Τα πλακάκια και ο τάφος
Για δυό ώρες
πολεμούσα
τα πλακάκια να κολλώ
με το φτυάρι
να δουλεύω
άμμο, πάστα
και νερό
Τους αρμούς να τους γεμίζω
τα πλακάκια να υγρανθούν
σε κουβάδες μ' αποπλύμα
και με τέχνη
να κολλούν
Και ρωτήθηκα ο μαύρος
πως στο διάολο
μπορούν
Οι τεχνίτες
δέκα ώρες
στα γιαπιά
να προσπαθούν
Για την μάνα
για γυναίκα
για τ' αμούστακα παιδιά
Το κορμί τους
να ρημάζουν
για δυό ψιχουλα ξερά
Μες του κάτεργου την σκόνη
Ονειρεύτηκα και εγώ
δίπλα σ' άλλους οικοδόμους
πως παλεύω για να ζώ
Ανασφάλιστους και όχι
Μαύρους, Έλληνες
φρικιά, Αλβανούς
και μετανάστες
Για τ' αφέντη την κοιλιά
Πώς να την γεμίζουν ξύγκια
την μπεμβέ του να οδηγά
Με τον μαύρο μας ιδρώτα
Πούρα Αβάνας να ρουφά
Κάθησα και προσευχήθην
σε μικρό χλωμό θεό
Σαν χτυπήσω δόσεις χάρου
και στις φλέβες μου κυλούν
Χόες με κρασί και ιδρώτα
οι ιερείς να με κερνούν
Την βαριά μου να την κλέψουν
να θαφτούμε οι δυό μαζί
Και με νέφτι
να ποτίζουν
τα λουλούδια
οι αδελφοί