Θάλασσα (Σπήλιος)
Αναρριγάει η σάρκα σου στού ανέμου τα φιλιά
και τρεχαντήρια ανάρια σε αυλακώνουν.
Γοργόφτερα σε ισκιάζουνε της άρμης τα πουλιά
κι απ την κυματιστή σου αχολαλιά.
ναυάγια νανουρίζονται, παλιά.
Πανάρχαιες σε εκπορνεύουνε ονειροφαντασιές
στα ατέλειωτά σου, ρέμπελα, σουλάτσα.
Ψαράδων σάρκα ορέγονται οι υγρές σου δημοσιές,
και στις υδάτινές σου απλωσιές
πλανιόνται βαρκαρόλες καί βρισιές.
Στα σαρκοβόρα σπλάχνα σου, λιγοθυμάει το φως.
Στη γάστρα σου η ζωή τριζοβολάει.
Κυοφοράνε οι κοίτες σου τον ρου των προσεχώς
και της αγκουσεμιάς σου είναι ο αχός
κουρσάρικων ανασαμός κρυφός.
Αχόρταγη, ονειρεύεσαι λαχτάρες στεριανές
κι αδιάντροπα σε ακτές εκσπερματώνεις.
Χωνεύεις, σε καθρέφτισμα, το άδειο απ το αχανές
κι εικόνες της φθοράς του σκοτεινές,
σε αυγές τις μεταλλάζεις, Σκυριανές.
Παντάσσα μου, αφέντρα μου καί γλυκοθάλασσά μου
μια απουσία στεριανή και εγώ, μες στο σωρό,
τα οράματά μου έχω ντυθεί, τα μπλε, τα θαλασσιά μου
να σε χαρώ, στα βάθη σου, σε αντικρυστό χορό.
Αφιερωμένο στους e-φίλους του τσατ
Σπήλιος