Σκέψεις από μία Παρασκευή (2) (Πλού-γή)

Από Κιθάρα wiki
Έκδοση στις 09:13, 8 Μαΐου 2005 υπό τον/την (Συζήτηση)

('διαφορά') ←Παλιότερη αναθεώρηση | εμφάνιση της τρέχουσας αναθεώρησης ('διαφορά') | Νεώτερη αναθεώρηση→ ('διαφορά')
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η μουσική παίζει πολύ δυνατά... Είναι σχεδόν σκοτάδι. Ημίφως.
Το ημίφως είναι τόσο γλυκά όμορφο... Πάντα γεμάτο ερωτικές διαθέσεις...

Περασμένα μεσάνυχτα της Μ. Παρασκευής, ξημερώνοντας Μ. Σάββατο, είμαστε όλοι μαζεμένοι στο μέρος του Παύλου στο Ναύπλιο. Η μουσική παίζει άγρια, δυνατή...
Ξένα παλιά κομμάτια που δίνουν έναν υπόγειο σεξουαλικό ρυθμό στα βλέμματα, στις κινήσεις, στον τρόπο που το ποτό τρέμει μέσα στα ποτήρια...

Ούτε εδώ μέσα δεν μπορώ να ξεχαστώ έστω για λίγο... Δε ζητάω το πολύ... Η μανία για παρατήρηση, εδώ αυξάνει... Παρατηρώ πρόσωπα, κινήσεις, εκφράσεις, γέλια, λόγια.

Έχω γείρει πίσω στην καρέκλα. Ο Παύλος από μακριά μου χαμογελά και μου εύχεται "καλως ήρθατε, στην υγειά σας"...

Ο Άρης δίπλα μου πίνει συνέχεια. Είναι ανάμεσα στους καλύτερούς του φίλους, σε όλα τα παιδιά που μεγάλωσε μαζί κι αυτό τον κάνει σχεδόν αγνώριστο για μένα κάποιες φορές.
Αίσθηση ξένη, έκπληξη.

Μου αρέσει περισσότερο απ’ όλους να παραμένω αγνώριστη, παρόλα αυτά μια τέτοια ιδιότητα στους άλλους, ειδικά όταν έρχεται ανεπάντεχα, με κάνει να απορώ πονώντας σχεδόν ή φυσώντας μέσα μου μια μικρή αύρα εκνευρισμού...

Περιφρουρώ καλά το δικό μου δικαίωμα να εκπλήσσω, να αλλάζω, να απομονώνομαι, να τρελαίνομαι από θυμό με μια τρέλα που διεγείρει τους άλλους, ακόμα και να χαίρομαι με διαφορετικές αποχρώσεις χαράς κάθε φορά αλλά δεν αναγνωρίζω τέτοιο δικαίωμα στους άλλους...
Είμαι εγωιστικό πλάσμα μα το κρύβω γιατί όλοι κρύβουμε τους εγωισμούς μας...

Αν και η παρουσία μας καθορίζεται αποκλειστικά από αυτούς, εντούτοις τους κρατάμε καλά κρυμμένους σε κάποια γωνία ή σε σκοτάδια δύσκολα να τα πλησιάσουν οι άλλοι, οι οποιοιδήποτε άλλοι... Κι είναι το μόνο ολοκάθαρο δικό μας πράγμα... Το μόνο γιατί τίποτα άλλο δε μας ανήκει.

Ο Άρης είναι απορροφημένος σε μία κουβέντα με τον Αναστάση, το γιατρό. Μιλούνε έντονα, ο Άρης όπως πάντα χειρονομεί εκφραστικά κι ο γιατρός τον ακούει προσεκτικά, σφίγγοντας τα χείλη του και σουφρώνοντας τα φρύδια του.
Ο γιατρός είναι ένας αντιφατικός άνθρωπος, όπως σχεδόν όλοι σε αυτό το μέρος. Οι συζητήσεις μαζί του πάντα μεστές, ενδιαφέρουσες αλλά σε ανύποπτο χρόνο, τα πετά όλα.

Σα να τρελαίνεται, κάτι μέσα του τον σέρνει από τη μύτη και τον καλεί να αλλάξει συμπεριφορές σχεδόν από λεπτό σε λεπτό... Αν δεν τον γνώριζα καλά τόσα χρόνια, στα σίγουρα θα έλεγα ότι είναι ένας άνθρωπος ψυχωτικός... Μα είναι μόνο ένας πολύ ευφυής άνθρωπος, με μια ευφυΐα γοητευτική και μοναδική. Συζητητής από τους ελάχιστους...

Το "Your love is strong" γεμίζει την ατμόσφαιρα προς γενικό ενθουσιασμό των θαμώνων.
O γιατρός με τραβά από το χέρι για να χορέψουμε μα δεν έχω κέφι. Φοβάμαι τις ματιές από ζήλια του Άρη.

"Σήκω Βιβ" επιμένει... Πάντα με λέει "Βιβ" χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος γιατί. Κάποτε τον είχα ρωτήσει εύθυμη γιατί με βάφτισε έτσι μα δε θυμόταν ή δεν γνώριζε...

Κουνώ ξανά αρνητικά το κεφάλι μου και ξεκινά μόνος του. Λίγη μουσική και λίγο ποτό φτάνουν για να τον μεταμορφώσουν στην ψυχή ενός ολόκληρου μαγαζιού. Τους συσπειρώνει γυρω του όπως το λουλούδι τις μέλισσες.

Μου αρέσει τόσο αυτή η ατμόσφαιρα κεφιού, χορού και διάθεσης για ασυδοσία. Η χαρά μου σε αυτό το μέρος είναι χαρά μικρού παιδιού... Είμαι γεμάτη ενθουσιασμό και ανυπομονησία... Με ενοχλεί όμως αυτή η ανυπομονησία απροσδιόριστης πηγής γιατί είμαι άνθρωπος που δεν ευχαριστιέται εύκολα... Κακό άνθρωπο μου αρέσει να με ονομάζω...

Ο Άρης σκύβει και με φιλά στο στόμα με ένα φιλί λαίμαργο... Δε συνηθίζει να είναι ιδιαίτερα διαχυτικός έξω αλλά όταν βρίσκεται σε τέτοιο περιβάλλον αλλάζει, γίνεται διαφορετικός...
Μου αρέσει έτσι... Τον τραβάω και του ψιθυρίζω κάτι στο αυτί για να παίξω μαζί του... Με φιλά με ένα φιλί παρατεταμένο...

Η ατμόσφαιρα, ο αέρας όλος είναι γεμάτος κρυφό αισθησιασμό, φιλιά που θέλουν να δοθούν σώματα που θέλουν να αγγιχτούν, μάτια που κοιτάζονται, χείλη που επιθυμούν άλλα χείλη.


Σκέφτομαι όσα έχω αφήσει μισά στον υπολογιστή μου. Μισά κείμενα, μισά ποίηματα, μισές λέξεις.

Μια φευγαλέα διάθεση εκνευρισμού με ενοχλεί.
Πιέζω τον εαυτό μου να πάψει να σκέφτεται και τον μισό στρατιώτη, τους μισούς καθρέφτες, τα μισά ταξίδια κι εκείνο το μισό ροζιασμένο μάτι με τους σπαστικούς κύκλους του...

"Ει, Βιβ" ακούω ξανά τη φωνή του γιατρού "τι μούτρα είναι αυτά; Έλα να σου γνωρίσω κάποιον απ’τη Γερμανία. Άρη, μίλα στη Βιβ γιατί θέλει ξύλο μου φαίνεται σήμερα"

Φωνή μου λείπεις ξαφνικά. Μέσα σε όλον αυτόν τον θόρυβο θέλω να σε ακούσω να τραγουδάς όσα δικά μας φτιάχνεις. Να μου τραγουδάς μέσα στο αυτί, σχεδόν ψιθυριστά, ερωτικά.

Σηκώνομαι και πλησιάζω την παρέα του Άρη που έχει μεγαλώσει πολύ.

Μου συστήνουν έναν Έλληνα από τη Γερμανία παλιό φίλο του γιατρού και γνωστό του Άρη που έχει βρεθεί στο Ναυπλιο για τις διακοπές του Πάσχα.

Η αίσθηση του χεριού του πάνω στο δικό μου χέρι μου δημιουργεί μία ανεπαίσθητη δυσφορία.
"Στέφος" μου φωνάζει δυνατά προσπαθώντας να τον ακούσω πάνω από τη μουσική που παίζει στη διαπασών.

Το ψάξιμο κάθε πιθανής λεπτομέρειας σε καινούρια πρόσωπα ήταν πάντα προσφιλής κρυφή μου συνήθεια. Από τον τρόπο που πετάριζε ένας άνθρωπος τα βλέφαρά του ή από τον τρόπο που τα χείλη του άγγιζαν το ποτήρι, προσπαθούσα να δώσω ένα σχήμα στον χαρακτήρα του.

Δεν έχω καταλάβει αν είναι η διαίσθησή μου αυτή που με οδηγεί στο να μελετώ τόσο εξονυχιστικά τους άλλους ή μια βαθύτερη ανάγκη προστασίας.
Δεν έχω επίσης ξεκαθαρίσει, ακόμη, προστασία από τι αλλά μπορεί να φοβάμαι. Ναι, φοβάμαι τα κρυφά ίχνη...

Ο Άρης αρχίζει να χορεύει στο άκουσμα του "Ηello I love you" σκορπώντας κέφι. Όπως πάντα ξέρει να το κάνει τόσο καλά. Οι άλλοι αγαπούν πολύ τον Άρη. Είναι καθαρός χαρακτήρας, σχεδόν διαφανής, κρυστάλλινος μα το κρύσταλλό του είναι σκληρό, στέρεα πέτρα.

Ένας άνθρωπος με τέτοια εσωτερική δύναμη που μόνο μου μέλημα μερικές φορές είναι να τον κάνω να νοιώθει αδύναμος.

"Έχετε έρθει ποτέ στη Γερμανία; " σκύβει προς το μέρος μου ο άγνωστος.

Κουνώ αρνητικά το κεφάλι. "όχι, ποτέ"

"Κρύοι άνθρωποι" μου λέει γελώντας.

Το γέλιο του δε μου αρέσει. Τον παρατηρώ καλά. Έχει ψυχρά πράσινα μάτια και ανοιχτόχρωμο δέρμα με μια ανεπαίσθητη μαυρίλα κάτω από τα μάτια. Η μύτη του λίγο γαμψή τονίζει τον άσχημο τρόπο που γελάει.

Mια πηγαία αντιπάθεια με πλημμυρίζει.

Κάτι κακό έχει αρχίσει πάλι και με περιτριγυρίζει... Η διάθεσή μου δεν είναι αυτή που έπρεπε να είναι κι αυτή που είναι συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις. Δίπλα μου είναι το παράθυρο, βλέπω τον κόσμο να περπατά στον μεγάλο πεζόδρομο απ’ έξω.

Η νύχτα είναι γλυκιά. Το ξέρεις όμως ήδη. Όλα τα ξέρεις ακόμη κι όσα δεν ξέρω εγώ η ίδια ή όσα προσποιούμαι ότι δεν ξέρω...

Ζητάω τσιγάρο από την Άννα κι ας μην καπνίζω... Ανάβω κι ο πρώτος καπνός με πνίγει...

Προσπαθώ να φανταστώ πράγματα, φωνή μου... Γεύσεις, κινήσεις...

Ο φίλος του γιατρού απ’ τη Γερμανία με κοιτάει περίεργα... Αποστρέφω το βλέμμα μου βεβιασμένα... Μα εκείνος σε λίγο είναι πάλι δίπλα μου... Προσπαθεί να μου γελάσει ευγενικά μα εγώ βλέπω ένα ηλίθιο χαμόγελο... Παρατηρώ σιωπηλά το γέλιο του και διακρίνω δύο πολύ μυτερά ακριανά δόντια.

Έχει έναν τρόπο όταν γελάει να μαζεύει τα χείλη προς τα μέσα αλλά παράλληλα να κρύβει και τα μπροστινά δόντια αφήνοντας να φανούν μόνο τα πλαϊνά...

Τρομερή αμηχανία με καταλαμβάνει... Καταλαβαίνω ότι του αρέσω και ότι είναι τόσο ηλίθιος που είναι ικανός να με φλερτάρει μπροστά στον Άρη... Σχεδόν φοβάμαι... Η ανησυχία κάνει τα χέρια μου να ιδρώνουν...

Συνεχίζει να μισογελάει σαν να του έχουν πει ένα αστείο που δεν έχει καταλάβει και πρέπει να το επεξεργαστεί πρώτα για συγκεκριμένη ώρα...

'Έμαθα ότι ασχολείσαι με το εμπόριο, ε; "

"Στο περίπου " χαμογελώ και εγώ με ευγένεια ψεύτικη.

Ίσως ο Ντοστογιέφσκυ όταν έγραφε τον "Ηλίθιο" κάποιον τέτοιο άνθρωπο να είχε στο μυαλό του...

Προσπαθώ να του μιλώ φυσικά χωρίς κάποια επιτήδευση μα το μόνο που θέλω είναι να τρέξω μακριά.

Επωφελούμενος από την πολύ δυνατή μουσική γέρνει συνέχεια επάνω μου για να τον ακούσω καλύτερα... Νοιώθω την ανάσα του μέσα στο αυτί μου και μία από τις φορές το κεφάλι του αγγίζει σχεδόν το δικό μου... Κύματα φρίκης διαπερνούν το κορμί μου...

Μετά από πέντε λεπτά έχω βγει έξω στον πεζόδρομο μόνη μου... Πόσο ζητάω τον καθαρό αέρα... Κάθομαι μόνη μου για κανά δεκάλεπτο, ένα άγιο δεκάλεπτο... Καπνίζω τα τσιγάρα της Άννας και βλέπω τις εικόνες μου μπροστά... Το δικό μου Ναύπλιο φωνή, το φωτισμένο μες στη νύχτα σα μαγική πόλη...

Πως θέλω να περπατήσω κατά μήκος της θάλασσας... Να πάω στο αγαπημένο μου σημείο... Εκεί που το νερό σκάει με έναν μικρό γελαστό θόρυβο πάνω στο τσιμέντο της προεξοχής που έχουν χτίσει από τον ναυτικό όμιλο για να μπαίνει μέσα στη θάλασσα... Αν καθίσεις εκεί πάνω τα πόδια βουτάνε λίγο μες στο κρύο νερό κι ο φλοίσβος είναι σα να προσπαθεί να σκαρφαλώσει πιο ψηλά σου, να σου φάει μια γωνίτσα δέρμα...

Μα δεν περπατάω... Κάθομαι εκεί κολλημένη στην πάνινη καρέκλα έξω απ’ το μαγαζί να προσπαθώ να φανταστώ που είσαι φωνή... τι τραγουδάς τώρα, τι μιλάς τώρα...

Και έχει μια μαγεία αυτήν την ώρα το Ναύπλιο... Όμοιά της δεν έχω βρει σε καμία πόλη... Είναι οι ώρες που η πόλη αναδεύεται και τανύζεται ζεστή από τον μεσημεριανό της ήλιο, υγρή απ’ το θαλασσινό της αέρι, σκοτεινή μέσα στη νύχτα της, να ψαχουλεύει τρόπους για να πάρει τις φωνές και να κλέψει βλέμματα και ματιές που κρυφά θλίβονται κι ονειρεύονται...

Σα να ανοίγει μία άβυσσος πάνω απ’ την πόλη, λίγο φαίνεται η αρχή και το τέλος της, από το Παλαμήδι μέχρι την Καραθώνα και απ’ την παλιά φωτισμένη βουλή στην μαρμαροστρωμένη πλατεία μέχρι τις βαρκούλες που νανουρίζονται απέναντι απ’ το Μπούρτζι.

Ένα μικρό βουβό άνοιγμα είναι αυτή η άβυσσος της πόλης, στέκει απλωμένο πανί πάνω απ’ τα κεφάλια... Το χρώμα της είναι ανάμεσα στο μαύρο της πιο βαθιάς νύχτας και το γλυκό μελί χρώμα που ρίχνουν τα φώτα γύρω απ’ το βουνό και από τις κεντρικές πλατείες...

Εκεί φωνούλα μου, αν δεν προσέξεις, πάει σε πήρανε όχι νεράιδες και τέτοιες κουταμάρες μα τα πιο τρομερά και τρομαχτικά πλάσματα που ζουν με κλεμμένες σκέψεις, πνιχτούς στεναγμούς κι υγρές σιωπές...

Αν κάνεις ξεγελασμένος να απλώσεις το χέρι σου για να πιάσεις λίγη από αυτήν την σκόνη της πόλης μου-γιατί είναι η δικιά μου πόλη-τότε όλο εκεί θα έρχεσαι φωνούλα γιατί τα φαντάσματα γύρω από το στοιχειό τους τριγυρίζουν...

Δάκρυα μου έρχονται στα μάτια φωνή... Είμαι τόσο ηλιθιωδώς συναισθηματική λοιπόν; Με μερικές εικόνες να δακρύζω, με μυρωδιές να ταράζομαι, με ψιθύρους να χάνομαι εντελώς; Σα να παραλύει η ψυχή μου με χαζομάρες που σκέφτομαι;

Όχι, δεν θα είμαι έτσι φωνή μου γιατί δεν είμαι έτσι εγώ...


Πλού-γή

Συνέχεια...

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη