Mαρίνα, που 'σαι μωρή Μαρίνα; (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


www.reginarosasamat.blogspot.com


Κάθε πρωί η φωνή της Νότας ακούγονταν διαπεραστική, δυνατή και τρομερή να ταρακουνά τη γειτονιά, να τρίζει τα γύρω τζάμια και να ξυπνά όποιον τυχόν κοιμισμένο είχε παρακοιμηθεί.

- Μαρίναααα... φώναζε με όλη τη δύναμη της φωνής της.

- Μαρίνααααα... ξαναφώναζε ακόμη πιο δυνατά βάζοντας και πιο πολλά "ααα" στο τέλος, φροντίζοντας να τα κάνει πιο τσιριχτά.

Και αν η Μαρίνα δεν είχε ακούσει ούτε με τη δεύτερη τότε την έπιανε λύσσα.

- Μαρίναααα, μωρή Μαρίναααααααα... ούρλιαζε τεντώνοντας το λαιμό της σαν κοκόρι, σε σημείο που οι φλέβες της διαγράφονταν γαλάζιες κάτω από το δέρμα.

- Που ’σαι βρε αναθεματισμένη, που ’σαι μωρή, που χαζεύεις πάλι, που ’σαι, που να σε πάρουν όλοι οι διάβολοι και να σε σηκώσουν και να σε τσακίσουν;

Συνήθως η Μαρίνα τότε από κάπου ξετρύπωνε αναμαλλιασμένη, με αλεύρια στα χέρια ή πίτουρα στην σηκωμένη ποδιά της, με βλέμμα ανήσυχο, τρομαγμένη που η κυρά της πάλι τη φώναζε σαν τρελή, λες και την είχε χάσει για καμιά ώρα.

Που να χαθεί για τόση ώρα; Ούτε πέντε λεπτά δεν μπορούσε να εξαφανιστεί σε καμιά γωνία για να καθήσει να πάρει μία ανάσα μόνη της, να δει πως είναι να κάθεται και λίγο με τον εαυτό της.

- Εδώ είμαι κυρά Νότα, εδώ είμαι, που ’ναι καλέ κυρά; απαντούσε μασώντας από την πρεμούρα τα λόγια της και φρόντιζε στα γρήγορα γρήγορα να εμφανιστεί μπροστά στην κυρά της που άστραφτε και βροντούσε.

- Κεριά και λιβάνια που θα μου πεις εδώ είμαι καλέ κυρά... ξαναβροντούσε η Νότα και με μισό μάτι κοίταζε πάνω κάτω τη Μαρίνα Σα να ’θελε να της θυμίσει ότι τα πάντα βλέπει το δικό της μάτι, το διαπεραστικό, το αετίσιο και μην κάνει το αστείο, μην καν διανοηθεί δηλαδή, να χαζέψει πουθενά ή να βρεθεί σε ακτίνα μεγαλύτερης λίγων μέτρων από το σπίτι.

Η Μαρίνα είχε κατέβει από ένα χωριό της Ηπείρου μαζί με την αδελφή της όταν εκείνη παντρεύτηκε με κάποιον Αργίτη που έμενε στις Μυκήνες. Η αδελφή την είχε πάρει μαζί της καθώς ήταν ορφανές από πατέρα και από μάνα και δεν της πήγαινε η καρδιά να την αφήσει μόνη της πίσω στην Ήπειρο, μόνη της, καταμοναχή της από οικογένεια. Γρήγορα όμως η αδελφή άφησε κι αυτή χρόνους καθώς πέθανε μαζί με το μωρό της στην πρώτη γέννα. Η Μαρίνα ούτε λόγος να μείνει με το γαμπρό της, τι δουλειά είχε εξάλλου; Για να την πιάσει όλο το χωριό στο στόμα του και να μουρμουρίζουν πίσω από την πλάτη της ή και μπροστά της;

Η Νότα τότε στα νιάτα της και νιόπαντρη, όταν συνέβη το περιστατικό με την ηπειρώτισσα που πέθανε στη γέννα είχε από την αρχή λάβει υπό την προστασία της τη Μαρίνα με έναν τρόπο που δε δέχονταν και πολλά πολλά.

"Ηπειρώτισσες! Πφφ" είχε κάνει υποτιμητικά όταν άκουσε για το θάνατο της κοπέλας. "Ούτε μια γέννα δεν μπορούν να βγάλουν εις πέρας. Ακούς εκεί να πεθάνει! "

Της φαίνονταν αδιανόητο ότι μία γυναίκα μπορούσε να λιγοψυχήσει ή να παρουσιάσει οποιεσδήποτε επιπλοκές στη γέννα, όπως και φαίνονταν γενικώς σε όλους τους χωριανούς της. Όποια γυναίκα παρουσίαζε επιπλοκές και αναγκάζονταν να τη μεταφέρουν στην πόλη για να γεννήσει ή όποια παραπονιόταν για δυσκολίες στην εγκυμοσύνη, ε, τι άλλο θα ήταν; Άχρηστη γυναίκα. Μισό πράγμα.

Έτσι ακριβώς έλεγαν. "Μισό πράμα μωρέ, τι περιμένεις; " Και όταν το μισό πράμα από την Ήπειρο ξεψύχησε πάνω στη γέννα η Νότα γειτόνισσα καθώς ήταν, μπήκε μες στο σπίτι από το ίδιο κιόλας απόγευμα και άρπαξε τη μικρότερη αδελφή από τον ώμο.

- Εσύ θα ’ρθείς σε μένα της είπε και την διέταξε σχεδόν αμέσως να μαζέψει ό,τι μπογαλάκια είχε και να έρθει δίπλα.

Η Μαρίνα την είχε κοιτάξει με εκείνα τα ερωτηματικά μάτια που την κοιτούσε ακόμη και τώρα και σκουπίζοντας τα δάκρυα που δεν είχαν καν προλάβει να βγουν ακόμη, είχε κατεβάσει το κεφάλι.

Η πρώτη έκρηξη της Νότας ήταν γεγονός. Βλέποντας την απορία στο βλέμμα της Μαρίνας είχε κορώσει από νεύρα και ανυπομονησία. Τι κάθονταν τούτη δω τώρα και την κοιτούσε σαν την ηλίθια δίχως να μιλάει; Τι σόι ήταν πάλι αυτό εδώ που δεν ξέρει να απαντήσει;

- Άκουσες τι σου είπα;

Η κοπέλα δεν απάντησε πάλι. Η Νότα άρχισε να φουντώνει.

- Δε μου λες. Εσύ θα συννενογιόμαστε; Εγώ θα σου μιλώ και συ θα κάθεσαι χάνος; Έχεις πουθενά να πας τώρα που η αδελφή σου πέθανε; Έχεις; Σε ρωτάω" επέμενε πεισματικά.

- Έχεις πουθενά να πας να μείνεις ή θέλεις να κατέβεις στο Άργος ή στην Τρίπολη να γίνεις πουτάνα στο δρόμο;

Με συνοπτικές διαδικασίες λοιπόν την είχε πάρει στο σπίτι της σώζοντάς την στην κυριολεξία από ένα σίγουρο μέλλον στους δρόμους κάποιας μεγάλης πόλης.

Την πάντρεψε με ένα καλό παιδί από το χωριό, της ξεγέννησε και το πρώτο παιδί, κήδεψε μαζί της τον άντρα της σαν πέθανε κι εκείνος από καρδιά στα 40 του και συνέχισε πάντα να την έχει στο σπίτι της και στην αυλή της, αυτήν και τα δυό της αγόρια. Η Νότα είχε μεγάλο σπίτι, διπλό στην ουσία αφού ήταν δυο ξεχωριστά σπίτια με μια κοινή μεγάλη αυλή. Μοναχοπαίδι όπως ήταν, είχε πάρει προικώο και τα δύο σπίτια και αφού το ένα της ήταν άχρηστο, γιατι να μη βάλει μέσα τη Μαρίνα να κάθεται να τη βοηθάει κιόλας;

Η Μαρίνα είχε μπει από την αρχή στις υπηρεσίες της Νότας. Της έκανε όλες τις δουλειές γιατί αυτή ήταν η συμφωνία τους. "εγώ χρειάζομαι μια κοπέλα να με βοηθάει κι εσύ χρειάζεσαι σπίτι για να μείνεις"... Όλα κι όλα η λέξη ελεημοσύνη ήταν ντροπή σε εκείνο το χωριό. Ο ελεήμων αν ήθελε να λέγεται έτσι θεωρούνταν χειρότερος και από φονιά. Ντροπή μεγάλη να δείχνεις ότι προσπαθείς να ελεήσεις, να βοηθήσεις κάποιον. Πάντα έπρεπε να υπάρχει ένα μικρό αντάλλαγμα έτσι ώστε και τα δύο μέρη να εξισώνονταν αλλιώς κάτι το αφύσικο θα υπήρχε στις αναμεταξύ τους σχέσεις.

Η συμβίωσή τους μέσα στο χρόνο συνέχιζε να έχει τα ίδια χαρακτηριστικά που είχε από την αρχή.
Τη Μαρίνα σιωπηλή και σκυφτή μέσα στο σπίτι να χάνεται σε κάποιο δωμάτιο καθαρίζοντας με τις ώρες ή να ξετρυπώνει μέσα από το κοτέτσι γεμάτη μυρωδιές πουλερικών και τη Νότα σίφουνα και θύελλα να την αναζητεί συνέχεια, για να της υποδείξει κάποιο λάθος που είχε κάνει, κάποια δουλειά που είχε ξεχάσει ή να τις υποδείξει έτσι γενικώς. Όλο και κάποια υπόδειξη θα γεννούσε η Νότα γιατί από τέτοια δεν την έπιανε κανένας.

- Δε μου λες, τώρα εσύ καθάρισες εδώ μέσα; Τι είναι αυτά; Τι είναι αυτά;

Και επιδεικτικά τραβούσε μια χαρακιά με το δάχτυλό της πάνω στο μπουφέ της κουζίνας θέλοντας θριαμβευτικά να δείξει ότι το δάχτυλο είχε βουτηχτεί στη σκόνη. Βεβαίως το δάχτυλο έβγαινε πάντα καθαρό αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε από το να κουνήσει υποτιμητικά το κεφάλι της και μετά να ριχτεί με μανία στο καθάρισμα από την αρχή του δωματίου, κάνοντας το μόνη της αυτή τη φορά και μουρμουρίζοντας, όλο μουρμουρίζοντας. Θέ μου τι έλεγε εκείνο το στόμα της.

- Ούτε να καθαρίσεις δεν μπορείς. Όλα εγώ πρέπει να τα κάνω. Όλα εγώ στην πλάτη. Φορτώστε τη Νότα.
Αντέχει η πλάτη της Νότας, είναι γαϊδούρι η Νότα με σαμάρι χοντρό.

- Είσαι παραπονιάρα κυρά Νότα της απαντούσε μισογελώντας η Μαρίνα που πια είχε μάθει τα χούγια της. Ήξερε πως παντού και πάντα ήθελε να βγαίνει από πάνω και να μην παραδέχεται μπροστά της ότι κάτι το είχε κάνει καλύτερα από εκείνην.

- Πάλι πολύ σκόρδο έβαλες στο κοτόπουλο; Πάλι ψιλόκοψες τις πατάτες; Τι πατάτες είναι αυτές; Έτσι τις τρώτε εκεί στην Ήπειρο; Πατατάκια τρώτε ή φαί για ανθρώπους;

Και το φαγητό ήταν τέλειο, μοσχομυριστό, έλιωνε νοστιμιά μες στα σαγόνια της. Τσιμπούσε με λιχουδιά τις πατάτες αλλά πως ήταν δυνατόν να παραδεχτεί ότι είχε βγει νόστιμο φαγητό από άλλα χέρια εκτός από τα δικά της;

- Τι έχει κυρά Νότα το φαί; Όπως μου έχεις πει το κάνω... έλεγε η Μαρίνα, ξέροντας πως η Νότα τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να το δεχτεί.

Οι δουλειές γίνονταν τέλειες, όλα δούλευαν ρολόι, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση η Νότα να δείξει ότι μένει ευχαριστημένη, ότι αναγνωρίζει πόσο καλή είναι η Μαρίνα. Το παν ήταν να μην της δώσει θάρρος. Η Νότα ευχαριστιόταν να έχει σε ένα διαρκές τρέξιμο τους άλλους ακόμη και τον άντρα της, όχι μόνο τη Μαρίνα.

Το πρωί που σηκώνονταν λες και σηκώνονταν ο στρατηγός του στρατοπέδου. Καθόταν στην κουζίνα, αφού η Μαρίνα της είχε φτιάξει τον καφέ –"πάλι πικρό τον έφτιαξες τον καφέ βρε αναθεματισμένη; Άχυρο τον πίνετε στο χωριό σου; "-και μοίραζε δουλειές και καθήκοντα και αποφάσιζε εκείνη τη στιγμή, αν εκείνη τη μέρα αυτή θα κάθονταν στο σπίτι ή θα πήγαινε βοήθεια στο χωράφι. Ο άντρας έπρεπε να πάει στο τάδε χωράφι και να κάνει αυτά και αυτά, -λες και δεν τα ήξερε- η Μαρίνα να τινάξει εκείνα και να στρώσει τα άλλα. Τα παιδιά τα δικά της και της Μαρίνας να τσακιστούν να ετοιμαστούν για το σχολείο και τα δικά της σα μεγαλύτερα να προσέχουν αυτά της Μαρίνας.

"Κάνει και ο δάσκαλος μου πει πως ο Στράτος έπεσε και χτύπησε στην αυλή ή κάνει και μου πει πως ο Τάσσης τις έφαγε πάλι από εκείνον το γουρούνι του Κονόμη εσάς θα κρεμάσω ανάποδα από τη συκιά. Καταλάβατε; Ανάποδα και θα το σκεφτώ πολύ να σας κατεβάσω πριν βραδιάσει. Θα ’ρθουν οι καρακάξες και θα σας τσιμπολογούν τα άντερα"

Τολμούσαν τα παιδιά να αφήσουν από τα μάτια τους το Στράτο και τον Τάσση της Μαρίνας; Όπου πήγαιναν αυτά, να ’σου από πίσω τους, σαν τον κοσκολιό και τα παιδιά της Νότας. Φύλακες, φρουροί κανονικοί. Η σκέψη της συκιάς και του σωματός τους να κρέμεται ανάποδα από αυτή μέχρι το βράδυ ήταν κάτι που είχε τρομοκρατήσει στην κυριολεξία την ψυχή τους. Κι εκείνες οι καρακάξες! Απαίσιες, μαύρες με τις μεγάλες φτερούγες τους ανοιγμένες, να τους τραβάνε προς τα έξω αντεράκι, αντεράκι.

- Τρώνε οι καρακάξες σπληνάντερο; είχε ρωτήσει όλο αθωότητα ο Τάσσης τη μεγάλη κόρη της Νότας.

- Δεν ξέρω... είχε απαντήσει τρομαγμένα εκείνη, πάντως δε θέλω να φάνε το δικό μου. Για αυτό αν έλθει πάλι ο Λιόλης* του Κονόμη και σε κλωτσήσει θα μου το πεις αμέσως να τον περιποιηθούμε με τον Βλάσση.

Και μόλις ο Λιόλης έκανε να επιτεθεί στον Τάσση ή στον Στράτο, συνήθως κλωτσώντας τους ή αρπάζοντάς τους από τα μαλλιά και βάζοντάς τους κάτω-το γεγονός ότι ήταν ορφανά από πατέρα έδινε το δικαίωμα στον θηριώδη στην εμφάνιση Λιόλη (αφού ήταν το μοναδικό παχύ παιδί στο χωριό) να τα θεωρεί εύκολο θήραμα-τότε τα δυο μικρά της Νότας επενέβαιναν άμεσα ως φύλακες άγγελοι.
Δέκα χρονών η Σταυρούλα, εννέα ο Βλάσσης ορμούσαν σαν λιονταράκια στον Λιόλη τραβώντας ο ένας από εδώ, ο άλλος από εκεί και φτύνοντάς τον και οι δυο ταυτόχρονα.

- Έλα να τα βάλεις μαζί μας ρε, έλα ρε παλικάρι που τα βάζεις με μικρότερα... και δώστου τράβα ο ένας από το μανίκι κι η άλλη από τα μαλλιά τρελλαίνανε το Λιόλη που γινόταν θηρίο σε κλουβί ανάμεσα στα χέρια τους. Μπορούσε να τους κάνει καλά και τους δύο καθώς η σωματική του διάπλαση του επέτρεπε μέχρι και πέτρα να στύψει αλλά ήταν τόσο διαολεμένα τα παιδιά της Νότας-ίδια η μάνα τους-που ήξεραν να τον ξεγελούν ακόμη και στο ξύλο και να τον κάνουν να ψάχνεται ποιος τον έφτυσε και ποιος του δάγκωσε το χέρι. Σαν μικροί ανεμοστρόβιλοι γυρνούσαν γύρω του ζαλίζοντάς τον.

Ήταν αδιανόητο για τη Νότα να αφήσει τα ορφανά της Μαρίνας απροστάτευτα όπου και να πήγαιναν, ό, τι και να έκαναν γιατί αμαρτία μεγαλύτερη δεν υπήρχε από το να τα βάζεις με τον πιο αδύναμο. Η Μαρίνα έβλεπε τι αγώνα έκανε η Νότα για τα παιδιά της και η ευγνωμοσύνη δεν την κράταγε από το να της λέει συνεχώς "ευχαριστώ κυρα Νότα" παρόλο που ήξερε ότι η λέξη "ευχαριστώ" ήταν λέξη πανί για αυτήν, αλλά και για όλους τους άλλους χωριάτες εκεί. Όποιος πρόφερε τις λέξεις ευχαριστώ ή συγγνώμη ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι είχε αρχίσει να εκθηλύνεται ή να αποδυναμώνεται ως χαρακτήρας. Υπήρχαν τρόποι και τρόποι να δείχνεις πράγματα κι όχι να τα λες. Τα λένε μόνο όσοι δεν μπορούν να τα κάνουν, πάει και τελείωσε. Ένα κι ένα κάνουν δύο, έτσι έχουν τα πράγματα. Άκου εκεί ευχαριστώ!

- Άμα σε ξανακούσω να λες ευχαριστώ θα σε διώξω την απειλούσε η Νότα, αλλά ποτέ δεν το έκανε, παρόλο που άκουγε συχνά τα ευχαριστώ της Μαρίνας για τα παιδιά της.

- Δεν ήμαστε καλά Υπαπαντή μου, όλο ευχαριστώ κι ευχαριστώ... μονολογούσε σαν δεν την άκουγε, η Νότα και σταυροκοπιόταν με τον περίεργο τρόπο που μιλούσε αυτή η ξένη, η Ηπειρώτισσα.

Μία μέρα ο Στράτος, το μεγαλύτερο από τα παιδιά της Μαρίνας, εφτά χρονών, γύρισε σπίτι με πρησμένα τα μάτια από το κλάμα και το μέσα από τις παλάμες του γδαρμένο άσχημα, ματωμένο σε πολλές μεριές. Τα μαλλιά του λίγο ανάκατα και η μύτη του να τρέχει ακατάπαυστα μύξες. Κούτσαινε ελαφρά από το αριστερό πόδι και έσερνε την τσάντα του στο δρόμο, σκουπίζοντας όλα τα χαλίκια και τις πέτρες.

- Ντιξενε Μαρία* πετάχτηκε η Νότα από την κουζίνα σαν τον είδε.

- Μαρίνα, μωρή Μαρίνα, έλα να δεις τον ντιάλη* σου πως γύρισε από το σχολείο άρχισε να φωνάζει ως συνήθως λες και η Μαρίνα στο διπλανό δωμάτιο δεν την άκουγε.

Πέσανε κι οι δύο πάνω στο παιδί που μη μπορώντας από τους πόνους να μιλήσει-τα χεράκια του τσούζανε από τις βαθιές χαρακιές και το πόδι του είχε μια τεράστια μελανιά-τους είπε ότι ο δάσκαλος το χτύπησε γιατί του αντιμίλησε.

- Τι του ’πες κανακάρη μου και του αντιμίλησες; τον ρώτησε η Μαρίνα σφουγγίζοντάς του με μια βρεγμένη πετσέτα τις πρησμένες του παλάμες ενώ η Νότα όρθια από πάνω της είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει σαν άνεμος που είναι έτοιμος να ξεσπάσει ξεριζώνοντας ό, τι βρει στο διάβα του. Τα μάτια της είχαν πάρει αλλόκοτη έκφραση καθώς άκουγε το παιδί να τους εξιστορεί πως ο δάσκαλος είχε πει στα παιδιά να γράψουν μία έκθεση για τον πατέρα τους.

- Δεν έχω πατέρα κύριε, είχε πει σηκώνοντας δειλά το χέρι του ο Στράτος. Να γράψω για τη μητέρα μου;

- Είσαι ζώον Καστριώτη; Το ξέρω πως δεν έχεις πατέρα. Γράψε για τον πατέρα σου σα να ζούσε.

- Μα δε ζει κύριε.

- Καστριώτη μου αντιμιλάς;

- Όχι κύριε, αλλά δεν ξέρω τι να γράψω.

- Είσαι βλάκας τότε.

- Δεν είμαι βλάκας.

Η τελευταία φράση του παιδιού σε συνδυασμό με τον προηγούμενο διάλογό τους φαίνεται έκανε το δάσκαλο να αισθανθεί τόσο προσβεβλημένος ως άρχων και κύριος της τάξης που με περισσή κακία ζήτησε από το παιδί να ανοίξει τις παλάμες του για να δεχθεί κατάσαρκα τα βιτσίσματα, συνηθισμένη πρακτική τότε, που παρόλα αυτά στο συγκεκριμένο χωριό δεν πολυεξασκούνταν, γιατί οι δάσκαλοι έτρεμαν τους άγριους πατεράδες που υπήρχαν εκεί και που δε σήκωναν και πολλά πολλά από κάθε δασκαλάκο που έρχονταν να μάθει γράμματα στα παιδιά τους.

Δικαίωμα στο ξύλο - στο ανελέητο ξύλο πολλές φορές - είχαν μόνο οι γονείς, κανένας άλλος. Ήταν ικανοί να θάψουν ζωντανό οποιονδήποτε δάσκαλο βάραγε το παιδί τους με πάνω από μερικά βιτσίσματα. Εντάξει αυτά ήταν απαραίτητα, άντε και κανά τράβηγμα από το αυτί. Οτιδήποτε παραπανίσιο ήταν αφορμή να υπογραφεί η σχεδόν θανατική καταδίκη του οποιουδήποτε δασκάλου ή δασκάλας.

Ο δάσκαλος αυτή τη φορά είχε προχωρήσει σε πολλά παραπάνω. Τα βιτσισματά του παραήταν μανιώδη και λυσσαλέα σκίζοντας σε πολλά σημεία το μαλακό δέρμα και εκτός από αυτά θεώρησε καλό να χτυπήσει τον μικρό και στο μπούτι με τον χάρακα πολλές φορές βάζοντας όλη του την αντρική δύναμη για να το καταφέρει αυτό. Το ότι το παιδί έκλαιγε και έσκουζε από τον πόνο διόλου τον επτόησε, αντιθέτως μάλιστα του διόγκωσε τη τρέλα επιβολής που τον είχε πιάσει εκείνη την ώρα ξέροντας φυσικά πως δεν υπήρχε πατέρας από πίσω. Εκ του ασφαλούς βεβαίως γιατί αλλιώς που να τολμούσε;

Η Μαρίνα έπιασε να αναστενάζει συνεχώς από το παράπονο που την έπιασε μόλις άκουσε το παιδί της. Φου και φου το πήγαινε όση ώρα το καθάριζε και το χτένιζε. Φου και φου το πήγαινε κι η Νότα αλλά σε άλλο τόνο.

Την άλλη μέρα η Νότα κίνησε πρωί πρωί για το σχολείο. Ήξερε πως θα έβρισκε το δάσκαλο να παραδίδει το μάθημα της πρώτης ώρας.

Χτύπησε την πόρτα σιγά σιγά στην αρχή κι όχι αγριεμένα. Τα μέσα της έβραζαν και έκαιγαν αλλά δε θα του ’δινε το χρόνο να προετοιμαστεί ακούγοντας ένα βαρύ και άγριο χτύπημα.

- Ποιος; ακούστηκε η φωνή του δασκάλου.

Η Νότα άνοιξε την πόρτα και μπήκε ένα βήμα μέσα. Στα μάτια της αστραπές, βροντές και καταιγίδες.

- Τι θέλετε; έκανε ξερά ο δάσκαλος δυσφορώντας με τούτη τη χωρική που τολμά να του διακόπτει το μάθημα.

Σε εκείνο το "τι θέλετε;" η Νότα ένοιωσε το θυμό της που ήδη υπήρχε να σκίζεται και να γιγαντώνεται. Να μη χωράει πια στο σώμα και στα λόγια.

- Συ ‘σαι ο δάσκαλος του Στρατή; απάντησε κι εκείνη ξερά.

-Ναι, θα μου πείτε τι θέλετε;

- Φτου σου βρε ξεφτιλισμένε έκανε με έμφαση τονίζοντας αργά αργά τα λόγια της η Νότα και φουριόζα φουριόζα πετάει ένα βαρύ φτύμα πάνω στη μούρη του δασκάλου που δεν πρόλαβε να δει από πού του ήρθε.

Παγωμάρα στην τάξη. Όλα τα μάτια από κάτω γούρλωσαν και στυλώθηκαν στη Νότα που έξαλλη ξανάφτυσε το δάσκαλο πετυχαινοντάς τον πάλι στη μούρη.

- Φτου σου βρε ξεφτίλα δάσκαλε που βρήκες να τα βάλεις με το ορφανό.

Και δώστου να φτύνει πάλι και να ξαναφτύνει, λούζοντας πλέον κανονικά το δάσκαλο που αηδιασμένος από τις ακατάσχετες πτύσεις της χωρικής έψαχνε να βρει σαν τρελός το μαντήλι του να σκουπιστεί.

- Είσαι τρελή κυρά μου; Είσαι τρελή; έλεγε και ξανάλεγε καθώς τα φτύματα έπεφταν βροχή.

- Τι σε μέλλει εσένα, παιδί σου είναι ο Στράτος; Τι σε μέλλει για το Στράτο του Καστριώτη; Έχει μάνα, δεν έχει; της φώναξε τρελός κι εκείνος πια από νεύρα.

- Δεν έχει όμως πατέρα, έχει; Έ; Έχει; Και δώστου τρελή η Νότα από οργή βγάζει μια χοντρή βίτσα που είχε κρύψει κάτω από την ποδιά της - τις αρβανίτικες μεγάλες ριγωτές μαύρες ποδιές- και τον αρχίζει που σε πονεί και που σε σφάζει με τη βίτσα. Δεν έβλεπε τίποτα μπροστά της από την τρέλα που την είχε κυριεύσει. Θα του τα τσάκιζε τα κόκκαλα του δασκάλου αν δεν έμπαιναν μέσα κι οι άλλοι δάσκαλοι από το σούσουρο και τη φασαρία που ξεσηκώθηκε στην τάξη.

Τραβώντας την δύο άντρες την κράτησαν. Ο δάσκαλος πονώντας στα παΐδια, κρατούσε τα πλευρά του και μηρύκαζε βογγώντας και βλαστημώντας:

- Τι άνθρωποι είστε σεις εδώ; Αγροίκοι, χωριάτες, άξεστοι! Κολοαρβανιτιά, που ’ρθα και έπεσα εδώ μέσα στη χειρότερη φωλιά σας.

- Βουλωστο το στόμα σου μη στο βουλώσω εγώ, φώναζε σαν τρελή η Νότα που εκ νέου δεν κρατιόταν πάλι κι ήθελε ακούγοντας το δάσκαλο να ορμήσει και να του φάει το καρύδι.

- Έχε χάρη που ’σαι γυναίκα και που οι αρχές μου δεν μου επιτρέπουν να χτυπώ γυναίκες, σύριξε κοιτώντας την πλαγίως ο δάσκαλος και κυρίως για να βεβαιωθεί πως οι άλλοι δύο συνάδελφοι την κρατούσαν γερά από τα μπράτσα.

- Σου επιτρέπουν όμως να τσακίζεις μικρά παιδιά που δεν έχουν πατέρα να έρθει να σε κάνει ρε χτικιασμένε του αλατιού. Να ’ρθει και να σε μαρκαλήσει* στην καρέκλα που κάθεσαι ρε παράλυτε.

Ο δάσκαλος ίσιωσε το σακάκι του και βαθύτατα προσβεβλημένος επειδή τα παιδιά ξέσπασαν σε γέλια ακούγοντας τη Νότα να μιλάει για μαρκαλητά*, το μόνο που βρήκε να πει ήταν:

- Δεν είστε του επιπέδου μου, δεν ασχολούμαι. Παιδιά βγείτε λίγο έξω να παίξετε μέχρι να λήξει το συμβάν.

Και το συμβάν έληξε όπως ήθελε η Νότα. Ο δάσκαλος απείλησε μεν να της κάνει μήνυση αλλά πέσαν επάνω του οι άλλοι που τον προειδοποίησαν πως αν θέλει τη σωματική του ακεραιότητα και πως αν επιθυμεί το σπίτι του να στέκεται στους τοίχους του να μη σκεφτεί καν να κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν μαθηματικά βέβαιο πως οι συγγενείς όλοι, της Νότας θα τον μαδούσαν ζωντανό, αν τολμούσε να στραφεί με οποιονδήποτε τρόπο εναντίον της.

- Θα ζητήσω μετάθεση εξεμάνη ο δάσκαλος, ανίκανος να χωνεύσει πως δεν είχε καμία εξουσία εκεί, όπως είχε συνηθίσει.

Αλλά μέχρι να έρθει η μετάθεση φρόντιζε να μην έχει πολλά-πολλά με το Στρατή. Τον πήγαινε λάου-λάου και από μακριά. Θες πάλι να ’ρθει η τρελή και να έχουμε καινούρια λουσίματα;


(Συνεχίζεται)



  • Λιόλης = Γιώργης
  • Nτίξενε Μαρία = φύλαγε Παναγιά μου
  • ντιάλης = παλικάρι
  • μαρκαλήσει, μαρκαλητό = η πράξη της συνουσίας αλλά ειπωμένη με τον λαϊκό τρόπο

Chcome

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη