Επικήδεια τεχνάσματα... (Φυσαλίδα)
Ήρθες παράξενος να με βρεις εχθές
μ’ ένα μωβ όνειρο, στοιχειωμένο
με μια βαλίτσα αποθυμιές
θύμησες από τόπο ξένο
Τι περιμένεις τάχα; η ματιά σου τι θαρρεί;
άλλαξα κι εγώ όπως ο κόσμος όλος
ξενιτεύτηκα τον ήλιο, γίνηκα μισερή
μια κιθάρα ένα όπλο κι ένας φόνος
Ουρλιάζουν οι ψυχές, φαντάσματα
μισέψανε τις Μούσες οι θεοί
τρέλα ατελεύτητη σε πόνου φάσματα
λοβοτόμοι μας κλέψαν τη φωνή
Τι περιμένεις τάχα; τι με ρωτάς;
τραγούδια μη πλάθεις, στέρεψε ο λυτρωμός
πάψαν τα θαύματα καιρό, κάηκε ο έρωτας
η πνοή μου μοιρολόγι, κρυφός οδυρμός
Βαρύθυμη η πολιτεία με σκουριάζει
δακρυσμένες φιγούρες μου γελάνε
στο μετέωρο πορφυρό ποτάμι παφλάζει
και τα "σ' αγαπώ" σου στο κύμα με πετάνε
Έχω σπαθιά, δεν έχω χέρια να σ' αγγίξω
έχω ένα χρυσό κλουβί, άλειωτο κορμί
κάθε αυγή το βλέμμα μου οπλίζω
και καλημερίζω του πλανήτη τη σιωπή
Φύγε λοιπόν. Δε φοβάσαι του καιρού τ' αμόνι;
δε βλέπεις πως είμαι νεκρή μέσ' τους νεκρούς
κοίτα τον αγέρα, το αύριο πως καρφώνει
τα μαύρα φεγγάρια σε λειψούς ουρανούς
Κοίτα το στόμα μου κεντημένο με μαύρη κλωστή
δε θα σε ρωτήσει του Χάρου τ’ αδράχτι
λοβοτόμοι μας κλέβουν τη ψυχή
Φύγε! τούτη η πλάση πνίγεται στη στάχτη...
(Είναι κάτι νύχτες που βρέχει μεσ' τη μικρή μου φυλακή, οι μαύροι μεντεσέδες του νου μου, μουσκεύουν από ακάμωτες απόπειρες φυγής και ξεβάφουν κι αφήνουν ένα χρώμα μουντό στην
επιληπτική και μισοφαγωμένη αγκαλιά μου... κι οι αιώνιες μουσικές, επικήδεια τεχνάσματα ρουφάνε τη ψυχή μου ωσότου να σωθώ.)
Φυσαλίδα