Τα πλαίσια κριτικής σε ένα λογοτεχνικό κείμενο (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε με αφορμή κάποιες σκέψεις για το πώς πρέπει να κρίνεται ένα λογοτεχνικό κείμενο ως καλό ή κακό. Γιατί πάντα προτού ξεκινήσουμε τις λογοτεχνικές αναλύσεις, πατάμε πάνω στην αρχική βάση που είναι, κυρίως, η πρώτη γεύση που μας μένει.

Αρχείο:Http://photos1.blogger.com/blogger/845/1772/1600/man writing2.1.jpg

Πιστεύω πως ένα καλό λογοτεχνικό κείμενο ποτέ δεν πρέπει να κρίνεται από ασήμαντες λεπτομέρειες. Επίσης η αφήγηση, το διήγημα, το μυθιστόρημα δεν είναι ποίηση και δεν μπορούν ποτέ να ειδωθούν ως τέτοια και να κριθούν ως ποίηση γιατί η ποίηση κρίνεται εκ των πραγμάτων αλλιώς. Η ποίηση είναι πρωτίστως λέξη, το πεζό είναι κυρίως παράγραφος, δέσιμο προτάσεων τουλάχιστον όσο αφορά στο τεχνικό μέρος. Δεν μπορούμε από ένα πεζό να πάρουμε μία μία πρόταση και να κάνουμε κρίση στην πρόταση για τον τρόπο που γράφτηκε, για τον τρόπο που στήθηκαν οι λέξεις εκτός και αν έχουμε κάτι το εξαιρετικά πρωτοποριακό που ξενίζει ή εκπλήσσει ή προκαλεί αναγνωστική δυσφορία. Π. χ. να υπάρχει παντελής έλλειψη σημείων στίξης, να υπάρχουν κεφαλαία γράμματα μέσα στην πρόταση (πριν την τελεία), να λείπουν βασικά ρήματα ή διάφορα ανάλογα τεχνάσματα. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο τέχνασμα μέσα στην πρόταση τότε η κρίση δεν μπορεί απλώς να στηρίζεται σε πιθανές άλλες μορφές της πρότασης γιατί μια πρόταση μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, είτε είναι απλή και στηρίζεται στη μορφή υποκείμενο-ρήμα –αντικείμενο-προσδιορισμός, είτε είναι πιο σύνθετη.

Η πλαστικότητα της ελληνικής γλώσσας μας επιτρέπει να τοποθετήσουμε το υποκείμενο σε διάφορα σημεία της πρότασης, μας επιτρέπει τις αναφορικές προτάσεις να τις κάνουμε μετοχές, μας επιτρέπει να παίξουμε με την αλληλουχία των λέξεων. Ξενίζει κάποιες στιγμές όλη αυτή η φρασεολαγνεία που υπάρχει, δηλαδή να παίρνουμε μία μια πρόταση και να την εξετάζουμε εξονυχιστικά είτε αφορά τις λέξεις της, είτε αφορά το μέγεθός της. Αυτή ειναι δουλειά εξάλλου που κάνουν οι επιμελητές και οι διορθωτές ενός κειμένου πριν αυτό βγει στην αγορά. Πιστεύω πως όσο αφορά ένα αφήγημα αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει για την πρόταση, ως αφηγηματική μονάδα, είναι το δέσιμό της με τις διπλανές της προτάσεις, το στήσιμό της και η ανάδειξή της μέσα σε μια μεγαλύτερη παράγραφο. Μπορεί μια πρόταση να μοιάζει με τις διπλανές της, στο ύφος, στη χρήση των λέξεων ή μπορεί να είναι και εντελώς διαφορετική από τις υπόλοιπες προκαλώντας ηθελημένα μια αναγνωστική “ταραχή” στο σημείο που βρίσκεται, ένα αναγνωστικό peak point, σαν τα σημεία που αναπαριστώμενα σε ένα διάγραμμα ξαφνικά υψώνονται απότομα πάνω από την ευθεία γραμμή ακριβώς για να δείξουν μία ένταση.

Π.χ. “Έφαγε, σκούπισε το πρόσωπο του με μια πετσέτα και σηκώθηκε από το τραπέζι. Κατευθύνθηκε αργά προς το σαλόνι, έμοιαζε κουρασμένος. Κάθισε όπως πάντα στην ίδια πολυθρόνα και άνοιξε την τηλεόραση. “

Εδώ έχουμε μια μικρή σειρά προτάσεων απόλυτα δεμένες η μία με την άλλη όχι μόνο στο ύφος τους αλλά και στον εσωτερικό ρυθμό τους. Προτάσεις που προκαλούν την αίσθηση της νωθρότητας ή της αδιαφορίας.

“Έφαγε, σκούπισε το πρόσωπο με μια πετσέτα και σηκώθηκε από το τραπέζι. Κατευθύνθηκε αργά προς το σαλόνι, έμοιαζε κουρασμένος, κάθισε στην ίδια πολυθρόνα, άνοιξε την τηλεόραση και ρεύτηκε δυνατά. “

Ένα παραπάνω ρήμα, μία παραπάνω πολύ μικρή φράση ανατρέπει όλο το προηγούμενο σκηνικό και λειτουργεί ως στοιχείο έκπληξης που έχει τοποθετηθεί επίτηδες.

Οποιαδήποτε κριτική δεν μπορεί να γίνει στο γιατί ο συγγραφέας δεν έγραψε “Έφαγε και σκουπίζοντας το πρόσωπο του σηκώθηκε”. Τι νόημα θα είχε αν χρησιμοποιούσε τη μετοχή του ενός ρήματος ή αν έβαζε το ίδιο το ρήμα σε αόριστο χρόνο όπως το προηγούμενό του (έφαγε, σκούπισε); Το ίδιο ακριβώς. Η κριτική θα γίνει στο σύνολο της μικρής παραγράφου όταν θέλουμε να δούμε το τεχνικό μέρος.

Εκτός αυτού όμως ένα καλό αφήγημα κρίνεται νομίζω αλλιώς και έχουν ειπωθεί άπειρα πράγματα επ’ αυτού. Τα βασικότερα είναι η ζωντανή γλώσσα και η ικανότητα του αφηγητή όχι να σε παρασύρει -το θεωρώ λάθος το ρήμα αυτό όσον αφορά στην ανάγνωση - αλλά να σε “βάζει” να σε “βυθίζει” στον κόσμο που έχει πλάσει. Η ροή και η καρδιά μιας καλής διήγησης βρίσκονται πρωτίστως στον τρόπο που ο συγγραφέας χειρίζεται το υλικό που έχει να δώσει. Το περιεχόμενο δηλαδή. Ένα αδιάφορο περιεχόμενο μπορεί να γίνει ελκυστικό ως τρομερά ενδιαφέρον όταν η πένα που το χειρίζεται ξέρει πως να του φερθεί. Το ίδιο και με ένα ενδιαφέρον θέμα που μπορεί να γίνει εντελώς ασήμαντο ως και βαρετό στα χέρια κάποιου που δεν γράφει καλά.

Νομίζω πως καλά στοιχεία της γραφής είναι η επιμονή σε σημαντικές λεπτομέρειες που χρωματίζουν το γενικότερο κείμενο, η σωστή για κάθε περίσταση γλώσσα και κυρίως όχι άκαμπτη γλώσσα, η ανάδειξη του συναισθήματος όχι με έντονο και τρόπο-γιατί ακόμη και το πιο ευγενές συναίσθημα όταν αποδίδεται με κραυγαλέο τρόπο ευτελίζεται αλλά και το αντίθετο, δηλαδή ακόμη και το πιο θεωρούμενα χυδαίο συναίσθημα όταν αποδίδεται με λεπτό τρόπο τότε αναδεικνύεται - η προβολή του υποσυνείδητου που είναι τόσο σημαντικό σε όλες τις ανθρώπινες εκδηλώσεις -αλλά δύσκολο να δοθεί σωστά στη γραφή-και ίσως η ορθή ή έξυπνη χρονολογική διάταξη κάποιων γεγονότων γιατί έχει τύχει να διαβάσω μυθιστορήματα ή διηγήματα που ο συγγραφέας στην προσπάθειά του να εντυπωσιάσει με το χειρισμό του χρόνου έχει πέσει στο λάθος της κατάργησής του ή του παντελούς μπλεξίματός του. Επίσης το σκηνικό μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η όποια ιστορία και κινούνται οι ήρωες της. Το σκηνικό πολλές φορές είναι αυτό που δημιουργεί την πρώτη υποβολή πάνω στην οποία θα στηριχθεί η τόσο σημαντική δημιουργία μυθοπλαστικής ατμόσφαιρας.

Η ροή πάλι είναι επίσης παρεξηγημένο πράγμα στα μυθιστορήματα και διηγήματα. Όλοι μιλούν για ροή. Έχει σωστή ροή αυτό. Δεν έχει ροή. Κολλάει η ροή. Τι σημαίνει ροη; Ροη έχει και ένα άρθρο σε μια εφημερίδα ή στο περιοδικό τάδε. Ροή επίσης έχει και ένα καζανάκι. Πάει να πει πως τα παραπάνω συνιστούν καλά αφηγήματα; Ροή θα μπορούσε να είναι μια καλά στημένη πλοκή ή απλώς ένα καλά δομημένο κείμενο που αφήνει τον αναγνώστη να πάρει ανάσες εκεί που πρέπει ή του τις κόβει από σημεία που πρέπει να διαβαστούν έτσι, δίχως ανάσα. Ροή πάντως δεν είναι αυτό που υπονοείται από τους περισσότερους ως εύκολη, αβίαστη ανάγνωση. Οι μεγάλες λεπτομερείς περιγραφές διαφόρων τόπων ή αντικειμένων μπορεί να θεωρηθούν ως “κόψιμο” της ροής, αλλά όχι πάντα. Νομίζω πως όλα εξαρτώνται από το ίδιο το ύφος του κειμένου και ίσως και από το πόσο συχνές είναι τέτοιες εμβόλιμες λεπτομέρειες στο κείμενο. Σε ένα κείμενο π. χ. που δεν χαρακτηρίζεται από την ποικιλία της πλοκής, τέτοιες λεπτομέρειες συνήθως δεν είναι κουραστικές, ούτε και παρεμποδίζουν τη ροή του κειμένου. Σε ένα κείμενο όμως που χαρακτηρίζεται κυρίως από έντονη πλοκή, τότε ναι, κάποιες ιδιαίτερα μεγάλες λεπτομερείς περιγραφές μπορούν να αποτελέσουν τη λεγόμενη “κοιλιά” στη ροή.

Μια άλλη διακοπή ροής που μπορεί να μου έρθει στο μυαλό είναι και η εκτεταμένη χρονολογική μεταφορά σε άλλη περίοδο πέραν αυτής στην οποία κυρίως αναφέρεται το κείμενο. Πολλές φορές ο συγγραφέας μεταφέρει χρονικά τον αναγνώστη του, είτε στο παρελθόν, είτε στο μέλλον, αν όμως αυτή η μεταφορά διαρκέσει πολύ τότε δύσκολα επαναφέρεται ο αναγνώστης στο προηγούμενο χρονικό σημείο του. Ίσως και αυτό να συνιστά κάποια δυσκολία στην εύκολη ροή της ανάγνωσης.

Στις πανεπιστημιακές σχολές που ασχολούνται με τη λογοτεχνία δίνονται ως βασικά στοιχεία ανάλυσης ενός αφηγήματος το κεντρικό του νόημα, η πλοκή του, οι χαρακτήρες του, οι διάλογοι, το σκηνικό, η αληθοφάνειά του ή η μη αληθοφάνειά του και το πιθανό πειραματικό στοιχείο που μπορεί να ενυπάρχει μέσα του ως προσπάθεια να ξεφύγει από το υπάρχον λογοτεχνικό ρεύμα της εποχής του ή να ως προσπάθεια να δημιουργήσει μια καινούρια λογοτεχνική τάση (τι έκπληξη –καθόλου κατανοητή βέβαια- π. χ θα ήταν σε βικτωριανά αφηγήματα να υπήρχε το stream of consciousness * που εμφανίστηκε ως αφηγηματική επανάσταση στις αρχές του 20ου αιώνα). Βέβαια άλλη κριτική θέαση κάνει ένας αναγνώστης –όσο ενημερωμένος και αν είναι λογοτεχνικά- και άλλη κριτική θέαση έχει και πρέπει να έχει κάποιος που θα καθίσει να γράψει μια κριτική. Αν διαβάσω ένα βιβλίο π. χ. και με ρωτήσει η φίλη μου “πως σου φάνηκε; ” δεν θα απαντήσω “πολύ καλό, διαθέτει ενδιαφέροντα στοιχεία, καλά δομημένη πλοκή, εξαιρετική αίσθηση της λεπτομέρειας, άσε μη σου πω για τη συνειδησιακή σύγκρουση που αναλύεται μέσα από ένα φάσμα καλά πλεγμένων λεπτομερειών”... Το πιθανότερο είναι η φίλη μου να με κοιτάξει σαν να κατέβηκα από άλλο πλανήτη ή ακόμη πιθανότερο να με κόψει στα μισά της πρότασης κάνοντας μου ξανά την πολύ απλή ερώτηση “ρε παιδί μου, σου άρεσε ή δεν σου άρεσε; Μη με ζαλίζεις με λεπτομέρειες! ”. Το πολύ πολύ εκεί να δώσω μια μονολεκτική απάντηση που να συνοδεύεται και από μια σύντομη παρουσίαση του θέματος του βιβλίου.

Εάν όμως κάποιος γράψει κριτική για ένα βιβλίο, γιατί θέλει να ασχοληθεί με αυτό το βιβλίο –είτε θετικά, είτε αρνητικά- τότε δεν μπορεί να γράψει φερ' ειπείν “Ο συγγραφέας την τάδε πρόταση, την έγραψε έτσι ενώ έπρεπε να την είχε γράψει αλλιώς” ούτε επίσης μπορεί να γράψει “καλό βιβλίο, αγγίζει τον αναγνώστη”, “κακό βιβλίο, δεν μου άρεσε που η ηρωίδα τα έφτιαξε με τον αδελφό του άντρα της, τι ψυχανώμαλα πράγματα είναι αυτά”. Αυτά ίσως μπορεί να τα πει ο αναγνώστης στον φίλο του, αλλά όχι να τα γράψει ως κριτική κάποιος που υποτίθεται ότι ασχολείται με αυτό που διάβασε.

Και ας μην ξεχνάμε πως όσον αφορά στην κριτική ματιά απέναντι σε ένα αφήγημα παίζει παρά πολύ σημαντικό ρόλο η ποιότητα του αναγνώστη. Δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να διαβάσουν π. χ. Έσσε, δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να διαβάσουν Κανέτι, δεν μπορούν όλοι να διαβάσουν Στάιν. Τι σημαίνει αυτό; Πως δεν είναι καλοί συγγραφείς επειδή ο πατέρας μου όταν του έδωσα να διαβάσει Έσσε (και σημειωτέον είναι μορφωμένος άνθρωπος) μου ξαναγύρισε το βιβλίο λέγοντάς μου “κανέναν που να μην είναι βλαμμένος έχεις;” Και όταν λέω ποιότητα αναγνώστη, για να μην παρεξηγηθώ εύκολα, αναφέρομαι στις αναγνωστικές εμπειρίες του αλλά και στα ανθρώπινα βιώματά του. Κάποιος που έχει διαβάσει μόνο εύπεπτη λογοτεχνία τότε δεν μπορεί εύκολα να διαβάσει κάτι πιο δύσκολο. Το πιο δύσκολο είναι για αυτόν ακατανόητο, βαρετό, αδιάφορο, ακόμη και λάθος γραμμένο ή και ψυχολογικά νοσηρό (!). Συνήθως λοιπόν το απορρίπτει εύκολα, με πιο συχνή πρακτική τον αφορισμό της έλλειψης συναισθήματος μέσα σε αυτό αδυνατώντας να δεχθεί πως η γραφή δεν είναι μόνο εξάσκηση έκφρασης συναισθήματος. Σαφώς και τα συναισθήματα είναι πανταχού παρόντα στη ζωή μας αλλά στη γραφή πολλές φορές υπερτιμώνται καθώς ο άπειρος ή απαίδευτος αναγνώστης δυσκολεύεται στην αφομοίωση άγνωστων εννοιών ή τακτικών για αυτόν. Ένα καλό αφήγημα δεν είναι μόνο συγκίνηση, είναι και πρόκληση σκέψης και κυρίως αυτό.

Επίσης κάποιος που δεν έχει βιώσει διάφορα πράγματα στη ζωή του, όπως έρωτα, γέννηση παιδιού, θάνατο δικού του ανθρώπου, οικονομική δυσπραγία κ.τ.λ. νοιώθει και είναι εκ των πραγμάτων αποκομμένος από την πλήρη κατανόηση αρκετών βιβλίων. Επίσης πολλοί άνθρωποι είναι εναντίον των πειραματισμών χαρακτηρίζοντάς τους ως προσπάθειες για απάτη εκ μέρους του συγγραφέα και ενώ κάποιες φορές είναι έτσι, δεν είναι όμως πάντα έτσι και υπάρχουν πολλά παραδείγματα για αυτό, αλλά έτσι ανοίγει μια άλλη μεγάλη κουβέντα σχετικά με το τι συνιστά καλή αφήγηση και εκπαιδευμένο αναγνώστη.


* συνειδησιακό ρεύμα, ροή της συνείδησης μέσα στην αφήγηση

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη