Πλανεύω με απόλαυση - 5η συνέχεια (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

[...]

Ένα βλέμμα μπορεί να κοιτάζει έχοντας στο βάθος του και στις επιφάνειές του αρκετή παραίτηση για τη ζωή, αρκετή έλξη για το άγνωστο που ακολουθεί τη διακοπή της ζωής. Είναι σαν το βλέμμα μια γυναίκας που με λυτά μακριά μαλλιά, κοιτάζει με το πλάι του ματιού της, να δει κάποιες σκιές να περνάνε. Τα μαλλιά της ανεμίζουν προς τα πίσω σαν μικρά κυματάκια, φοράει ένα κρεμαστό σκουλαρίκι στο ένα της αυτί που φαίνεται απ’ το πλάι και το κορμί της είναι όλο τυλιγμένο σε μαύρα ρούχα. Μόνο ο μακρύς λαιμός της σπάει με τη λευκότητά του αυτήν τη σκοτεινιά επάνω στη φιγούρα της. Είναι μια γυναίκα μέσα σε ένα δωμάτιο, ο αέρας δεν ξέρω από πού τη φυσάει και σηκώνει έτσι τα μαλλιά της. Το δωμάτιο είναι κι αυτό πένθιμο σαν αυτήν. Πίσω της διακρίνω ένα μυστήριο ανακατεμένο χρώμα σαν να υπάρχει το λιγοστό φως από κάποια λάμπα μικρής έντασης. Μοβ σκιές διαχέονται στο βάθος και μπερδεύονται με ένα υποκίτρινο σκοτωμένο φως, που κάνει λαδί αντανακλάσεις καθώς πλέκεται μες στο πιο σκούρο χρώμα. Και η γυναίκα εξακολουθεί να κοιτάει, γυρισμένη προφίλ. Η κόρη του ματιού της έχει φτάσει στο πιο ακριανό σημείο του χλωμού βολβού της. Τα χείλη της σφιχτά κλεισμένα, ίσα που πάνε να σκάσουν σε ένα πικρό χαμόγελο μα ούτε αυτό καταφέρνουν. Στέκομαι μαγνητισμένος και την κοιτάζω. Κοιτάζει εμένα ή αυτό που κινείται γύρω μου και με περιμένει; Είναι κρεμασμένη σε ένα κάδρο, είναι για μένα η προσωποποίηση του ίδιου του θανάτου. Κάποιες φορές την έβλεπα στον ύπνο μου πριν πεθάνει κάποιος.

Μα πέρα από αυτό ήμουν πάντα αδιάφορος σε θέματα που άπτονταν του θανάτου. Άκουγα για θανάτους, πέθανε ο τάδε, πέθανε ο δείνα και απλώς ανασήκωνα τους ώμους. Έτσι είναι η ζωή. Δεν κατανοούσα την έντονη θλίψη, την παραίτηση που ακολουθούσε μερικές φορές, τις υπερβολικές εκδηλώσεις θρήνου, τα μαύρα εκείνα ρούχα που ονόμαζα στολές πένθους. Στερούνταν αξιοπρέπειας απέναντι στο θάνατο όλα αυτά. Όταν με πήραν τηλέφωνο για να μου ανακοινώσουν πως ο αδελφός μου πέθαινε, ξεψυχούσε, καλό θα ήταν να μαζευτεί η οικογένεια πριν του βγει η ψυχή, οδήγησα μέχρι εκεί ακούγοντας μουσική. Είχα βάλει ένα cd με διασκευασμένα κομμάτια του Mπαχ της Βανέσα Μέυ. Ήταν ένα cd που είχε παρατήσει στο δικό μου αυτοκίνητο η Μιναλού και που ψάχνοντας να βρω τι θα ακούσω μέχρι να φτάσω, με τράβηξε η εικόνα της βιολονίστριας αποτυπωμένης στο κυκλικό κάλυμμα, με τα ίδια μακριά μαλλιά κι αυτή, να πέφτουν προς τα εμπρός, κουλουριασμένη, αγκαλιάζοντας τις μακριές της μπότες. Πίσω της το λευκό χρώμα κόβονταν κατά τόπους από μεγάλες, φλογερά ερυθρές, πινελιές που σχημάτιζαν με καλλιτεχνικό τρόπο το όνομά της. Το έβαλα να παίξει δυο φορές ώσπου να φτάσω και με βοήθησε θαυμάσια στο να μη σκέπτομαι τίποτα. Αυτό επιθυμούσα. Να οδηγήσω ως εκεί σαν να μην ξέρω αν πηγαίνω για να παρακολουθήσω τις τελευταίες ώρες του αδελφού μου ή για να κάνω μια συνηθισμένη επίσκεψη καλοκαιριάτικου πρωινού. Όταν έφτασα πρέπει να ήταν σχετικά νωρίς ακόμα γιατί τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα κατά μήκος του δρόμου έξω από το σπίτι του ήταν λιγοστά. Ο ήλιος έκανε τα καπό τους να μοιάζουν με λαμπερά πολύχρωμα σκαθάρια που έχουν ανοίξει σε έκταση τα φτερά τους και ετοιμάζονται όλα μαζί να πετάξουν σε χαμηλή πτήση πάνω από το έδαφος. Καθώς έκλεισα την πόρτα μου για να κλειδώσω το αυτοκίνητο, ο δυνατός ξερός της κρότος, με επανέφερε και εμένα στο έδαφος. Δεν είχα πάρει την πρώην γυναίκα μου τηλέφωνο, ούτε τα παιδιά μου. Καλύτερα σκέφτηκα. Ας έρθουν κατευθείαν στην κηδεία. Ήμουν απόλυτα ψύχραιμος όταν έκανα αυτές τις σκέψεις, βάζοντας σε σειρά τι έπρεπε να είχε γίνει, τι έπρεπε να γίνει από δω και πέρα και τι όχι.

Η γυναίκα του αδελφού μου βρίσκονταν ήδη μαζί του μέσα στο δωμάτιο όπου τον είχαν. Τη βρήκα κουρνιασμένη πάνω στα πόδια του. Τον είχε αγκαλιάσει από εκεί αφημένη και παραδομένη σε έναν παράξενο ύπνο. Κρατούσε τα βλέφαρά της κλειστά. Δεν ξέρω αν με άκουσε όταν μπήκα. Κάποιος άλλος της μίλησε. Σηκώθηκε και με αγκάλιασε. Το σώμα μου πάγωσε, αισθάνθηκα να γίνομαι μια άκαμπτη κολώνα. Έκανα μεγάλη προσπάθεια για να την αγκαλιάσω κι εγώ και να της ψιθυρίσω δυο παρηγορητικά λόγια. Αυτές οι στιγμές με κάνουν να αισθάνομαι ολότελα ξένος ακόμη και με τον ίδιο μου τον εαυτό. Έχω μια αδυναμία έκφρασης, ίσως αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα με σαστίζει πολύ περισσότερο από όσο πιστεύω ο θάνατος. Μου φάνηκε πως τα μαλλιά της μύριζαν κάτι σάπιο. Τραβήχτηκα απότομα και την παρακάλεσα να μείνω λίγο μόνος με τον Μάριο. Αυτό που ήθελα περισσότερο ήταν όχι τόσο να μείνω μόνος μαζί του, όσο να μην είναι εκείνη μέσα, δίπλα μου. Δεν άντεχα παρατηρητές. Όταν την είχε πρωτογνωρίσει ο αδελφός μου, δεν μπορούσε καν να μιλήσει, ένα κοριτσάκι από ένα μικρό αγροτικό σπίτι ήταν που ήξερε να λέει τα στοιχειώδη για να συνεννοείται και τίποτα περισσότερο. Παρατηρούσε όμως τα πάντα. Τη θυμάμαι συνεχώς να παρατηρεί, ειδικά τα πρώτα χρόνια. Ντυμένη με εκείνα τα άχρωμα παστέλ σφιχτά πουκάμισα, γύριζε σαν ραντάρ τα μεγάλα της μάτια γύρω γύρω λες και με αυτά θα έπιανε αυτά που ήθελε να πιάσει και που θα τη βοηθούσαν να μιλήσει λίγο περισσότερο.

Δίπλα από το προσκεφάλι του έκαιγε ένα κερί. Τον πλησίασα. Είχε τα μάτια του μισόκλειστα, σαν να είχαν γυρίσει ελαφρώς ανάποδα ή σαν να πάλευαν για να κάνουν κάτι τέτοιο. Ήξερα, μου είχαν πει πως δεν υπήρχε περίπτωση να γνωρίσει κανέναν, πως δεν καταλάβαινε πια τίποτα. Η φωνή του έβγαινε ένα σφιχτό βογγητό μόνο από το λαιμό του. Περισσότερο με μουγκρητό έμοιαζε. Ένα υπόκωφο μουγκρητό χωρίς αέρα μέσα του. Αναρωτήθηκα πως είναι δυνατόν να τον παρατηρώ με τέτοια ερευνητική σχεδόν προσοχή. Του έπιασα το ένα χέρι που είχε ακουμπισμένο λίγο πιο κάτω από το στέρνο. Ξαφνικά αυτό πετάχτηκε, αναπήδησε σαν να ήταν ένα ξένο σώμα, ολοζώντανο ακόμα, φυτεμένο σε ένα άλλο σώμα που πέθαινε. Ένας συριγμός γεμάτος πιεσμένο αέρα ανέβηκε ξαφνικά από το στήθος του που τόση ώρα έδειχνε κενό και βγήκε μονομιάς σαν γαργαριστή ανάσα από τα χείλη του. Τα μάτια του εξακολουθούσαν να είναι στην ίδια ακριβώς κατάσταση, ήταν ήδη ημιθανής σκέφτηκα και το προηγούμενο βογγητό του δεν άλλαξε ρυθμό. Του είχαν ανεβάσει ως τη μέση ένα ολόλευκο σεντόνι, διπλωμένο προσεκτικά, τσάκιζε μόνο στο σημείο που πριν είχε διπλωθεί η γυναίκα του. Ίσως σε αυτήν την κατάσταση ο Μάριος μας έβλεπε καθαρότερα από κάθε άλλη φορά και εμείς αδαείς και ηλίθιοι μπροστά στο τι πραγματικά κρύβει η περπατησιά ενός θανάτου, απλώς κουνούσαμε τα κεφάλια μας με αόριστη θλίψη πιστεύοντας πως όλα έχουν ήδη τελειώσει τη στιγμή που ίσως ξανάρχιζαν ή τη στιγμή που όλα άρχιζαν για πρώτη φορά.
Εγωιστές και στην υπερεκτίμηση της ζωής μας.

Έπιασα σφιχτά το άλλο χέρι του που το είχε στο πλάι, τοποθετημένο παράλληλα με τη γραμμή του σώματός του. Πρόσεξα πως πάνω στα χείλη του είχε σχηματιστεί μια ψιλούλα κρούστα, προφανώς ο στεγνός αέρας που έβγαινε από μέσα του τού είχε ήδη κάψει τη φυσική υγρασία του στόματος. Οι κόρες του τρεμόπαιξαν κάνα δυο φορές για να περιέλθουν πάλι στην ίδια με πριν αφασική κατάσταση. Το συκώτι του ήταν υπερβολικά διογκωμένο, φαίνονταν σαν αφύσικος λόφος κάτω από το ολοκάθαρα πάλλευκα σκεπάσματα. Αυτό το βογγητό σήμαινε πόνο ή κάτι άλλο από μέσα του που ποιος να το γνωρίζει; Μήπως ήθελε να μιλήσει; Το θεωρούσα αδύνατο αλλά γιατί όχι; Τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν. Δεν ήταν τα δικά μου μάτια αυτά. Τα δάκρυα σαν ξένα κυλούσαν πάνω στα μαγουλά μου χωρίς να μπορούν να σταματήσουν. Ένα απαίσιο σφίξιμο ήρθε και μου τρέλανε την περιοχή γύρω από το στήθος μου. Δεν μπορούσα για λίγο να αναπνεύσω. Άφησα το σώμα μου να πέσει σε μία από αυτές τις γελοίες μινιμάλ πολυθρόνες που ήταν ίδιες με τα νοσοκομειακά κρεβάτια και έκρυψα το πρόσωπο μου μες στις παλάμες μου.

Έκλαψα για αρκετή ώρα, δεν ήταν κάτι που ήθελα να το κάνω, δεν θέλω να κλαίω, δεν μου αρέσει να αφήνομαι έτσι συναισθηματικά. Αυτό το κλάμα όμως το απαιτούσε ο Μάριος, ο ίδιος με εκείνο το σφιγμένο στο πλάι χέρι ήρθε και μου έπιασε το λαιμό και ξεκόλλησε αυτό το κλάμα που υπήρχε εκεί. Ήθελε ο αδελφός μου να με δει να κλαίω για αυτόν; Όπως όλοι στις πιο κρυφές μας φαντασιώσεις όταν θέλουμε να εκδικηθούμε τους άλλους φανταζόμαστε να τους προσφέρουμε την υπέρτατη πληγή, το θάνατό μας, και αυτοί συγκλονισμένοι να χάνουν τον κόσμο, να μας ταρακουνούν μες στο φέρετρο του εκβιασμού, να λατρεύουν το νεκρό μας πρόσωπο που χαμογελά από μέσα του ειρωνικά “Βλάκες, για να μάθετε άλλη φορά, ο θάνατος είναι η καλύτερη απειλή για να συνεχίσω να ζω”.

Πριν ξεψυχήσει άνοιξε για δευτερόλεπτα διάπλατα τα μάτια του. Η γυναίκα του στεκόταν από πάνω του, της έριξε ένα απορημένο βλέμμα και μετά κοίταξε εμένα με το ίδιο ακριβώς απορημένο βλέμμα. Διέκρινα μέσα του ολοκάθαρα, είμαι σίγουρος για αυτό, την ύστατη προσπάθειά του να μας αποχαιρετίσει, δεν ήθελε να φύγει χωρίς ένα τελευταίο βλέμμα μικρής συνεννόησης. Έσβησε με μια μικρή ανάσα σαν να πρόλαβε να πει λαχανιασμένος κάτι που έπρεπε να πει. Μπορεί και να ήθελε να γελάσει λίγο μαζί μας. Τις τελευταίες μέρες του στο νοσοκομείο επέμενε πως έβλεπε άυλες μορφές από νεκρούς συγγενείς μας, να κάθονται στα πόδια του κρεβατιού του και να τον καλούν να πάει μαζί τους. Μας τα έλεγε ήρεμος, τον είχα πιάσει να μισογελάει στην κρυφή φρίκη που μας προκαλούσαν οι ιστορίες του αυτές.

Όταν μετά την κηδεία, επιστρέφαμε από το νεκροταφείο πεζή, άρχισε να βρέχει. Η νύφη μου με ένα πάνινο πρόσωπο και μάτια θεόρατα κρατούσε από το χέρι το γιο της. Το παιδί βάδιζε σιωπηλό έχοντας κατεβάσει το κεφάλι. Μια φύτρα ξανθοκάστανα μαλλιά, πέταγε ατίθαση από την κορφή του κεφαλιού του. Το παντελόνι του είχε λερωθεί στην κάτω δεξιά άκρη του από χώμα, το ίδιο χώμα που πετάξαμε πάνω από το φέρετρο. Μου φάνηκε πως έβλεπα πρώτη φορά πόσο πολύ έμοιαζε με τον αδελφό μου. Κι εκείνος όταν ήταν δέκα χρονών με κοιτούσε με το ίδιο αγέρωχο βλέμμα σαν να ήθελε να μου τονίσει πόσο καλύτερος είναι και πόσο απαγορεύονταν να τον πλησιάζω πέρα από ένα σημείο. Ψηλότερος και πιο γρήγορος του άρεσε να με ταπεινώνει και να με κάνει να θυμώνω. Φαίνεται πως ο θυμός μου ασκούσε ένα είδος γοητείας πάνω του γιατί σε κάθε δικό μου ξέσπασμα οι κόρες των ματιών του διαστέλλονταν με ευχαρίστηση και έπαιρναν εκείνο το τρομακτικό βλέμμα που θύμιζε σε όλους πόσο ανώτερο θεωρούσε τον εαυτό του. Κι εγώ αν και μεγαλύτερος του, τον ακολουθούσα και τον αντιπαθούσα, όλα την ίδια στιγμή. Σαν τους εξουσιαστές εκείνους που ονειρευόμαστε να ρίξουμε βίαια από το θρόνο τους, αλλά ένα ευθύ βλέμμα τους στοχευμένο εξ επίτηδες μες στο κέντρο των ματιών μας, μας κάνει να ακινητοποιούμαστε από έναν παράλογο φόβο.


Οι μέρες που άρχισαν να περνούν μετά το θάνατο του Μάριου μου θύμιζαν όλο και περισσότερο την απουσία του. Ένοιωθα πια πως έλειπε ένα κομμάτι από μένα τον ίδιο παρόλο που δεν τα πηγαίναμε ποτέ ιδιαίτερα καλά. Τα απογεύματα έκοβα μικρές βόλτες μέσα στο κέντρο της πόλης κι έπειτα γυρνούσα με το μετρό στο σπίτι. Περπατούσα σκυφτός, συλλογιζόμουν. Σκυφτός γιατί δεν άντεχα ποτέ να κοιτάζω τα πρόσωπα των άλλων περαστικών, δεν ξέρω γιατί, τα πρόσωπα με φοβίζουν λίγο, ο τρόπος που μπορεί να με κοιτάξει κάποιος άγνωστος άνθρωπος. Μόνο τις σκιές τους έπιανα με την άκρη του ματιού μου να περνάνε ποτέ βιαστικές, πότε αργές από δίπλα μου. Μπερδεμένες σκιές, σαν ρευστές μορφές που πάνε να αγγιχτούν και την τελευταία στιγμή κάτι τις σώζει από αυτό το άγγιγμα. Η επώδυνη επαφή των σκιών. Ανύποπτες η μία για την παρουσία της άλλης μέσα στον ίδιο χώρο, διεκδικούν το ζωτικό τους μέρος για να στροβιλιστούν, αλλά αν τύχει και αγγιχτούν, -χωρίς να το θελήσουν άραγε ή μήπως αυτό επιδιώκουν; - τότε τα όριά τους μπλέκονται, οι χυμένες γραμμές τους απορροφούνται στιγμιαία η μία από την άλλη, δημιουργούν μεγαλύτερους σκοτεινούς όγκους που τρέφονται από τις ίδιες, τις μέχρι τώρα ξεχωριστές σκιές.

Και εγώ έβλεπα αυτά τα αγγίγματα εκείνα τα απογεύματα, σκιές ξεχωριστές, μα και πιο μεγάλες σκούρες μάζες που περνούσαν αστραπιαία από δίπλα μου και προλάβαινα να πιάσω τις κινούμενες γραμμές τους στο άπλωμα του ήλιου πάνω στα πεζοδρόμια. Ο Μάριος κυνηγούσε σκιές όταν ήμασταν μικρά παιδιά ή συναγωνιζόταν μαζί μου για το ποιος από τους δυο μας είχε την μακρύτερη σκιά. “Θα σου κλέψω τη σκιά σου” συνήθιζα να τον τρομάζω όταν παίζαμε τα μεσημέρια ανάμεσα στις συστάδες των δέντρων που πλαισίωναν το σπίτι μας από όλες του τις μεριές. Kάγχαζε ειρωνικά και ξεχύνονταν πάνω μου προσπαθώντας ή να με κλωτσήσει με μια θεαματική κλωτσιά –όλα έπρεπε να είναι θεαματικά – ή να με χτυπήσει στο πρόσωπο με τις γερές γροθιές του. Χρόνια μετά μού είπε πως αυτή η παιδιάστικη ανόητη απειλή μου τον φόβιζε πραγματικά. Σαν εκείνες τις πρωτόγονες φυλές που φοβούνται μήπως κάποιος τους πατήσει τη σκιά γιατί η σκιά τους θεωρείται ως σκοτεινή αντανάκλαση της ψυχής τους. Ήξερε μυστικά ο Μάριος την αξία της δικιάς του σκιάς; Παρόλο τον επιθετικό χαρακτήρα του, είχε την ικανότητα να ψυχανεμίζεται τα πράγματα που υποπτευόμουν κι εγώ;

Η Μιναλού με συμβούλευε να κόψω αυτές τις μοναχικές βόλτες, θεωρούσε πως μου κάνουν κακό, ήδη με έβλεπε πιο χλωμό, “κατάλαβέ το” μου έλεγε “ο Μάριος δεν έρχεται πίσω, πρέπει να γυρίσεις στην καθημερινοτητά σου”.

Οι άνθρωποι εύκολα αρέσκονται στο να δίνουν συμβουλές στους άλλους. Ίσως αυτό τους δημιουργεί μια εσωτερική αίσθηση δύναμης, δύναμης κυρίως πάνω στον εαυτό τους, που ξαφνικά μπορεί, μα ναι, όλοι το μπορούμε, να γίνεται σπουδαιότερος χαρίζοντας αφειδώς τα δικά του αποστάγματα σοφίας ή ακόμα χειρότερα όχι χαρίζοντάς τα, μα κάνοντας τον άλλον να τα ζητάει. Συμβουλές για τις συνήθειες – είναι εκπληκτικό πόσες μικροσυνήθειές μου εκνεύριζαν τη Μιναλού, τα παιδιά μου, τον αδελφό μου, τους γονείς μου, φίλους – συμβουλές για τη δουλειά, συμβουλές για την οικογένεια. Γελούσα κρυφά όταν δεχόμουν μια συμβουλή, είναι τόσο αστείο που μου προκαλούσε τη διάθεση να γελάσω δυνατά, μα λόγω ενός μικρού αδύναμου φόβου μέσα μου, κι όχι από ευγένεια, δεν το έκανα ποτέ. Κουνούσα καταφατικά και συγκαταβατικά το κεφάλι μου, προσποιούμενος πως άκουγα με προσοχή ή πως με ενδιέφερε η συμβουλή. Η συμβουλή ενός ανθρώπου που είχε διαφορετικό τρόπο σκέψης από μένα, διαφορετική οικογένεια, διαφορετική δουλειά, διαφορετικούς γονείς, διαφορετικό χώρο, ενός ανθρώπου που δεν είχε δει ποτέ του τις σκιές με τον τρόπο που τις έβλεπα εγώ, δεν είχε περπατήσει ποτέ με τον ίδιο τρόπο στα απογευματινά πεζοδρόμια, την ώρα που όλοι γυρίζουν στα σπίτια τους κι ένα μακρύ αόρατο χέρι σού βουτάει στοργικά το κεφάλι στην οχλοβοή της πόλης, για να βυθιστείς κι άλλο μες στους ίσκιους, στα φώτα, στις τρεμάμενες προθήκες των καταστημάτων, στο βουητό που κάνουν όλα μαζί τα πόδια όταν περπατούν.

Κοιτούσα το πρόσωπο μου στον καθρέφτη. Ναι, ήμουν πιο χλωμός. Έμοιαζα έτσι περισσότερο με το Μάριο. Είχα αρχίσει να παίρνω τη σκληρή έκφρασή του. Αυτήν την έκφραση που τόσο του άρεσε να επιδεικνύει. Δεν πειράζει σκέφτηκα. Ο νέος τρόπος του αδελφού μου για να με κατακτήσει. Εμφανίζεται σιγά σιγά στο δικό μου πρόσωπο. Ποιος ξέρει; Μπορεί σε λίγο να μπορώ να σφίγγω τα χείλη μου με το ίδιο ακριβώς σμίξιμο εκνευρισμού του Μάριου. Οι ανόητες ενστικτώδεις λειτουργίες του οργανισμού μας να μας προστατέψει από τις απουσίες που πληγώνουν πολύ. Σε τέτοιες απουσίες αρχίζω ασυναίσθητα και λειτουργώ σαν ένα ανάποδο ρολόι. Κρεμασμένος στους αριστερόστροφους δείκτες του, αρνούμαι να αφεθώ να πέσω στο κενό της οδυνηρής απουσίας. Κοιτάζω προς τα πάνω, αυτό είναι το δήθεν ευθεία μπροστά, για να μην αντικρύσω τον ίδιο μου το φόβο και ζαλιστώ από τον ίλιγγο του. Κι όσο γυρνάει ο δείκτης ανάποδα, κοροϊδεύοντας με, - μα εγώ εκεί... ηλίθιος μες στην σπουδαιότητα του εαυτού μου, αδυνατώ να συλλάβω αμέσως αυτές τις ανεπαίσθητες κοροϊδίες– αρχίζω να παλινδρομώ σε παρελθόντα που νόμιζα σβησμένα, με τις εικόνες του Μάριου να εναλλάσσονται όπως τα μπλεγμένα καρέ ενός κινηματογραφικού φιλμ. Ξαφνικά τα πάντα γύρω έχουν αναφορά το Μάριο και τη δικιά του αναφορά προς αυτά ενόσω ζούσε. Και φυτεύει ο Μάριος τη ματιά του στα δικά μου μάτια, σφίγγει τα χείλη του πάνω στο δικό μου στόμα, σπάει τις αρθρώσεις των δαχτύλων του με τα δικά μου χέρια, ακόμα και την εφημερίδα τη διαβάζει πλέον με τις δικές μου συνοφρυωμένες γραμμές του μετώπου.

Το στήθος της Μιναλού είναι πολύ ζεστό τα πρωινά. Χώνω το χέρι μου κάτω από τα σεντόνια και αγκαλιάζω το αριστερό της στήθος. Η καρδιά της ακούγεται να χτυπάει αργά, ρυθμικά, η ανάσα βγαίνει σχεδόν σιωπηλή. Τα κλειστά της μάτια σημαδεύουν σαν τεντωμένα νήματα το ταβάνι. Ανεβαίνω απαλά πάνω από το σώμα της, λίγο πιο κάτω από τη γυμνή της μέση και μπαίνω γλυστρώντας μέσα της, ανοίγει πάντα τα μάτια σαν να με κοιτάει ήδη από ώρα. Την νοιώθω να πάλλεται γύρω μου, τα πόδια της να με σφίγγουν κι ένα μικρό βογγητό να βγαίνει αναστενάζοντας μαζί με ηδονή και νύστα. Βυθίζομαι ακόμη περισσότερο μέσα της, νοιώθω τη ζεστή υγρασία και κλείνω τα μάτια μου. Αυτή η ευχαρίστηση του έρωτα, μόνο αυτή, μόνο αυτή... Μαζί με αυτήν, δεν υπάρχει τίποτα άλλο, όλα τα απομακρύνει, όλα τα κάνει μακρινά μπερδεμένα χρώματα στους τοίχους, διώχνει όλα όσα εγώ θέλω να αποφεύγω κι ας ξέρω πως με περιμένουν. Μέσα από τις πνιχτές φωνές, ακούγεται η φωνή του Μάριου για μια στιγμή, γιατί εγώ κάνω έρωτα, “γιατί; ” με ρωτάει. Σαν ηχητική αστραπή μπαίνει στο λαβύρινθο του αυτιού μου ο ήχος των λέξεών του και μετά εξαφανίζεται το ίδιο γρήγορα όσο ήρθε. Η Μιναλού με τραβάει σφιχτά επάνω της και κολλάει τα χείλη της στα δικά μου. Τη νοιώθω να ανασαίνει όλο και πιο γρήγορα, ο ψιλός της ιδρώτας στο σαν από πορσελάνη δέρμα, μοιάζει με στάλες βροχής που έχουν κολλήσει ακίνητες και φουσκωμένες πάνω σε μια μαρμάρινη επιφάνεια. Τι να απαντήσω, δεν έχω να απαντήσω, δεν θέλω να με κυνηγάει άλλο, δεν θέλω να τον χάσω, τον έχω χάσει άραγε, τι είναι αυτό που λείπει; Τη στιγμή του τελευταίου σπασμού νοιώθω σαν να είμαι έτοιμος να ξεσπάσω σε κλάματα και ποτέ δεν μπορούσα τα κλάματα, αντί να κλαίω μπορούσα να μη σκέφτομαι. Να γυρίσω το κεφάλι μου να δω τη θάλασσα που υπάρχει έξω από το παράθυρο. Αυτή θα μπορούσε να με εξαφανίσει κάτω από τα βαριά της νερά, να μου σκεπάσει στοργικά το κεφάλι μου, να μπει γλυκά μες στα ρουθούνια μου, να γλύψει αρμυρά τη γλώσσα μου καθώς θα μπουκώνει τα πνευμόνια μου. Πως μπορούσα και ζούσα με τόσες αυταπάτες; Πως μπορούσα να πιστεύω πως αντιπαθώ το Μάριο, να στέκω μακριά του, να προσποιούμαι πως δεν με ενδιέφερε ένας καυγάς μαζί του, τον πάντα θυμωμένο αδελφό μου που ήθελα ως τώρα να του ανοίξω τη μύτη όπως μου την άνοιγε αυτός όταν χτυπιόμασταν με μανία πίσω από τους καλοκαιρινά φωτισμένους καναπέδες και μπλεκόμασταν με λύσσα στα διάφανα υφάσματα της μεγάλης κουρτίνας, κινδυνεύοντας σε κάθε χτύπημά μας να την γκρεμίσουμε κάτω; Ποια πλάνη με κρατούσε σε έναν άλλο παράλληλο ορίζοντα με το δικό του, κάνοντας με να τον κοιτάζω σαν να είχαμε τα πρόσωπα μας κολλημένα στα τζάμια δυο διαφορετικών τρένων που ταξίδευαν το ένα δίπλα από το άλλο;

Μέσα από αυτό το τζάμι κοιτούσα πάντα το πρόσωπο του στο απέναντι από το δικό μου παράθυρο, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τι ακριβώς σήμαινε το κάθε πετάρισμα των βλεφάρων του.
[...]


www.reginarosasamat.blogspot.com

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη