Δεκα Στάμνες (gio123)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Αρώματα αρχοντικά ξεφούσκωσαν την πλώρη
o θάνατος εμύρισε μια Κυριακή πρωί
ένας θεός αγόγγυστα αρμένισε το ζόρι
ενός σχοινιού λυπητερού μια ώρα μαγική

Σιγά σιγά εκκίνησε η παινεμένη κόρη
σιμά της μον’ τρεχάλαγαν το φως και η βοή
τα δάκρυα ρημάξανε και η καρδιά της μόνη
αυτό που χει στα σπλάχνα της ειν’ έτοιμο να βγει

Φοβήθηκε η πλάση της πως μόνη της θα αδειάσει
τις δέκα στάμνες που σέρναν τα χρόνια από πίσω
σκληρά η φύση έμαθε το χρόνο πως θα φθάσει
για να περνά σαν άνεμος σε ενός καπέλου γείσο

Σε ένα πλατάνι θε να μπει μπας και αγαλλιάσει
και το αέναον σιγά στα σπλάχνα της κρυφτεί
ένας θεός μον’ θα μπορεί το κλάμα να σωπάσει
και το σχοινί μια λύτρωση θα είναι και σιγή

Αυτό μαζί και το ποίημα περιέχονται στην ποιητική μου συλλογή «Όντα σε πλειστηριασμό» που εκδόθηκαν πριν 2 χρόνια. Όποιος θα ήθελε το βιβλίο μου παρακαλώ να επικοινωνήσει μέσω του e-mail μου

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη