Axis mundi (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Συνέχεια από τον «Όρθιο Λογοτέχνη»


«...Ανύποπτα μέτωπα, κράχτες των νυχτών που αλυχτούν και σπαράσσουν άστρα και το πρώτο χάος..”... Ένα ομαδικό ααααααα τέλειας συγκίνησης ακούστηκε από τους υπόλοιπους που πλέον είχαν μετατραπεί σε κανονικό κοινό.


Αρχείο:Http://www.audrey-kawasaki.com/2007/paintings/'fukurou'.jpg

Η υπόθεση άρχισε να θυμίζει φαρσοκωμωδία. Ο νεαρός λογοτέχνης άρχισε να αναρωτιέται μήπως έχει πέσει θύμα κάποιας καλοστημένης φάρσας αλλά το απείρως επίσημο ύφος των υπόλοιπων θαμώνων καθώς και του Σωρούλ, δεν του άφηνε περιθώρια για τέτοιες αμφισβητήσεις. Ο ποιητής που είχε σηκωθεί από το διπλανό τραπέζι εξακολουθούσε να στέκεται σα γύπας από πάνω του ακουμπώντας την παλάμη του στον ώμο του, μόνο που τώρα ένοιωθε σαν να τον έσφιγγε λιγάκι παραπάνω. Ναι, ήταν σίγουρος, ένα μικρό σχεδόν αδιόρατο σφίξιμο, σαν τα δάχτυλα να προσπαθούσαν λιγάκι να μπηχτούν μέσα στο ύφασμα του σακκακιού. Γύρισε και του χαμογέλασε, έπρεπε να είναι και φιλικός, για αυτό ήταν απόλυτα σίγουρος, οποιαδήποτε άλλη έκφραση διάθεσης εδώ μέσα, μπορούσε να στοιχηματίσει πως θα του κόστιζε ακριβά. Ο άλλος του ανταπέδωσε το χαμόγελο, ανασηκώνοντας σαν κέρινη μαριονέτα τα γυαλιστερά μήλα του προσώπου του και τα δάχτυλα του σαν να χώθηκαν λίγο ακόμη προς τα μέσα.

«Άουτς, ίσως προσπαθούν να με γραπώσουν», συλλογίστηκε ο νεαρός χωρίς να μπορέσει να συγκρατήσει τον εαυτό του από το να χαμογελάσει λίγο ειρωνικά σε αυτήν τη σκέψη, πράγμα το οποίο δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Σωρούλ που πέρασε ένα σκοτεινιασμένο βλέμμα πάνω από το πρόσωπο του, ίδιος με σκάνερ υψηλής ευκρίνειας και ταχύτητας.

«Τι σκέφτεται ο νέος μας φίλος;”

Η ερώτηση έπεσε λίγο ξερή. Ο ήχος της φωνής δεν είχε καμία σχέση με πριν, όταν μιλούσε δηλαδή για ανύποπτα μέτωπα, χλόες και ξέφρενα άτια. Και στο άκουσμα αυτής της ερώτησης, περίεργο, σταμάτησε με μιας και η βοή από τα μανιασμένα κουταλάκια που χτυπούσαν όλα μαζί στριφογυρνώντας στα φλιτζάνια τους. Η αγωνία του να σκεφτεί κάτι έξυπνο έκανε τις παλάμες του να ιδρώσουν. Θα μπορούσε να μιλήσει για τον καθημερινό αγώνα, για την τρομακτικά δύσκολη προσπάθειά του να συνθέσει ένα είδος ταυτότητας πάνω στην οποία να μπορεί να ράψει τον εαυτό του και να κλειδώσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του. Να γίνει ο άνθρωπος μέσα από τη βιτρίνα που βαράει με το χεράκι του το τζαμάκι του προσκαλώντας άλλα χεράκια να τον δείξουν «έι, για κοιτάξτε, επιδερμίδα λευκή, ζωηρά μάτια, χέρια που ξέρουν να χαϊδεύουν, αίσθηση του κοινού νου αν και λίγο τραβηγμένη από τα μαλλιά, μεγάλη πατούσα, προτίμηση στις ιβουάρ κουρτίνες και στα ψητά μπριζολάκια, ψύχραιμες ονειροπολήσεις με αλεξίπτωτο ασφαλείας.. Μα ναι.. ήταν δυνατόν να μπορούσε να τους πει για αυτά; Να τους χτυπούσε άραγε το τζάμι της προθήκης του προσπαθώντας να προσελκύσει νέους παρατηρητές της; Έριξε μια ματιά στο μικρό ποταμάκι που βρίσκονταν σε έναν μεγάλο επιτοίχιο πίνακα στην καφετέρια. Στην απέναντι όχθη του ποταμιού ξεκινούσε μια άλλη άγνωστη και μακρινή μεριά της πόλης. Δυο τρια μικρά πλατάνια κυριαρχούσαν στο μπροστινό μέρος του πίνακα και πίσω από αυτά φαίνονταν μια περίεργη πλωτή κατασκευή να διασχίζει το ποτάμι. Θα μπορούσε να αρπάξει τα πάντα και να αρπαχτεί από αυτά προκειμένου να βρει λύση.

«Πλατάνι, πλατίνα, πλωτίνος, πλωτός, πλώρη.....” καθάρισε το λαιμό του και σταμάτησε για να τους κοιτάξει. Τον κοιτούσαν με μεγάλη περιέργεια, αδημονώντας να ακούσουν τη συνέχεια.

«Πλώρη.. πλώρη.. για που να βάλω πλώρη άραγε; Να τι σκέφτομαι, σκέφτομαι όλη την ώρα πλώρες και πρύμνες. Τέτοια πράγματα σκέφτομαι.”

Η απότομη ξανά σιωπή που επικράτησε, μόνο καλό σημάδι δεν ήταν. Ξαφνικά τα μάτια όλων γύρω του του φαίνονταν μεγαλύτερα, τα στοματά τους έχασκαν απίστευτα μεγάλα, μπορούσε –σαν να απέκτησε ξαφνικά μια υπερευαίσθητη ακοή- να ακούει τα νύχια τους να ξύνουν με αφύσικη ανυπομονησία την επιφάνεια των τραπεζιών.

«Χμ.. πλώρη.. Ναι.. Πλώρη..” επανέλαβε ο Σωρούλ. «Για κάθε πλώρη υπάρχει και μια πρύμνη. Για κάθε πρύμνη υπάρχει ένα σκαρί, για κάθε σκαρί ένα κύτος, για κάθε κύτος ένα αμπάρι, για κάθε αμπάρι ένας δούλος φίλε μου»

Η συλλογιστική ήταν σαφέστατα παράξενη, ακολουθώντας φαινομενικά έναν απλό και ευθύ δρόμο, μα μήπως αυτά τα πράγματα που λέμε απλά δεν είναι συνήθως τα πιο δύσκολα;

«Ο συλλογισμός σας είναι απλός. Μα απλό συλλογισμό ονομάζουμε αυτόν που δεν μπορούμε εύκολα να τον κοιτάξουμε στο βάθος της σκέψης του, αυτόν που ξέρουμε ότι αν τον ανακινήσουμε λιγάκι θα κρύβει πολλά δύσκολα από κάτω του. Ξεμπερδεύουμε λοιπόν λέγοντας τον απλό, τη στιγμή μάλιστα που τέτοιο πράγμα όπως η ευθεία γραμμή δεν υπάρχει πουθενά γύρω μας.. Ναι βέβαια, τι απλό, η απλότητα κινεί τα πάντα, μόνο που δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως δεν μπορούμε να πούμε ποτέ ένα και ένα κάνουν δύο. Καθορίστε μου πρώτα το ένα σας παρακαλώ..”

Το γεγονός ότι αντιτίθετο λεκτικά στο Σωρούλ ήδη τον έκανε να νοιώθει τις ανατριχίλες στην πλάτη του να μεγαλώνουν. Τα νύχια πάνω στα τραπέζια ακούγονταν πιο έντονα, τα φώτα μέσα στην καφετέρια ήταν σίγουρος πως χαμήλωσαν, μια αίσθηση αποπνικτική ξεχυνόταν αργά αργά στον αέρα τριγύρω. Μα σκέφτηκε γιατί όχι; Έστω για λίγο να έκανε μια δοκιμή, άνετα όποια ώρα ήθελε μπορεί να το γύρναγε στο ανάποδο. Όλοι εξάλλου γύρω του έδειχναν να κατατρύχονται από την ίδια αίσθηση τρέλλας και απότομης εναλλαγής διαθέσεων.

Ο Σωρούλ ανασήκωσε λίγο το λαιμό του, προσπάθησε να αναστηλώσει ξανά τη χαμένη υπερηφάνεια του κεφαλιού του, κοίταξε μέσα από ένα σύννεφο καπνού τον νεαρό λογοτέχνη και χαμογέλασε αινιγματικά.

«Έλύθησαν όλα τα αινίγματα με αυτή τη συλλογιστική σου. Η απλότητα γόρδιος δεσμός που χραπ κόβεται με μιας από τα λόγια σου. Διαθέτεις και άλλες τέτοιες εύκολες λύσεις φίλε μου;”

«Εσείς διαθέτετε και άλλα τέτοια εύκολα αινίγματα;”

Ο ποιητής που τόση ώρα στεκόταν όρθιος επάνω από το κεφάλι του, ακούγοντας αυτήν την απάντηση, χαλάρωσε απότομα το σφίξιμο του χεριού του και σαν να τον είχε χτυπήσει κατακούτελα κάποιος αόρατος κεραυνός διπλώθηκε στα δύο και έπεσε μπροστά από τα πόδια του Σωρούλ. Γονατιστός εκεί, ακούμπησε σχεδόν το κεφάλι του στα διπλωμένα γόνατά του και μικρά ρίγη φαίνονταν να διαπερνούν το κορμί του καθώς αυτό τραντάζονταν με τραντάγματα μικρά και επαναλαμβανόμενα ανά τακτά –πολύ τακτά! –διαστήματα.

«Δώσε μου την άδεια, δώσε μου την άδεια Σωρούλ, δώσε μου την άδεια...” επαναλάμβανε με τέτοιο ακατανόητο και βαθύ τρόπο σαν να είχε όλος πέσει στη λίμνη μιας πρωτοφανούς έκστασης.

Ο Σωρούλ του έκανε ένα νεύμα να σηκωθεί –δε χρειαζόταν δεύτερο- και συνεχίζοντας να χαμογελά το ίδιο αινιγματικά διέταξε τον σερβιτόρο να μαζέψει όλους τους καφέδες και όλα τα αναψυκτικά από τα τραπέζια.

«Αλκοόλ!” διέταξε με μια έντονη χειρονομία, υψώνοντας την παλάμη του, σα να χαστούκιζε τον αέρα. Μέσα από τον τρόπο που κουνούσε τα χέρια του, μέσα από τον τρόπο που ανασηκώνονταν η λεπτεπίλεπτη μύτη του, μέσα από τον τρόπο που ιρίδιζαν οι ψιλές ρίγες του σακκακιού του όταν έπεφτε το φως επάνω του, μέσα από όλα αυτά μπορούσε κάποιος να μυριστεί πως όλες αυτές οι κινήσεις, όλες οι ανασηκώσεις, όλες οι ρίγες σκόπευαν και στόχευαν στο να μεγαλώσουν και να πολλαπλασιάσουν ως αφρούς, τα κύματα της ανυπομονησίας που ο Σωρούλ ο ίδιος δημιουργούσε μόνο και μόνο με την εμφάνισή του σε ένα μέρος. Κάθε κίνηση, κάθε μορφασμός, και κάθε πόντος υφάσματος από τα ρούχα του, τις κάλτσες του, ως και τα μη φανερά εσώρουχά του, επέτεινε εκείνη την εντύπωση στους άλλους πως παρακολουθούν έναν θεατρίνο στην ώρα της πρόβας του, ανυπομονούν με μια αφύσικα έντονη ανυπομονησία να τον δουν και την ώρα της κανονικής παράστασης, μα κατά βάθος ξέρουν πως ούτε θεατρίνος είναι, ούτε πρόβα κάνει, πολύ πιθανόν να είναι ο καθαριστής του θεάτρου που το κρυφό του ψώνιο τον οδήγησε στην κουΐντα να προβάρει τον ρόλο κάποιου άλλου και όλο αυτό κάνει την πρόβα που παρακολουθούν ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, ακόμα πιο μελιστάλαχτη όσο ενδιαφέρουσα και μελιστάλαχτη μπορεί να είναι η υπαινικτικότητα ενός ψεύτικου μεγαλείου. Τουλάχιστον, σκέφτηκε ο νεαρός λογοτέχνης κοιτάζοντας όλο και πιο ανήσυχος τον Σωρούλ και γύρω από αυτόν, αυτό πρέπει να αναχθεί σε θεώρημα: «όλοι οι υπαινιγμοί και όλες οι υπαινικτικότητες που αυτοί αποτελούν ως σύνολο, είναι μελιστάλαχτοι προβοκάτορες ενός κενού που λυσσάει για την κενοτητά του και πρέπει να την στολίσει με στολιδάκια και βαριά κεντήματα.” Μα δεν είχε καιρό να σκεφτεί και πολλά, αν και θα ήθελε, σε αυτό τον οδηγούσε η ενδελεχής και ξεψαχνιστική παρατήρηση των γύρω του, ήταν σαν κάποιο χέρι να τον είχε τραβήξει –στα σίγουρα το χέρι του Σωρούλ Ξεντόμ, μα τελικά μήπως ο ίδιος πήγε, βρήκε το χέρι του και τον ανάγκασε να τον τραβήξει; - και να τον είχε πετάξει (προς το παρόν στα μαλακά, σε λίγο θα άρχιζαν τα σκληρά) πάνω στους βράχους ενός χρυσωρυχείου. Και αυτός ήταν χρυσωρύχος από χόμπι, όχι από την τρέλα της αξίας του χρυσού σαν χρυσάφι, μα του χρυσού σαν χρυσού! (ναι μπερδεμένο μα έτσι το αισθανόταν μέσα του)

Σε λίγη μόλις ώρα όλα τα τραπέζια στο καφέ είχαν γεμίσει με μπουκάλια αλκοόλ, βότκα ή παλιό κονιάκ, μερικοί πιο τολμηροί έπιναν ένα άγνωστης προελεύσεως ουίσκι και κάποιοι άλλοι ένα μίγμα ποτών, εμπνεύσεως του ιδιοκτήτη, σκέτο δυναμίτη σύμφωνα με τα λεγόμενά του. Τα ποτήρια τσούγκριζαν μεταξύ τους, χρωματιστές σταγόνες αλκοόλ χύνονταν ξεδιάντροπες πάνω στα τραπέζια και στα παντελόνια, ο Σωρούλ έκανε συνεχώς άσχετες προπόσεις σηκώνοντας το ποτήρι του στον αέρα, τα μάγουλα τραβιόντουσαν στις άκρες αυτάρεσκα ή υπερβολικά αυτάρκη, τα χείλια στράβωναν και αλλοιώνονταν σαν τρομερές σπηλιές προσπαθώντας να χωρέσουν τα στόμια μέσα τους, τα στόμια τα πασαλειμμένα με την μυρωδιά του ποτού, εκείνου του ποτού που φαινόταν ξαφνικά να χαλαρώνει τα πάντα, από τα κουμπιά των πουκάμισων ως παπούτσια και ζώνες, από τα ακράτητα γέλια ως και τους λαιμούς που ξαφνικά λύνονταν και κοκκορεύονταν πως είναι οι καλύτεροι λαιμοί, το δικό τους καρύδι είναι μια μικρή αποθηκούλα αλκοόλ, ανέγγιχτου αλκοόλ, εξαγνισμένου αλκοόλ, υπήρχαν οι λαιμοί που είχαν τέτοιες τρομερές ιδιότητες να καθαρίζουν και να ραφινάρουν τη χυδαιότητα του οινοπνεύματος, ο νεαρός λογοτέχνης με το μαύρο κοστούμι ήθελε ξαφνικά να φιλήσει όλους αυτούς τους λαιμούς έναν έναν, να γλύψει όλα αυτά τα αυθάδη καρυδάκια, να τα σπάσει σαν τσόφλια μέσα στα γυαλιστερά του δόντια, να δει πόσο τραγανιστά είναι και μετά να τα φτύσει πάνω στο πρόσωπο του Σωρούλ, όπως φτύνει κανείς τη σαλιωμένη φλούδα των ηλιόσπορων.

Ένοιωθε πως είχε ζαλιστεί τόσο ώστε να του επιτρέπεται να μασήσει μερικούς λαιμούς και ταυτόχρονα να βλέπει αυτό το μάσημα από μια απόσταση σαν τρίτος παρατηρητής, εκείνος να κάθεται σε ένα θολό τρεμάμενο σύννεφο πορτοκαλί βότκας και να παρακολουθεί τις σκέψεις του σαν να ήταν κάποιου άλλου, κάποιου επηρεασμένου από το πολύ πιώμα, κάποιου που σαν αποκάλυψη είχε εμφανιστεί μπροστά του η ακριβής σπουδαιότητα και σημασία των μήλων του Αδάμ που κολλημένα στη μέση του λαιμού επέτρεπαν και άφηναν και ξανα-άφηναν να περάσει από πάνω τους όλο εκείνο το σαθρό και αστείο οικοδόμημα που λέγεται ανθρώπινη ψυχραιμία, ανθρώπινη αυτοσυγκράτηση. Αχ, τι λαχτάρα που ήταν αυτά τα καρυδάκια καθώς έτρεμαν και ξεροκατάπιναν, έχοντας όλως εντελώς αναίτια –χαχα.. αναίτια.. χμ.. ναι ας το ψάξουμε λίγο και θα δούμε πόσο αναίτια είναι- αποκτήσει δική τους θέληση και υπόσταση προσπαθώντας σα λυσσασμένα χέρια να ξύσουν το εσωτερικό των φλεγόμενων από το αλκοόλ λαιμών, προσπαθώντας σα μικρές ζωντανές μπαλίτσες να χοροπηδήξουν έξω από τη σάρκινη φυλακή τους... Μα μόνο ένα μικρό μαχαιράκι να είχε.. ένα τόσο δα μικρό! Η γυαλιστερή πλακουτσωτή λάμα άστραφτε ξαφνικά στη σκέψη του όπως άστραφτε και εκείνο το πονηρό χαμόγελο του Σωρούλ με μια υποψία της γλώσσας του από μέσα να ροζίζει σαν περίβλημα πρώιμου δαμάσκηνου. Έβλεπε μέσα στη ζάλη του, την τόσο εκλεπτυσμένη ζάλη του, λαιμούς να ανοίγουν κατά μήκος από αυτήν την αστραφτερή λάμα και τα καρύδια να ελευθερώνονται επιτέλους.. εκεί.. εκεί.. το κέντρο του κόσμου! Μα πως δεν το είχε υποψιαστεί πρωτύτερα, α, χρειάζονταν ίσως η θολούρα του οινοπνεύματος, η αδυναμία να κινήσει τα ίδια του τα μέλη όπως ακριβώς θα ήθελε, το γλάρωμα των ματιών, για να αποκαλύψει ως άλλος έκπληκτος μη εξερευνητής, μα κατά φαντασίαν εξερευνητής, πως η πιο μεγάλη και ολόλαμπρη αλήθεια βρίσκεται πάντα μπροστά στα μάτια μας, ε, λίγο πιο κάτω από αυτά. Καλά, ήταν εντελώς στουπί!

Και όσο πιο στουπί γινόταν τόσο πιο πολύ ένοιωθε πως μπορούσε να αναχθεί εύκολα σε κυρίαρχο αυτής της ιδιότυπης πόσης. Πως ξαφνικά οι γύρω του έμοιαζαν με κριτσανιστά υπερμεγέθη έντομα ντυμένα στα λευκά πουκάμισα και στα σκουρόχρωμα παντελόνια, πως ακόμη και εκείνος ο Σωρούλ δεν ήταν τίποτα παραπάνω από έναν έντομο-αρχηγό, ποιος ξέρει αν μέσα στα επόμενα λεπτά δεν φύτρωναν φρικιαστικά ποδαράκια λεπιδόπτερου μέσα από τα μανίκια του, ποιος ξέρει αν η κοιλιά του δε χωρίζονταν σε δύο παράλληλα μαλακά τμήματα θυμίζοντας τον μεταμορφωμένο του Κάφκα; Φυσικά... Φυσικά! Ένοιωθε ξαφνικά πάνω από όλους αυτούς, το ποτό τον ανέβαζε σκάλες σκάλες προς κάποια ανώτερα και νεφελώδη στρώματα σκέψης και θέασης όλων των καταστάσεων, όλοι στέκονταν από κάτω, χαριεντιζόμενοι ο ένας με τον άλλον, χτυπώντας τα χέρια τους, φωνάζοντας, μιμούμενοι ήχοι ζώων, τραβώντας και πετώντας τα κουμπιά τους στον αέρα, αλαλάζοντας ανακατεμένους τραγουδιστούς σκοπούς, επευφημώντας τον Σωρούλ κάθε που τους έκανε νέα πρόποση, μα τι ζώα! Betes, vraiment betes!

Σαν όλο αυτό το μεθύσι ήταν μεταδοτικό, χωρίς να χρειαστεί καν για κάποιους να φέρουν τα ποτήρια στα χείλη τους ή χωρίς να χρειαστεί να πιουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ για να τους τυλίξει εκείνη η περίεργη μέθη που όλο και περισσότερο έδειχνε αφύσικη. Οι περισσότεροι ήταν μισοσωριασμένοι στις καρέκλες τους, αρκετοί από αυτούς εντελώς σωριασμένοι ήδη στα πόδια των τραπεζιών και μερικοί λαγοκοιμοντούσαν ακουμπισμένοι στα αυτοσχέδια μαξιλαράκια των μπράτσων τους. Μα την αλήθεια, μόνο αυτή η γέρικη αλεπού ο Σωρούλ στέκονταν ακόμη όρθιος κάνοντας προπόσεις. Και τι προπόσεις! Τα λόγια του ήταν το ίδιο ακαταλαβίστικα με πριν, το ευθυτενές σώμα του περισσότερο στητό όσο περνούσε η ώρα, έμοιαζε με ένα ιερό μαυριδερό μπαστούνι, ξεφυτρωμένο αυτάρεσκα και αυτόκλητα στη μέση αυτής της καφετέριας, προορισμένο να διαλαλήσει τις ιερές μπούρδες του, προορισμένο να ρίξει στάχτες επί σταχτών στη λέξη λογοτεχνία, μια λέξη τόσο ξεχειλωμένη πια, τόσο που ήταν για να προκαλεί μόνο τον πόνο και το σαρκασμό που πηγάζει εξ αυτόν, δια αυτόν και εις αυτόν. Ο νεαρός λογοτέχνης θέλησε ξαφνικά να ακούσει προσεκτικά τα λόγια του Σωρούλ. Παραπατώντας λιγάκι, -ένα χαριτωμένο τρέκλισμα που κανείς δεν πρόσεξε- ανασηκώθηκε και πλησίασε κοντά του, βρισκόταν ένα βήμα πίσω και ελαφρώς πλαγίως από τις τετράγωνες μαύρες δυσοίωνες πλάτες του σακκακιού του. Η φωνή του έμοιαζε να βγαίνει από κάποια κρυφή κοιλότητα στο πίσω μέρος του λαιμού. Ακούγονταν υπόκωφη. Λες και τα ηχητικά της κύματα αναπηδούσαν σε κάποιο ερεβώδες σπήλαιο οστών, χτυπώντας σε σκληρούς συμπαγείς τοίχους φτιαγμένους από παλιούς αντίλαλους, φυλακισμένους αντίλαλους στο σημείο όπου ξεκινάει η ένωση με τη σπονδυλική στήλη.. Ένας σβέρκος που μπορούσε να μιλάει άραγε; Ένας σβέρκος εκφραστικός; Ένας σβέρκος για σφαλιάρες; Ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος για να μπορέσει να του αντισταθεί. Χωρίς δεύτερη σκέψη έχωσε ένα μάλλον δυνατό, αλλά φιλικό μπατσάκι στο σβέρκο του Σωρούλ, παράγοντας έναν σκαστό ήχο μεγάλου βοτσάλου που κόβει πλαγιαστά μα άκομψα μια γαλήνια νερουλή επιφάνεια. Το σκαμπιλάκι αυτό τον έκανε να αναπηδήσει ίδιος με τρομαγμένο μικρό αγόρι.

Αντικρύζοντας το νεαρό να γελάει μάλλον αυθάδικα για τα δικά του γούστα, κρατώντας ένα ποτήρι ασπρουλή βότκα στο χέρι του και μουρμουρίζοντας κάτι σαν προσευχή περιορίστηκε στο να χαμογελάσει και εκείνος, μισοκλείνοντας τα μάτια του. Μα κατά περίεργο τρόπο δεν τον έδιωξε από δίπλα του, αντιθέτως έκανε χώρο για να μπορέσει να βολευτεί καλύτερα. Ο νεαρός μπορούσε τώρα να ακούει πεντακάθαρα τα λόγια του Σωρούλ απολαμβάνοντας επιπλέον την προνομιούχο θέση του επίλεκτου δίπλα του, δηλαδή για να το θέσουμε καλύτερα, εκείνη η μικρή παραχώρηση που έκανε ο Σωρούλ στο χώρο για να βολευτεί ο νεοφερμένος του, αυτομάτως τον έχρισε επίσημο κολαούζο του. Και ως τέτοιος είχε τη δυνατότητα να ακούει από πρώτο χέρι τα δήθεν χαριτωμένα ευφυολογήματα και τους λεκτικούς ακκισμούς του που έμοιαζαν να ρίχνουν σε μια κατάσταση ξέφρενης λατρείας και αδιαμφισβήτητης υπακοής τους θαμώνες (κοινό) του μικρού καφέ. Προσπάθησε να βγάλει κάποιο νόημα από αυτά που άκουγε αλλά δε διέφεραν στο ελάχιστο από την εντελώς παρανοΐκή κουβέντα που είχε γίνει μεταξύ τους –αλλά και μεταξύ του σερβιτόρου και του Σωρούλ-όταν πρωτοπάτησαν το πόδι τους εκεί. Φράσεις ασυνάρτητες, φαινομενικά ποιητικές και λυρικότροπες, λέξεις μυστηριώδεις, ναρκισσευόμενες μέσα στον άκρατο εξωραΐσμό που τους επεφύλασσε ο ίδιος ο λόγος του Σωρούλ, ο γεμάτος στόμφο και μπόλικη κομπορρημοσύνη. Μα τι διάολο; Μόνο αυτός μπορούσε να τα βλέπει αυτά;

Όλοι τούτοι οι χαμερπείς ηλίθιοι –στην κυριολεξία χαμερπείς αφού είχαν φτάσει να χάσκουν τέζα κάτω από τα τραπέζια ακούγοντας ενεοί το λόγο του μέγα Σωρούλ- χαμπάρι δεν έπαιρναν το δούλεμα που τους έριχνε; Και εκείνος ο γλοιώδης τύπος που είχε θελήσει προηγουμένως να τον καθηλώσει στη θέση του αρπάζοντάς τον απειλητικά από τον ώμο; Εκείνος ο τύπος με τη μούρη βαστάζου ποιητικής καμόρας τι ρόλο είχε; Προπομπός του μαύρου σάρκινου οβελίσκου τον οποίο προσπαθούσε να αναπαραστήσει ο Σωρούλ στεκόμενος ως axis mundi, φιλοδοξών να λειτουργήσει ως σταθεροποιητική τάξη όλης αυτής της αταξίας –που στο κάτω κάτω ο ίδιος axis mundi είχε προκαλέσει-; Σειληνός ενός διαβολικού Διόνυσου; Απλώς ηλίθιος βαστάζος ενός φαντασμένου, αλαζόνα λογοτέχνη, εντελώς ανήξερου και ανίδεου μάλιστα για το τι ακριβώς ήταν εκείνη η καημένη τέχνη του λόγου; Βρισκόταν τώρα δίπλα στο Σωρούλ γεμίζοντάς του συνεχώς το ποτήρι ώστε να μπορεί να κάνει τις προπόσεις του. Κάθε φορά που το χέρι κατέβαινε κάτω, πρόσεξε πως αμέσως το ποτήρι άδειαζε κάτω από το τραπέζι. Αυτό σήμαινε πως ο μόνος που διατηρούσε τη νηφαλιότητά του μέσα εκεί ήταν ο Σωρούλ.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη