Τρίφωνο - Είμαστε άξιοι των τραγουδιών που ακούμε

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Συνέντευξη στην Κατερίνα Πατεράκη.

Εκεί που, ο χώρος του τραγουδιού μοιάζει να έχει μετατραπεί σε αρένα για να ξεχωρίσει κάποιο πρόσωπο, μέσα στα πολλά που βγαίνουν, τρεις νέοι άνθρωποι προτιμούν να ενώσουν τις φωνές τους, την αγάπη τους για το τραγούδι και τα τραγούδια που αγαπούν και να γίνουν κυριολεκτικά «ένα στόμα, μια φωνή». Ο Νίκος Κουρουπάκης, η Ερωφίλη και ο Δημήτρης Υφαντής αφήνουν πίσω τις προσωπικές πορείες τους για χάρη της ομάδας και στήνουν μαζί το ΤΡΙΦΩΝΟ, μία «τραγουδένια» κατάσταση με φρεσκάδα και φαντασία.

Τους είδα επί σκηνής πολλές φορές. Και ομολογώ ότι πέρασα υπέροχα μαζί τους. Μου ξαναθύμισαν τραγούδια που είχα στο πίσω μέρος του μυαλού, μ’ έκαναν να γελάσω, να συγκινηθώ, να τραγουδήσω μαζί τους μέχρι να κλείσει η φωνή μου... Βλέπετε, ο ενθουσιασμός είναι μεταδοτικός. Σκεπτόμουν ότι, όταν πίσω από μία μουσική πρόταση, υπάρχει πολλή δουλειά, ταλέντο, αγάπη και σεβασμός για το τραγούδι, τότε τα πράγματα γίνονται απλά. Ούτε στυλίστες χρειάζονται, ούτε χορογράφοι, ούτε γυμνασμένοι κοιλιακοί... Στο κάτω-κάτω, κοντεύουμε πια να ξεχάσουμε τα βασικά υλικά. Καλές φωνές και ωραία τραγούδια. Τελεία.


Trifono.jpg

Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Πώς συναντήθηκαν οι δρόμοι σας; Και ποιος αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ: Αφορμή ήταν, ο παραγωγός του Μελωδία, ο Χρήστος Παπαμιχάλης. Το 2002, είχε την ιδέα να μας φέρει σε επαφή, για να κάνουμε τρεις παραστάσεις στη μουσική σκηνή «Αερικό», οι οποίες πήγαν πολύ καλά. Σιγά-σιγά όμως, υπήρξε και ένα δέσιμο, κυρίως συναισθηματικό, πέρα απ’ το επαγγελματικό, που μας ένωσε μέχρι σήμερα.

Να ζητήσω να μάθω λίγα πράγματα και για τον καθένα σας χωριστά: Δημήτρη, είσαι από τα Γιάννενα, όπου έκανες βυζαντινή μουσική, και ήρθες στην Αθήνα το 1995 για να κάνεις μαθήματα στο ούτι με τον Haig Yazdijian. Έχεις ήδη δύο προσωπικούς δίσκους. Ποια η καλύτερή σου στιγμή πριν το «Τρίφωνο»;

ΔΥ: Η επαφή με τη Δήμητρα Γαλάνη. Συμμετείχα στο δίσκο της «Τα Χάρτινα» με το παραδοσιακό «Καίγομαι και σιγολιώνω», και με την επιμέλεια της και την ενορχήστρωση του Haig Yazdijian, δημιουργήθηκε ο πρώτος προσωπικός μου δίσκος, το «Από χώμα και νερό».

Αυτή μ’ έφερε στον κόσμο της δισκογραφίας και μ’ έκανε γνωστό. Δηλαδή... πιο γνωστό απ ό, τι ήμουν (γέλια)!

Υπερισχύει η πλευρά του τραγουδοποιού απ’ αυτή του τραγουδιστή;

ΔΥ: Χωρίς εσκεμμένο σκοπό, αγαπώ και τα δύο πολύ. Το γράψιμο, είναι απλά για μένα μια ανάγκη, η οποία ενίοτε ολοκληρώνεται και στη σκηνή... δεν θεωρώ ότι γράφω και σπουδαία πράγματα.

Ναι αλλά ως τραγουδοποιός, δεν προτιμάς να τραγουδάς δικά σου τραγούδια;

ΔΥ: Όχι βέβαια. Γιατί κλείνεσαι έτσι στον εαυτό σου, τι πάει να πει τραγουδοποιός; Τώρα βέβαια, σκέφτομαι τον Παντελή, το Μάλαμα, τον Ορφέα... Υπάρχει φάση που μπορώ να γράφω... έχω να τραγουδάω. Αν δεν έχω να γράψω και μου φέρουν ένα καλό τραγούδι, τι θα πω «Δεν το λέω γιατί δεν είναι δικό μου;” Το καλό του τραγουδοποιού είναι ότι κρατάει έναν χαρακτήρα. Και οι τρεις που είπα, έχουν ένα δικό τους στίγμα. Ή σ’ αρέσει ή δεν σ’ αρέσει. Ο τραγουδιστής, ειδικά όταν δεν του κόβει και πολύ, μπορεί να πέσει στη λούμπα, να πει και πράγματα που δεν του πάνε. Και πρώτος εγώ. Στο δεύτερο μου CD ας πούμε, έβαλα μόνο ένα τραγούδι μου, γιατί θεώρησα ότι, από τη στιγμή που μπορεί ένας άνθρωπος να γράφει, όταν γράφει μέτρια, τουλάχιστον να τραγουδάει άλλων...

Νίκο, εσύ κατάγεσαι από την Ιεράπετρα και την Αμοργό, γεννήθηκες στην Αθήνα, και έζησες και σπούδασες στη Νέα Υόρκη. Πώς και δεν έμεινες εκεί;

ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΟΥΠΑΚΗΣ: Γιατί να μείνω εκεί; Ελληνικό τραγούδι ήθελα πάντα να κάνω! Μεγαλώνοντας στη Νέα Υόρκη, μέσα σε μία τεράστια πηγή μουσικής και λογοτεχνίας, ανακάλυψα ότι, στους αντίστοιχους τομείς, η Ελλάδα κυριαρχεί. Ως Έλληνας, ένιωθα τη μεγάλη περηφάνια γι αυτά που προσφέρει η χώρα μου και ήθελα ν’ ανήκω σ’ αυτό το κομμάτι.

Επιστρέφοντας, συνεργάστηκες με πάρα πολλούς καλλιτέχνες, ανάμεσα στους οποίους ο Δημήτρης Μητροπάνος, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Νότης Μαυρουδής, ο Γιώργος Νταλάρας... εσύ, ποια πιστεύεις ότι ήταν η καλύτερή σου στιγμή;

ΝΚ: Η συνεργασία με το Νίκο Ζούδιαρη για το δίσκο «Αφήλιο», με το τραγούδι «Χαιρετισμοί» και άλλα τρία, πολύ όμορφα τραγούδια. Αυτό ήταν το πιο ουσιαστικό μου δισκογραφικό βήμα, νομίζω. Αλλά και οι συνεργασίες μου με το Νότη Μαυρουδή, τη Λίνα Νικολακοπούλου και την Χάρις Αλεξίου ήταν εξίσου δυνατές συνεργασίες.

Ερωφίλη, γεννήθηκες στα Χανιά, ήρθες στην Αθήνα, σπουδάζοντας φυσικοθεραπεία και Ελληνικό Χορόδραμα στη σχολή της Ραλλού Μάνου. Έχεις στο ενεργητικό σου τρεις προσωπικούς δίσκους. Από τους τρεις σας, δισκογραφικά, έχεις κάνει τα περισσότερα βήματα. Τι σ’ έκανε να προτιμήσεις την ομαδική πορεία;

ΕΡΩΦΙΛΗ: Παρόλο που εμπιστεύτηκα έναν σημαντικό άνθρωπο στο χώρο, τον Κώστα Χατζηδουλή, και μετά από συνεργασίες με το Γιάννη Σπανό, το Νότη Μαυρουδή, το Μανώλη Λιδάκη, την Αλεξίου, τον Παπάζογλου, όταν πρωτοτραγουδήσαμε με τα παιδιά, δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη σκέψη για την περαιτέρω πορεία. Η πρωτογενής χαρά της μουσικής και της δημιουργίας με παρέσυρε και το απολαμβάνω όσο τίποτε άλλο, να ‘σαι σίγουρη!

Ως η μόνη γυναίκα της παρέας, ποιο θεωρείς ότι είναι το προτέρημα των άλλων δύο;

ΕΡ: Αγαπούν και οι δύο τη μουσική με πάθος και μέσα από τη διαφορετικότητά τους ως χαρακτήρες, το αποτέλεσμα για το ΤΡΙΦΩΝΟ είναι πολύ δυνατό. Δημιουργία, πάθος και ευαισθησία θα ‘λεγα ότι τους χαρακτηρίζουν και τους δύο.

Αλήθεια, πως ασχοληθήκατε με το τραγούδι;

ΝΚ: Εμένα το τραγούδι με κέρδισε από πάρα πολύ μικρό. Ακολούθησα βέβαια σπουδές, πήγα πανεπιστήμιο και σπούδασα οικονομικά αλλά πάντα ανήκα στο τραγούδι... Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μου επαφή με το μικρόφωνο, ήταν σε ηλικία 12 ετών, στην εθνική εορτή, 25 Μαρτίου, και τραγούδησα το «γέρο Δήμο»!

ΕΡ: Από μικρό παιδί, τραγουδούσαμε στο σπίτι μου! Το πρώτο όμως χτυποκάρδι, το ένιωσα στην τετάρτη δημοτικού, όταν η δασκάλα με έβαζε να τραγουδάω εγώ ένα ριζίτικο, το «Σε ψηλό βουνό» και να επαναλαμβάνουν τα μεγαλύτερα παιδιά. Από κει και πέρα, παρά τις σπουδές, με την πρώτη ευκαιρία ασχολήθηκα με το τραγούδι. Γιατί είναι ωραίο να μοιράζεσαι και να επικοινωνείς με άλλους ανθρώπους, μέσω της μουσικής.

ΔΥ: . Εγώ δεν έκανα ποτέ μου τίποτε άλλο! Από τα 16, ξεκίνησα να παίζω κιθάρα σε χοροεσπερίδες –κοινώς πανηγύρια-. Βέβαια, το τραγούδι δεν το είδα ποτέ ως επαγγελματική επιλογή αλλά, τελικά, φαίνεται ότι ήρθε μοιραία...

Ομολογείς το ψώνιο σου τώρα...

ΔΥ: Όχι ψώνιο, αγάπη! Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι, είσαι δεν είσαι ψώνιο, μέσα σ’ αυτό το πράγμα την ψωνίζεις, θες δε θες. Το ζήτημα είναι κατά πόσο μπορείς να το ελέγχεις και να μην σ ελέγχει εκείνο... Η επιβράβευση του κόσμου, το χειροκρότημα, ασφαλώς είναι ωραία... Το θέμα είναι να μη ζεις γι αυτά αλλά για τη μουσική.

Φαίνεστε φίλοι. Είστε;

Και οι τρεις μαζί: Φ Υ Σ Ι Κ Α!

Κάπου εδώ, η Ερωφίλη, έπρεπε να φύγει και αποχωρεί απ’ την κουβέντα «Ό, τι σου πουν, ισχύει και για μένα! Με καλύπτουν απολύτως!” μου είπε. Δεν είχα καμία αμφιβολία...

Οι διαφορετικές προσωπικότητες, δεν δυσκολεύουν τη συνεργασία;

ΔΥ: Όλοι δύσκολοι είμαστε! Ξέρεις τι γίνεται όμως; Με τα χρόνια, όλοι μας ξέρουμε πια τα δυνατά ή αδύνατα σημεία και τα δικά μας και των άλλων δύο. Και ο καθένας μας ξέρει πια τι ρόλο θέλει να έχει. Το βέβαιο είναι, κι αυτό το ξέρουμε καλά, ότι αυτό που είναι καλό για τον έναν είναι και για την ομάδα...

ΝΚ:... έτσι οι δύο βοηθούν τον ένα να ξεδιπλώνει κι άλλες πτυχές του εαυτού του, να ολοκληρώνεται σαν παρουσία στη σκηνή... Είναι σα να παίζουμε ένα παιχνίδι, που ο ένας δίνει πάσα στον άλλο, για να πάει το παιχνίδι ακόμα πιο πέρα. Κι όταν κάποιος εξαντλείται, αναλαμβάνει ο επόμενος. Είναι σα να αλλάζει η σκυτάλη συνέχεια.

Δηλαδή, θέλετε να μου πείτε τώρα ότι, σε ένα τόσο εγωπαθές πεδίο, όπως το τραγούδι, εσείς δεν έχετε ανταγωνισμό; Και μη μου πείτε όχι.... ακόμη και στους φίλους υπάρχει!

ΔΥ:. Πες μου ένα επάγγελμα που δεν είναι ανταγωνιστικό. Ακόμα και φούρναρης να είσαι, πιστεύεις ότι φτιάχνεις καλύτερο ψωμί από το συνάδελφό σου. Εκτός πια αν είσαι άγιος, μόνο τότε δεν είσαι εγωιστής.

ΝΚ: Εγώ θα στο πω, όπως επιμένω να το λέω κι ας φαίνεται μανιέρα. Το «εγώ» το μεταφράζω ως εξής: Το να παίρνεις πολύ σοβαρά τον εαυτό σου ή να παίρνεις πολύ σοβαρά αυτό που κάνεις. Σε όλες τις δουλειές, όχι μόνο στο τραγούδι.

Εμείς ενωθήκαμε, γιατί αγαπάμε πάρα πολύ τη μουσική. Όταν ξεκινάμε να δουλεύουμε ένα τραγούδι, το μοναδικό κίνητρο είναι να βγει όσο πιο ωραίο μπορεί. Τίποτε άλλο, ούτε εντυπωσιασμοί ούτε εγωισμοί. Μόνο αυτό.

Ως Τρίφωνο πια, συστηθήκατε στον κόσμο, με το CD single «Καράβια μοιάζουν οι ψυχές». Σας έκανε παραγωγή ο Παντελής Θαλασσινός, με τον οποίο εμφανιζόσαστε και ζωντανά τότε...

ΔΥ: Ήταν μεγάλη μας χαρά. Ο Παντελής επικρότησε τη δουλειά μας και την αγάπη μας στη μουσική και, το ότι δέχθηκε να μας κάνει την παραγωγή, βοήθησε πολύ να μας γνωρίσουν άνθρωποι, που δεν μας ήξεραν αλλά αγαπούν εκείνον και τον εμπιστεύονται.

ΝΚ: Ο Παντελής είναι ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος και στη μουσική και στη ζωή του. Σ εμάς, όλο έδινε και ακόμα δίνει.

Με το CD single, κάνατε μια δυνατή αρχή. Ήταν πολυσυλλεκτικό, κυρίως με διασκευές, Βαμβακάρη, Μπομπ Ντύλαν, Θεοδωράκη. Γιατί; Φοβηθήκατε να πατήσετε πάνω σε δικό σας υλικό;

ΝΚ: Το υλικό είναι μια υπόθεση, που σηκώνει μεγάλη κουβέντα. Καμιά φορά, γράφεται υλικό απλά και μόνο για να γίνει ένας δίσκος ή να ‘χει κάποιος δουλειά. Εμείς το βλέπουμε ως εξής: Πρέπει να υπάρχει λόγος να γραφτεί ένα τραγούδι. Να έχει λόγο ύπαρξης.

ΔΥ: Κατ’ αρχάς, όταν βρεθήκαμε, ήταν μία περίοδος στην οποία και οι τρεις ετοιμάζαμε την προσωπική μας δουλειά. Το CD γράφτηκε κυρίως για τους φίλους. Ερχόντουσαν στο πρόγραμμα και μας έλεγαν «ωραία τα είπατε, γράψτε το σε ένα CD να το ‘χουμε, έτσι απ’ το πρόγραμμα, ζωντανά!” Κουβέντα στην κουβέντα, μας έπεισαν... είπαμε να το κάνουμε, λίγο πιο φροντισμένα όμως. Θέλω να πω, ότι δεν έγινε επί τούτου, δεν σκεφτόμασταν ακόμα να κάνουμε CD. Απ’ τους φίλους μας ξεκίνησε η ιδέα!

Άλλωστε, εκείνο τον καιρό, ακόμη δεν ξέραμε τι θέλουμε να κάνουμε, ψαχνόμασταν. Το καλό είναι ότι, όπως συμβαίνει στη μουσική, όταν ξεκινά κανείς, δεν το κάνει με σκοπό να δουλέψει επαγγελματικά. Όλοι, από αυτόν που παίζει πιάνο ως αυτόν που τραγουδάει, ξεκινούν γιατί αγαπούν τη μουσική. Κι εμείς, δεν ξεκινήσαμε να κάνουμε ένα γκρουπ. Ήρθε το πράγμα μοιραία, γιατί μας άρεσε το αποτέλεσμα της συνεύρεσης.

Αλήθεια, πιστεύετε ότι οι επανεκτελέσεις, έχουν κάτι καινούριο να πουν; Υπάρχει και η άποψη ότι βοηθούν ένα τραγούδι να συνεχίζει να υπάρχει...

ΔΥ: Όλα τα τραγούδια ζούνε. Το βλέπεις, σε όποιο πρόγραμμα κι αν πας, κανείς δε λέει μόνο καινούρια τραγούδια. Γιατί τα τραγούδια γεννιούνται για να ζούνε. Εμείς θα φύγουμε. Εμείς, απλά, προσπαθούμε να ξαναφέρουμε στην επιφάνεια τραγούδια, που αγαπάμε και αγαπάει και ο κόσμος.

ΝΚ: Μα, αφού υπάρχουν τόσο ωραία τραγούδια, που δεν ακούγονται πια αλλά πνίγονται μέσα σε ένα σωρό άχρηστα τραγούδια, που κυκλοφορούν. Γιατί να μην κάνουμε δικές μας διασκευές, με τη δική μας ψυχή;

Ωστόσο, ακουμπώντας στους ογκόλιθους του τραγουδιού, χαράζετε μια πιο σίγουρη γραμμή. Θέλω να πω, ότι τα γνωστά τραγούδια συνεπάγονται ένα σίγουρο χειροκρότημα...

ΔΥ: Διασκευάζουμε δεν επανεκτελούμε. Έχει διαφορά. Στο πρώτο CD ας πούμε, που είχαμε το «Χαράματα η ώρα τρεις», ενορχηστρωτικά και ερμηνευτικά, ήταν τελείως διαφορετικό με αυτό που έκανε ο Βαμβακάρης. Αν θέλαμε να βασιστούμε στη δύναμη του τραγουδιού για να μας γνωρίσουν, ξέρεις πόσο πιο απλό θα ήταν να γράψουμε με ένα μπουζουκάκι, κιθάρα μπάσο και μπαγλαμά; Αξιοπρεπέστατο θα ήταν. Αλλά θα έλειπε η άποψή μας...

Λέμε το «Λιόντα» του Μάνου Λοΐζου και Λευτέρη Παπαδόπουλου. Αυτό το τραγούδι ανάθεμα κι αν το βάζει κανείς σε πρόγραμμα! Εμείς, το βάλαμε στο πρόγραμμα, από κει ξεκινάμε, είδαμε ότι περνάει η διασκευή ωραία στον κόσμο και ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον, θα το βάλουμε και σε CD.

ΝΚ: Όλα τα τραγούδια που διασκευάσαμε τα νιώθουμε και δικά μας. Μ’ αυτά μεγαλώσαμε, τα αγαπάμε... Ναι, διαλέγονται με κριτήριο τη δύναμη που έχουν ασκήσει σ’ εμάς, στιχουργικά, μελωδικά, αλλά όχι με την έννοια ότι διαλέγουμε ποιο είναι το «δυνατό χαρτί» για τον κόσμο.

Στο CD «ΤΡΙΦΩΝΟ» που ακολούθησε, οι δημιουργοί, εκτός από τον Υφαντή και την Ερωφίλη που υπογράφουν 4 τραγούδια, είναι όλοι νέοι άνθρωποι. Ήταν ζητούμενο να τραγουδήσετε πράγματα της γενιάς σας;

ΔΥ: Μπα! Αν ερχόταν κάποιος 80 χρόνος ή και 13 χρόνος και μας έγραφε κάτι που να μας αγγίζει, θα το χρησιμοποιούσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη!

Τώρα, που υπάρχει χρονική και συναισθηματική απόσταση, πως νιώθετε όταν τον ακούτε;

ΝΚ: Ήταν ένα καλό βήμα. Ήταν αυτό που ονειρευτήκαμε. Υπήρχαν κάποιες ατέλειες, αλλά ήταν μια πρώτη προσέγγιση σ’ αυτό που θέλουμε να κάνουμε. Αν δεν είχε τελειότητα, είχε σίγουρα ειλικρίνεια.

Νίκο, έκανες μια πολύ όμορφη διασκευή στο Scarborough fair, ένα παραδοσιακό βόρειοεγγλέζικο τραγούδι. Γιατί επέλεξες το συγκεκριμένο;

ΝΚ: Είναι ένα τραγούδι που αγαπάω πάρα πολύ και ήθελα να υπάρχει μέσα στη ζωή μου και με αυτό τον τρόπο...

Αναρωτιόμουν, αν και η τριφωνία είναι μεν ενδιαφέρουσα, και οι φωνές σας ταιριάζουν όμορφα, όμως σε επίπεδο ερμηνείας, δεν είναι περιοριστική;

ΝΚ: Σίγουρα είναι, στην αρχή. Αλλά όσο περισσότερες φορές τραγουδάς ένα τραγούδι, αρχίζει και βγαίνει η σφραγίδα του καθενός.

ΔΥ: Βγαίνει η ερμηνεία της ομάδας. Είναι σίγουρο ότι, αλλιώς θα ερμηνεύσει το τραγούδι κανείς σόλο, αλλιώς δύο φωνές, αλλιώς μια χορωδία. Αλλά ακόμη και οι χορωδίες, διακρίνονται η μία από την άλλη ακριβώς σε αυτό. Στην ερμηνεία της ομάδας... Σαφώς τρεις άνθρωποι δεν το λένε όπως ένας. Αλλά οδηγούν το τραγούδι σε κάτι άλλο-που ο ένας μόνο δεν μπορεί- και αναδεικνύουν τις μελωδίες, τις γραμμές, τις δεύτερες...

«Το ταλέντο είναι πράγματι τα εξής 3 πράγματα «δουλειά, δουλειά, δουλειά», που έλεγε και ο Χατζιδάκις;

ΔΥ: Δυο πόδια έχει ο άνθρωπος. Το ένα είναι το ταλέντο, το άλλο η δουλειά. Αλίμονο, αν πάει κανείς με το ένα μόνο.

Θα ‘θελα να σταθούμε λίγο στις ζωντανές σας εμφανίσεις, γιατί είναι πραγματικά καλοστημένες. Ενορχηστρώνετε, ερμηνεύετε, αστειεύεστε, σκηνοθετείτε τον εαυτό σας... Φέτος, μου δόθηκε λίγο και μια αίσθηση Peter Paul and Mary...

ΝΚ: Ναι; Τι ωραία! Φοβερό τρίο!!

ΔΥ: Απ’ αυτά πάντως, τίποτα δεν είναι εσκεμμένο. Ο καθένας ξεδιπλώνει το ταλέντο και την αλήθεια του εκεί πάνω. Αν, ένα βράδυ ας πούμε, δεν έχουμε κέφι γι αστεία, δεν θα γίνουν.

Η μουσική σας παράσταση έχει τίτλο «Ιστορίες πάνω σε τοίχους». Προβάλλονται συνθήματα από τοίχους παράλληλα με τα τραγούδια. Με ποιο σύνθημα από αυτά, βρίσκετε φωνή;

ΝΚ: «Ξύπνα, ώρα να ταΐσεις τις Τράπεζες!”

ΔΥ: Κοίτα, συνδυάζουμε τα συνθήματα με τους στίχους του τραγουδιού. Τα πιο έξυπνα νομίζω, εμφανίζονται στο τραγούδι του Πανούση, όπως «Το life style είναι μαγικό! Από μηδενικό, σε κάνει νούμερο!” ή το «Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια». Έχει πολλά και ευφυέστατα!

Το concept αυτό, στοχεύει στο να δώσει μια πολιτικοκοινωνική χροιά, σαν ένα πολιτικό τραγούδι ας πούμε;

ΔΥ: Ναι γιατί όχι; Έτσι και αλλιώς, δεν υπάρχει στρατευμένο τραγούδι πια. Η μόνη στρατευμένη έκφραση του ανώνυμου ανθρώπου πλέον, είναι τα συνθήματα...

ΝΚ: Ωστόσο, ειδικά σήμερα υπάρχει λόγος, για να έχει τέτοιο ρόλο το τραγούδι.

ΔΥ: Ναι αλλά ποιος το γράφει και ποιος το τραγουδά...

ΝΚ: Είχαμε μια κουβέντα προχθές, για το ότι τα μεγάλα κεφάλια καθοδηγούν τα πάντα, δεν αφήνουν ν’ ακουστεί τίποτα... Εγώ πιστεύω ότι είναι πιο απλά τα πράγματα. Δεν νοιάζεται πια ο κόσμος. Ή νοιάζεται γι άλλα πράγματα. Κι ακριβώς επειδή δεν νοιάζεται, πρέπει τα τραγούδια να υπάρχουν και να φωνάζουν. Πολλά τραγούδια φωνάζουν. Και καλά που υπάρχουν, γιατί έτσι, ίσως κάποιοι θα τα ακούσουν.

Στα βίντεο που προβάλλετε, με επώνυμους που τους ζητάτε να πουν συνθήματα, έχετε και τον Απόστολο Γκλέτσο να προτείνει «επανάσταση τώρα», γεγονός που προκαλεί γέλια απ το κοινό. Ήταν τυχαία η επιλογή;

ΔΥ: Τα συνθήματα που βάλαμε είναι ΟΛΑ όσα μας είπαν. ΟΛΑ. Απ’ τη στιγμή που μας τα είπαν, μπήκαν όλα.

Σύμφωνοι, αλλά βάλατε τον Κραουνάκη, το Λέκκα, τη Γερασιμίδου... και τον Γκλέτσο. Δεν είναι καυστικό αυτό;

ΝΚ: όλοι είχαν κάτι να πουν. Κανείς δεν ξέρει τι έχει ο άλλος μέσα του, μέσα σε έναν άνθρωπο τι μπορεί να βράζει. Εγώ τουλάχιστον, δεν ξέρω...

ΔΥ: Τον Απόστολο, όπως και τη Γερασιμίδου, τους βρήκαμε εδώ στο Συρμό, όπου είχαν έρθει για ένα γύρισμα. Τους είπαμε τι κάνουμε με τα συνθήματα στην παράσταση και τους ζητήσαμε να μας πουν από ένα. Το έκαναν αυθόρμητα, με την κάμερα γυρισμένη πάνω τους. Υπήρξαν κι άλλοι, που τους ζητήσαμε το ίδιο και δεν το κάναν. Σιγά το πράγμα! Δεν μπορούσαν να σκεφτούν κάτι να πουν; Δεν ήθελαν! Ο Απόστολος μπορεί να προκαλεί γέλιο σε κάποιους, γιατί ίσως έχει ο κόσμος άλλη εικόνα γι αυτόν, αλλά για μένα γέλιο προκαλούν οι άλλοι, που τους ρωτήσαμε και δεν ήθελαν να πουν τίποτα για να μην αλλοιώσουν την εικόνα τους...

Ποιό είναι το ιδανικό προφίλ ακροατή, που θα θέλατε;

ΔΥ: Θα θέλαμε ανθρώπους, που ξέρουν γιατί έρχονται να μας ακούσουν. Κι αν δεν ξέρουν, και είναι η πρώτη φορά, να ναι άνθρωποι που το μυαλό τους δουλεύει. Το «ακατοίκητο» δεν θέλουμε.

ΝΚ: Να είναι άνθρωποι, που να μπορούν να δεχθούν κάτι από μας, να μπορούμε να τους περάσουμε κάτι. Κι ερωτικό και κοινωνικό και σκληρό να ναι δηλαδή το τραγούδι, αρκεί κάτι να πάρουν. Να είναι οι ακροατές ευαίσθητοι δέκτες. Ας μας απορρίψουν αλλά ας τους αγγίξουμε, έστω και αρνητικά...

Έχετε να μου διηγηθείτε κάποιο ευτράπελο από live σας;

ΔΥ: Είχαμε κάνει μια συναυλία σε κάποια επαρχιακή πόλη, κόσμος, ο Δήμαρχος, όλα ωραία και την επόμενη ημέρα η τοπική εφημερίδα έγραφε: «Ενθουσίασε ο Τρύφωνας χθες βράδυ» Δεν ξέρεις τι καυγάδες κάναμε, για το ποιος απ’ τους τρεις είναι ο Τρύφωνας!!!

Είχατε και μία συνεργασία με τη Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης, φέτος το καλοκαίρι...

ΝΚ: Θεοδωράκη τραγουδούσαμε από πριν... Από το περασμένο καλοκαίρι, που μας είχε πρωτακούσει στο «Τραγούδι της ξενιτιάς» αρχίσαμε μια επαφή, να «ζυμώνουμε» πράγματα...

ΔΥ: Πράγματι, Το καλοκαίρι, πραγματοποιήσαμε συναυλίες με τη Μαρία Δημητριάδη και τον Δημήτρη Μπάση σε ένα φρέσκο πρόγραμμα. Τραγουδήσαμε τα «Λιανοτράγουδα» και τη «Ρωμιοσύνη», και ειδικά τα «Λιανοτράγουδα» είχαν πολύ καιρό ν’ ακουστούν. Εμείς το χαρήκαμε πολύ, γιατί είναι πολύ σημαντικό βήμα, ίσως το σπουδαιότερό μας μέχρι σήμερα.

Είδα, ότι έχετε μια καλά ενημερωμένη ιστοσελίδα (www.trifono.gr). Θα δίνατε μέσω αυτής δωρεάν τα τραγούδια σας; Η νέα κατάσταση της διαδικτυακής διανομής των τραγουδιών μέσω mp3, δηλαδή σας βρίσκει σύμφωνους;

ΝΚ: Δείγμα της δουλειάς ναι, όχι ολόκληρο το CD. Ακόμα δεν είναι οργανωμένη η διακίνηση μέσω του ιντερνετ.

ΔΥ: Ξέρεις, κάτι που δεν αντιλαμβάνεται ο κόσμος, είναι, ότι σαν τραγουδιστής σε συμφέρει να κυκλοφορεί το τραγούδι σου στο διαδίκτυο. Έτσι και αλλιώς, θα πας στο κέντρο ή τη μουσική σκηνή, θα πληρωθείς, θα ζήσεις. Ο έρμος ο δημιουργός;

Έχεις κάποιο δίκιο. Αλλά μια και αναφερόμαστε σε δημιουργούς, προτείνετέ μου κάποιο δίσκο τελευταία που σας άρεσε. Που θα τον προτείνατε...

ΝΚ: Του Αγγελάκα μου άρεσε πολύ, καταπληκτικός δίσκος!

ΔΥ: Εμένα κάποια τραγούδια της Ευανθίας Ρεμπούτσικα που άκουσα, με μάγεψαν...

Σας άκουσα να κάνετε ένα σχόλιο ότι, φέτος που δεν πήγατε στα Αρίων, βραβευτήκατε, ενώ πέρυσι που πήγατε, όχι. Αλήθεια σας αφορά ο θεσμός; Τα Αρίων είναι ενδεικτικά του σημερινού ελληνικού πολιτισμού;

ΝΚ: Γίνεται μια προσπάθεια με τα Αρίων, καλή ή κακή δεν ξέρω, θα φτιάξει ελπίζω κάποια στιγμή. Π.χ. η κατηγοριοποίηση θέλει ένα νοικοκύρεμα, είναι χάλια! Όχι, δεν είναι αντιπροσωπευτικά του Ελληνικού πολιτισμού ούτε αυτά ούτε η Εurovision. Τι Ελληνικό πολιτισμό προβάλλουν δηλαδή;

Είναι και τα fame story από την άλλη...

Είπα να μη ρωτήσω για τα talent shows αλλά με προλάβατε...

ΔΥ: Αν θες τη γνώμη μου, καλά κάνουν και φτιάχνουν τέτοιες σχολές. Καλό θα ήταν βέβαια να βρουν και δασκάλους... Αλλά, αφού θέλουν να βγάλουν τραγουδιστές, ας τους μάθουν κανέναν όργανο, βυζαντινή μουσική... Αν θέλουν βέβαια, να πουν ότι βγάζουν τραγουδιστές... Κι αν κάποια στιγμή γίνει όντως μια τέτοια τηλεοπτική μουσική Ακαδημία στην Ελλάδα... λέω εγώ τώρα... καλό θα ‘ταν ν’ ασχοληθούν με το... τραγούδι! (γέλια)

Ναι αλλά τι τα θρέφει; Το ψώνιο του Έλληνα;

ΝΚ: Σ’ όλο τον κόσμο είναι αυτά.

Στη Γερμανία όμως, το αντίστοιχο σταμάτησε, γιατί δεν είχε τηλεθέαση...

ΝΚ: Μπράβο ρε Γερμανία! Θα σταματήσει κι εδώ κάποτε. Θα βαρεθούν. Τι άλλο να δουν πια. Είναι εντελώς σαχλές αυτές οι εκπομπές.

ΔΥ: Ξέρεις τι με πειράζει κάπως; Παλιά, ντρεπόμουν να λέω «είμαι τραγουδιστής», έλεγα ότι είμαι μουσικός. Γιατί, το θεωρούσα πολύ σοβαρή υπόθεση το τραγούδι και ακόμα, θεωρώ πραγματικά ιερό, το ότι κάποιος πληρώνει για να έρθει να σε ακούσει... Κι αυτό άλλαξε. Τώρα κάποιος πληρώνει για να έρθει να σε ΔΕΙ.

Με όλα αυτά, είναι το τραγούδι μας ο καθρέφτης της αισθητικής μας;

ΔΥ: Είμαστε ΑΞΙΟΙ της πόλης μας. Γι αυτό ζούμε στην Αθήνα, γι αυτό περνάμε έτσι. Είμαστε άξιοι των τραγουδιών που ακούμε, είμαστε άξιοι αυτής της κατάστασης. Εμείς τα κάνουμε έτσι τελικά.

ΝΚ: Γι αυτό να ευχηθούμε και να προσπαθούμε, να είμαστε δημιουργικοί και όχι καταστροφικοί...

Ας κλείσουμε έτσι λοιπόν τη συνέντευξη αυτή. Με μια ευχή.


Για περισσότερες πληροφορίες για το Τρίφωνο μπορείτε να επισκεφτείτε την ιστοσελίδα τους στη διεύθυνση www.trifono.gr.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη