Αντώνης Απέργης - Δεν είναι δικό μας το αμπέλι
Συνέντευξη στην Κατερίνα Πατεράκη.
“Δεν είναι δικό μας το αμπέλι. Εμείς το καλλιεργούμε. Πρέπει να είσαι καλός διαχειριστής, αλλιώς είσαι σφετεριστής.”
Αυτή τη συνέντευξη την περίμενα πως και πως. Από τότε που, χρόνια πριν, έπεσε στα χέρια μου το «Βγάλε φτερά και πέτα» του, άγνωστου τότε σε εμένα, τραγουδοποιού Αντώνη Απέργη. Μαγική εμπειρία. Ακριβό υλικό, που δεν χόρτασα ποτέ να ακούω. Πάντα κάτι καινούριο υπήρχε να ανακαλύπτω σε κάθε άκουσμα.
Πέρυσι το χειμώνα, οι Δευτέρες στη μουσική σκηνή «Αλάβαστρο», ήταν εξίσου απολαυστικές. Ζωντανό κύτταρο επί σκηνής ο Αντώνης Απέργης μαζί με τον Κώστα Παυλίδη τη Λιζέττα Καλημέρη, και τους Welle Melle, άπλωναν τη μουσική στο χώρο με γενναιοδωρία και ξόδεμα απ το απόθεμα. Αληθινή ζωντανή μουσική. Μυσταγωγία και γλέντι μαζί. Καμία Δευτέρα ίδια. Καμία Δευτέρα λιγότερη από την προηγούμενη. Βραδιές που συνεχίστηκαν και φέτος, παρέα με τη Μάρθα Μαυροειδή. Στο Αλάβαστρο έγινε και η κουβέντα που ακολουθεί.
«Ξέρεις, πρώτη φορά δίνω συνέντευξη!” μου είπε. Ίσως γι’ αυτό, καθόλη τη διάρκειά της, δεν διέκρινα πουθενά «κρατήματα» και «προσεκτικές» κουβέντες.
Και δυστυχώς, είναι από τις σπάνιες εκείνες φορές, που η έντονη εκφραστικότητα ενός ανθρώπου, η ευγένεια και η καταλυτική του προσωπικότητα δεν στριμώχνονται εύκολα στο χαρτί.
Για όποιον έχει παρακολουθήσει την πορεία του όλα αυτά τα χρόνια, είναι ξεκάθαρο ότι όσα λέει, τα εννοεί απόλυτα. Γιατί τα έχει κάνει πράξη, με το γνωστό κόστος που αυτό συνεπάγεται.
Καλλιτέχνης οξυδερκής και ξεκάθαρος στις απόψεις του, συνεπής και αυστηρός στις επιλογές του, ο Αντώνης Απέργης, είναι ένας ωραίος μάγκας.
Αντώνη, είσαι πολλά χρόνια στο χώρο και έχεις καταφέρει, αυτό που παλεύει κάθε μουσικός να πετύχει. Να έχεις το δικό σου, απόλυτα προσωπικό ήχο. Στα τραγούδια σου πάντως, αναγνωρίζουμε τα ακούσματα σου. Τζαζ, φανκ, τσιγγάνικα, παραδοσιακά χρώματα, αφομοιωμένα πλήρως απ’ ό, τι φαίνεται.
Αν ακούς μια μουσική και αυτό που ακούς σ’ αρέσει, αρχίζει και λειτουργεί μέσα από σένα και την αφομοιώνεις, γίνεται δική σου. Οτιδήποτε περνά από μέσα μου, το νιώθω τελείως δικό μου. Κλασσική ή ανατολίτικη, ενδεχομένως b-bop που μ’ αρέσει πάρα πολύ, Mahler.. Μικρός, άκουγα πολύ Santana, ακούω αρκετά ανατολίτικη μουσική, τα λαϊκά του ’60 μ’ αρέσουν πάρα πολύ! Και ο Διονυσίου, κι ο George Benson... Όλα! Ό, τι έχω ακούσει, βγαίνει χωρίς να το επιδιώκω. Γιατί, βέβαια, δεν λες, όταν φτιάχνεις ένα κομμάτι, «αυτό θα 'χει λαϊκό και jazz!”. Το φτιάχνεις και μετά βλέπεις τι έχει βγει!
Ξεκίνησες, παίζοντας χρόνια ως μουσικός. Πώς εμπιστεύθηκες τις δυνάμεις σου ως τραγουδοποιός; Θυμάσαι ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που έγραψες;
Αν μπορεί να υπάρχει όρος «συνθετική ικανότητα», αυτή την ανάλωνα αυτοσχεδιάζοντας, πάρα πολύ καιρό και μη κρατώντας τους αυτοσχεδιασμούς αυτούς. Το πρώτο τραγούδι που κράτησα, ήταν, η «πεταλούδα», όταν ήμουν έφηβος 15-16 χρόνων, δεν υπάρχει σε κανένα δίσκο. Πρώτο τραγούδι που υπάρχει σε δίσκο, είναι το «χοντρούλα άνοιξη» από το «Βγάλε φτερά και πέτα». Άλλο παλιό, που υπάρχει στον «ΙΚΑΡΟ», είναι το «μπλουζ του αναπτήρα», ήμουν 16άρης όταν το 'γραψα.
Η πρώτη σου εμφάνιση στη δισκογραφία («Ούτι») ήταν ένας δίσκος για σόλο ούτι. Ωστόσο στις ζωντανές σου εμφανίσεις, ούτε χρησιμοποιείς, ούτε παίζεις πια ούτι, αν και είσαι εξαίρετος ουτίστας.
Ούτι, ξεκίνησα να παίζω περίπου στα 19. Ο γιος ενός ουτιτζή μου έδωσε το ούτι του και τότε έριξα μεγάλη βουτιά, σταμάτησα να παίζω οποιοδήποτε άλλο όργανο, τόσο μ’ άρεσε. Ε... όταν ξημέρωσε η επόμενη μέρα, που κράτησε κάποια χρόνια, ξαναγύρισα στην παλιά μου αγάπη που είναι η κιθάρα.
Το 1998 κάνεις το «Βγάλε φτερά και πέτα», ένα δίσκο, που θεωρείται πια κλασικός αλλά αποτελεί και την αρχή μιας μακρόχρονης συνεργασίας και φιλίας με τον Κώστα Παυλίδη. Η σχέση σου με τον Κώστα, είναι ας πούμε μια «ευτυχής διαπλοκή”; Τι είναι αυτό που του βρίσκεις; Φωνή η και ψυχή;
Το ’92, δουλέψαμε μαζί σ’ ένα μαγαζί στη «Σφήκα», κι έπαθα πλάκα με τον Κώστα, γιατί σαν τον Κώστα, υπάρχουν μετρημένοι στα δάχτυλα του χεριού ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ – μην κοιτάς που εδώ...
Έπαθα πλάκα με το ιδίωμά του και πόσο αφομοίωνε το δικό μου ιδίωμα. Κι αρχίσαμε να έχουμε τέτοια ανταλλαγή, χωρίς να το επιδιώκουμε.... απλά έβλεπα ότι γίνομαι Κώστας, κι ότι γίνεται Αντώνης.
Όταν γράφεις έχεις στο μυαλό σου τη φωνή του;
Όταν γράφω, έχω στο μυαλό τη φωνή τη δική μου. Αλλά, όταν διαλέγω τραγουδιστές, πάντα τον Παυλίδη θα διαλέγω – και τη Λιζέττα επίσης.. Ταιριάζουμε πάρα πολύ με τα παιδιά. Αφομοιώνουν αμέσως αυτό που θέλω, βάζουν και τα δικά τους, και γίνεται αυτό που ακούς.
Στο «Βγάλε φτερά και πέτα» υπάρχει μια πανέμορφη διασκευή του παραδοσιακού τραγουδιού «Θαλασσάκι μου». Αναρωτιέμαι, πόσο δύσκολη είναι η ισορροπία ανάμεσα στην παράδοση και το νεωτερισμό, με την έννοια ότι εύκολα θεωρείται ασεβής όποιος «πειράζει» τα παραδοσιακά τραγούδια, ακριβώς επειδή είναι συλλογικά και άντεξαν στο χρόνο με μία συγκεκριμένη μορφή.
Το τι «θεωρείται», δεν με απασχολεί καθόλου. Όταν πιάνω ένα όργανο, προσέχω πάρα πολύ αυτή την «ασέβεια» και προσπαθώ να μην τη διαπράττω, από ένστικτο, όχι από σκέψη. Όταν έφτιαξα το «θαλασσάκι», το έφτιαξα για το πει η Σοφία (ΣΣ Ασσυχίδου) και η ηχογράφηση που υπάρχει στο δίσκο της Σοφίας είναι πολύ πιο παλιά απ’ του Παυλίδη. Το 'κανα, επειδή μ’ άρεσε ν’ ακούω τη φωνή της που τη λατρεύω, σ’ αυτό το τραγούδι, με αυτόν τον τρόπο. Το κομμάτι είναι γρήγορο συρτό, αλλά εγώ ήθελα να την ακούσω, να το λέει μ’ αυτή την αρμονία. Οι διασκευές, πρέπει να δίνουν κάτι καινούριο. Βέβαια, εγώ συνιστώ πάντα την αυθεντική version, έτσι;
Θεωρείς όμως ότι οι διασκευές οφείλουν να εκφράζουν μία νέα άποψη.
Η... «άποψη», συνήθως πρέπει να γράφεται με εισαγωγικά. Είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να βγει. Αντί να μάθεις μουσική, δηλαδή, έχεις «άποψη»! Ό, τι έχει μείνει απ’ την παράδοση ήταν νεωτερισμός που πέτυχε. Ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης, ο Παπαϊωάννου, όταν έγραφαν αυτά τα αριστουργήματα, αυτό λεγόταν «μοντέρνο τραγούδι». Δε λεγόταν «λαϊκό», ούτε «ρεμπέτικο». Αυτά που κάνανε, ήταν όλα καινοτομίες.. Υπάρχουν έντυπα που λέγανε «το μοντέρνο τραγούδι» κι έχουν στίχους του Τσιτσάνη. Φυσικά, δεν πρέπει να τα βλέπουμε καθόλου μουσειακά. Ας υπάρχουν σαν μουσειακά εκθέματα, ας γλεντάμε με αυτά, μα κι ας τα παίζουμε επίσης όπως θέλουμε, χωρίς το διαφορετικό να είναι αυτοσκοπός.
Άλλη μια απρόσμενη διασκευή είναι τo «Θέλεις να πεθάνω» που περιέχεται στο «Ποια γη και ποια πατρίδα»-πάλι με τον Κώστα.
Αυτό έχει πολύ πλάκα, γιατί έγινε για να πειράξω ένα πολύ καλό παιδί και πολύ καλό μουσικό, παλιό κιθαρίστα, ο οποίος αρνείται να βάλει οποιονδήποτε νεωτερισμό στη μουσική. Δουλεύαμε σ’ ένα μαγαζί και παίζαμε το «θέλεις να πεθάνω», και για να τον πειράξω, αλλάζαμε τ’ ακόρντα με τους μουσικούς κι εκείνος άφηνε την κιθάρα θυμωμένος! .
Στο δίσκο «το στεφάνι», με τη φωνή της αδικοχαμένης Σοφίας Ασσυχίδου, μας χαρίζεις ένα από τα τρυφερότερα τραγούδια σου, το «Γρήγορα να γυρίζεις πίσω».. Θα μου διηγηθείς την ιστορία του;
Είναι το αγαπημένο μου κομμάτι. Το 'γραψα μέσα σε μεγάλη βαβούρα. Σ’ ένα ρεμπετάδικο χειρίστου είδους, ένας μπουζουξής δίπλα μου πλακωνόταν στα ταξίμια, σε άσχετο τόνο και κλίμακα απ’ το κομμάτι που παίζαμε, κι εγώ μέσα μου έφτιαχνα αυτό το τραγούδι. Είχα απομονώσει το εσωτερικό μου κανάλι κι έγραψα αυτό το κομμάτι. Ένας ντράμερ από κάτω, με κατάλαβε. Μου λέει, «γράφεις τραγούδι. Παίξ’ το μου λίγο» Δίπλα μου ο μπουζουξής ωρυότανε κι εγώ του 'παιζα αυτό το τρυφερό τραγούδι, που ήταν η σωτηρία μου εκείνη τη στιγμή.
Στο «Στεφάνι», ηχογραφείς με τον τρόπο των παλιών. Όλοι μαζί στο στούντιο. Αυτός είναι κατά τη γνώμη σου ο σωστός τρόπος, που αποτυπώνει και την αίσθηση της ομάδας;
Ναι, ακριβώς έτσι.
Γράφεις στο ένθετο “αυτή η ηχογράφηση έγινε... χωρίς διορθώσεις και play back.. όταν ηχογραφούσαμε έβλεπα ότι οι μουσικοί δεν έπαιζαν απλώς τις νότες, μα υιοθετούσαν το ιδίωμα αυτών των κομματιών, χωρίς κόπο κι όχι από στεγνή συνέπεια... τους ευχαριστώ για τούτη τη δωρεά γιατί δεν παίχτηκε ούτε μία νότα χωρίς αυτήν». Όντας ο ίδιος μουσικός φαίνεται να αντιλαμβάνεσαι και να εκτιμάς τη συμβολή των μουσικών στο τελικό αποτέλεσμα..
Στο Τεν-Τεν είχα διαβάσει ένα αστείο: «Αυτή είναι η γνώμη μου και συμφωνώ μ’ αυτήν!” Πιστεύω ότι αυτός ο τρόπος που γράψαμε με τη Σοφία, ήταν ο σωστός και στα live, πρέπει οπωσδήποτε ν’ αφήνεις χώρο στο μουσικό, να ευχαριστιέται, να ευχαριστιέσαι κι εσύ, γιατί το μόνο που περνάει από κάτω, είναι αυτό που νιώθεις εσύ πάνω στο πατάρι. Αυτό περνάει. Και δεν το 'χει καταλάβει κανείς. Και βλέπεις σε μουσικές σκηνές (-αυτό θέλω να το γράψεις όμως), με «πρωτοποριακούς» εντός πολλών εισαγωγικών κι απελευθερωμένους καλλιτέχνες που αγαπούν την τέχνη, και κάνουν λες κι υπάρχει επιλοχίας πάνω στο πατάρι. Μέχρι και το break, τα τύμπανα, πρέπει να παιχτεί ακριβώς, γιατί αλλιώς θα χάσουμε τ’ αυγά και τα πασχάλια και οι μουσικοί νιώθουν πεζοναύτες σε καψόνι. Ε, τι μουσική να βγει απ’ αυτό το πράγμα; Υπάρχει ένα τέτοιο στήσιμο, μέχρι και το αστείο που λένε είναι μελετημένο και κάθε βράδυ το ίδιο. Εμείς προσπαθούμε να νιώθουμε τη χαρά του συμπαίκτη μας, να δίνω χώρο στο Λευτέρη, ο Λευτέρης στον Άγγελο, είναι ωραία...
Η μπάντα διανθίζεται συνεχώς με νέα μέλη. Πες μου δυό λόγια για τον Λευτέρη (ΣΣ Χαβουτσά-κιθάρα), που βλέπω ότι είναι σταθερός άξονας!
Είναι τρομερός ζωγράφος, πολύ καλός παίχτης και μια πολύ ευαίσθητη και συνάμα δυνατή ψυχή, που έχει ανταπεξέλθει και διαρκώς ανταπεξέρχεται σε δυσκολίες, και όλα αυτά τα κάνει ομορφιές, είτε μουσική είτε ζωγραφιές. Κι είναι απ’ τα πιο ευγενικά πλάσματα που υπάρχουν... σ’ αυτό το μαύρο ντουνιά!!! (Γέλια).
Γράφεις μουσική πρώτα ή στίχο;
Πολλές φορές βγαίνουνε μαζί, ή βγαίνει μια φράση από το στίχο. Τις υπόλοιπες, βγαίνει πρώτα η μουσική.
Στην προηγούμενή σου δουλειά, τον «ΙΚΑΡΟ» (2005) ο μουσικός φαίνεται ότι υπερίσχυσε του τραγουδοποιού, δίνοντάς μας έναν ορχηστρικό κυρίως cd, σε μία εποχή που δεν ευνοεί τέτοια εγχειρήματα.
Τα ορχηστρικά, συνήθως έχουν για στίχο το ανείπωτο. Τολμηρό δεν μου φάνηκε καθόλου, διότι δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου αν θα πάει, δεν θα πάει... Η ανταμοιβή μου είναι που αρέσει στα φιλαράκια, μακάρι ν’ άρεσε και σ’ όλον τον κόσμο, βέβαια! Δεν μ’ ενδιαφέρει πως θα το δει ο κόσμος, αν και με πειράζει όταν ακούω κάτι άσχημο, ωστόσο, δεν βάζω σαν κίνητρο το να πουν ωραία λόγια. Το κίνητρο είναι να φτιάξω μια ωραία ζωγραφιά ή ένα ωραίο ξύλινο Κουτάκι. Τίποτε άλλο. Εκεί πρέπει να σταματάει πιστεύω το κίνητρο ενός συνθέτη.
Συμφωνώ απόλυτα. Αλλά πόσο βιώσιμος είναι ο δρόμος αυτός; Δεν είναι ευχής έργο να απολαμβάνει ο δημιουργός τη δυνατότητα να μπορεί να ζει απ’ τη δουλειά του;
Ναι είναι ευχής έργο. Αλλά έτσι όπως τα κάνανε μαντάρα, αυτοί που κινούν τα νήματα... Οι παραγωγοί ας πούμε, βλέπανε έναν που έμπηγε μια αγριογκαρίδα και τον κάνανε τραγουδιστή. «Μπράβο είσαι θεός». Το πίστευε κι αυτός, έχτιζε ένα βωμό για τον εαυτό του και λέει «εγώ είμαι» και δεν κοιτά να μάθει λίγο να τραγουδάει, αλλά εξακολουθεί ν’ αναμασάει τον εαυτό του. Επενδύσανε εκεί κι οι τραγουδιστές και οι συνθέτες και οι πλην-θέτες και οι παραγωγοί κι αυτό είναι καταδικασμένο να πεθάνει. Οπότε ή θα κοιτάξουν να δουλέψουν, να κάνουν ωραία πράγματα για ν’ ανθίσει πάλι η μουσική, γιατί σπόρος υπάρχει φυσικά, ή θα πεθάνει. Και τότε την έχουμε όλοι άσχημα, γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη μουσική. Απ’ όταν υπάρχει ο άνθρωπος, με τραγούδια πολεμούσε, με τραγούδια καλλιεργούσε, με τραγούδια λάτρευε θεό, κήδευε τον άνθρωπό του. Το 'χουμε ανάγκη. Είναι αλήθεια, είναι πραγματικότητα. Είναι ηχητική θεολογία, φιλοσοφία, τι να πω; Για φαντάσου να το 'χαν καταλάβει αυτοί που, χωρίς φειδώ, βγάζουν σκουπίδια και ταΐζουν τον κόσμο; Να δω ποιος θα μαζέψει τα συντρίμμια. Πού θα βρεθούν τόσοι ρακοσυλλέκτες;
Τελικά ποια είναι η ρίζα του κακού; Η μουσική βιομηχανία, οι καλλιτέχνες που δεν προσπαθούν να αντισταθούν, τι;
Είναι τόσα πολλά, που με μια απάντηση δε γίνεται. Θα προσπαθήσω να σου πω μια απάντηση που να καλύπτει όσο περισσότερο... Δεν είναι δικό μας το αμπέλι. Εμείς το καλλιεργούμε. Πρέπει να είσαι καλός διαχειριστής, αλλιώς είσαι σφετεριστής. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Νομίζουν προφανώς ότι αποτελούν την ίδια τη μουσική αυτοί που χαλάνε τα πράγματα, γιατί βέβαια υπάρχουν κι άλλοι, που τα φτιάχνουν -θα 'θελα πολύ να συγκαταλέγομαι κι εγώ σ’ αυτούς (γέλια). Η μουσική δεν είμαστε εμείς. Εμείς διαχειριζόμαστε το νόμο της ακουστικής. Η μουσική είναι σ’ αυτόν που την έφτιαξε.... άστο.
Στη νέα σου δουλειά «Νύχτα με αστέρια» που κυκλοφορεί από τη libra, γράφεις «Υπάρχουν τόσα πράγματα, τόσες κινήσεις μέσα μας και τόσες ψυχές, που αντανακλούν το φως του ήλιου όταν μοιραία έρχεται σκοτάδι. Άλλες φορές όσο χρειάζεσαι κι άλλες όσο μπορείς να χωρέσεις»...
Έχω ακούσει ότι κρατάμε ένα ποτηράκι. Κι αυτό γεμίζει μέχρι επάνω όταν το 'χουμε ανάγκη. Κι είτε είναι μια μεγάλη ποτηράκλα και γεμίζει, είτε είναι μια μικρή δαχτυλήθρα. Εμείς ρυθμίζουμε το μέγεθος του ποτηριού. Αυτό για το «όσο μπορείς να χωρέσεις». Υπάρχουν πράγματα που αντανακλούν το φως και πιστεύω ότι το «φως» δεν είναι κάποιος άνθρωπος ή πράγμα ή η μουσική. Η μουσική αντανακλά το φως. Το φως είναι πολύ πιο ψηλά. Και πιστεύω ότι όταν όλα τα ψεύτικα φώτα σβήσουν, τότε μπορούμε ν’ αντικρίσουμε το φως ν’ αντανακλάται κάπου. Αυτά.
Η Αρλέτα είχε πει σε μία συνέντευξη «Το τραγούδι που εγώ αγαπώ, πεινούσε και διψούσε». Σήμερα το τραγούδι πεινάει και διψάει ή παραείναι «χαμογελαστό»; Για να γίνει ένα αληθινό τραγούδι, πρέπει και ο δημιουργός να έχει ζήσει έντονα;
Ας μην πούμε τι έχω περάσει εγώ. Θα σου πω λόγια αλλουνού: «Ο σπόρος για να φυτρώσει, πρέπει να πεθάνει μέσα στο χώμα».
Γι αυτό σε ρώτησα.. Γιατί οι στίχοι σου, έχουν ένα τόνο πολύ προσωπικό, τρυφερό και γλυκόπικρο μαζί. Θέλω να μου πεις τι αποτελεί αφορμή για να γράψεις ένα τραγούδι. Αφετηρία είναι η συγκίνηση που σου μεταφέρει κάτι ή το προσωπικό ξαλάφρωμα;
Το κίνητρο καθορίζει τα πράγματα. Το κίνητρό σου είναι το να εκφραστείς. Το πρώτο πράγμα που έχεις μπροστά σου και σε καίει, είναι το βίωμα. Υπάρχουν και ιστορίες της φαντασίας, αλλά τα περισσότερα είναι βιωματικά. Απλώς, έχουμε μάθει, στους στίχους που κυκλοφορούν – δεν κατηγορώ κανένα συνάδελφο, έτσι; - ο στίχος να είναι εγωκεντρικός και πολυζωγραφισμένος. «Είμαστε οι αδικοκαταραμένοι», η λαγνεία λέγεται «αγάπη»... Εγώ δεν είμαι σ’ αυτήν την πραγματικότητα. Είμαι σε μια άλλη, μπορεί και να 'ναι η αλήθεια, δεν ξέρω, ..... και μου βγαίνει να μη χρωματίζω έννοιες που από μόνες τους είναι σκέτο χρώμα. Δηλαδή δεν θέλω να πω «ο σκοτεινός καβαλάρης του πόθου έχει εξανεμίσει το αέναο της ομορφιάς σου».... Θέλω να πω.... «μου ’χες φάει τ’ άντερα, παλιοκέρατο».
Στη δική σου, όπως λες πραγματικότητα, το κύριο θέμα των τραγουδιών σου είναι ερωτικό, ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση. Υπάρχει αναφορά στην αγάπη, αλλά στην ιδεατή της μορφή. Στίχοι που στραγγίζουν χαρμολύπη και μεταφυσική αγωνία.. Η στρατευμένη τεχνη, που να απεικονίζει τη σύγχρονη πραγματικότητα δεν είναι ζητούμενο; Δεν χωράει στο σήμερα;
Μπορεί να σου πω πολύ extreme άποψη, ότι οι πάγοι λιώνουν γιατί είμαι εγωκεντρικός εγώ ή εσύ. Μιλάω λοιπόν για την αγάπη, έτσι όπως την καταλαβαίνω, κι έτσι όπως υπάρχει, όσο σκεπασμένη από συντρίμμια, κι αν είναι αυτή. Έτσι κι αλλιώς αυτή κρατάει τον κόσμο. Κι όλα τα προβλήματα λύνονται, όταν εγώ στρέφω την ενέργειά μου προς τα έξω κι όχι προς τα μέσα, προς τον εαυτό μου. Στρέφω την ενέργειά μου προς τον άνθρωπο που αγαπάω. Eχουμε γίνει ανίκανοι να φανταστούμε, ότι, η έλξη που νιώθουμε για το άλλο φύλλο, είναι μια από τις απολήξεις, του πόσο ανάγκη έχουμε τον άνθρωπο. Η αγάπη είναι αυτό το πράγμα. Σ’ έχω ανάγκη, πρέπει να 'σαι μαζί μου, να 'μαι ένα με σένα. Αυτό έχει γίνει σεξουαλικότητα. Αμ δεν είναι έτσι... είναι μια απόληξη, η οποία είναι σαφώς θεμιτή.
Αλήθεια, πως αισθάνεσαι όταν ακούς τα τραγούδια σου;
Αυτή είναι μια ερώτηση που είναι μεταξύ σκιάς και φωτός.... Πρέπει να σκεφτώ και ν’ απαντήσω ειλικρινά. Πολλές φορές, δεν μ’ αρέσουν όταν τ’ ακούω. Και μετά από ένα φεγγάρι μ’ αρέσουν. Καταλαβαίνω ότι συμβαίνουν δύο πράγματα. Καταρχάς από ένα κοπάδι από νότες που πέρασαν πάνω απ’ το κεφάλι μου μπόρεσα να κατεβάσω κάνα-δυο και αναγνωρίζω τον εαυτό μου μέσα απ’ αυτό αλλά ως διαχειριστής πάντα. Και μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτό... ίσως είναι ναρκισσιστικό, αλλά ειλικρινά μ’ αρέσει. Βλέπω τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα στη σειρά που έχω βάλει στις νότες. Από την άλλη, ούτως ή άλλως, αυτά τα τραγούδια υπάρχουν εν δυνάμει και χωρίς να τα γράψει κανείς. Απλά, είναι μια θέση που έχουμε στον ήλιο και μπορούμε να κατεβάσουμε με το δικό μας τρόπο, αυτό που ήδη υπάρχει.
Με τον Κώστα, τη Λιζέτα τους μουσικούς, είστε και φίλοι. Γιατί δεν γράφονται τραγούδια για τη φιλία σήμερα;
Φιλώ, σημαίνει αγαπώ. Οπότε γράφονται τραγούδια για τη φιλία. Έχεις δίκιο, βέβαια, γράφονται κυρίως για το ζευγάρι. Για τη φιλία έχω γράψει το «Συγνώμη» από το Βγάλε φτερά και πέτα.
Μου δίνεται η αίσθηση, ότι και στη δουλειά σου κινείσαι με γνώμονα το προσωπικό επίπεδο σχέσης και την προσωπική αισθητική. Ότι θέλεις τα πράγματα με τους όρους σου
Ναι. Όσο μπορώ το κάνω, κι όσο δεν μπορώ, προσπαθώ να το κάνω, μέσα από τη μουσική που θα μεταφέρω στους παίκτες και θα μου μεταφέρουνε πίσω, όταν δεν μπορώ να έχω πιο στενές σχέσεις μαζί τους.
Με την επιλογή των χώρων ισχύει το ίδιο; Σταθερή σου βάση το Αλάβαστρο. οι μικροί χώροι σώζουν κάτι από την αίσθηση του τραγουδιού;
Έτσι όπως είναι τα πράγματα, ναι. Θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Αλλά φαντάσου ν’ αγαπάς ένα τραγούδι και να πας να δεις αυτόν που το λέει και να 'ναι μέσα σε σύννεφα καπνού και να κατεβαίνει με σχοινάκια και φτερά δεινόσαυρου!! Έχει μεγάλη απόσταση μ’ αυτό που αγαπάς κι έχει μεγάλη απόσταση μ’ αυτόν που αγαπάμε. Οπότε ναι, οι μικροί χώροι είναι ωραίοι.
Υπάρχουν ταλαντούχοι ακροατές; Ιδανικό ακροατήριο;
Πάλι βαθιά θα στο πω, επειδή έτσι το νιώθω και το ψάχνω να δω, τι γίνεται, ποιο είναι το κόκκινο φασόλι στην υπόθεση; Νομίζω ότι ισχύει το εξής: για να ακούσεις κάτι, ή να δεις έναν ωραίο πίνακα ή να συγκινηθείς με την ψυχούλα του Σολωμού και να σε πάρουν τα κλάματα, πρέπει να φύγεις από τον εαυτό σου. Αν θες να βρεις τον εαυτό σου, πρέπει να τον αφήσεις εκεί που κάθεται και να φύγεις. Για ν’ ακούσεις μια μουσική και να σε ταξιδέψει, πρέπει να μην είσαι εσύ αυτός που είσαι, να απελευθερωθείς επιτέλους απ’ αυτόν τον κύριο και ν’ αφεθείς. Οπότε ιδανικό ακροατήριο είναι αυτό που δεν είναι εγωκεντρικό, έτσι πιστεύω.
Μου έκανε εντύπωση ότι στις ζωντανές εμφανίσεις, υπάρχει πάντα έντονο στοιχείο αυτοσχεδιασμού. Ποτέ δεν έχω ακούσει ίδια εκτέλεση τη δεύτερη φορά.
Ποτέ μια στιγμή δεν είναι ίδια με την άλλη. Ούτε δοκιμάζουμε, ούτε βαριόμαστε. Έτσι μας βγαίνει και μας αρέσει αυτό. Και φυσικά, αυτό, είναι ζωή. Ποτέ δεν είμαστε ίδιοι.
Ο Κώστας και η Λιζέττα, φαίνονται καλλιτέχνες, που αν και υψηλού επιπέδου ερμηνευτικά, δεν πάσχουν από τη διαδεδομένη νόσο της ματαιοδοξίας των τραγουδιστών. Δεν «γυαλίζει το μάτι τους» αλλά ακουμπούν με σεβασμό στο έργο του δημιουργού..
Με τη δική μου αισθητική, ο τραγουδιστής θα έχει εκτιμήσει πάρα πολύ το έργο του συνθέτη και τότε θα το έχει ερμηνεύσει πολύ καλά. Δηλαδή για να μ’ αρέσει μια ερμηνεία, πάει να πει ότι ο τραγουδιστής έχει καταλάβει πολύ καλά. Έχω την αίσθηση ότι όταν «γυαλίσει το μάτι» ενός πάρα πολύ καλού κατασκευαστή είτε είναι τραγουδιστής είτε είναι συνθέτης, τότε έχει χάσει το παιχνίδι. Κι αν ακόμα έχει μια ποιότητα, είναι απ’ το απόθεμα, το οποίο θα εξαντληθεί. Δε γεννάει τίποτα καινούριο. Άστο καλύτερα!
Τραγούδια άλλων έχεις ζηλέψει;
Έχω λαχταρήσει πάρα πολύ, και μ’ αρέσει πάρα πολύ που κάθομαι σαν ακροατής και ακούω... ας πούμε το «Μην τον ρωτάς τον ουρανό» ή τη «λίμνη των κύκνων» του Τσαϊκόφσκυ. Όπως η λίμνη των κύκνων είναι όνειρο σε πέντε νότες, κάπως έτσι είναι και το τραγούδι του Χατζιδάκι αλλά έχει ακόμη μεγαλύτερη διάρκεια το ζουμί που δίνει. Δε ζηλεύω το τραγούδι το ίδιο, χαίρομαι πάρα πολύ όταν το ακούω.. Λαχτάρησα να μπορούσα να 'δινα τόση δύναμη. Δεν έχω ζηλέψει κανένα μουσικό. Χαίρομαι πάρα πολύ αυτά που κάνουν και προσπαθώ πολύ να κάνω αυτό που θέλω εγώ. Από πιτσιρικάς μου άρεσε πολύ ο Santana. Ποτέ δεν έπαιξα ένα κομμάτι του, δεν μου έβγαινε αυτή η ανάγκη. Μου άρεσε ο Benson. Εγώ έκανα τα δικά μου κι απλά μ’ άρεσε πολύ ν’ ακούω Santana και Genesis!
Για την παράνομη διακίνηση των cd, το διαδίκτυο, ποια η γνώμη σου; Τα τραγούδια θα έπρεπε να διαδίδονται ελεύθερα;
Φυσικά και θα 'πρεπε να διαδίδονται ελεύθερα. Άλλα πράγματα σκοτώνουν τη μουσική. Τα παράνομα cd μ’ αρέσουν, να 'χουν όμως 1€ όχι 5. Θα μου πεις βγάζουν κάποιοι άνθρωποι μεροκάματο και κάποιοι χοντρό μεροκάματο όπως αυτοί που τα φτιάχνουν. Εγώ θα ήθελα να τα πετάμε από ελικόπτερο ελεύθερα, θα ήταν πολύ πιο καλά.
Θα έδινες εσύ δωρεάν τραγούδια στο διαδίκτυο;
Μ’ άρεσε πάρα πολύ μια μαγκιά που έκανε ένα φιλαράκι ο Κώστας «αυτά είναι» Παπαγεωργίου, που γράφει αληθινά τραγούδια και πήγε στις εταιρείες και του 'παν «τι είναι αυτά»; Τα έβγαλε μόνος του και τα 'δινε μόνος του. «Εμείς χαρίζουμε κύριοι!” Ε, αυτά είναι! Και είναι πάρα πολύ ωραία τραγούδια και τον χαίρεται η ψυχή μου. Μέχρι που ζήλεψα γι’ αυτό που έκανε. Οπότε... νομίζω σου απάντησα.
Αν σου ζητήσω να μου πεις μια ιστορία; Έτσι σαν επίλογο...
Ρώτησαν τον Carl Barks, που έγραφε τις πιο ωραίες ιστορίες του Σκρουτζ Μακ Ντακ πώς τα καταφέρνει και κάνει τόσο ωραία πράγματα; «Έχω ένα μεγάλο καλάθι σκουπιδιών είπε»!
Η παραπάνω συνέντευξη πάρθηκε από την Κατερίνα Πατεράκη για το περιοδικό Μετρονόμος. Ευχαριστούμε πάρα πολύ και τους δύο για την ευγενική παραχώρηση για δημοσίευση στο Κιθάρα.