Τα δωμάτια του καλοκαιρινού σπιτιού (Πλου-γη)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Δωμάτιο πρώτο

Το σπιτι στο κτήμα ήταν παλιο. Ψηλό με δυο πατώματα, μακρυ με ορθογώνια παράθυρα, αυστηρη μορφή και στενη πόρτα οπως όλα τα σπίτια των ανθρωπων αυτης της ράτσας. Θαρρείς και ηθελαν να κρατησουν τα πάντα έξω, να μην αφήσουν τίποτα να πλησιάσει. Το άλλο σπιτι στις Σπετσες - ομοιο σχεδον κι αυτο - είχε και ψηλό τοιχο γυρω γυρω απο την αυλη, τιποτα να μη φαίνεται και οι κατοικοι του απο τις πειρατικες επιδρομες να κρύβονται και να ταμπουρωνονται. Μυστηρια σπιτια, γεμάτα περιεργη γοητεία. Μοιαζανε με σοβαρους ανθρωπους, σκληρους που βλοσυρα σε κοιτουν και σε περιεργαζονται για να σε απορριψουν στο τελος.

Λατρεμένο σπιτι. Γεμάτο αναμνησεις απο ανέμελα παιδικά καλοκαίρια, καλοκαίρια πριν μεγαλώσει και κατανοήσει ποσο σκληρος ειναι ο κόσμος με τους αλλους. Στον πανω οροφο ενα μπαλκονι μικρο, οχι για πολλα πολλα, ισα ισα να χωραει δυο τρεις καρέκλες και ενα πολυ μικρο τραπέζι. Αυτα τα σπιτια,των αρβανιτων αν τα προσεξεις ποτε δεν εχουν μεγάλα μπαλκονια ή το πιο συνηθισμενο δεν εχουνε καθολου. Το μπαλκόνι ειναι ενα ανοιγμα της ψυχής προς τα έξω και αυτο το πραγμα αυτη η φάρα το απεχθάνεται. Ολα κλειστα και μουντα στο εξωτερικο των σπιτιων οπως οι πυργοι της Μανης που κι αυτοι απο τους ιδιους ανθρωπους φτιαχτηκαν και κατοικηθηκαν.

Μεσα ομως υπηρχε παντα μια δροσια. Τα παραθυροφυλλα εμεναν κουφωτα στον καυτο τον ηλιο ή εντελως κλειστα αλλα τα τζάμια απο μεσα ανοιχτα, επιτρεποντας στο σπιτι να δροσιζεται και να αεριζεται με φρεσκο αέρα.

Οι τοιχοι ηταν στολισμενοι με παλιες φωτογραφιες προπαππουδων και γιαγιάδων, αγελαστων σφιγμενων μεσα σε αυστηρα ρουχα, με στητες κορμοστασιες και σκοτεινο μαυρο βλέμμα. Η γυναικα καθιστη και ο αντρας ορθιος απο πανω ή και το αναποδο καποιες φορες αλλα παντα ο ενας απο τους δυο ακουμπουσε τα χερια του στην πλάτη του αλλου σε μια κίνηση κρυφου δεσιματος. Το σόι ηταν πλουσιο, ισως το πιο πλουσιο της περιοχης και αυτο τους εκανε να ειναι ακομη πιο αυστηροι σε ολες τις απεικονισεις τους.

Θυμαται σαν ηταν μικρη τη γιαγια να ντυνεται με κατι ρουχα μαυρα, ή γκριζα διχως καν να εχει πεθάνει καποιος και οταν τη ρωτουσε γιατι εκεινη απαντουσε "για αυτους που πεθαναν παλια" και εννοουσε τον παππου που ειχε πεθανει πριν χρονια. Τα μαυρα εκει θα εμεναν για παντα λες και το πενθος ηταν προσφατο.

Τη φωναζαν σχεδον ολοι με αρβανιτικες χαιδευτικες ονομασίες οπως "βάιζα" και "βόγκλια". Ακομη κι αυτες σκληρες ηχουσαν στα παιδικα αυτια της καποιες φορες.

Οι γονεις θυμωναν και ελεγαν "στα παιδια να μη μιλατε αρβανιτικα". Τι λαθος που εκαναν τοτε. Αλλά μεταξυ τους ολοι μιλουσαν και ετσι οι λέξεις εμειναν γνωριμες μεσα τους ευτυχως.

Η γιαγια γυναικα μορφωμένη που ανακατευοταν συνεχεια με τραπεζες και μετοχες με την ιδια ευκολια που ανακατευοταν με τις ελιες και τις σταφιδες γελουσε ειρωνικα σαν ακουγε τις διαταγες αυτες και φυσικα επραττε το αντιθετο σαν καθε αρβανιτης που σέβεται τον εαυτο του. Όποτε ηθελε εκεινη μας μιλουσε ελληνικα κι οποτε ηθελε αρβανιτικα και ας της παραπονιομασταν οτι δεν καταλαβαιναμε τιποτα. Κοιμοταν σε ενα κρεββατι πολυ σκληρο, σιδερενιο, τεραστιο, μονη της απο τοτε που σκοτωσαν τον παππου. Τα επιπλα εκει μεσα λιγοστα αλλα βαρια, μονοκομματα, ακουνητα. Ενα ξυλινο μπαουλο, με θεορατες κλειδωνιες που εκρυβε παλιες φορεσιες, μια ντουλαπα τεραστια μονοφυλλη με εναν ραγισμενο καθρεφτη μεσα στην πορτα της, ενα μικρο ξυλινο καναπεδακι και μια γωνια με τον αρβανιτικο "γιουκο", σεντονια δηλαδη και κουβερτες σε ορθογωνιο σχημα μαζεμενα και στοιβαγμενα το ενα πανω στο αλλο σχηματιζοντας ενα ψηλο πυργο. Μεσα σε φυλλα αυτων των σεντονιων συνηθιζαν να κρυβουν χρυσα κοσμηματα και χαρτια απο τράπεζες. Παντα ομως θυμοντουσαν ακριβως σε ποιο σεντονι ηταν κρυμμενα, ακριβως σε ποιο φυλλο του σεντονιου διπλωμενα. Σαν ήμασταν μικρά αυτο που μας διασκεδαζε ηταν να σκαρφαλωνουμε στην κυριολεξια, στο πανυψηλο κρεββατι και να πηδαμε απο εκει οσο πιο μακρια μπορει ο καθενας.

Οι μεγάλοι εξοργιζονταν και σαν ερχοταν στον επανω οροφο να μας δείρουν με τη μακρια τη βιτσα απο τη μουρια - που ο Θεος ξερει ποσο πονουσε - ολα σφιγγαμε τα δοντια και αυτον που εκλαιγε πρωτος τον βγαζαμε δειλο και δεν τον παιζαμε για μια ολοκληρη ημερα.Ετσι μας ειχαν μαθει.

Αυτος που κλαιει ειναι δειλος και φοβιτσιαρης και δεν αξιζει ουτε να ζει. "Βρε ουτε το φτυμα μου δεν κολλαει επανω σου" ελεγαν αν τυχον μας εβλεπαν να κλαιμε. Τι περιφρονηση και τι ντροπη που νοιωθαμε. Και ετσι μαθαιναμε σιγα σιγα το δακρυ να πνιγουμε στο λαιμο πριν καν ξεκολλησει απο εκει και αλοιμονο αν μας επαιρναν χαμπαρι. Την περιφρονηση δεν την αντέχαμε.Το ξύλο ναι.

Πισω απο την πορτα του δωματιου ειχε ενα μικρο εικονοστασι, κρυμμενο να μη φαινεται σε καποιον που μπαινει μεσα με την πρωτη ματια. Παντα εκαιγε ενα καντηλι εκει, πρωι βραδυ και παντα υπηρχε πανω στο τραπεζακι κατω απο το εικονοστασι ενα βιβλιο με προσευχες που ομως ποτε δε διαβαζε κανεις. Εμενε κλειστο λες και ηταν μονο για διακοσμηση. Και με τα χρονια εχω πιστεψει πως μονο αυτο το σκοπο επιτελουσε.

Το τελευταιο επιπλο της κρεββατοκαμαρας ηταν ενα μεγαλο βαρυ σκουρο κομοδινο που ειχε ενα συρταρι βαθυ και ενα ντουλαπι στην κατω μερια του. Εκει μεσα ηταν σωρος το ενα πανω στο αλλο, βιβλια παλια και χαρτια. Βιβλια με γερμανικα, ιταλικα, γαλλικα, αγγλικα κειμενα, βιβλια με αρχαιες μεταφρασεις και ενα πακετακι τετραδια δεμενα με πετσινο λουρι. Το ντουλάπι ηταν κλειδωμενο αλλα το ειχαμε βαλει στοχο να βρουμε το κλειδι και κρυφα να το ανοιξουμε. Εξαλλου απο βρεφη μας μαθαιναν οτι οσο αξιζει μια καλη κλοπη δεν αξιζει τιποτα αλλο, αρκει να κλεβαμε κατι που δεν ειχε καθολου αξια, ή τουλαχιστον μικρη. Ειναι χαρακτηριστικο της αρβανιτικης κοινωνιας αυτο. Να κλεβουν για να κλεβουν.Τακτικη καθαρα μιας πολεμικης φυλης. Φυσικα απαγορευοταν να κλεψουμε οτιδηποτε ειχε σχεση με χρημα. Αν κατορθωναμε ομως στο διπλανο σπιτι να τρυπωσουμε και να κλεψουμε μια γλαστρα, τιμες ενδοξων πολεμιστων μας περιμεναν στο δικο μας σπιτι, και αφου φωναζαν και τον γειτονα πρωτα για να του δειξουν ποσο καλα τον ξεγελασαν τα μικρα κλεφτοπουλα. Η ιστορια που μας αρεσε πιο πολυ και με την οποια μας ειχαν μεγαλωσει ηταν για τον μικρο Σπαρτιατη που κλεβει μια αλεπου, τον πιανουν, την κρυβει μεσα απο τα ρουχα του και αυτη του τρωει τα σωθικα χωρις αυτος να βγαλει κιχ μονο και μονο επειδη αν τον επιαναν δε θα ηταν ενας καλος κλεφτης. Διασκεδαζαμε να κλεβουμε μονο και μονο για να δειξουμε οτι μπορουμε να το κανουμε χωρις να παρει χαμπαρι κανεις. Φυσικα ποτέ απο μαγαζιά. Παντα ο ενας απο τον αλλο, εγω απο τη γιαγια, η αδερφη μου απο μενα, ο ξαδερφος μου απο τον πατερα μου, τα παιδια απο τους γειτονες, τα παιδια των γειτονων απο εμας και παντα απαραιτητη προυποθεση ηταν στο τελος να φανερωσουμε την κλεψια απο μονοι μας, γυριζοντας πισω αυτο που ειχαμε παρει. Το στοιχημα ηταν μονο και μονο για να ξεφτιλισουμε τον υποτιθεμενο αντιπαλο, λες και μας ετοιμαζαν για πολεμο. Αλλα αυτο κυλαει παντα μεσα στο αιμα των αρβανιτων απο τα πολυ αρχαια χρονια. Ο πολεμος και ο αγωνας για επικρατηση ακομη και αναμεσα στις οικογενειες τις λεγομενες τότε "φάρες". Παντα οι αρβανιτες ήταν σκληροι ανθρωποι, οργανωμενοι σε μικρες κλειστες κοινωνιες που αποτελουνταν κυριως απο μελη της ιδιας οικογενειας. Αυτη η ταση τους καθρεφτίζεται θαρρεις και πάνω στον τροπο με τον οποιο εφτιαχναν τα σπιτια τους. Αγαπημενο υλικο η πετρα και αγαπημενο σχημα το αυστηρο ορθογωνιο χωρις καμάρες και πύλες στα παραθυρα.

Και πως μας τράβαγε εκεινο το σπιτι σαν πηγαιναμε τα καλοκαιρια εκει. Ενα τσουρμο παιδια, ξαδερφια κι αδερφια, ολα εκει τρελλαινομασταν να κοιμομαστε και να παιζουμε. Και γινοταν μαχες μεχρι και αναμεσα μας για το ποιος θα παρει το καλυτερο κρεββατι και την καλυτερη θέση στον υπνο. Μπουνιές, κλωτσιές, μαλλιοτραβήγματα, ενα κουβαρι γινομασταν, ματωναμε, αλλα ολα γινονταν στα μουγγά μην τυχόν και μας ακουσει απο τον κατω οροφο ή απο την αυλή καποιος μεγάλος και φάμε της χρονιάς μας μετά.

Συνεχεια...

Πλου-γη

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη