Ρεμπέτικη Ιστορία

Από Κιθάρα wiki
Έκδοση στις 06:21, 28 Μαΐου 2003 υπό τον/την ALCHIMISTIS (Συζήτηση)

('διαφορά') ←Παλιότερη αναθεώρηση | εμφάνιση της τρέχουσας αναθεώρησης ('διαφορά') | Νεώτερη αναθεώρηση→ ('διαφορά')
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Μια από τις δυνατές υποθέσεις θα μπορούσε να είναι ότι τα ρεμπέτικα φανερώθηκαν, προς το τέλος του 19ου αιώνα, σε αρκετά από τα αστικά κέντρα όπου έμεναν Ελληνες. Γύρω σ`αυτά τα χρόνια φάνηκαν τα πρώτα μουσικά καφενεία σε πόλεις όπως η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Λάρισσα, η Ερμούπολη, η Θεσσαλονίκη, ακόμη κάτω από Τούρκικη κυριαρχία, η Σμύρνη κι`η Κωνσταντινούπολη. Αυτά τα καφενεία βρίσκονταν σε διάφορα επίπεδα ποιότητας, αλλά ο μέσος τύπος ήταν το Καφέ-Αμάν, όνομα που προήλθε ίσως από το Τούρκικο Μάνι Καβέσι, ένα είδος καφενέ όπου δύο ή τρεις τραγουδιστές αυτοσχεδίαζαν λέγοντας στίχους, συχνά στη μορφή του διαλόγου μεταξύ τους, σε ελεύθερο ρυθμό και μελωδία. Καθώς χρησιμοποιούσαν το επιφώνημα "αμάν, αμάν" προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο για ν`αυτοσχεδιάσουν καινούργιες γραμμές, τα τραγούδια λέγονταν Αμάνι. Μια από τις παλιότερες μορφές ήταν πράγματι ο αμανές, όπως το έλεγαν οι Ελληνες, ένα μισο-αυτοσχέδιο τραγούδι που χαρακτηριζόταν από τη διασπορά ανάμεσα στους στίχους μεγάλων μελισμάτων πάνω στη λέξη "αμάν".


Στα πρώτα ελληνικά Καφέ-Αμάν άφηναν απλά ένα χώρο στη μία άκρη του μαγαζιού για τους μουσικούς. Περιπλανώμενοι μουσικοί έπαιζαν για ένα μικρό διάστημα κι`έπειτα έφευγαν. Αργότερα, οι λεγόμενες κομπανίες δέθηκαν λίγο πολύ με κάθε καφενείο. Τις αποτελούσαν τούρκικα και ελληνικά, παραδοσιακά όργανα, όπως το σαντούρι, ένα διαβολικά δύσκολο όργανο με πάνω από 100 χορδές που παίζεται με ξύλινες βέργες, η φλογέρα, το βιολί, το λαούτο και το ούτι.


Η μουσική που παίζονταν στα Καφέ-Αμάν ήταν πολύ σημαντική για την ανάπτυξη των ρεμπέτικων.


Από τον καιρό του Οθωνα, πρώτου βασιλιά της σύγχρονης Ελλάδας (1832-62), οι ελληνικές φυλακές ήταν γεμάτες πολιτικούς και ποινικούς κρατούμενους. Μέσα στις φυλακές φτιάχτηκαν όργανα και γίνηκαν τραγούδια. Το ευκολότερο όργανο και στην κατασκευή και στο κρύψιμο, γιατί ήταν μικρό σε μέγεθος, ήταν ο μπαγλαμάς. Αντί για ξύλινο ηχείο χρησιμοποιούσαν μια νεροκολοκύθα κι`έπειτα το μόνο που έλειπε ήταν ένα μακρύ κάπως ξύλο για λαβή, κομμάτια εντέρου για τις τάστες και σύρμα για τις χορδές.


Τα τραγούδια της φυλακής εξακολουθούσαν να τραγουδιούνται κι`έξω απ`αυτές κι`αν σε κάποια στιγμή, απαγορεύτηκαν μαζί με τα όργανα της φυλακής -το μπαγλαμά και το μπουζούκι- η μουσική έγινε δημοφιλής στους κύκλους του υπόκοσμου των ελληνικών πόλεων. Υπήρχε μια αρκετά μεγάλη ποικιλία όρων, με τους οποίους χαρακτηρίζονταν οι χαλαρά δεμένες ομάδες περιθωριακών ανθρώπων: κουτσαβάκηδες, μάγκες, βλάμηδες, τσίφτηδες, ρεμπέτες. Η δίωξη αυτών των κοινωνικών τύπων, ιδιαίτερα των κουτσαβάκηδων, που ήταν εντυπωσιακοί με τα προκλητικά, εκκεντρικά τους ντυσίματα - ήταν της μόδας να φοριέται μόνο το ένα μανίκι του σακακιού - έγινε πολύ σκληρότερη στα χρόνια του Μπαϊρακτάρη, του μισητού αρχηγού της αστυνομίας της Αθήνας - γνωστό ότι έκοβε το μανίκι από το σακάκι από όποιο κουτσαβάκι συλλαβάνονταν, έκτοτε και το μισό μουστάκι τους -.


Η καταγωγή των διάφορων όρων που χρησιμοποιούνται για τις ομάδες των περιθωριακών και η ίδια η σύγχιση της ορολογίας είναι περιοχή που δεν έχει ερευνηθεί αρκετά, αλλά είναι πολύ πιθανό ότι η λέξη ρεμπέτης βγαίνει από μια τούρκικη λέξη, που σημαίνει παράνομος ή περιθωριακός. Τα ρεμπέτικα σαν μουσική ήταν αρχικά γέννημα, θρέμμα κι`έκφραση των ανθρώπων έξω από το σύστημα.


Ενα από τα πιο κοινά χαρακτηριστικά της "κοινωνίας" του περιθωρίου ή των φυλακών ήταν το κάπνισμα του χασίς. Στις τούρκικες πόλεις, το χασίς ήταν νόμιμο και αρκετά διαδεδομένο. Στην Ελλάδα φτιάχτηκαν νόμοι που απαγόρευαν τη χρήση και την πώληση του ναρκωτικού το 1890, αλλά δεν εφαρμόστηκαν αυστηρά, παρά μόνο μετά από τριάντα χρόνια. Οι τεκέδες ήταν τα μαγαζάκια, όπου γινόταν χρήση του χασίς συνήθως με ναργιλέδες. Στις περιοχές της Τρούμπας στον Πειραιά και της Μπάρρας στη Θεσσαλονίκη, υπήρχαν αρκετοί φημισμένοι τεκέδες που συχνά αναφέρονται σε διάφορα ρεμπέτικα (π.χ. ο θεσσαλονικιός τεκές του Σιδέρη αναφέρεται στο τραγούδι "Δροσούλα"). Οι μπαγλαμάδες και τα μπουζούκια είχαν γινει πια βασικά όργανα και τα θέματα των τραγουδιών ήταν η φυλακή, ο υπόκοσμος και το χασίς.


Τα τραγούδια που είχαν κληρονομηθεί από παλιά σαν ακουστική παράδοση γράφονταν και τυπώνονταν σε δίσκους, ενώ πολλές από τις καινούργιες συνθέσεις ήταν στο στυλ των ρεμπέτικων.


Και ξαναβρισκόμαστε πάλι στον Πειραιά του 1930. Η χρονολογία αυτή της κλασσικής περιόδου του ρεμπέτικου είναι βολική, αν και αυθαίρετη. Συμπίπτει χοντρικά με τις πρώτες-πρώτες εμπορικές ηχογραφήσεις που έγιναν στην Ελλάδα, από εταιρίες σαν τη Χις Μαστερς Βόϊς, Κολούμπια και Οντεόν. Ο Παπαϊωάννου, o Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, o Σκριβάνος, ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας κι ο Μπάτης ήταν ανάμεσα στους σπουδαιότερους εκπροσώπους του καινούργιου στυλ των ρεμπέτικων, που είχε ήδη μία ιστορία πίσω του, αλλά μόλις άρχιζε να αποχτά ένα κάπως πλατύ κοινό.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη