H oυρά από το ασπράδι (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Το παρακάτω είναι απόσπασμα από κεφάλαιο μυθιστορήματος:


"Δεν ξέρω για τι είδους διέγερση μιλάμε, υποθέτω πως πρόκειται για κάποια εγκεφαλικώς δημιουργούμενη κατάσταση".

Ο Πέτρος ανακάτεψε σοβαρός το φλιτζάνι του. Ο ήχος από το κουτάλι που χτυπούσε στα τοιχώματα της πορσελάνης ακούστηκε σαν χριστουγεννιάτικο καμπανάκι μέσα στο σαλόνι.

Ένας ακόμη άντρας στέκονταν ορθός καπνίζοντας μπροστά από ένα μεγάλο τζάκι. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο, αφηρημένος σαν να μην άκουσε το συνομιλητή του.

Πέρα από το σπίτι, σε απόσταση αρκετών μέτρων, αλλά όχι τόσο μακριά, απλώνονταν μια τεράστια λίμνη με βαθύ πράσινο σκούρο χρώμα. Το τοπίο γύρω ήταν πνιγμένο στα έλατα και στους σφένδαμους, έχοντας αρχίσει να παίρνει τις αποχρώσεις ενός φθινοπώρου που φεύγει γρήγορα.

Μέσα από τη λίμνη ξεπρόβαλλε σε ένα σημείο η κορφή ενός βυθισμένου σταυρού από κάποιο εικονοστάσι και στο κέντρο της σχεδόν, αλλά πιο κοντά στην αριστερή της όχθη, υπήρχε ένα εκκλησάκι που ενώνονταν με το δρόμο, μέσω ενός βραχώδους υποτυπώδους μονοπατιού πνιγμένο στα χορτάρια δεξιά κι αριστερά. Κάποιος ήταν προφανές πως καθάριζε τη βασική κατεύθυνση του μονοπατιού, έτσι ώστε η πρόσβαση προς αυτό να γίνεται ευκολότερα.

"Εγκεφαλικώς δημιουργούμενη κατάσταση; Δηλαδή τι σημαίνει αυτό; "

Ο άντρας στο τζάκι, πέταξε το τσιγάρο του μέσα στη φωτιά και γύρισε το βλέμμα του στον Πέτρο.

"Εννοώ, να, πώς να στο πω ακριβώς, πως όλη αυτή η ερωτική έξαψη που τέλος πάντων ισχυρίζεσαι ότι υπάρχει... "

Ο άλλος τον διέκοψε εκνευρισμένος.

"Δεν ισχυρίζομαι. Υπάρχει! " τόνισε με έμφαση.

"Εντάξει, τέλος πάντων... Όλη αυτή η διέγερση που λες, όλη αυτή η έξαψη από κάπου ξεκινάει. Από κάπου ξεκινάνε αυτά τα πράγματα. Συνήθως ο εγκέφαλος για τους δικούς του λόγους μας παίζει τα δικά του παιχνίδια. "

"Μάλιστα... "έκανε αόριστα ο ψηλός άντρας. "Δεν είσαι και τόσο διαφωτιστικός. Όπως το περίμενα δηλαδή. "

"Μα μου μιλάς για ζωώδη ένστικτα, μιλάς για συναισθήματα που δεν μπορείς να θέσεις εύκολα υπό τον έλεγχό σου, αναφέρεσαι σε σωματικούς ερεθισμούς που σου τινάζουν το κεφάλι, όπως ισχυρίζεσαι"

"Αναφέρθηκα σε σωματικούς ερεθισμούς που συμβαίνουν κι όταν εκείνη δεν είναι εδώ, αναφέρομαι σε ένα πράγμα το οποίο δεν έχω βιώσει άλλοτε"

"Ε, κι εγώ σου λέω και δε νομίζω πως έχω άδικο, ότι ο έγκεφαλός σου σού παίζει παιχνίδια, μάλλον επειδή εσύ το προκαλείς. Ίσως αυθυποβάλλεσαι στην ιδέα της ερωτικής τρέλας για αυτήν τη γυναίκα και συνεπώς η αυθυποβολή σου συμβαίνει. Είναι απλό νομίζω και κακώς ψάχνεις ψύλλους στα άχυρα."

Ο άντρας με τα πυκνά μαλλιά και το περιποιημένο μούσι, κοίταξε το ρολόι του και αναστέναξε σαν να ήθελε να διώξει κάτι από πάνω του. Τράβηξε τις μανσέτες από το πουκάμισό του πιο κάτω, σαν από νευρικότητα και πλησίασε το φίλο του που κάθονταν στην πολυθρόνα.

"Τόσο απλά..." μουρμούρισε κοιτώντας τον στα μάτια. "Όλα ξεκινούν από μια απλή αυθυποβολή! "

Κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος. Έβγαλε μία δερμάτινη ταμπακιέρα από την τσέπη του και έβγαλε ξανά τσιγάρο. Έγειρε το κεφάλι προς το πλάι καθώς άναβε και έχοντας το μέσα στα δόντια του, μουρμούρισε με αόριστη απορία:

"Και εσένα από αυθυποβολή σου αρέσει; "

Ο Πέτρος αναπήδησε σχεδόν στο κάθισμά του μα πίεσε την ταραχή που του προξένησε η ερώτηση να μη φανεί.

"Μα τι λες; "

"Μην ταράζεσαι"

"Αντώνη δεν ξέρεις τι λες".

Νευρικά κοίταξε ένα γύρο το δωμάτιο μέχρι να μπορέσει να επικεντρώσει το βλέμμα του στα μάτια του φίλου του που όρθιος στεκόταν από πάνω του με εξεταστικό ύφος σαν να επιθυμούσε να εκμαιεύσει κάτι από αυτόν, κάτι που το είχε βέβαιο.

"Καλά... Δεν ξέρω τι λέω. Είχα την εντύπωση πως σου αρέσει και εσένα "

"Δε λέω, ωραία γυναίκα είναι, δεν μπορεί να μην το προσέξει κανείς αυτό"

"Ναι, ωραία γυναίκα. Μα εσύ έχω την εντύπωση πως έχεις μαγευτείς κυρίως από το χάρισμά της να σε κρατάει ώρες επί ώρες συζητήσεων σε πνευματική εγρήγορση. Κάτι τέτοιο είχες πει κάποτε. "

Αυτή τη φορά ο Πέτρος σηκώθηκε όρθιος, αντικρίζοντας από εκατοστά το πρόσωπο του φίλου του.

"Ο έρωτας σε έχει τρελάνει. Τα χάνεις μου φαίνεται"

"Μην εκνευρίζεσαι" ‘συνέχισε ατάραχος ο Αντώνης "Κάθισε κάτω σε παρακαλώ"

Ο Πέτρος έψαξε με τη ματιά του για κάτι. "Πρέπει να φύγω, με περιμένουν για μάθημα"

"Στον Δροσόπουλο; Κάτσε, έχεις λίγη ώρα ακόμη"

"Δε θέλω να αργώ. Στις ώρες μου θέλω να είμαι τυπικός κι εξάλλου τι άλλο να συζητήσουμε; "

Σιωπή έπεσε για λίγο καθώς ο Πέτρος φορούσε το πανωφόρι του.

"Αυτό που πρέπει να σε απασχολεί είναι να μην καταλάβει κάτι η γυναίκα σου κι όχι οι ανοησίες που σε απασχολούν. Βγάλε από το μυαλό σου ότι εγώ ενδιαφέρομαι για εκείνην. Εξάλλου ξεχνάς ότι εγώ σας γνώρισα. "

"Όχι δεν το ξεχνώ αυτό. Ο ενθουσιασμός που είχες όταν μου τη σύστησες ήταν τόσο έκδηλος που δεν ξεχνιέται"

"Αντώνη... " πήγε να πει ο Πέτρος μα σταμάτησε. Σκέφτηκε για λίγο κάτι και συνέχισε σχεδόν μέσα από τα δόντια του "Σύνελθε σε παρακαλώ. Κόψε μαζί της. Ίσως πρέπει να της μιλήσω κι εγώ πάλι. Εμένα με ακούει"

"Αν κάνεις κάτι τέτοιο, δεν θα ξαναμπείς στο σπίτι"

Ατάραχος ο Αντώνης κοιτούσε προς τη λίμνη όταν τα είπε αυτά.

"Τόσο πολύ πια; Τόσο πολύ; " απόρησε ο Πέτρος. "Τόσο πολύ σου έχει διαλύσει οποιονδήποτε ορθό τρόπο σκέψης; "

"Θα τα πούμε αύριο, καλό μάθημα" απάντησε μονάχα ο άλλος.


Όταν ο φίλος του έφυγε ο Αντώνης άφησε τον εαυτό του να ξαπλώσει σχεδόν στη βελούδινη πολυθρόνα κρατώντας με το δεξί του χέρι το κεφάλι του σαν να υπέφερε από κάποιον ξαφνικό πονοκέφαλο. Ο ήχος του ρολογιού ακούγονταν ρυθμικός και που και που μια αδιόριστη φασαρία ακούγονταν από τον επάνω όροφο του σπιτιού σαν κάποιος να πηγαινοέφερνε πράγματα. Έκλεισε τα μάτια του και φύσηξε βαθιά.

Η Λένα από πάνω συγύριζε το σπίτι. Την κρεβατοκάμαρά του, τις κρεβατοκάμαρες των παιδιών, τον ξενώνα και το άδειο μεγάλο δωμάτιο που σχεδόν χρησιμοποιούσαν σαν δεύτερη αποθήκη για να στοιβάζουν κυρίως παλιά βιβλία, κούτες με παιχνίδια των αγοριών και δεύτερα ρούχα λίγο μεταχειρισμένα που συνήθως η Λένα ξεδιάλεγε και κρατούσε για να στείλει στο χωριό. Τα ρούχα που φορούσαν εδώ ήταν τόσο ακριβά που ακόμη κι αυτά που πάλιωναν για εκείνους, εξακολουθούσαν να διατηρούν μία αξεπέραστη ποιότητα που με τίποτα δεν την έβρισκες στα κουρέλια που ψώνιζαν τα αδέλφια της Λένας από τις λαϊκές κάθε Σαββάτου. Μάζευε λοιπόν εκείνη κι έστελνε. Πότε ένα καλό παλτό από πανάκριβο κασμίρι που λίγο μπορεί να είχε φθαρεί στην εσωτερική τσέπη κι ο Αντώνης το πετούσε, πότε ένα ζευγάρι δερμάτινα γάντια που πια εκείνος είχε βαρεθεί, πότε το ένα, πότε το άλλο.
Σωρό πάνω σε βαλίτσες τα μάζευε μες στο δωμάτιο κι όταν είχε χρόνο έβαζε σε σακούλες ό, τι της άρεσε.

Σε αυτό το δωμάτιο επάνω είχαν για πρώτη φορά νοιώσει εκείνη την τρομερή έλξη που έκανε τα πάντα γύρω τους να γυρίζουν σβήνοντας φωνές, σβήνοντας χρώματα, εξαφανίζοντας κάθε κουκκίδα του πραγματικού κόσμου, σαν ένας ξαφνικός στρόβιλος να θέλησε να παίξει μαζί τους.

Θα ήταν η δεύτερη φορά που ο Πέτρος την είχε φέρει μαζί του στο σπίτι του Αντώνη. Την πρώτη φορά την είχε συστήσει ως αδελφική φίλη που σπούδασαν μαζί και που εξακολουθούν να κάνουν την καλύτερη παρέα.

"Α, Αντώνη, α, Αντώνη! " είχε κάνει κοροϊδεύοντας ο Πέτρος όταν το χέρι του φίλου του έσφιξε με θέρμη το χέρι της γυναίκας. "Είσαι τυχερός που σου γνωρίζω τη Νάσια! Εκτός από μένα τώρα θα έχεις και άλλον σύντροφο στις φιλοσοφίες - "μπούρδες δηλαδή" ‘έκανε γυρίζοντας προς τη Νάσια γελώντας-και στις ατέλειωτες συζητήσεις! Η Νάσια είναι φοβερή και τρομερή!

"Χαίρω πολύ" ήταν οι μόνες πρώτες κουβέντες που αντήλλαξαν μα ο Αντώνης θυμάται πως κεραυνοβολήθηκε από το έντονο βλέμμα που τον κοίταζε κατευθείαν μέσα στα μάτια. Για λίγο είχε πέσει σε μια ταραχή που έκανε τους σφυγμούς του να χτυπάνε ζωηρά μα φρόντισε να επανέλθει γρήγορα. Η γυναίκα του σερβίριζε γλυκά στην καλεσμένη και το κονιάκ τους που οι ίδιοι έβγαζαν, διάσημο στις μεταξύ τους παρέες για την εξαιρετικά βαθιά γεύση του.

Οι δύο γυναίκες είχαν καθίσει δίπλα δίπλα και για λίγη ώρα συζητούσαν χαμηλόφωνα, υπό τη σκιά της συζήτησης των δυο αντρών, για τη δουλειά που θέλει ένα τόσο μεγάλο σπίτι για να κρατηθούν όλα στη σειρά τους. Η καλεσμένη κουνούσε πολλές φορές το κεφάλι της ακούγοντας με ενδιαφέρον την οικοδέσποινα.

Δυο τρεις φορές ο Αντώνης έπιασε τον εαυτό του να την κοιτάζει κλεφτά και δεν μπόρεσε από το να μην ταραχτεί περισσότερο από αυτήν την διαπίστωση. Γρήγορα είχε τραβήξει τα μάτια του μακριά, μα μία από τις φορές έτυχε να συναντηθούν πάλι με τα δικά της, κάνοντας τον να νοιώσει μια τρομερή θέρμη στο λαιμό που αστραπιαία του απλώθηκε στο στέρνο.

Απέφυγε να τη χαιρετήσει με χειραψία όταν έφυγε μαζί με τον Πέτρο, παρά μόνο ύψωσε το χέρι του, λυγιζοντάς το στον αγκώνα, εις ένδειξη φιλικού χαιρετισμού.

"Βρε άτιμε" είχε μόνο ψιθυρίσει στο αυτί του Πέτρου καθώς κατευθύνονταν προς το αυτοκίνητο.

"Όχι, όχι "είχε βιαστεί να διορθώσει ο Πέτρος φοβούμενος ποιος ξέρει τι "Είμαστε μόνο φίλοι, τίποτα το ερωτικό. Την ξέρω και την εκτιμώ χρόνια. "



Η Νάσια του είχε ζητήσει να της δείξει το σπίτι. Την είχε πραγματικά εντυπωσιάσει αυτό το τεράστιο σπίτι με τον απέραντο κήπο και τα πολλά παράθυρα.

"Το σπίτι σας είναι σαν να είναι βγαλμένο από ταινία" του είχε πει.

"Ελπίζω όχι θρίλερ" είχε απαντήσει εκείνος κάνοντας την να γελάσει.

"Α, θα εντυπωσιαστείς" της είπε ο Πέτρος που κοιτούσε ένα σωρό εφημερίδες δίπλα από το τζάκι. "Η κρεβατοκάμαρά του μόνο είναι όση είναι το δικό μου διαμέρισμα"

Η γυναίκα του απουσίαζε από το σπίτι, έχοντας πάει στην αδελφή της για να ψωνίσουν μαζί για τα Χριστούγεννα που έρχονταν και η ξενάγηση των δωματίων έπεσε αναγκαστικά στον Αντώνη.

"Δε θέλω να σας βάλω σε κόπο" του είχε πει βλέποντάς τον να προθυμοποιείται να την ξεναγήσει στα ιδιαίτερα του σπιτιού.

"Κανένας κόπος" είχε απαντήσει ευγενικά εκείνος.

Θα είχε αφήσει τη Λένα να το κάνει, που την είχαν χρόνια στην υπηρεσία τους, αλλά δεν του φάνηκε να αρμόζει.

Η Νάσια, βλέποντάς τον να σηκώνεται από την πολυθρόνα, ένοιωσε ένα παρόμοιο αίσθημα ζέστης στο λαιμό της, σαν αυτό που είχε πρωτονιώσει ο Αντώνης όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν. Της έδειξε το δρόμο μέχρι την ξύλινη σκάλα κι έπειτα ανέβηκαν μαζί επάνω. Δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον εαυτό της από το να προσέξει τα χέρια του καθώς έπιαναν, σχεδόν χαϊδεύοντας την κουπαστή. Χέρια με τονισμένους τους κόμπους των δαχτύλων, γερά μακριά δάχτυλα, που στράβωναν ελαφρά με μια ανεπαίσθητη αρσενικά όμορφη κύρτωση στην αρχή των νυχιών. Η παλάμη από την πάνω μεριά καλύπτονταν από αντρικό βαθυκάστανο χνούδι και δυο τρεις εμφανείς πολύ έντονες φλέβες διασταυρώνονταν ίδιες με νευρικά φουσκωμένα ποτάμια, ξεκινώντας από το μέσα χέρι του και καταλήγοντας εκβολές, στις απαρχές των τελευταίων δαχτύλων.

Η ανάσα της ξαφνικά στέγνωσε και με βιάση έστριψε αλλού το βλέμμα της. Πόσο ερωτικά χέρια...

"Ορίστε! " τον άκουσε να της λέει καθώς άνοιγε την πόρτα του πρώτου παιδικού δωματίου.

Ευγενικός οικοδεσπότης της έδειχνε με προθυμία όλα τα δωμάτια κι εκείνη απόδιωχνε κάθε φορά με φρίκη σχεδόν το βλέμμα της, που συνεχώς κι ασυναίσθητα έψαχνε να βρει τα ποτάμια των χεριών του, είτε αυτά κλείνονταν γερές γροθιές γύρω από ένα πόμολο, είτε της έδειχναν κινούμενα στον αέρα, σαν τα χέρια ενός βιολιστή, τον χώρο των δωματίων.

Είχε τη συνήθεια να κοιτάζει πάντα στα μάτια τον συνομιλητή της κι είχε βρει έναν τρόπο βλέμματος που στόχευε ίδιος με τόξο την ψυχή που πετάριζε κάθε φορά σε κάθε διαφορετικό βλέμμα. Δεν το είχε επιδιώξει, απλώς από μικρή έτσι κοιτούσε, σαν να είχε όλη τη γνώση του κόσμου μαζεμένη στη ματιά της, σαν να ήξερε να διαβάζει τις ψυχές και ίσως αυτό να προσπαθούσε. Κι όπως τον κοίταξε κάνα δυο φορές δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει πως εκείνος απόδιωχνε ερωτικά αμήχανος τη ματιά του. Αυτή η ερωτική νύξη στην αμηχανία του πιάστηκε αμέσως από τα μάτια της και σε δευτερόλεπτα γύρισε τα πάντα μέσα της ανάποδα.

Έβηξε δυο φορές σαν να ήθελε σε αυτό το βήξιμο να βρει την αυτοκυριαρχία της.

"Πολύ όμορφα, πολύ όμορφα" επανέλαβε το ίδιο αμήχανη. Συνειδητοποιούσε καλά την αμηχανία της και δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο ύπαρξης της. Προσπάθησε να κάνει την σοβαρότητά της να ανασυσταθεί εκ νέου αλλά στάθηκε μάταιο. Θεώρησε καλό πλέον να μην κοιτάζει τον Αντώνη στα μάτια και δοκίμασε να επιβληθεί εσωτερικά στον εαυτό της, σκεπτόμενη πως όλα ήταν ιδέα της και πως δεν πρέπει αναίτια να ταράζεται έτσι. Παρόλα αυτά η επίμονη υπόνοια ενοχής που την είχε καταλάβει εδώ και ώρα, δεν έλεγε να φύγει.

Τελευταίο είχε μείνει το μεγάλο δωμάτιο που ήταν σχεδόν άδειο, εκτός από τα παλιά πράγματα που έβαζαν εκεί.

Πριν στρίψει το πόμολο της πόρτας το ξανασκέφτηκε γιατί το δωμάτιο ήταν σε κακή κατάσταση με όλα αυτά τα παλιά πράγματα μέσα του, αλλά τού ήταν μεγάλος ο πειρασμός να μη δείξει στη Νάσια το πιο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού με την ωραιότερη θέα στη λίμνη.

"Μένω άφωνη, είναι τεράστιο! "αναφώνησε εκείνη καθώς αντίκρισε τον πραγματικά αχανή χώρο που εκτείνονταν μπροστά της.

Κι εκείνος σαν ξαφνικά να χάρηκε με την έκπληξή της τόλμησε να την πιάσει ελαφρά από το μπράτσο, σε μια κίνηση για να την τραβήξει κοντά στο παράθυρο.

"Πλησιάστε, ελάτε να δείτε τη θέα από το παράθυρο" της έκανε χαμογελώντας. Είχε πραγματικά απολαύσει εκείνη την έκπληξή της, βλέποντας τα τεράστια μάτια της να ανοίγουν εκστασιασμένα και το βλέμμα της να γίνεται κόσμος ολόκληρος με παιδικό θαυμασμό.

Πλησιάζοντας κι οι δύο στο παράθυρο της έδειξε με το χέρι του τη λίμνη που απλώνονταν ήρεμη, βαθιά, με τα γλυκά νερά της, πλαισιωμένη από τα όμορφα φθινοπωρινά δέντρα. Εκείνη σχεδόν ακούμπησε το πρόσωπο της στο τζάμι. Το τοπίο ήταν κάτι παραπάνω από ονειρικό. Ένας μικρός αναστεναγμός της ξέφυγε κάτι ανάμεσα σε μικρό επιφώνημα και σε βαθιά κοφτή ανάσα.

Δεν είχε ποτέ του ξαναθελήσει να αγκαλιάσει από τους ώμους γυναίκα, με τον τρόπο που ήθελε τώρα μετά από αυτήν την ανάσα και αυτό του επιβάλλονταν σχεδόν βίαιο μέσα του. Έσφιξε τις παλάμες του με δύναμη μεταξύ τους, λες κι ήθελε να τις σπάσει. Η ματιά της έπεσε στιγμιαία στο βίαιο φούσκωμα της φλέβας καθώς εκείνος πίεζε τα χέρια του να κρατηθούν.

"Η λίμνη είναι πανέμορφη. Λίμνη Δόξης, είπαμε; "

Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και λύνοντας πάλι τα χέρια του τα άπλωσε μπροστά για να της δείξει το εκκλησάκι.

"Το εκκλησάκι που βλέπετε είναι του Αγίου Φανουρίου. Γιορτάζει κάθε 27 Αυγούστου. Κι εκείνος ο σταυρός που βλέπετε να ξεπροβάλλει στην απέναντι μεριά της λίμνης είναι απομεινάρι από παλιό εικονοστάσι"

"Ο Πέτρος μου είπε πως η λίμνη αυτή έθαψε ολόκληρο χωριό όταν τη δημιούργησαν. Είναι τεχνητή σωστά; "

"Σωστά σας τα είπε ο Πέτρος" χαμογέλασε εκείνος "Ένα παλιό εγκαταλελειμμένο χωριό. Όταν τα νερά της λίμνης υποχωρούν ακόμη κάποιες φορές μπορείτε να δείτε κι άλλες τυχαίες λεπτομέρειες να ξεπροβάλλουν"

"Κι εκείνο το μοναστήρι; " ρώτησε εκείνη τεντώνοντας το χέρι της μπροστά. Ήταν η σειρά του Αντώνη να μείνει μετέωρος καθώς η λευκή απαλή παλάμη της βρέθηκε εκατοστά μπροστά από το πρόσωπο του. Η καρδιά του ταρακουνήθηκε γερά. Του φάνηκε πως τα μαγουλά του κοκκίνισαν μα γρήγορα απόδιωξε αυτήν τη γελοία σκέψη.

"Εκείνο το μοναστήρι είναι το πολύ παλιό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, περίφημο στην περιοχή για τα τριαντάφυλλά του αλλά και το κρυφό σχολειό του... Μη μου πείτε πως αυτός ο αχρείος δεν σας πήγε καθόλου εκεί"

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της χαμογελώντας με συστολή και τον ξανακοίταξε στα μάτια, κάνοντας προσπάθειες να εστιάσει σε αυτά, χωρίς το μέσα του μυαλού της να τής παίζει περίεργα παιχνίδια.

Για δευτερόλεπτα το κατάφερε μα ένοιωσε ζαλισμένη καθώς το δικό του βλέμμα, έντονο πια, ήταν σαν προσπαθούσε να διεισδύσει μέσα της. Πρόσεξε τα μάτια του είχαν ένα παράξενο καφετί χρώμα μπερδεμένο με λαδιές πινελιές που έκαναν το κοίταγμά τους διάφανο.

Κεραυνοβολήθηκε... Το στήθος της πετάρισε από μια αγωνία που όμοιά της δεν είχε ξαναζήσει. Ποιος την κυνηγούσε, ποιος πάλευε να μπει μέσα της;
Οπισθοχώρησε ένα βήμα και τον κοίταξε τρομαγμένη.

"Να κατέβουμε τώρα κάτω; " του ζήτησε "Να μην αφήνουμε και τον Πέτρο μόνο του"

"Βεβαίως " απάντησε μονάχα εκείνος ευγενέστατα, παραχωρώντας της χώρο να περάσει. Και πάνω σε εκείνη την παραχώρηση, στο τράβηγμά του προς τα πίσω για να της κάνει δρόμο, μπερδεύτηκαν. Ο ένας έπεσε σχεδόν πάνω στον άλλον από κακό υπολογισμό κινήσεων, ξεχνώντας πάνω στην ταραχή τους να δουν σωστά μπροστά τους και πλάι τους.

Η Νάσια ένοιωσε το στήθος της να ακουμπάει στιγμιαία πάνω στο στέρνο του καθώς χάνοντας τα βήματά της συγκρούστηκε σχεδόν μαζί του. Το σώμα της κάηκε ολόκληρο, τρεμούλιασε η κινησή της και τα χείλη της έκπληκτα άνοιξαν παρακαλώντας τον σχεδόν.

"Χριστέ μου" είπε μόνο αυτός βογκώντας πριν κλείσει τα χείλη του πάνω στα δικά της με μια λαχτάρα που ήταν λες κι είχε μαζευτεί για χρόνια.

Το φιλί τους ήταν σαν να προσπαθούσαν τα στόματα να φαγωθούν, με τέτοια λαιμαργία ρουφούσε ο ένας τον άλλον, με τέτοια λύσσα μπλέχτηκαν οι γλώσσες τους.

Η Νάσια τον ένοιωσε ορμητικό να πέφτει επάνω της με όλη την πίεση του κορμιού του και το δικό της σώμα να ζητά ερεθισμένο με ερεθισμό τρομερό την αγκαλιά του, την επαφή με το ζεστό αντρικό σώμα που ακράτητο την έσπρωχνε όλο και περισσότερο, κολλώντας επάνω της. Μέχρι που ένοιωσε τη στύση του κολλημένη στο κάτω μέρος της κοιλιάς της πάνω από τα ρούχα. Βόγγηξε με μικρό ηδονικό βογγητό που της έκοψε κάθε ανάσα, κάθε προσπάθεια αναπνοής. Διεκδικητικός έπεφτε πάνω της και την αγκάλιαζε με μια διεκδίκηση από το πουθενά, που εντελώς ξαφνικά και αναίτια δεν είχε όρια. Και όλο της το σώμα, τα στήθη της, τα χέρια της, τα πόδια της, αποζητούσαν σαν τρελά αυτή τη διεκδίκηση, χωρίς το μυαλό της, η λογική της-αν υπήρχε ακόμη-να μπορούν να την εμποδίσουν.

Έπιασε με τα δυο του χέρια το κεφάλι της καθώς τράβηξε το πρόσωπο του να πάρει μια ανάσα και τα μάτια τους αντικρίστηκαν πάλι από απόσταση χιλιοστών τη στιγμή που τα χείλη τους ξεκλείδωσαν.

Στο βλέμμα αυτό φανερώθηκαν κι οι δυο, βούτηξαν ο ένας μες στον άλλον, σε δευτερόλεπτα λες, μπόρεσαν να καταλάβουν το φευγαλέο πετάρισμα της ψυχής μέσα στην κόρη του ματιού και με τη λαχτάρα τους άρπαξαν και φυλάκισαν το θόλωμα της ουράς της μες στο ασπράδι, κείνο το θόλωμα που δίνει στο βλέμμα την ερωτική γλυκάδα του, την παρακλητική ζήτηση του πόθου...

Γύρισε και φίλησε το μέσα της παλάμης του κι ήταν τα χείλη της υγρά, το στόμα της σαν μουσκεμένο λουλούδι από τη ζέστη του σάλιου του. Κοίταξε τα δικά του χείλη που μισάνοιχτα ακόμη προσπαθούσαν να βρουν τον πρωτύτερο ρυθμό αναπνοής τους και μύρισε μέσα σε αυτά το φιλί της, το ίδιο της το στόμα, ανακατεμένο με τη μυρωδιά του καπνού του που πίκριζε στη γλώσσα του.

Τα μέλη της παρέλυσαν από την ηδονή της μυρωδιάς. Έγειρε το πρόσωπο της, σπρωγμένη από την ορμητική φούντωση που ανέβαινε από την κοιλιά της. Το σημείο ανάμεσα στα πόδια της είχε παραδοθεί υγρό στη σκληρύτητα της στύσης του που συνέχιζε να την πιέζει και να την τρίβει πάνω από τα ρούχα. Δάγκωσε τα χείλη της για να μη βγει άχνα από μέσα τους καθώς αυτός την ανέβασε προς τα πίσω, πάνω σε μια βαλίτσα στερεωμένη σε ένα παλιό ταμπουρέ*.

Κι ήταν εκείνη τώρα, που σαν τρελή του ρίχτηκε και σφράγισε τα χείλη του μέσα στα δικά της, γλύφοντας απαλά στην αρχή το περίγραμμα του στόματος του κι έπειτα άγρια, μανιασμένος άνεμος, παρέσυρε στη δίνη της γλώσσας της και των δοντιών της, την ανάσα του, τον ουρανίσκο του, το πλάι των χειλιών του, όλη του την ερωτική έξαψη που έβγαινε βογκώντας σιγανά σε κάθε βαριά αναπνοή του.

Δεν της έβγαλε καν το εσώρουχο, σαν σηκώνοντας ίδιος τρελός τη φούστα, μπήκε μέσα της, παρά μόνο το παραμέρισε για να μπορέσει να εισβάλλει πιο γρήγορα, πιο δυναμικά, χωρίς καθυστερήσεις.
Έλιωσαν κι οι δύο τη στιγμή της ένωσης, ο ένας καυτό ζυμάρι στα χέρια του άλλου. Εκείνη τον τράβηξε ακόμη περισσότερο μέσα της, καθώς έσφιξε τανάλια τα πόδια της γύρω από τη μέση του κι εκείνος ξεψύχησε φλεγόμενος, αδειάζοντας όλη του τη φωτιά στον κόλπο της που δέχτηκε το ζεστό σπέρμα του, θερμή βροχή σε γη, μέσα στο σώμα της. Δεν έπαψαν λεπτό να κοιτάζουν ο ένας τα μάτια του άλλου κι αυτό ήταν που μεγάλωσε και γιγάντωσε όλη την ηδονή τους.

Πόσο ταραγμένοι είχαν κατέβει κάτω. Εκείνη είχε φτιάξει βιαστικά τα μαλλιά της κι είχε στρώσει με γρήγορες κινήσεις των χεριών τη φούστα της κι αυτός προσπαθούσε για πολύ ώρα να βρει την ψυχραιμία του κοιτώντας συνεχώς το ρολόι του δίχως να υπάρχει κάποιος λόγος. Κατέβηκαν τη σκάλα κάτωχροι κι οι δυο, μην τολμώντας να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον.

"Επ! Τι έγινε; " πετάχτηκε ο Πέτρος από την πολυθρόνα του "εσείς φαίνεστε κι οι δυο σαν να έχετε δει φάντασμα. "

"Δε νοιώθω καλά" ψέλλισε μόνο η Νάσια "ένας ξαφνικός πονοκέφαλος που πάει να μου σπάσει το κεφάλι"

"Κι εσύ βρε, φοβήθηκες που την είδες έτσι; Ψυχραιμία να σου πετύχει που ’χετε κι οι δυο... Προς στιγμήν έτσι όπως σας είδα κατακίτρινους και βλοσυρούς να κατεβαίνετε, είπα, ωχ! έχει γούστο να πρόλαβαν να τσακωθούν! "

Κανείς τους δεν γέλασε. Η Νάσια φόρεσε γρήγορα το παλτό της και ζήτησε από τον Πέτρο να φύγουν.

Καθώς τους ξεπροβόδιζε στην πόρτα, ο Αντώνης, σοβαρός, αγέλαστος, με μια σκιά να βλεφαρίζει στα μάτια του κοιτούσε ευθεία μπροστά του, μα εκείνα άθελά τους πάλι λες και κάτι αόρατο τα τράβαγε έχασαν το δρόμο τους κι έπεσαν για μια ακόμη φορά μέσα στα δικά της μάτια.

Μπλέχτηκαν πάλι τα βλέμματά τους, για χρόνο ελάχιστο κι εκείνες οι ψυχές ήταν ακόμη εκεί, μέσα στην κόρη και γύρω στο ασπράδι, κρατώντας στις ουρές τους τους πόθους, λες και γελούσαν με το παιχνίδι που βρήκαν.




Λίμνη Δόξης: τεχνητή λίμνη στην ορεινή Κορινθία που δημιουργήθηκε με το φράγμα του Φενεού

Ταμπουρέ = το σκαμνάκι του πιάνου ή τα χαμηλά, ντυμένα με ύφασμα, σκαμπό

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη