωπος.
Ο άνθρωπος που ζει με τον φόβο της μπότας, που ζει με την αβεβαιότητα του αύριο και της αποψινής νύχτας και κάθε νύχτας αποψινής. Ο άνθρωπος που ψάχνει μέσα από την άγνοια και την αμάθεια να βρει την άκρη απ’ το κουβάρι της αλήθειας, του σωστού και του δίκαιου.
Ένα παράθυρο ανοιχτό είναι το μέλλον, που σύντομα θα κλείσει.

Η λευτεριά καθρέφτη μου. Η λευτεριά, είναι τοπίο μαγικό πέρα στον ορίζοντα της κάθε κουρασμένης ψυχής. Την έχουμε εγκαταλείψει την προσπάθεια για λευτεριά. Ως που θα φτάσει αυτός ο φόβος ότι ποτέ δεν θα την κερδίσουμε;
Μήπως ακούτε μια φωνή; θα είναι η ελευθερία.
Πότε θα λευτερωθούμε;
Πότε θα ακούσουμε τη μαγική φωνή;

Και ξανά, αγαπημένε μου καθρέφτη, σου γελώ. Σου γελώ θάνατε και χίλια κομμάτια σε κάνω, αν θελήσω. Δεν θα με νικήσει ο φόβος σου θάνατε. Που είναι το κεντρί σου;
Φεύγεις, έρχεσαι. Νύχτωσε. Φώτα ανάψανε στους δρόμους. Σκιές και μισοφωτισμένα πρόσωπα. Ετούτη η πόλη άλλους τους σκοτώνει και άλλους τους βοηθάει να ζήσουν.
Διχασμένη πόλη. Διχασμένα τα συναισθήματα μας γι’ αυτήν. Μπερδεμένα τα λόγια σου. Δεν σε καταλαβαίνω. Βάλε φωνή. Θέλω να τρίξουν τα τζάμια...
Όλα γυρίζουν γύρω μου. Μέθη. Από ζωή κι από αγάπη. Από νοσταλγία κι από μοναξιά...
Τα πάνω κάτω. Δεν βρίσκω αρχή. Δεν έχω κουράγιο να ψάξω άλλο. Παραδίνομαι.

Χαμήλωσε τη φωνή σου. Όλα εδώ γύρω σωπαίνουν. Μην ουρλιάζεις. Μην τρίζεις τα δόντια σου. Όλα εδώ γύρω σώπασαν. Δεν σ’ ακούει κανείς. Κανείς δεν σε λυπάται. Χρειάζομαι τάφου σιωπή ν’ αρχίσω να γελάω. Για να τ’ ακούσω. Είναι της τρέλας γέλιο αυτό;
Γδύσου και πέσε στο νερό. Είναι μια λειτουργία. Ένας προάγγελος θανάτου. Ο μαύρος ίσκιος του θανάτου κολυμπά. Μην μας ξεφύγεις, χαθήκαμε!.
Φώτα ανάψανε στους δρόμους, όπως κάθε βραδάκι. Φοβούνται βλέπεις το σκοτάδι.
Το φοβούνται γιατί φέρνει θάνατο. Και η ζωή πως έρχεται;

Έτσι λοιπόν καθρέφτη μου. Προσευχόμουν στο θεό και κατάλαβα ότι μιλούσα στον εαυτό μου. Είμαι θεός.

Μοναξιά είναι οι τοίχοι αυτού του δωματίου που στενεύουν απειλητικά γύρω απ’ την καρδιά μου. Άνοιξαν διάπλατα τα μάτια μου και κράτησαν ότι απόμεινε αγαπημένο.
Ένα δέντρο, ένα δρόμο, ένα βότσαλο, ένα λουλούδι. Έκλεισα στις χούφτες μου μέσα ότι επιθυμητό. Ένα χάδι, ένα τραγούδι, ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο.
Δέχτηκα τον πόνο σαν λύτρωση. Μ’ άγγιξε το κλάμα σαν δροσιά... Μοσχοβόλησε γύρω αγριολούλουδα. Ένα κύμα έσκασε στα δάχτυλα μου. Αρμύρα στάλαξε στα χείλη μου.
Και στη σιωπή αντήχησαν βαριά τα βήματα μου ν’ απομακρύνονται. Ήταν σαν να μοιραζόταν η ζωή μου στα δυο και να ’παιρνα μαζί μου το βαρύτερο κομμάτι.

Έρχεται Φθινόπωρο. Τι ευτυχία η μελαγχολία. Που να καταλάβεις. Μόνο όταν θολώνεις σκέφτεσαι το αύριο, το σήμερα, άψυχε καθρέφτη μου.
Κι έτσι που Φθινοπώριασε, κι έτσι που πέσανε τα φύλλα, κι έτσι που τ’ όνειρο έσπασε και κύλησε στην άκρη του γιαλού, κι έτσι που πέρασε το κύμα και το πήρε, το στεφάνωσε ο αφρός, σφιχτά το κράτησαν τα φύκια, έτσι κι εγώ ορφανεμένος μετρώ τα βήματα μου ώσπου να νοιώσω το νερό πάνω απ’ το κεφάλι μου, ώσπου άλλη ανάσα να μην μου μείνει πια.
Αυτή η νοσταλγία, σπάει τη μοναξιά σε κομματάκια... σαν δάκρυα...

Τι να σου πω γι’ αυτή τη γκρίζα συννεφιά που αργοσέρνεται στον ουρανό κι όλα σωπαίνουν. Πως να ησυχάσουν οι κραυγές που κουλουριάστηκαν γύρω απ’ τη μέση μου σαν φίδια; Πως να στο πω αυτό που μου πιέζει τη καρδιά και δεν μ’ αφήνει να αναπνεύσω; Πως να σου δώσω ότι ζητάς χωρίς να αγγίξω τα όρια του πόνου;
Γνωρίζω καλά τις χοντρές της στάλες της βροχής καθώς πέφτουν στην παλάμη μου.
Γνωρίζω καλά το σφύριγμα του αέρα, καθώς μαστιγώνει τα αυτιά μου. Έχω ζήσει από πρώτο χέρι το κρύο που τσούζει τα μάτια. Είδα από κοντά και μέσα απ’ τα δάκρυα μου την ανοχή μου να εξασθενεί, να σέρνεται σαν σαύρα με κομμένη ουρά στις λάσπες.

Όλο τον χειμώνα τον πέρασα πίσω από ένα κλειστό παράθυρο. Έβλεπα τη βροχή μέσα από το θολό τζάμι, σαν αιωρούμενο ιστό αράχνης. Σαν κλωστίτσες που ύφαιναν τη δυστυχία μου. Έβλεπα μουσκεμένα μαλλιά που έσταζαν υγρασία. Χέρια κατακόκκινα Όλος ο χειμώνας ένα ατελείωτο πήγαινε -έλα, απ’ το όνειρο στην πραγματικότητα και αντίστροφα. Ολόκληρος ο χειμώνας, μια χούφτα χιόνι.
Πάντα κρεμασμένος στον τοίχο, απέναντι απ’ το θολό παράθυρο, περιμένω ξανά το καλοκαίρι να με δείξει πιο όμορφο μέσα από κατάλευκα σύννεφα.

Έχω ένα φίλο που μου μοιάζει. Δεν μιλάει, μονάχα ακούει, Τον ήχο του νερού που εξασθενεί κι αφήνει πίσω του το χώμα.
Αύγουστε καλοκαίρι μου τελείωσες. Άφησα πίσω μου τη θάλασσα, κράτησα μέσα μου την αρμύρα. Στα μάτια μου μπροστά η εικόνα σου. Τρεμουλιαστό νερό.
Αντίκρισα το γαλάζιο νερό, λάδι, άλλα δεν μάζεψα ούτε λίγο για να αλείψω στο ψωμί μου.

Καθρέφτη μου, Εαυτέ μου. Ήρθε η ώρα να απολογηθώ.
Συγνώμη που φοβήθηκα, την ώρα που γεννήθηκα.
Συγνώμη και που έκλαψα, τα όνειρα όταν έθαψα.
Καθρέφτη μου, εαυτέ μου, σαν σε ρωτήσουν, τι θα πεις;
.
Καθρέφτη μου, μπορείς να αποκτήσεις χρόνια παιδικά;

Ανάγκη και παγωμένος αέρας. Κι ο ήλιος μας κοιτά με μάτια ψυχρά.
Κλάψε. Κλάψε γιατί μείναμε χωρίς ιδανικά, χωρίς πατρίδα, δίχως ελπίδα, με μόνη μας παρηγοριά τις θύμησες.
Εδώ σβήνουν τα φώτα. Η τελετή τελείωσε. Η ελπίδα θάφτηκε. Ας έχει χώμα ελαφρό.

Πόσες φορές το ηλιοβασίλεμα τη θλίψη μου ’φερε!
Πόσες βραδιές κρατήθηκα να ζήσω ως το ξημέρωμα.
Πόσα κύματα έσπασαν στα βράχια χωρίς να μ’ αγγίξουν.
Ανοίγω την καρδιά και τη σκέψη μου, κι ύστερα όλα θα’ ναι απλά, όπως απλά έρχεται η νύχτα, κι όπως το ίδιο απλά, δίχως σκηνές, φεύγει.
Έλα να δώσουμε στη ζωή καινούργιο χρώμα, καινούργιο φως.
Χλόμιασε το φως, καθρέφτη μου. Να σου ανάψω άλλο ένα, να δείχνεις ομορφότερος.

Κάποιο παλιό ημερολόγιο, ξυπνά τα γεγονότα που σημάδεψαν τούτο τον τόπο. Σε ένα φύλλο, η ιστορία από άλλη όψη, μιας μάχης που ποιος ήταν ο δειλός, δεν θα το μάθουμε ποτέ!
Εδώ Πολυτεχνείο. Εδώ Πολυτεχνείο.
Κραυγές. Είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι.
Τα στήθη μας ασπίδα στα κανόνια σας.
Τα γυμνά μας στήθη ασπίδα.
Κι όπλο μας το σύνθημα. Μονάχα αυτό, κι η πίστη μας για λευτεριά. Κι η ελπίδα μας για λευτεριά.
Κι οι σύντροφοι μας δύναμη, καθώς τους βλέπουμε να πέφτουν χτυπημένοι.
Οι χούφτες μας γεμάτες αίμα απ’ τις πληγές τους.
Τα μάτια μας πηγμένο αίμα απ’ την οργή.
Φονιάδες. Φονιάδες. Φονιάδες. Φονιάδες.
Ουρλιάζαμε και τα μάτια μας θολά από πόνο και από δακρυγόνα.
Η πίστη μας στα όρια της εξάντλησης.
Ελπίδας ανέβαινε θυμίαμα στα γκρίζα σύννεφα.
Ξεπεράσαμε τους εαυτούς μας.
Όλα τα δώσαμε και τώρα μας παίρνετε και την πνοή;
Φόβοι ξυπνάνε ξανά καθρέφτη μου; Φόβοι πρωτόγονοι;

Δεν σε ξέρω! Κι ας είσαι ο καθρέφτης μου. Έχεις αλλάξει. Είσαι χλωμός πια. Δεν θέλω να σε ξέρω. Γιατί; Γιατί φοβάμαι! Όλους τους φοβάμαι.
Αδερφέ μου, πως πύκνωσε γύρω μας η ερημιά!
Πως σκέπασε το χιόνι την καρδιά μας!
Φίλε μου. Πόσα χρόνια χάθηκαν στα καλντερίμια!
Πως σκόρπισαν τα νιάτα μας στους τέσσερις ανέμους!
Αδερφέ μου, χανόμαστε στον απέραντο δρόμο.
Χιλιάδες και μια εικόνες το παρελθόν χίλιες και μια υποσχέσεις νεκρές.
Φίλε μου, φίλε μου κι αδερφέ μου τα όνειρα σου σ’ αποσύνθεση.
Χάσμα, βράχοι και χώματα. Δέντρα που ξεριζώθηκαν οι ψυχές μας.
Λουλούδια που δεν τα ‘κοψε κανείς, τραγούδια στο συρτάρι, όνειρα θαμμένα μέσα μας, λέξεις αχρησιμοποίητες...
Έρχομαι κι έχω ένα κόμπο στο στομάχι.
Φεύγω κι έχω ένα κόμπο στο λαιμό.

Δυο νύχτες η ζωή μας. Ολόκληρη η ζωή κι ολόκληρη η αγάπη μας, δυο νύχτες.
Ένα τραγούδι κι η γεύση της μοναξιάς κι ενός απέραντου πόνου στα μάτια μας.
Μην κλαις και δεν τελειώσαμε. Η υπόσχεση στον εαυτό μας παραμένει. θα’ ρθει και πάλι μιαν αυγή που ο ήλιος θα προβάλει και θα τραγουδήσουμε. με τα μάτια μας υγρά, μα με το χαμόγελο στα χείλη ανθισμένο.

Κάμποσος καιρός έχει περάσει. Σε ξέχασα. Ξεχάστηκα εαυτέ μου. Συγχώρεσέ με.
Ήρθε η ώρα να ασχοληθώ μαζί σου. Το ξέρω, είναι τόσα πολλά αυτά που θες να κάνουμε μαζί. Ίσως μια βόλτα στην λογική. Δεν είναι τόσο δύσκολο όσο το φανταζόμουν.
Εδώ είμαι πάλι. Για να σε χτενίσω καθρέφτη μου. Να χτυπήσω τα μάγουλα σου και να επανακτήσεις την αυτοπεποίθηση σου.

Πρόσεξε μην σε τσαλαπατήσουν οι μεγάλοι σου φόβοι. Πρόσεξε μην καταφέρουν να απλοποιήσουν τη ζωή σου και βρεθείς από κάτω. Κάτω από σκουριασμένες ράγες. Από γαριασμένα ρούχα ή ξεμωραμένες συνήθειες. Πρόσεξε, μην φοβηθείς κάποιον καθρέφτη.

Σ’ αγαπώ ; Ξεδίπλωσε μου το φόβο σου να σου πω...
Μ’ αγαπάς ; Μα ακόμα δεν σου άνοιξα την ψυχή μου!
Είμαι ένας πρωταθλητής της αναζήτησης του πόθου. Η εξάντληση είναι ο φόβος.
Άσπρα μαλλιά θα βγάλει ποτέ του; Ποιος ξέρει τι κρύβεται κάτω από το καπέλο του.
Και πως εκδηλώνεται ο φόβος καθρέφτη μου;
Οι φόβοι δημιουργούν όνειρα.
Είσαι ανίκανος να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα καθρέφτη μου. Φοβάσαι!!
Μα όχι περισσότερο από μένα, ούτε λιγότερο.
Ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι σαν ένα κουτί. Έχει πολλές πλευρές. Η κάθε πλευρά φοράει μια ταμπέλα που τον προσδιορίζει. Η μια γράφει εγωισμός, η άλλη πάθος, μια άλλη ίσως γράφει ντροπή, μίσος. Ο χαρακτήρας είναι ένα κουτί αγνώστων διαστάσεων, γιατί ακόμη και οι διαστάσεις δηλώνουν μέγεθος. Το μέγεθος του εγωισμού, του πόθου, της ντροπής, του μίσους.

Κι ύστερα;
Κρύψου στα σύννεφα. Η αποψινή βραδιά είναι ατελείωτη.
Τα αστέρια θα μείνουν καρφωμένα στο θολό αιώνα.
Το φεγγάρι καρφί στα αισθήματα μας, κι η πίκρα ανεβοκατεβαίνει τα σκαλοπάτια μας.
Κρύψου στα σύννεφα. Κι όταν με δεις να βγαίνω χαμογέλα. Ίσως είναι η στερνή φορά που με βλέπεις. Ίσως είναι η στερνή φορά που κρύβεσαι.
Τα αστέρια θα φωτίζουν αιώνια. Εσύ θα ζήσεις αιώνια, και μόνο εγώ απόψε πεθαίνω.
Μην λυπηθείς. Φέτος η άνοιξη θα αργήσει να ’ρθει…


Μια ώρα. Μια ώρα αναμνήσεων ισούται με ολόκληρη τη ζωή που δεν ζήσαμε!
Μια ώρα αναμνήσεων από τα όνειρα μας.
Και να ’μαστε ξανά να προσπαθούμε να πιαστούμε από κάποιο τυχαίο ιδανικό, για να αποκτήσει νόημα η μίζερη ζωή μας.
Και να ’μαστε, με εξεγέρσεις να αποκτούμε όσα μας άνηκαν και τίποτα παραπάνω.
Και τα βλέμματα να συγκεντρώνονται στα καπνογόνα που πέφτουν γύρω μας βροχή.
Και τα στόματα κοκαλωμένα κι άχρηστα πια.
Κάποιος τη σημαία της ελπίδας υψώνει. Κάποιος με βία την κατεβάζει.
Κι έτσι μάθαμε να αγνοούμε τους φόβους μας και να τσαλαπατάμε την αξιοπρέπεια.
Η μνήμη. Η θύμηση του μικρού παιδιού που παίζει ξέγνοιαστο δίπλα σε εργοστάσια.
Σ’ αγαπώ! Κι αν σε λένε ζωή δεν με πειράζει. Μονάχα θάνατο να μην σε λένε.
Τρέχω σ’ ένα λιβάδι απεριόριστων ευθυνών και προσπαθώ να ξεφύγω από το αναγκαίο αίσθημα του φόβου. Ουρλιάζω κλαίγοντας με ανοιχτό το στόμα και γεύομαι τα δάκρυα που κυλούν. Αφήνω το βλέμμα μου να κολυμπήσει στα καθαρά νερά του ουρανού.
Ταξιδεύει μακριά, πολύ μακριά, μα πέφτει πάνω στα γκρίζα σύννεφα. Τα αγγίζει κι αργοπεθαίνει.
Λίγα χρόνια μείνανε, λίγος καιρός πέρασε.
Τρέχω σ’ ένα λιβάδι από καρδιές και ψάχνω τη δικιά μου, μα κατά λάθος την πατώ και κόβεται η μιλιά μου. Και να ’μαι ξανά, ουρλιάζω κλαίγοντας με ανοιχτό το στόμα.

Φοβάμαι τον χρόνο. Ρυτιδιάζει το νου μου. Αφήνει ένα ανεπαίσθητο μούδιασμα στα δάχτυλα μου. Με γλύφει απαλά στο λοβό του αυτιού μου ψιθυρίζοντας "έρχεται και η ώρα σου". Και ανατριχιάζω για ακόμη μια φορά.
Δεν χρειάζομαι κάποιον να μου υποδείξει τους φόβους μου. Τον χρειάζομαι για να με βοηθήσει. βοήθεια! Καθρέφτη μου μην κλαις, γιατί θολώνει η υπόσταση σου. Μοιάζεις και εσύ μοναχός.

Ώρα για φαγητό. Κοιτάζω γύρω μου και συνειδητοποιώ πως έχουμε τέσσερα άκρα. Έτσι όπως χάσκουμε, φαντάζουμε σαν πιρούνια. Είμαστε πιρούνια. Άλλα τσιμπολογάνε και άλλα αδειάζουν το πιάτο που ονομάζεται ζωή. Παραγγέλνουν και δεύτερη μερίδα, και τα άκρα τους συγκλίνουν και δημιουργούν ένα καλοακονισμένο μαχαίρι.
Κι αν η ζωή είναι σούπα;
Την φέρνουν στα μέτρα τους. Την καταψύχουν, την στερεοποιούν και την κόβουν κομματάκια. Την σιγοτηγανίζουν και καταβροχθίζουν τα υπολείμματα της.
Και παραγγέλνουν και τρίτη μερίδα. Και τα πιρούνια πιο δίπλα, ζαρώνουν στο τραπεζομάντιλο μυξοκλαίγοντας πεινασμένα και παραπονεμένα. Μένουν νηστικά ώσπου ο μάγειρας της ζωής να την στερεοποιήσει, έτσι ώστε να καταφέρουν και πάλι να τσιμπολογήσουν και να ξεγελάσουν την πείνα τους. Και όσο περίεργο κι αν είναι, κανείς δεν φοβάται τα μαχαίρια. Μόνο τα ζηλεύουν, γιατί καταφέρνουν και κομματιάζουν τη ζωή κάθε μέρα. Το μάγειρα φοβούνται, μήπως κάποτε τους στερήσει μια και καλή τη μερίδα τους.


Τι είναι η ζωή;
Η ζωή είναι μια ζωηρή καλημέρα, ένα κουρασμένο χαίρετε και μια ψιθυριστή καληνύχτα. Και μέσα σ’ αυτά τα διαστήματα, η ζωή είναι ένα βαγόνι, φορτωμένο
με αναμνήσεις, σκέψεις, εμπειρίες και στιγμές. Για ράγες έχει την αναπνοή και για καύσιμα την πίστη και την ελπίδα πως στην επόμενη στροφή, δεν θα υπάρχει άλλο τούνελ. Μονάχα ξέφωτο. Απέραντες εκτάσεις. Σπαρμένα χωράφια, και ότι θα μείνουμε να χαζεύουμε τον επίγειο τούτο παράδεισο.

Τι έχουμε απογίνει;
Αυτό που απογίναμε, είναι ένας ξεθωριασμένος σταυρός στο σεληνόφως. Ανίκανοι να ουρλιάξουμε, απλά νιώθουμε τις ακτίνες να περνούν στο χώμα. Απλά οσφραινόμαστε το υγρό χώμα. Απλά γευόμαστε τα δάκρυα μας καθώς κυλούν προς τα χείλη μας.
Και ύστερα αναπολούμε μέρη που θα θέλαμε να βρισκόμαστε.

Ακόμη αγαπώ την μοναξιά. Ο φόβος της κάνει τον άνθρωπο δημιουργικό.
Δεν υπάρχει τίποτα για μένα πια, για να με κάνει να κρατηθώ εδώ.
Δεν υπάρχει τίποτα σ’ αυτό το δωμάτιο, που να κάνει τα αισθήματα μου να ανθίσουν.
Δεν υπάρχει τίποτα σ’ ετούτο τον κόσμο, που να με κρατήσει δροσερό άλλα όχι κρύο.
Δεν υπάρχει τίποτα σ’ αυτό το μέρος, που να μου δείξει το πραγματικό μου πρόσωπο.
Είμαι μόνος, σαν τη σκιά της δυστυχίας.
Είμαι παγωμένος, σαν το κραγιόν σ’ ένα χαμόγελο.
Είμαι μόνος, σαν το μάγο στη φωτιά
και δεν καταλαβαίνω, γιατί ο ήλιος αρχίζει να φωσφορίζει στα σκοτεινά μου μάτια.


Μπάμπης Ματσαμάκης -- All rights reserved -- Copyrighted ©

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη