Μανώλης Χιώτης - Βιογραφία
Από τον ikatsoun (ikatsoun@mail.gr).
Το όνομά του είναι ταυτόσημο της δεξιοτεχνίας του μπουζουκιού. Ο Μανώλης Χιώτης αποτελεί σήμερα πρότυπο καλλιτέχνη, αν και η ιδέα του να εισάγει την τέταρτη –διπλή– χορδή στο μπουζούκι χώρισε τους εκτελεστές του οργάνου σε δύο κατηγορίες, τους τρίχορδους και τους τετράχορδους. Ένας διαχωρισμός που έγινε όχι μόνο όσον αφορά την τεχνική, αλλά κυρίως «ιδεολογικά».
Η οικογένεια του Μανώλη Χιώτη ζούσε στο Ναύπλιο, ωστόσο ο Χιώτης πρέπει να γεννήθηκε το 1920 στην Θεσσαλονίκη, καθώς οι γονείς του μετακόμισαν από το Ναύπλιο στην Θεσσαλονίκη νωρίτερα από το 1920. Κατά τη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων ο Χιώτης πήρε μαθήματα κιθάρας, μπουζουκιού και ούτι από τον διάσημο δάσκαλο της εποχής Γεώργιο Λώλο, στη Θεσσαλονίκη.
Η οικογένεια του Χιώτη επέστρεψε στο Ναύπλιο το 1935. Εκεί ο Μανώλης σε ηλικία 15 χρονών ξεκινά τα πρώτα δειλά βήματα στο χώρο της μουσικής, άγνωστος ακόμα, με εμφανίσεις σε μαγαζιά της περιοχής του. Ένα χρόνο αργότερα, το 1936, επισκέπτεται την Αθήνα, όπου εμφανίζεται για ένα μικρό διάστημα στα «Παγώνια» και αμέσως μετά στο «Δάσος», πλάι στον μεγάλο Στράτο Παγιουμτζή. Ο Χιώτης ήτανε ακόμα 16 χρονών, ωστόσο ο Παγιουμτζής διακρίνοντας το ταλέντο του από τα «Παγώνια» όπου έπαιξαν μαζί, τον παρουσίασε στην Columbia με την οποία υπέγραψε και το πρώτο του συμβόλαιο, το χειμώνα του 1936. Την επόμενη χρονιά φωνογραφείται και το πρώτο του τραγούδι με τίτλο «Το χρήμα δεν το λογαριάζω» με εκτελεστή τον Στράτο Παγιουμτζή. Ο Χιώτης έχει την τύχη – ή την ικανότητα – να κάνει επιτυχία από αυτό κιόλας το τραγούδι. Έτσι τα τραγούδια που ακολουθούν ολοένα και τον ανεβάζουν στον καλλιτεχνικό χώρο.
Η καριέρα του Χιώτη εκτινάσσεται απότομα το 1946, όταν ηχογραφεί σε δεύτερη εκτέλεση, το ήδη επιτυχημένο του τραγούδι «Ο πασατέμπος» στο οποίο κάνει –σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη – την πρώτη του εμφάνιση το τετράχορδο μπουζούκι. Μία καινοτομία που εκτιμάται ότι πρώτος ο Χιώτης χρησιμοποίησε, αν και φαίνεται ότι τελικά το τετράχορδο μπουζούκι υπήρχε νωρίτερα από τον Χιώτη. Το νέο μπουζούκι (κιθαρομπούζουκο* όπως χαρακτηρίζεται ειρωνικά σήμερα από τους τριχορδάδες) είναι σαφώς πιο εύκολο από το παραδοσιακό τρίχορδο μπουζούκι, καθώς προσφέρεται για μεγαλύτερη ταχύτητα και ευελιξία από τον εκτελεστή. Έτσι μετά τον Χιώτη αρκετοί τριχορδάδες μεταπηδούν στο τετράχορδο και κάπου εκεί αρχίζει η αντιπαράθεση των δύο ιδεολογιών.
O Μανώλης Χιώτης έκανε 3 γάμους, με τις τραγουδίστριες Ζωή Νάχη, Μαίρη Λίντα και Μπέμπα Κυριακίδου. Είναι όμως αποδεκτό ότι το καλλιτεχνικό ντουέτο Χιώτη–Λίντα είναι το πλέον επιτυχημένο (δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αυτό το ντουέτο έχει σημαδέψει την καριέρα και των δύο) και μπορεί να συγκριθεί σε επιτυχία μόνο με τα ντουέτο Τσιτσάνη–Νίνου ή Τόλη και Λίτσας Χάρμα (Ντούο Χάρμα) της εποχής.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μανώλης Χιώτης δεν έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Η οικογένειά του ήτανε ευκατάστατη (η μητέρα του μάλιστα διατηρούσε ένα από τα πλέον αριστοκρατικά μπαρ της εποχής) και αυτό το αρχοντικό στυλ στο πάλκο διατήρησε και ο Χιώτης στην μετέπειτα πορεία του. Αξίζει να του αποδοθεί το γεγονός ότι καθιέρωσε το μπουζούκι «στα σαλόνια», μιας και μέχρι τότε ήτανε απαγορευμένο και χαρακτηρισμένο ως «υπερβολικά λαϊκό». Εξάλλου εκεί οφείλονται και οι ακόλουθοι στίχοι του τραγουδιού του Στράτου Διονυσίου (αρκετά αργότερα βέβαια, το 1987, στο δίσκο «Ο λαός τραγούδι θέλει»):
Το μπουζούκι του Μανώλη που το αγαπούσαν όλοι παπιονάκηδες και μάγκες στα σαλόνια στις παράγκες
Ο Μανώλης Χιώτης πάντως εκτιμάται και ότι ήτανε ο πρώτος που χρησιμοποίησε την ηλεκτρική κιθάρα στην Ελλάδα. Ο Χιώτης την αγόρασε από κάποιους Γάλλους, μέλη ενός συγκροτήματος που έπαιζαν στην Αθήνα, στο καμπαρέ “Ritz”, λίγο μετά την Κατοχή.
Ο Μανώλης Χιώτης αποτελεί μία προσωπικότητα που άλλαξε στην ιστορία και την εξέλιξη της μουσικής στην Ελλάδα. Η καινοτομία που, είτε αυτός εφάρμοσε πρώτος είτε την επέβαλλε, των 4 χορδών στο μπουζούκι, μπορεί μεν να προκάλεσε (δικαιολογημένα ίσως) το μένος των παραδοσιακών τριχορδάδων, αλλά έκανε αποδεκτό το μπουζούκι σε όλη την Ελλάδα, αλλά και γνωστό στον υπόλοιπο κόσμο. Επίσης αξίζει να πούμε ότι η «Σχολή Χιώτη» άλλαξε πραγματικά την μοίρα και το μέλλον του μπουζουκιού στην Ελλάδα. Ο Μανώλης Χιώτης, αυτός ο μεγάλος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, πέθανε πρόωρα στις 21 Μαρτίου του 1970, σε ηλικία μόλις 50 χρόνων, σε μια εποχή που το λαϊκό τραγούδι παρουσίαζε κατακόρυφη άνοδο και ίσως ο Χιώτης επηρέαζε και ο ίδιος τις εξελίξεις. Πάντως και μετά τον θάνατό του, θα έλεγε κανείς και σήμερα ακόμα, ο Χιώτης επηρεάζει την πορεία του τραγουδιού. Ο Μανώλης Χιώτης αποτελεί πρότυπο όλων των τετράχορδων μπουζουξήδων, πρόκειται για έναν μεγάλο «δάσκαλο» που ο κάθε ένας σημερινός τετράχορδος μπουζουξής χρησιμοποιεί τις τεχνικές που ο ίδιος παρουσίασε, για την εκμάθηση του οργάνου. Επίσης τραγούδια όπως «Σβήσε τη φλόγα», «Ο πασατέμπος», «Ηλιοβασιλέματα», «Περασμένες μου αγάπες», «Βουνό με βουνό δε σμίγει», «Έρωτά μου κατεργάρη», «Αφού το θες», «Το παλιό μου μπουζουκάκι», «Το χρήμα δεν το λογαριάζω» και τόσα άλλα έχουν περάσει στην ελίτ του λαϊκού τραγουδιού, καθώς σημάδεψαν και χαρακτήρισαν μια εποχή, αλλά παίζονται και σήμερα σε μαγαζιά, ραδιόφωνα ή σε δίσκους, σε επανεκτελέσεις.
- Ο όρος είναι πραγματικός – έτσι ονόμασε ο Ζοζέφ Τερζιβασιάν τα πρώτα δύο «μοντέλα» που κατασκεύασε, τα οποία είναι μια μίξη μπουζουκιού και κιθάρας. Ο Ζοζέφ κατασκεύασε δύο τέτοια «υβρίδια», το ένα για τον Χιώτη και το άλλο για τον αδερφικό φίλο του Χιώτη, Στέφανο Σπιτάμπελο. Ο όρος «κιθαρομπούζουκο» παραμένει ωστόσο μέχρι τις μέρες, καθώς το κούρδισμα εμφανίζει ομοιότητες και ο ήχος είναι πιο «κιθαριστικός» σε αντίθεση με τον οξύ ήχο που βγάζει το τρίχορδο μπουζούκι.