Το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο τι νίβουν; (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Συνέχεια του όρθιου λογοτέχνη


Μετά, -αχ, μετά! - ήταν και οι υπόλοιποι λογοτέχνες των υπογείων δωματίων που δεν είχαν βεβαίως καμία ιδέα για το τι είχαν μόλις σχεδιάσει πίσω από την πλάτη τους, τα μέλη της νεοσύστατης αρρενωπής ομάδας των ΑΔΕΛΟΓΓΕΜΑΝ αλλά και αυτοί δεν πηγαίνανε πίσω. Καθόλου πίσω μάλιστα! Τουναντίον.. Το φύτρωμα των νεοσύστατων ομάδων ήταν ζήτημα ημερών, τι ημερών; Ωρών είναι το σωστότερο. Ήταν ζήτημα ωρών να αρχίζουν να ξεπετάγονται ομάδες η μία πίσω από την άλλη.

Να τώρα παραδείγματος χάριν μόλις είχε αποφασιστεί –με διαφορά μάλιστα λεπτών- η συγκρότηση μιας νέας ομάδας λογοτεχνών από τα μέλη των ΥΠΑΠΑΛΟ.

Επρόκειτο για την ομάδα των γλυκούληδων. Τα περισσότερα μέλη ήταν γυναίκες λογοτέχνες αλλά υπήρχαν και άντρες ανάμεσά τους γιατί και ένας άντρας μπορεί να είναι γλυκούλης. Γιατί να είναι η γλυκύτητα προνόμιο των γυναικών μόνο;
Ήταν όλοι αυτοί που αρέσκονταν να προσφωνούν ο ένας τον άλλον με τρυφερά παρωνύμια βγαλμένα από τις πιο συναισθηματικές χορδές της καρδιάς και ποτισμένα με την γλύκα που μόνο οι γλυκούληδες ξέρουν να παίρνουν και να δίνουν. «Γλυκούλα μου, γράφεις υπέροχα», «τρομερούλη μου είσαι φανταστικός», «αγαπούλα μου τα ποιηματά σου είναι συγκλονιστικά», «μικρό μου, νομίζω πως η πένα σου προσφέρει εκρήξεις συγκινήσεων»... Αυτές είναι μόνο μερικές από τις φράσεις που αντάλλασσαν οι λογοτέχνες αυτής της ομάδας, διαβάζοντας ο ένας τα έργα του άλλου. Συνήθως βέβαια δεν τα διάβαζαν καθόλου, παρά μονάχα οσμίζονταν τη μεγαλοσύνη τους, γιατί τα πάντα είναι τέλεια προ αναγνώσεως, αρκεί να ανήκουν σε έναν άλλο γλυκούλη ή σε μία άλλη γλυκούλα. Σε κάτι που να γλυκίζει τέλος πάντων (απαράβατος κανόνας..)

«Λιποθυμώ, συγκλονίζομαι, σβήνω, τρελαίνομαι» είναι μερικές από τις λέξεις που ξεστομίζουν στα γρήγορα τα μέλη αυτής της ομάδας των γλυκούληδων υπόγειων λογοτεχνών (ΓΛΥΠΟΥΛΟ) όταν διαβάσουν το έργο κάποιου άλλου λογοτέχνη που ανήκει στην ίδια ομάδα με αυτούς. Και πραγματικά λιποθυμούν, συγκλονίζονται, σβήνουν, τρελαίνονται. Ένα γλυκό τρέμουλο καταλαμβάνει τα άκρα τους και συνήθως, μην μπορώντας να σταθούν όρθιοι, αναγκάζονται να ξαπλώσουν κάπου για να συνέλθουν από τις αναγνωστικές ανατριχίλες. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις, σε περιπτώσεις δηλαδή όπου ο γλυκούλης παραείναι γλυκούλης μπορεί και να λιποθυμήσει. Για αυτό και συνήθως οι γλυκούληδες διάβαζαν κατά ομάδες τα έργα των άλλων γλυκούληδων έτσι ώστε να μπορεί ο ένας να προστρέξει εις βοήθεια του άλλου σε περίπτωση υπερβολικής γλυκουλίασης. Να του δώσει ένα ποτήρι νερό, να του τρίψει με λίγο οινόπνευμα τους καρπούς, να του δώσει να μυρίσει λίγη κολόνια.. Τέτοια πράγματα τέλος πάντων. Βασικά, κάτι σαν πρώτες βοήθειες, γιατί οι γλυκούληδες είναι υπερβολικά ευαίσθητοι, τουλάχιστον ανάμεσά τους.

Κάποιος εκτός της ομάδας τους (υπόγειος λογοτέχνης όμως και αυτός) επίτηδες αποφάσισε να παρουσιαστεί μπροστά τους και να δώσει κάτι δικό του για να διαβάσουν, αλλά ο δυστυχής θα εισέπραττε την πλήρη αδιαφορία τους. Θέλοντας απλώς να δοκιμάσει αν όντως παθαίνουν κρίσεις αναγουλλίασης όπως ακούγονταν –εννοούσα γλυκουλίασης- τρύπωσε στον δικό τους τομέα και κατάφερε να τους περάσει ένα δικό του ποίημα. Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό και τους βρήκε όλους μαζεμένους σε μία συγκεκριμένη αίθουσα μέσα στην οποία μαζεύονταν οι γλυκούληδες. Μπήκε μέσα στητός και σοβαρός, φορώντας τα μαύρα του ρούχα και τα καστανόξανθα μαλλιά του να πετάνε φύτρες φύτρες πάνω στο κεφάλι του. Είχε χτυπήσει μια φορά διστακτικά την πόρτα αλλά μην παίρνοντας κάποια απόκριση, αποφάσισε να προχωρήσει εις τα ενδότερα. Αντίκρισε κανά δυο γλυκούληδες λογοτέχνες ανάσκελα πεσμένους στο πάτωμα να κάνουν εμβριθή εξέταση του ταβανιού και των χρωματισμών του, κανά δυο άλλους να έχουν στριμωχτεί σε ένα παράθυρο αναστενάζοντας χαριτωμένα μπροστά στις ευωδιές του ανοιξιάτικου αέρα και μία που πρέπει να ήταν η πιο γλυκούλα απ’ όλους να στέκεται εμβρόντητη μπροστά από μια γλάστρα με μπλε υάκινθους. Τα μάτια της είχαν καρφωθεί ονειρικά και εκστατικά στο λουλούδι, τα χέρια της χαιδεύαν απαλά τα φύλλα και συνεχώς μουρμούριζε ακατάληπτα λόγια περί ποιητικής ομορφιάς των λουλουδιών, της φύσης, των πουλιών, του αέρα και της θάλασσας.

Κανείς δηλαδή δεν τον πήρε χαμπάρι και αναγκάστηκε να βήξει μήπως και κάνει πιο αισθητή την παρουσία του. Αλλά μπα.. Αγρόν ηγόραζαν όλοι ή μάλλον αγρόν εθαύμαζαν όλοι. Τελικώς προχώρησε πιο κοντά στους ξαπλωμένους λογοτέχνες, με σαφή κίνδυνο να τους πατήσει, αλλά και πάλι εκείνοι έδειξαν ότι δεν κατάλαβαν τίποτα από την παρουσία του συναδέλφου τους πλάι τους.

_Γκουχ, γκουχ.. έκανε τώρα πολύ έντονα και πολύ θεατρικά.. Ο βήχας του κόντεψε να κάνει τα παράθυρα να τρίξουν και μόνο τότε οι δυο γυναίκες ποιήτριες που βρίσκονταν μπροστά στο παράθυρο θαυμάζοντας τη φύση, γύρισαν ξαφνιασμένες προς το μέρος του.

Τον κοίταξαν από πάνω ως κάτω και από κάτω ως πάνω και μετά αλληλοκοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Να τον ρωτήσουμε καρδούλα μου ποιος είναι;”

«Βέβαια, ψυχουλάκι μου, πως αλλιώς θα μάθουμε ποιον έχουμε μπροστά μας και τι ακριβώς θέλει!”

Και μετά από αυτήν τη γλυκούλικη συνεννόηση γύρισαν ταυτόχρονα και οι δυο προς τον άντρα:

«Ποιος είστε καλέ και γλυκέ κύριε;”

Στο άκουσμα της λέξης «γλυκέ» φάνηκαν να συνέρχονται από έναν βαρύ λήθαργο και οι υπόλοιποι λογοτέχνες. Και οι ξαπλωμένοι παρατηρητές του ταβανιού και η ονειροπόλος μουρμουρίζουσα κυρία.

«Ε.. χμ..” καθάρισε το λαιμό του με κάποια αμηχανία όσο να’ναι, ο καλος και γλυκός κύριος με τα μαύρα ρούχα.

«Εμ.. θα επιθυμούσα απλώς να μου απευθύνεστε με το ονομά μου.. Με λένε...”

«Χα, κύριε! Και ποιος είστε εσείς που θα μας πείτε πώς θα σας απευθυνθούμε! Αν είναι δυνατόν! Για εμάς τα ονόματα δεν έχουν καμία σημασία κύριε! Καμία απολύτως! Μπορεί να σας λένε Εδουάρδο ή Ραφαήλ, ή μπορεί ακόμη και να σας λένε Μήτσο ή Κίτσο.. Για εμάς όλα αυτά είναι περιτυλίγματα κύριε.. Περιτυλίγματα! Εμείς.. ω.. εμείς!”

Και με μια υπολογισμένη κίνηση έφερε τη σφιγμένη γροθιά πάνω στο μετωπό του.. Ήταν ένας από τους ξαπλωμένους λογοτέχνες που τώρα είχε ανασηκωθεί και ανασκουμπωθεί στα γονατά του κοιτάζοντας με μια δόση σιχαμάρας τον νεόφερτο.

Πίεσε με τρεμάμενο χέρι τη γροθιά του στο μέτωπο, σαν να ήθελε να κάνει μια γούβα ακριβώς στο κέντρο του και μετά αναστέναξε ελαφρά, έτσι όπως μόνο ένας άνθρωπος που τον έχει λυγίσει η δύναμη της συνεχούς και ενδελεχούς σκέψης των πραγμάτων γύρω του, ξέρει να αναστενάζει.. Αεράτα, με μια νύξη βαρύτητας και άλλη μια νύξη συγκλονισμού..

«Εμείς κύριε βλέπουμε σε όλους τους ανθρώπους, σε όλα τα φυτά, τα ζώα, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα σκαθάρια, τα ποταμάκια και τις λιμνούλες, βλέπουμε κύριε, την ακλόνητη και απίστευτη αγάπη της φύσης, την ομορφιά της καταιγίδας, τη δύναμη ενός τίγρη, την απαλότητα ενός πανσέ, τη ζωηράδα μιας αράχνης, το γέλιο ενός μωρού.. Όλα αυτά κύριε! Όλα, όλα.. είναι ένα, είναι το ίδιο πράγμα, και το κάθε πράγμα είναι όλα και εμείς νοιώθουμε κύριε –ω! δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο νοιώθουμε! - την τρυφερότητα της κάθε ύπαρξης, το πόσο γλυκά μπορούμε να τα αγκαλιάσουμε όλα και πόσο γλυκά μπορούν και αυτά να μας αγκαλιάσουν! Και το εκδηλώνουμε αυτό κύριε!”

Ξαφνικά οι υπόλοιποι γλυκούληδες άρχισαν να δακρύζουν όλοι μαζί.. Ήταν τόσο συγκινητικά τα λόγια που άκουγαν. Γνώριζαν φυσικά και οι ίδιοι πόσο διαφέρουν από τους άλλους ανθρώπους, το πόσο βαθιά μέσα τους αυτοί κουβαλούσαν την καλοσύνη και τη στοργή και το πόσο ικανοί ήταν να την εκφράσουν, μα το να το ακούνε και από κάποιον άλλον, ήταν άκρως ερεθιστικό για την ευαισθησία τους.

«Και έρχεστε εσείς τώρα άγνωστε κύριε για να μας πείτε το ονομά σας! Δεν το θέλουμε το ονομά σας κύριε!”

«Πάρτε το κειμενό μου τότε, αφού δε θέλετε το ονομά μου, μπορεί να θέλετε το κειμενό μου» απάντησε εκείνος ετοιμόλογος και με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση πάσαρε τις δεμένες με σπιράλ σελίδες του, στην αγκαλιά των χεριών του συνομιλητή του.

Λιγάκι ξαφνιασμένος εκείνος έριξε μια γρήγορη ματιά στο εξώφυλλο και διαπιστώνοντας πως πρόκειται για ένα λογοτεχνικό χειρόγραφο το οποίο έφερε έναν τίτλο που μάλλον δεν ήταν της αρεσκείας του, στράφηκε στον επισκέπτη. Σκέφτηκε για λίγο σα να τον ζύγιζε κι έπειτα γύρισε προς τα πίσω και κοίταξε τους δικούς του. Υπήρξε κάτι σαν γρήγορη συνεννόηση με τα μάτια και αφού φάνηκε πως πήρε και τη δική τους σιωπηρή συμφωνία καθάρισε με χαριτωμένο τρόπο το λαιμό του- σαν πουλάκι που κάνει μικρές γαργάρες πάνω απ’ το φαγητούλι του- και είπε απολογητικά, σχεδόν τρυφερά στον μαυροντυμένο άντρα με τις νευρικές τούφες μαλλιών:

«Τι όμορφος τίτλος καλέ μου κύριε! Τι έμπνευση που κυριαρχεί κιόλας από το φανταστικό εξώφυλλο σας με τον χα-ρα-κτη-ρι-στι-κό-τα-το αυτόν τίτλο! Δεν είναι δα δύσκολο να φανταστούμε τι αριστουργηματικά τα λέτε στις μέσα απίθανες σελίδες σας και τι πλούτος ιδεών χαρακτηρίζει το εκπληκτικό αυτό πραγματικά δημιουργημά σας! Για να μη μιλήσουμε και για τη μοναδικότητα της λεξιλογικής σας έμπνευσης που κάνει το πονημά σας ιδιαιτέρως ευφυές!”

Στέκοντας άφωνος και ξαφνιασμένος από αυτήν την επίθεση καλής κριτικής, δίχως ωστόσο να έχει ανοιχθεί ούτε μια σελίδα από το κειμενό του, ο νέος άντρας δοκίμασε να διακόψει το συνομιλητή του, προφανώς για να τον ρωτήσει τα αυτονόητα, μα εκείνος δεν έδειξε πρόθυμος να αφήσει το λόγο του να κοπεί στη μέση και συνέχισε το ίδιο ακατάπαυστος και πυρετώδης:

«Εν κατακλείδι πρόκειται για ένα συγκλονιστικό έργο που συγκλονίζει με τρόπο συγκλονιστικό τις συγκλονισμένες αισθήσεις του αναγνώστη και πάραυτα τον εκσφενδονίζει -πάραυτα λέω! Να το προσέξετε αυτό! - στους συγκλονιστικούς κόσμους της λογοτεχνικής διανοίας σας! Ουυυυυφφφφφφφφφφ........”

Και με το μακρόσυρτο ουυυυυφφφφφφφφφ που ακούστηκε σαν το μπαλόνι που ξεφουσκώνει καθώς πετιέται με άδετο λαιμό στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου, έληξε και ο εμπνευσμένος σύντομος λόγος του γλυκούλη λογοτέχνη που κουρασμένος πια μπόρεσε να αναζητήσει μια πολυθρόνα που βρίσκονταν κοντά του.

Σιωπή είχε πέσει μέσα στο δωμάτιο και όλοι οι υπόλοιποι γλυκούληδες λογοτέχνες κοίταζαν έκθαμβοι με ανοιχτό το στόμα το συναδελφό τους που συλλογισμένος είχε γείρει στα μπράτσα της φιλόξενης πολυθρόνας και κοιτούσε έντονα τον νεόφερτο στην αίθουσα. Βέβαιο πως περίμενε κάτι από αυτόν. Μία κατάλληλη απάντηση. Κατάλληλη απάντηση..

Ξαφνικά ο νέος άντρας ένοιωσε τα χέρια του να καίνε. Το μετωπό του ίδρωσε και οι σφυγμοί στους καρπούς του άρχισαν να χτυπάνε με τόση αγωνία όπως τότε που τον καταδίωκε ένα λυσσασμένο σκυλί στους στενόμακρους δρόμους της γειτονιάς του, πίσω στο μικρό νησί του. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ τους γρυλισμούς αυτού του σκυλιού και τους απαίσιους κοφτερούς κυνόδοντες που εξείχαν σαν ασπριδερά μαχαίρια από ένα αγριεμένο στόμα γεμάτο αφρούς, καθώς τον κυνηγούσε για να τον πιάσει. Το ίδιο επακριβώς αισθανόταν και τώρα. Την ίδια αφύσικη αγωνία η οποία δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει γιατί του δημιουργήθηκε τόσο έντονη. Σχεδόν θέλησε να κοιτάξει αν ο γλυκούλης λογοτέχνης στην πολυθρόνα είχε και αυτός προεξέχοντες κυνόδοντες που ίσως να τους έκρυβε καλά κάτω από ένα περίτεχνα διπλωμένο χείλος. Ασυναίσθητα κοίταξε τα πεισματικά σφιγμένα χείλη που έδειχναν να πιέζονται μεταξύ τους καθώς και αυτά περίμεναν τη σωστή απάντηση.

«Εμμ.. χμμ..” δίστασε για λίγο σα να επιθυμούσε να κερδίσει χρόνο και αυτό φυσικά ήθελε να κάνει. Τελικά αποφάσισε να ξεστομίσει αυτό που τόση ώρα του τριβέλιζε το μυαλό και που τον είχε μπερδέψει μην καταλαβαίνοντας τι είδους λόγος ήταν αυτός που άκουσε προ ολίγου:

«Μα δεν ανοίξατε καν το χειρογραφό μου! Δεν διαβάσατε ούτε μία σειρά! Πως είναι δυνατόν να...”

«Λάθος απάντηση κύριε! ΛΑΘΟΣ!!!” ούρλιαξε τρελλαμένος ο γλυκούλης λογοτέχνης και με ένα πήδο ανασηκώθηκε από τα βάθη της πολυθρόνας όπου κόντευε να βουλιάξει. Σα ζωηρό σκυλί άρχισε να φέρνει κύκλους κύκλους, σωστή σβούρα, τον παραξενεμένο λογοτέχνη που άρχισε να νοιώθει όλο και πιο έντονα την προηγούμενη αγωνία του να του ιδρώνει όχι μόνο πια το μέτωπο, μα όλο του το σώμα. Είχε την εντύπωση πως άκουγε το σκυλίσιο λαχάνιασμα του άλλου να μπαίνει σαν θερμός αέρας μέσα στα αυτιά του καθώς τον στριφογύριζε.

«Έπρεπε να απαντήσετε κύριε πως με ευχαριστείτε πολύ και πως επιφυλάσσεστε για μια ανάλογη απάντηση και ισάξια θαυμασμού εννοείται, στα δικά μου έργα. Δεν το ξέρετε πως έτσι πάει η δουλειά; Ε; Δεν το ξέρετε;”

«Μα είναι γελοίο!” αναφώνησε θιγμένος τώρα ο νεαρός άντρας. «Εντελώς γελοίο!”

«Γελοίο, ξεγελοίο κύριε –πως είπαμε το ονοματάκι σας; - τα πράγματα έτσι πηγαίνουν πάντα, αυτή είναι η φυσική ροή τους και ποιος είσαστε εσείς κύριε για να διαταράσσετε και να αμφισβητείτε τη φυσική ροή των πραγμάτων;”

Και χρατς! Του κατάφερε μια δαγκωνιά στον αριστερό του ώμο, καθώς έτρεχε γύρω του. Ο καημένος, κόντεψε να λιποθυμήσει από τρομάρα.. Ξαφνιασμένος γύρισε και κοίταξε τον δαγκωμένο ώμο του και είδε βαθιά μέσα στο μαύρο του σακκάκι τα σημάδια των δοντιών του γλυκούλη λογοτέχνη.

«Με δαγκώσατε!” έκανε έκπληκτος... «Με δαγκώσατε!” επανέλαβε, αδυνατώντας να πιστέψει πως ένας άλλος άνθρωπος μόλις του είχε χώσει δόντια.

Ο άλλος φάνηκε να μαζεύεται μπροστά στην ένταση της έκπληξης του νεαρού λογοτέχνη και σαν σκυλάκι που το μαλώνουν για τη ζημιά του, κρέμασε χαριτωμένα τη γλωσσίτσα του έξω και στράφηκε προς τους άλλους γλυκούληδες.

«Δεν το ήθελα» απολογήθηκε και ξάφνου όλοι οι γλυκούληδες πλησίασαν γλυκούλικα τον άντρα με τα μαύρα ρούχα και άρχισαν να τον παρηγορούν με τη μεγαλύτερη τρυφερότητα και στοργή που μπορεί άνθρωπος να σκεφτεί. Άλλος τον χάιδευε στο κεφάλι με κατανόηση, άλλος του ξεσκόνιζε το σακκάκι, άλλος του έφερε ένα ποτήρι νερό, μέχρι που κάποιος ως και τον δαγκωμένο ώμο του φίλησε. Τον είχαν περικυκλώσει κανονικά με τόσες περιποιήσεις και τόσο υπέροχα λόγια που ήταν αδύνατον να μη σαστίσει. Τα είχε χαμένα με τούτους εδώ.

«Γλυκέ μου κύριε, δεν ήθελε να σας δαγκώσει.”

«Αχ, πανέμορφε κύριε, μην τον παρεξηγείτε, απλώς παραφέρθηκε λίγο πάνω στον ενθουσιασμό των σκεψεών του.”

“Φοβερέ και μεγάλε ποιητή συγχωρεσέ τον!”

Είχε αρχίσει να νοιώθει κάτι παραπάνω από άβολα. Ξεπέρασε την αρχική του αμηχανία όταν τους είδε να έρχονται όλους καταπάνω του και αισθανόταν πια μια ολοένα αυξανόμενη δυσφορία. Είχε ακούσει πως οι τύποι αυτοί είναι εμετικοί στη συμπεριφορά τους, μα τούτο εδώ παραπήγαινε. Ήταν γελοίο, τι γελοίο δηλαδή, γελοιοδέστατο.

Ο άντρας που τον είχε δαγκώσει τον κοίταξε πλαγίως και αφού βεβαιώθηκε για τη σύγχυση που επικρατούσε μέσα στο κεφάλι του και για τη θολούρα που είχε γεμίσει το βλέμμα του, τον ξαναπλησίασε με δουλικό τρόπο αυτήν τη φορά.

“Με συγχωρείτε καλέ μου κύριε.. Παραφέρθηκα. Ζητώ ταπεινά συγγνώμη. Σας πόνεσα;”

Και έκανε μια κίνηση να αγγίξει τον ώμο του νέου λογοτέχνη αλλά εκείνος κινήθηκε απότομα προς το πλάι με εμφανή την ενόχληση ζωγραφισμένη στο προσωπό του.

«Μη με αγγίζετε! Η συμπεριφορά σας είναι απαράδεκτη. Δώστε μου σας παρακαλώ το χειρογραφό μου να φύγω.”

«Ωωω.. μα κύριε!” αναφώνησε μακρόσυρτα και ελαφρώς τραγουδιστά ο άλλος άντρας «τώρα με πληγώνετε κύριε.. είστε πολύ σκληρός και με μένα και με τους φίλους μου..”

«Τα χειρογραφά μου, είπα!”

Νευρικά ο άλλος στριφογύρισε για λίγο τα χαρτιά στο χέρι του και ρίχνοντας ένα βλέμμα στους άλλους γλυκούληδες που παρακολουθούσαν τη σκηνή με αληθινή αναμονή πήρε την πιο καλοσυνάτη έκφραση, γλυκαίνοντας τη φωνή του σα ζαχαρωμένο μέλι:

«Μην εξάπτεσαι καλέ μου φίλε.. Ναι.. μην απορείς.. μην με κοιτάς ερωτηματικά.. Σε θεωρούμε φίλο και δε ζητάμε τίποτα άλλο παρά μόνο την ανταλλαγή καλών κριτικών μεταξύ μας.. Ανθρώπινης στάσης του ενός προς τον άλλον.. Το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο τι νίβουν; Τι νίβουν;”

«Τι νίβουν;” ρώτησε ηλιθιωδώς και ο νεαρός λογοτέχνης αλλά μετάνοιωσε την ίδια ώρα και στιγμή που μίλησε.

«Τι νίβουν; Τι νίβουν; Τι νίβουν!!!” επανέλαβε τρεις φορές με την έκπληξη ζωγραφισμένη στη φωνή του ο γλυκούλης λογοτέχνης και γυρνώντας ξανά προς τους υπόλοιπους γλυκούληδες αναφώνησε με την έκπληξη να ξεχειλίζει πια:

«Ακούσατε τι ρωτάει; Ρωτάει τι νίβουν!!”

Και σαν να ήταν αυτό το σύνθημα –που (μεταξύ μας) οπωσδήποτε αυτό πρέπει να ήταν- όλη η αίθουσα γέμισε σε δευτερόλεπτα με ένα σωρό γέλια που ξέσπασαν όπως ξεσπούν τα χάχανα της κοροΐδίας, ακράτητα και δυνατά, σχεδόν σαν υστερικά ουρλιαχτά. Χαχαχα, χαχαχά, γελούσαν όλοι, χαχαχά γελούσε και ο γλυκούλης λογοτέχνης που κρατούσε τα χειρόγραφα.

«Το πρόσωπο νίβουν κύριε, το πρόσωπο!” και σκουπίζει μια φορά το προσωπό του με τα χειρόγραφα σαν να ήταν πετσετούλες. «Είναι δυνατόν να μην ξέρετε την παροιμία; Είναι δυνατόν ή μας δουλεύετε! Μας δουλεύετε; Μας δουλεύετε; ΜΑΣ ΔΟΥΛΕΥΕΤΕ; ΡΩΤΑΩ!!!”

Και ουρλιάζοντας εκτός εαυτού πέταξε τα χαρτιά στον αέρα. Τα περισσότερα ανακατεύτηκαν καθώς σκορπίστηκαν και προσγειώθηκαν ανάκατα πάνω στο πάτωμα. Τότε ο νεαρός λογοτέχνης έγινε μάρτυρας ενός πρωτοφανούς θεάματος για εκείνον. Οι υπόλοιποι γλυκούληδες που ονειροπολούσαν μέσα στο δωμάτιο ή ρέμβαζαν κατά το άγνωστο, χύθηκαν σαν αφηνιασμένα σκυλιά πάνω στα ανακατεμένα χαρτιά και μάλιστα δόθηκαν και μάχες σώμα με σώμα για την κυριαρχία ορισμένων εξ αυτών. Ο νέος άντρας πρώτη φορά έβλεπε ανθρώπους να αφρίζουν δείχνοντας τα δόντια τους ο ένας στον άλλον και ειδικά πρώτη φορά έβλεπε ανθρώπους να αλληλοτραβιούνται έτσι για ένα χαρτί. Δικό του χαρτί. Φαίνεται πως τα χαρτιά του είχαν κάποια ειδική αξία για τους γλυκούληδες γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να εξηγήσει τη μανία τους να αποκτήσουν έστω και μια άκρη από αυτά, ακόμη και σκισμένη.

«Όχι, κυρίε, δε σας δουλεύω» απάντησε θιγμένος συνεχίζοντας παράλληλα να ρίχνει τις γεμάτες έκπληξη και απορία ματιές του προς τη μεριά των γλυκούληδων λογοτεχνών που έχοντας αρπάξει ο καθένας ό, τι πρόλαβε και ό, τι μπορούσε από τα ανεμοσκορπίσματα, είχαν λουφάξει με τις πλάτες ακουμπισμένες στον τοίχο, χωμένοι στις γωνίες και με λαχτάρα ξεφύλλιζαν τα λαφυρά τους ή τα μασουλούσαν πλήρεις ευτυχίας.

Θέλησε δε, να συνεχίσει να απαντάει και φυσικά καλό ήταν να κάνει μια επίσημη κίνηση καθαρισμού του λαιμού του. Μα δεν είναι υπέροχος ο τρόπος που οι άνθρωποι κακαρίζουν συγκινητικά κορδωμένοι μέσα από τον θυρεοειδή αδένα τους όταν έχουν να ανακοινώσουν ή να πουν κάτι το σημαντικό ή έστω κάτι το επίσημο; (εννοείται πως τα ασήμαντα ή τα ανεπίσημα δε χρειάζονται αυτά τα κακαρίσματα, καλό είναι τα πράγματα να τα ξεχωρίζουμε σύμφωνα με τις διαστάσεις που πάντα έχουν, -ποιες είναι οι διαστάσεις που πάντα έχεις αγαπημένε αναγνώστη; -)

“Γιατί να σας δουλεύω; Μου προκαλείτε μεγάλη έκπληξη, οφείλω να το πω αυτό! Μεγάλη έκπληξη και φυσικά όχι ευχάριστη. Υποστηρίζετε με άνεση, -ε θράσος δηλαδή, τι άνεση; - πως πρέπει να αλληλοστηρίζουμε ο ένας τον άλλον με επαινετικά σχόλια και κριτικές γιατί έτσι είναι η φύση των πραγμάτων. Κύριε! Είναι εντελώς ανάρμοστο αυτό και εντελώς γελοίο! Τι ζητάτε δηλαδή; Από λογοτέχνες να λιβανίζονται; Και μάλιστα υποστηρίζετε πως αυτή είναι η φύση της λογοτεχνίας! Το λιβάνισμα;”

Η λέξη λιβάνισμα φαίνεται προκάλεσε κάτι σαν μικρή ταραχή στους γλυκούληδες που άρον άρον παράτησαν τις γωνιές τους και χάθηκαν για λίγο πίσω από κάτι κουρτίνες. Γρήγορα ξαναφάνηκαν, μα το θέαμα εξέπληξε ακόμη περισσότερο τον νεαρό που δεν είχε ξαναδεί ούτε ανθρώπους με λιβανιστήρια να τρέχουν όλοι μαζεμένοι γύρω γύρω λιβανίζοντας τον αέρα (μα καλά, εδώ που τα λέμε, τίποτα δεν είχε δει αυτός; Εντελώς ηλιθιος ήταν ή μήπως υποκρινόταν τον ηλίθιο, γιατι το να υποκρίνεσαι τον ηλίθιο έχει μερικά σίγουρα πλεονεκτήματα, ίσως κάτι να γνώριζε περι υποκριτικής ηλιθιότητας ή μπορεί να μάθαινε εκείνη τη στιγμή ως αυτοδίδακτος χαρισματικός υποκριτής ηλιθιότητας..)

Τα αναμένα λιβανιστήρια γέμισαν ταχύτατα την ατμόσφαιρα με εκείνη την ηδονική βαριά μυρωδιά που νεκρώνει τα μέλη και φέρνει μια θολή ζάλη στο κεφάλι. Μάλιστα ο ίδιος ο έκπληκτος ο μαυροντυμένος νεαρός έβγαλε μερικά καρβουνάκια από την τσέπη του και συμπλήρωσε τα απαραίτητα σε ένα από τα λιβανιστήρια που κινδύνεψαν να σβήσουν. «Τι να πω!” μουρμούριζε καθώς βοηθούσε να φουντώσει ο καπνός στο λιβανιστήρι –βέβαια οι κινησείς του ήταν μηχανικές, μιλούσε και άναβε παράλληλα, ίσως να μην κατάλαβε τι έκανε, γεγονός όμως είναι ένα, το άναψε για τα καλά το λιβανιστήρι ο νεαρός μονίμως έκπληκτος λογοτέχνης.

«Αααχχχχχ....... μμμμμμμμμμ» έκανε με ευχαρίστηση ο γλυκούλης λογοτέχνης που στεκόταν στη μέση του δωματίου, καθώς ρουφούσε λαίμαργα τον καπνό από τα αναμμένα καρβουνάκια. «Μυρίστε κύριε.. μυρίστε.. οσφρηνθείτε τον αέρα.. μμμμμ.. τι ηδονή.. τύφλα να έχουν άλλες ηδονές!” Και κουνώντας τη μύτη του σαν καλοζωισμένο γουρουνάκι όλο και περισσότερο ερεθιζόταν με τη μυρωδιά του λιβανιού που είχε γεμίσει πια όλο το δωμάτιο, μπαίνοντας βαθιά μέσα στα ρουθούνια τους και σε όποια άλλη φανερή ή κρυφή τρύπα διέθεταν στο κεφάλι τους.

Η αλήθεια είναι πως αυτή η μυρωδιά και τον αγιότερο άνθρωπο μπορεί να κολάσει, καλύτερη και από τη μυρωδιά του ίδιου του ανθρώπινου σώματος όταν βρίσκεται σε ερωτική έξαψη! Τι να κάνουν λοιπόν και οι γλυκούληδες; Είχαν τρελλαθεί τριγυρίζοντας το δωμάτιο. Εδώ κόντευε να τρελλαθεί και ο νεαρός που άρχισε από την αμηχανία του να ξηλώνει την τσέπη του και τα μικρά καρβουνάκια άρχισαν να σκορπίζονται κάτω –καλό είναι να κρατάμε πάντα μερικά καρβουνάκια στην τσέπη, εσύ κρατάς γλυκούλη αναγνώστη; Βάλε το χεράκι μέσα στην τσέπη σου, ίσως να εκπλαγείς με αυτό που θα βρεις-.

«Τίποτα να μην πεις! Ανόητε, ε, ανόητε! Που ήρθες εσύ ένα σκατό να μας πεις πως γίνονται τα πράγματα.. Ανάπνευσε τώρα και μη μιλάς, που θες και να πεις και από πάνω! Φυσικά και το παν στη λογοτεχνία είναι το σωστό λιβάνισμα.. Δες και μόνος σου.. Τα μάτια σου έχουν γλαρώσει.. τα μέλη σου έχουν βαρύνει, οι φλέβες σου είναι σαν να γεμίζουν μέλι, η γλώσσα σου θα ήθελε να γλύψει τον αέρα.. Τρέμεις από ευχαρίστηση και μας το παίζεις και δύσκολος.. Καταλαβαίνεις τώρα τι σημαίνει σωστό λιβάνισμα;”

Ο νεαρός λογοτέχνης κόντευε πλέον να περιπέσει σε λήθαργο.. Άτιμη μυρωδιά! Άτιμες μυρωδιές που μας ξετρελλαίνετε! Και ξυπνάτε πόθους... Πόθους.. Πόθους! Τι ολοστρόγγυλη λέξη! Σα λαχταριστοί γυμνοί πισινοί που περιμένουν στη σειρά.

Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να φύγει γρήγορα από εδώ μέσα.. Οι γλυκούληδες δεν αστειεύονταν.. Καθόλου μάλιστα.. Η νάρκωση μμμ.. τι νάρκωση.. τα πόδια του γλύστρισαν, σαν να μπερδεύτηκαν μεταξύ τους, αλλά αισθανόταν ανήμπορος πια να πάψει να τρέχει πίσω από τα λιβανιστήρια... Την έξοδο σκεφτόταν, την έξοδο, την έξοδο. «Την εξοδό μου για ένα λιβανιστήρι» αναφώνησε μπουκωμένος τη γλυκιά μυρωδιά..

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη