Σκέψεις από μία Παρασκευή (1) (Πλού-Γή)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Σήμερα παρατήρησα πως δεν μπορώ πια να γράψω πάνω σε γραμμές, πάνω σε τετράδιο.
Μόνο σε χώρο λευκό, τα γράμματα να φεύγουν και να περπατούν όπως αυτά θέλουν κι όχι όπως θέλω εγώ.
Δοκίμασα να σημειώσω κάτι σε ένα μικρό τετράδιο, μισοσκισμένο, παλιό, κιτρινισμένο που βρήκα
στη ντουλάπα. Ήταν προσπάθεια να χωρέσω σε ένα κουτί.

Παράτησα νευριασμένη το στυλό και ξαναπέταξα το τετράδιο στη θέση του. Πιάνομαι από ασήμαντες λεπτομέρειες για να τις κάνω επίτηδες να έχουν κάποια σημασία λες κι αυτό θα μπορέσει να γεμίσει την ησυχία που υπάρχει εδώ.

Η καμπάνα ακούγεται να χτυπά πολλές φορές. Σήμερα Μ. Παρασκευή.
Η μέρα είναι όπως είναι οι Μεγάλες Παρασκευές.

Αέρας έχει σηκωθεί απ’ το πρωί, δυνατός και κρύος. Μου αρέσει ο δυνατός αέρας, το προσωπό μου λες και τον ζητά σήμερα, το σώμα μου σα να θέλει να τον ακούσει.

Μα αυτό που με ταράζει περισσότερο δίχως να ξέρω το γιατί είναι το θρόισμα των φύλλων, το μουρμουρητό τους που κάτι πάει να μου πει και αγωνιώ σχεδόν για να το καταλάβω.

Δεν είμαι στα καλά μου σήμερα. Δεν ξέρω τι έχω μα γνωρίζω πως κάτι μέσα μου στριφογυρίζει ανήσυχο.

Το βράδυ που πέρασε σηκώθηκα και την έβγαλα στην κουζίνα διαβάζοντας τις Μέρες του Σεφέρη.

Είναι κακό, δείχνει αδυναμία να επηρεάζομαι τόσο από κάτι που διαβάζω αν και το διάβασμά μου ήταν επικριτικό, προσπαθούσε αδυναμίες να βρει για να δώσω άφεση στη δική μου αδυναμία.

Μια παρέα ανθρώπων περνά έξω απ’ το σπίτι. Δυο νεαροί, μία κοπέλα και μια ηλικιωμένη γυναίκα μαυροντυμένη, όπως όλες εδώ στις Μυκήνες.

Σταματούν και μιλούν με τη Γιώτα. Καταλαβαίνω λίγα αρβανίτικα απ’ την κουβέντα τους, ανακατεμένα πότε με ελληνικά, πότε σκέτα μοναχά τους.
Η γιαγιά γελάει δυνατά κι η κοπέλα με τα μαύρα γυαλιά ηλίου γυρίζει και ρίχνει μια ματιά στο σπίτι.

Τους παρατηρώ καθισμένη στην επάνω βεράντα. Οι δύο άντρες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Ο ένας από αυτούς έχει δεμένο ένα τζιν μπουφάν γύρω από τη μέση και παραπονιέται πως είχε πολύ ζέστη χθες.
Η Γιώτα απαντά γελώντας "πάλι καλά που σήκωσε λίγο αέρα σήμερα να δροσιστούμε".

Η γιαγιά με προσέχει με την άκρη του ματιού της. "Τούτη η κοπέλα ποια είναι; " την ακούω που ρωτά. Η Γιώτα δίνει τις απαραίτητες εξηγήσεις. Οι γιαγιάδες συνήθως δε θυμούνται πρόσωπα μα ένα όνομα και μόνο είναι ικανό να ανασύρει θύμησες γύρω από όλες τις γενιές μιας οικογένειας.

Χαιρετάω ευγενικά, περισσότερο μηχανικά κι η Γιώτα γυρίζει να κάνει τις απαραίτητες συστάσεις:
"Τα παιδιά είναι του Αχιλλέα, μένουν στη Γερμανία". Το όνομα Αχιλλέας στιγμιαία δε μου λέει τίποτα μα λίγο αργότερα θυμάμαι πως είναι ο Αχιλλέας που έχει κάνει τις Μυκήνες να μιλούν εδώ και καιρό για εκείνον καθώς μετά από πολλά χρόνια χωρισμού παντρεύτηκε μια γυναίκα αρκετά μικρότερή του.

Ευχόμαστε καλή Ανάσταση κι η Γιώτα τους φιλάει έναν έναν. Τους παρακολουθώ καθώς ξεμακραίνουν. Μία κοψιά όλοι, οι άντρες ξεχωρίζουν από τις πλάτες και από ένα χαρακτηριστικό
βαρύ περπάτημα.

Σηκώνομαι και δεν ξέρω τι να κάνω. Τα μάτια μου πέφτουν γύρω στα βουνά, θέλουν να σταματήσουν σε ένα σημείο και δεν μπορούν. Νοιώθω πως είμαι γεμάτη από έτοιμες μικρές εκρήξεις που όλο κάτι περιμένουν. Το τι είναι αυτό που περιμένω δεν έχει σχήμα. Είμαι κι εγώ η ίδια δίχως σχήμα και λογικό είναι, σκέφτομαι, οι σκέψεις μου να ακολουθούν το δρόμο μου.

Μα ίσως θα ήταν καλύτερα να ηρεμήσω συλλογίζομαι... Να, θα μου άρεσε να πάω μία μακρινή βόλτα, να βρω μια μεγάλη πέτρα, και να κάτσω εκεί μέχρι το βράδυ προσπαθώντας να σκαλίζω μυρμηγκοφωλιές, συνήθεια που είχα σα παιδί.

Θέλω όμως κάτι να γράψω, ίσως αυτό μου σφυρίζει ο αέρας. Χθες την ώρα που πήγαμε τη βόλτα στο Ναύπλιο και κάναμε το γύρο της Αρβανιτιάς με τα πόδια παρατήρησα πάνω στο κάστρο-καθώς κατεβαίναμε λίγο πιο κάτω από το Ναυτικό όμιλο- ένα λουλούδι που ξεφύτρωνε μέσα από τις πέτρες του τείχους.

Πάντα έστεκα έκθαμβη μπροστά σε τέτοια θεάματα, δεν ξέρω ποιες μαγείες κινούν μέσα μου, μα η έξαψή μου υπογραμμίζονταν βαθιά από μια κρυφή αίσθηση αμηχανίας, ίσως ντροπής. Έκανα πως τίποτα δεν έβλεπα.

Ο ήλιος έπεφτε με έναν τρόπο που έριχνε πολλές μικρές σκιές σε καθετί και το λουλούδι σκιάζονταν λίγο πιο πάνω από τη μέση του, πάνω από το κέντρο του, κάνοντας το να μοιάζει με ένα μάτι.

Από εκείνη την ώρα δεν μπόρεσα να ησυχάσω. Η αρχή ενός ποίηματός μου σφηνώθηκε στο μυαλό.

Μπορεί να ήταν κι ένας τίτλος μονάχα αλλά ο, τι και να ήταν, ό, τι και να επιθυμούσα να ήταν, ζητούσε επίμονα τη συνέχειά του.

Σιγά σιγά έφτιαχνα μικρές ιστοριούλες, μάλλον για παιδιά –κι όμως αυτές μου αρέσουν-κι ολο τις άλλαζα.

Ο Άρης με ρωτούσε αν κάτι έχω, γιατί είμαι έτσι σκεφτική, μήπως κάτι είπε που με πείραξε. Χαμογελούσα στις ερωτήσεις του σφίγγοντάς του το χέρι.
Ήξερα πόσο τον μπέρδευα τις περισσότερες φορές. Αυτόν, έναν άνθρωπο που είχε ανάγκη τη λογική σε όλα τα πράγματα, τον έφερνα σβούρες ώρες ώρες, ζαλίζοντάς τον και βγάζοντας τον από τις πορείες που ήθελε. Εκνευρίζονταν και δεν ήταν λίγες οι στιγμές που όλα έμοιαζαν έτοιμα να γκρεμιστούν καθώς οι συγκρούσεις μας ταλάντωναν.

Ποιο θαυματουργό χέρι μας κρατούσε ακόμη δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ισως εγώ είχα ανάγκη κάποιον να μου τραβάει τα σχοινιά για να μη με παίρνει ο αέρας κι εκείνος είχε ανάγκη από το να έχει έναν χαρταετό στα χέρια του, καθώς στερέωνε τα πόδια του καλά στη γή.

"Κοίτα τι όμορφο που είναι το Μπούρτζι" μου είπε δείχνοντάς μου με το χέρι του το φρούριο μέσα στο νερό.

Μα το μυαλό μου ήταν αλλού. Το πρόσωπο που είδα στο λουλούδι, εκείνο το κρυφό μάτι με είχε πάει αλλού. Δε μιλούσα, κοιτούσα πέρα και ξαφνικά την άκουγα εκείνη τη μουσική, τη μουσική του Μπρέγκο και δεν ήθελα τίποτα εκείνη την ώρα παρά μόνο να καθήσω στην άκρη του μώλου που στρογγυλός έμπαινε στη θάλασσα.

Το βράδυ εκείνο που άκουσα τη μουσική του έτοιμη, ήταν πολλά αυτά που κινήθηκαν απειλητικά μέσα μου, κατηφόρισαν από τα μάτια και τα άκουσα να τρέχουν κατά μήκος του λαιμού μου και από εκεί να κατεβαίνουν στο σώμα ολόκληρο, ταραχή να το γεμίζουν.

Κι εκείνη η φωνή, πως με ταλάνιζε εκείνη η φωνή... Τη θάλασσα κοιτούσα, τον κόσμο που είχε πλημμυρίσει τον τόπο άκουγα και τη φωνή μπροστά μου έβλεπα, κόντευε να πάρει μορφή.
"Τι είναι αυτό που με πιάνει, τι είναι αυτή η τρέλα; " δεν μπορούσα καν να συλλογιστώ.

Η φωτιά σα σε καίει, τραβάς το δάχτυλο κι εγώ έβαζα όλη την παλάμη μέσα για να καπνιστούν καλά οι γραμμές της.

"Πάμε στο μώλο, πάμε να καθήσουμε λίγο εκεί πέρα, σε παρακαλώ"... με άκουσα να λέω.
"Μα τι σε έπιασε πάλι, τι να πάμε να κάνουμε εκεί; Ξεχνάς ότι δεν έχουμε πολύ ώρα μπροστά και πρέπει να γυρίσουμε "...
"Έλα μόνο για λίγο"...
"Την άλλη φορά... αφού όλο εδώ είμαστε"...

Δάκρυα μου ήρθανε στα μάτια που δεν ήξερα αν ήταν από πείσμα ή από στενοχώρια.
Μπορεί να ήταν και από τα δύο. Ποτέ δεν μπορούσα να τα ξεχωρίσω καλά αυτά τα δύο.
Είχα τη διάθεση να τσακωθώ και να κρατήσω θυμό μα κι αυτό επίτηδες για να μπορώ να σκέφτομαι πιο ήσυχη...

Και το λουλούδι που 'χασε το μάτι του έγινε δέντρο με μισό βλέμμα και ακόμη άλλαζε, συνέχιζε να αλλάζει...
Ήθελα πολύ να το βάλω σε μια σειρά και να βγάλω ένα ποίημα μα για την ώρα δεν μπορούσα και δεν έχω μπορέσει ακόμη... Πρέπει να το κάνω...

Ο Σεφέρης κάπου έγραφε πόσο αφάνταστο είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι μοιάζουν ο ένας με τον άλλον. Διάφορες ιδιοσυγκρασίες, έλεγε, διάφορες αντιδράσεις μα κατά βάθος δυο τρεις μανίες που βάζουν σε κίνηση όλο τους το σύστημα. Αν κατορθώσεις να επισημάνεις αυτές τις μανίες μπορείς να πεις απο πριν τι θα σκέφτονται σε όλη τους τη ζωή.

Είμαστε τόσο προβλέψιμοι λοιπόν για εκείνον που θα κατορθώσει να διακρίνει τις μανίες μας; Αλήθεια ποιος θα μπορέσει να το κάνει αυτό;

Οι δικές μου οι μανίες μπορεί να μην είναι καν τόσες πολλές...

Δεν ξέρω πως μπαίνει σε κίνηση αυτό το σύστημα, μα μου αρέσει να το φαντάζομαι σα μια σπείρα αέναης κίνησης. Οι μανίες μας θέλουν διαρκές τάισμα για να μπορούν την κίνηση να δώσουν. Ακόμα και αν αυτή η κίνηση είναι λάθος, είναι καλύτερη από οποιαδήποτε μορφή απραξίας.


Προσπαθώ να φανταστώ τη φωνή του Μπρέγκο ποιες μανίες την κινούν και τι θόρυβο κάνουν καθώς στριφογυρίζουν...

Πόσες εικόνες, πόσες σελίδες γεννιούνται, φωνούλα να ξέρεις...


(συνέχεια...)
Πλού-Γή

29 Απριλίου 2005

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη