Σκέψεις από μια Παρασκευή (3) (Πλού-γή)

Από Κιθάρα wiki
Έκδοση στις 14:51, 25 Μαΐου 2005 υπό τον/την (Συζήτηση)

('διαφορά') ←Παλιότερη αναθεώρηση | εμφάνιση της τρέχουσας αναθεώρησης ('διαφορά') | Νεώτερη αναθεώρηση→ ('διαφορά')
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Επιστρέφουμε στο σπίτι αργά. Στο αυτοκίνητο δε μιλάμε. Νοιώθω το βάρος μιας ατμόσφαιρας έτοιμης να ξεσπάσει. Η φράση "τι σου έλεγε τόση ώρα ο Στέφος;" θα σημάνει την αρχή του καυγά μας.

Οι καυγάδες μας είναι πάντα άγριοι, πάντα προσβάλλουμε ο ένας τον άλλον, διαλέγουμε προσεκτικά τα πιο πικρά και άσχημα λόγια, φωνάζουμε σα θηρία και κανείς από τους δύο δεν κάνει πίσω. Είναι θέμα δύναμης κι επικράτησης.

Την ώρα του καυγά σταματάει το αυτοκίνητο στην άκρη του μεγάλου δρόμου που οδηγεί στις Μυκήνες. Η νύχτα μυρίζει άνθη πορτοκαλιάς. Υπάρχει ησυχία παντού, μόνο οι φωνές μας ακούγονται. Βγαίνω έξω από το αυτοκίνητο κλωτσώντας την πόρτα. Γίνεται έξαλλος και με κάνει ακόμη πιο έξαλλη. Τις ώρες αυτών των τσακωμών θέλω να τον ταπεινώνω και να τον εξευτελίζω όσο πιο πολύ μπορώ και νομίζω το ίδιο θέλει κι εκείνος.

Όταν καταλαγιάζει ο καυγάς συνήθως αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν να τραβάμε τα πάντα στα άκρα πως είναι δυνατόν να βγαίνω τόσο εκτός εαυτού, να πληγώνω, να φωνάζω και μετά να κάθομαι κοντά του ήσυχα, σχεδόν στοργικά. Τι είναι αυτό μέσα μας που απ’ το λαιμό μας αρπάζει κανοντάς μας λύκους που θέλουν να κατασπαραχτούν. Τι δύναμη σκληρή είναι αυτή.

Ουρλιάζω πως αν συνεχίσει θα γυρίσω με τα πόδια.
"Τις απειλές σου στη μαμά και στον μπαμπά σου, γύρνα και με τα γόνατα αν θες" φωνάζει κι εκείνος.

Εξοργισμένη, νομίζω πως ακούω το αίμα μου να κοχλάζει, νομίζω πως θα μπορούσα να τον σκοτώσω, ξεκινώ με τα πόδια στην άκρη του σκοτεινού δρόμου. Περπατώ γρήγορα και εκνευρισμένα. Το κεφάλι μου βουίζει από σκέψεις που δεν μπορούν να μπουν σε σειρά.

Τον ακούω να βάζει εμπρός τη μηχανή του αυτοκινήτου.
Το αυτοκίνητο ξεκινά απότομα και θυμωμένα. Το βλέπω να κάνει λίγα μέτρα μπροστά μου γρήγορα και μετά να πηγαίνει αργά, αργά.

"Φύγε!" του φωνάζω "φύγε, δε σε έχω ανάγκη!"
Μέσα μου φοβάμαι. Φοβάμαι τη νύχτα σκοτεινή γύρω μου, φοβάμαι τα γαβγίσματα των σκυλιών που ακούγονται μα προσποιούμαι πως δε με νοιάζει τίποτα. Επιταχύνω το βήμα μου.

Μετά από λίγα μέτρα σχεδόν παράλληλης πορείας μας, κάνει το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και κατεβαίνει πάλι έξω.
"Τελείωνε, άσε τα παιχνίδια, μπες μέσα!"

Δεν απαντώ μόνο συνεχίζω να περπατάω. Έρχεται δίπλα μου και με τραβάει από το μπράτσο. Λυσσώντας από οργή γυρίζω με ανοιχτό το χέρι μου δίνοντάς του ένα πολύ δυνατό χαστούκι στο αριστερό μάγουλο. Ανταποδίδει, το ξανακάνω, το ξανακάνει και σε λίγη ώρα βρισκόμαστε ερωτικά εκεί μέσα στη νύχτα με έρωτα άγριο να θέλουμε ο ένας να σπαράξει τον άλλον, ανασαίνοντας και μιλώντας σιγά, ψιθυριστά μέσα στην ερημιά.


Σε λίγη ώρα βρισκόμαστε στην Επίδαυρο αντί να πάμε στις Μυκήνες. Περνάμε πρώτα από το θέατρο. Του το ζήτησα. Πάντα μου κάνει αυτές τις χάρες όταν δε βιάζεται για κάτι. Θα μπορούσα να του ζητήσω να ξεκινήσει να πάμε στη Μονεμβασιά εκείνη τη στιγμή, δύο ώρες δρόμο σχεδόν, μα πάλι θα μου έκανε τη χάρη. Μπορεί να γκρίνιαζε για την απόσταση, μα θα το έκανε. Κι εγώ τον δοκιμάζω ζητώντας του πολλές φορές απίθανα πράγματα. Επιζητώ την εξώθηση στα άκρα εκεί που όλα ή αντέχουν ή δεν αντέχουν. Μόνο εκεί δοκιμάζονται πραγματικά.

Η Επίδαυρος στο ξημέρωμα είναι μια πόλη βαριά, σα μια γυναίκα που ξυπνάει αργά και τεντώνεται πολύ νωχελικά στο κρεβάτι της για να ξανακλείσει αμέσως μετά τα μάτια της καμώνοντας πως τάχα κοιμάται πάλι. Έξω από το θέατρο ο αέρας είναι πηχτός, γλυκό βύσσινο.

Δεν ξέρω αν είναι από υγρασία ή αν είναι από τα χώματα που έχουν πατηθεί εκεί. Μα υπάρχει μια γλυκάδα που φυσάει μέσα στο σώμα, μέσα στην ψυχή και στο αίμα. Κοιτάζω τα δέντρα τριγύρω, κοιτάζω τις πέτρες, το δρομάκι που οδηγεί στην είσοδο. Πόσες φορές τα έχουμε περπατήσει. Κάθε φορά είναι για μένα η πρώτη. Πολλές φορές τα φαντάζομαι και με το νου. Τα μέρη με συγκινούν πάντα με τρόπο διαφορετικό.

Και άπειρες να είναι οι φορές τους πάντα γίνονται μία και η μία φορά φέρει μέσα της όλες εκείνες τις άπειρες.

Κάθε φορά μπορεί να βρω κάτι καινούριο που την προηγούμενη δεν το είχα προσέξει ή κάτι που να άλλαξε και πλέον έχει γίνει καινούριο ή κάτι παλιό που πάλιωσε ακόμη περισσότερο κι έτσι άλλαξε κι εκείνο. Τίποτα δε μένει το ίδιο κι ας φαίνονται έτσι. Σκέφτομαι πόσο μου αρέσει αυτή η διαδικασία. Να μη μιλώ, απλώς να ψάχνω για αλλαγές. Νοιώθω πως μέσα μου μπορώ να ρουφήξω τα πάντα γύρω μου, όλoν τον κόσμο αν χρειάζεται.

Καθόμαστε στο λιμανάκι της Επιδαύρου για καφέ. Ο Άρης μιλάει στο κινητό με τη μητέρα του. Της λέει πως θα αργήσουμε λίγο, να μην ανησυχεί.

"Νυστάζεις;" με ρωτάει.

Κουνώ το κεφάλι μου αρνητικά κι ας νυστάζω λίγο. Πιάνω το χέρι του πάνω από την παλάμη και το σφίγγω. Το φέρνω στα χείλη μου και το φιλάω με πολλά μικρά φιλιά. Χαμογελά. "Τι είσαι εσύ; Γυναίκα ή παιδί;" Πόσες φορές την έχω ακούσει αυτή την ερώτηση. Για πόσα χρόνια. Από τότε που ξαναβρεθήκαμε και ξανασμίξαμε είναι μόνιμη απορία στο στόμα του κι εκείνη που τον κρατάει κοντά μου.

Αλλόκοτη αγάπη, περίεργος έρωτας. Οι φορές που θέλησα να τον πληγώσω μέχρι και να τον εξαφανίσω, πολλές. Μα δεν μπορώ δίχως εκείνον. Έχω ανάγκη την αγάπη και γνωρίζω καλά πως η δική του είναι παντοτινή. Εκείνο το πρώτο θυμωμένο βλέμμα στις Μυκήνες το καλοκαίρι της πρώτης εφηβείας μας, μας έδεσε για τα καλά.

Ο έρωτας που με θυμό τον πρωτοδένεις, δύσκολα τον λύνεις, είναι σφιχτός ο κόμπος του και ακόμη και με μαχαιριά να κόψεις το σκοινί του, ο κόμπος εκεί θα υπάρχει χωρίς κανείς να μπορεί να τον λύσει γιατί ο θυμός είναι από τα πιο δυνατά αισθήματα. Οι περισσότεροι τον αποδιώχνουν, τον αρνούνται, προσπαθούν τρόπους να βρουν να τον ηρεμήσουν. Είναι καλύτερα λένε. Μα εγώ τον νοιώθω κομμάτι μου, κομμάτι του Άρη, τον μυστικό μας κόμπο.

Μήπως είναι μόνο η ησυχία που κινεί τον κόσμο; Μήπως το χώμα θα μουσκεύονταν χωρίς θυμό από τον ουρανό; Η θάλασσα θα ήταν θάλασσα χωρίς τους θυμούς της;

Η οργή φέρει μέσα της τη δύναμη της κίνησης. Χωρίς οργή δεν υπάρχει αληθινή ορμή. Υπάρχει ίσως εκείνη η ορμή που πάει μέχρι ένα ορισμένο σημείο και μετά σταματάει απότομα πριν φτάσει στον στόχο που είχε από πριν. H άλλη η ορμή όμως, εκείνη που στο διάβα της αλλάζει τα πάντα, εκείνη που δίνει πνοή και ανυψώνει είναι αυτή που έχει ως εφαλτήριο την τρέλα κάποιου θυμού, κάποιας οργής.

Τουλάχιστον η ζωή μου ως τα τώρα από οργές προχωρούσε, από άγριους θυμούς όλα τα γκρέμιζε και προχωρούσε παραπέρα. Κάτι θα έβρισκα και προχωρώντας παραπέρα. Δεν υπάρχει πουθενά τέρμα. Οι δρόμοι είναι πολλοί και στα σίγουρα δε θα χανόμουνα.


Το απόγευμα στις Μυκήνες κι ενώ ετοιμαζόμαστε για την αυριανή μέρα ξέρω πως πρέπει να γράψω. Φτάνω σε σημεία έκρηξης καθώς βρίσκομαι στην κουζίνα βοηθώντας στις δουλειές.

Καθαρίζω μαρούλια, ψιλοκόβω συκωτάκια για τη μαγειρίτσα και το μυαλό μου τρέχει. Σχεδόν πονάω από την ανάγκη.

Ζητάω ένα στυλό από τη Γιώτα, φιλοτιμείται και κάνει τα συρτάρια άνω κάτω μέχρι να βρει έναν. Της λέω να τον αφήσει πάνω στο τραπέζι. Θέλω μόνο να το βλέπω, να ξέρω πως με περιμένει και το περιμένω.

Και όταν τελειώνω με το μαγείρεμα και με τα ρούχα των παιδιών μου τρέχω σαν τρελή έξω στο μπαλκονάκι δίπλα από το αγιόκλημα που ήδη μυρίζει μεθυστικά. Πιάνω τη γωνία μου στο τραπέζι και ξεκινώ. Είναι η μόνη ώρα που ησυχάζω πραγματικά, που νοιώθω ότι τα αδειάζω όλα από μέσα μου.

Είναι η δική μου ησυχία αυτή, η ησυχία που αποζητά ο δικός μου θυμός... Δε θέλω να σκέφτομαι τίποτα.

Βάζω το γαλάζιο CD και ακούω τον χορό της ελιάς. Χάνομαι πια.


Πλού-Γη 2005

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη