Το λυκαυγές της ανθρωπότητας (juliad)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


... Και ο πίθηκος εγένετο βλάξ

Cavanna
Εκδόσεις: Άρια
Κεφάλαιο: Ο άνθρωπος εφευρίσκει τις καλές τέχνες και αφήνει μακριά μαλλιά


Για χιλιάδες και χιλιάδες αιώνες, οι άνθρωποι ζούσαν σαν κτήνη. Περιδρόμιαζαν, πηδούσαν και χώνευαν, χωρίς να ενδιαφέρονται για τη διακόσμηση, ούτε για το περιβάλλον. Το σημαντικό ήταν να γεμίσουν αυτό που έπρεπε να γεμίσει και να αδειάσουν αυτό που έπρεπε να αδειάσει, κι ας μην υπήρχαν λουλούδια γύρω-γύρω. Ήταν ακοινώνητοι κι ευτυχέστατοι. (...)

Υπήρχε λοιπόν κάποτε ένα χαμένο κορμί που δεν άξιζε να ζει, αλλά παρ’ όλα αυτά ζούσε. Ζούσε μεν, αλλά ντρεπόταν γι’ αυτό. Από τα βάθη των καιρών μέχρι τότε, δεν είχε ζήσει κανένα χαμένο κορμί. Δεν θα το πιστέψετε, δεν τα σκοτώνανε τα χαμένα κορμιά. Πεθαίνανε μόνα τους.

Οι γυναίκες εκείνης της εποχής γεννούσαν έξι παιδιά τη φορά. Κάποτε κάποτε γεννούσαν και δώδεκα, αλλά τότε ήταν δίδυμα. Η ατμόσφαιρα ήταν βλέπεις, πάντα καθαρή. Τα πιο νταβραντισμένα από τα έξι μωρά, έπνιγαν τα αδερφάκια τους και πίνανε αυτά όλο το γάλα. Μ’ αυτόν τον τρόπο μόνο τα πιο καρδαμωμένα επιζούσαν. Αυτό ονομάζεται ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ. Ο άνθρωπος που το κατάλαβε πρώτος, λέγοταν Δαρβίνος. Ήταν σπουδαίος. Οι αμερικάνοι που δεν πιστεύουν στον Δαρβίνο, το ονόμασαν ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ.


Το χαμένο κορμί που δεν θα έπρεπε να ζει, το είχανε πνίξει ελλειπώς. Ήταν το έκτο παιδί και ο νταβραντισμένος αδερφός του βιαζόταν να θηλάσει. Το χαμένο το ρίξανε μαζί με τα άλλα τα κόκκαλα για τον σκύλο. Ο σκύλος ήταν σκύλα. Είχε ήδη οχτώ κουταβάκια. Ξέρετε τώρα τι σου είναι οι σκύλες... Μετέφερε το χαμένο στη γωνίτσα της κι έτσι το χαμένο δεν πέθανε. (...)

Ο Χαμένος είχε ένα θλιβερό κορμάκι και μια χοντρή κεφάλα, με κάτι μάτια που έπαιρναν κάτι από τα πράγματα όταν τα κοιτούσε. Φυσικά, ο Χαμένος δεν πήγαινε ποτέ για κυνήγι. Αντί γι’αυτό, έμενε με τα σκυλιά και τις γυναίκες. (...)

Ένα πρωί, ο Χαμένος κοιτούσε τον Μεγάλο Μάγο να βάζει στον τοίχο την ιδέα του βούβαλου που θα σκότωναν οι κυνηγοί. Ήταν ένα μαραφέτι, κακοσουλούπωτο, σαν ορθογώνιο. Ο Χαμένος πήρε από κάτω ένα κομμάτι κιμωλία και έβαλε στον τοίχο, ακριβώς δίπλα, μιαν άλλη ιδέα ενός βούβαλου, έτσι όπως την είχε στο κεφάλι του. Έκανε λίγο πίσω για να δει αν ήταν πετυχημένη. Οι κυνηγοί έβγαλαν τότε τη Μεγάλη Φωνή Του Θανάτου και πέταξαν τα ακόντια τους στον τοίχο. Αυτό δεν ήταν η ιδέα ενός βούβαλου, ήταν ο βούβαλος αυτοπροσώπως. Ζωντανός. Έτρεχε με τη χοντρή του καμπούρα και το μικρό του γενάκι και τα κακά του κέρατα... Κι όλα αυτά με ένα παλιοκομματάκι κιμωλία. Οι κυνηγοί το κατευχαριστήθηκαν. Η μαγεία αυτού του βούβαλου θα ήταν σίγουρα αποτελεσματική. (...)

Ο Χαμένος αποφάσισε ότι το πράγμα αυτό, να βάζουν στους τοίχους ιδέες βουβάλων που μοιάζουν με πραγματικούς, λέγεται ΤΕΧΝΗ, κι ότι εκείνος το είχε εφεύρει. Οι κυνηγοί δεν τον περιφρονούσαν πια, μολονότι συνέχιζαν να μη του μιλούν, εκείνου όμως δεν του καιγότανε καρφί, ήταν ανώτερος από τέτοια πράγματα.

Άφησε τα μαλλιά του να μακρύνουν κι έγινε ο πρώτος Καλλιτέχνης.

(...) Τότε λοιπόν, άρχισαν να φυλάνε τους χαμένους κι αυτό ήταν καλή ιδέα. Στους άντρες της φυλής άρεσε να κοιτάνε αυτά τα πράγματα στους τοίχους κι όχι μόνο βούβαλους, μα κι άλλα. Αγριογούρουνα, ακόμα και πάπιες ή ψάρια. Τα ψάρια ήταν νόστιμα καλοψημένα.

Και τα πράματα από τους τοίχους μπήκαν στα μάτια των ανθρώπων και πήγαν στο βάθος του μυαλού τους, εντελώς στο βάθος, και χάιδευαν το μέσα μέρος των κεφαλιών των ανθρώπων και ήταν πολύ ωραία. Πολύ-πολύ ωραία. Οι άνθρωποι συνήθισαν, έτσι και ήταν γεμάτοι με κρέας, να πηγαίνουν και να κοιτάζουν για τη χώνεψη τα πράγματα των τοίχων και ήταν πολύ καλύτερα από πριν, όταν χώνευαν το φαί τους χωρίς να κοιτάνε τίποτα.

Το ΩΡΑΙΟ μπήκε στη ζωή τους...

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη