Πλανεύω με απόλαυση - B' Μέρος (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Β' Μέρος

www.reginarosasamat.blogspot.com


Ο Μίρο μπήκε στην αίθουσα. Κάποιοι ψιθύρισαν μεταξύ τους, κάποιοι άλλοι έστρεψαν επιδεικτικά το κεφάλι τους και μερικοί όλο γέλια και χαρές έτρεξαν προς το μέρος του για τις απαραίτητες φιλοφρονήσεις μεταξύ ομοίων. Ο Μίρο ανήκε σε μια πολύ συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων που όπως όλες οι ομάδες που υφίστανται λόγω της ύπαρξης κοινών χαρακτηριστικών, είχε και αυτή κάποια πολύ ιδιαίτερα σημάδια που την ξεχώριζε από τις άλλες. Ο Μίρο ήταν κάτι σαν αρχηγός της ομάδας αυτής. Ανάμεσα στα μέλη της είχε την πιο επιθετική προσωπικότητα και ήταν εκείνος που αναμφισβήτητα μπορούσε παντού και πάντα να εκφέρει την καλύτερη ατάκα καθιστώντας τον εαυτό του αυτομάτως ευκαιριακό αστέρα οποιασδήποτε κοινωνικής σύναξης με τους υπόλοιπους ομοίους του να περιφέρονται γύρω του σάν σφήκες γύρω από χυμένο χυλό.

Χαιρέτησε με γλυκούς τρόπους τους ομοίους του, τρόπους που λίγο παρατηρητικός να ήταν κάποιος μπορούσε με ευκολία να δει πίσω τους την κρυφή απαξίωση και την καλά καλυμμένη πεποίθηση πως στα σίγουρα αυτός ήταν ανώτερος της συνομοταξίας του μα η ανάγκη για κοινό τριγύρω του τον κάνει να συγχρωτίζεται μαζί τους. Προχώρησε με πιο σίγουρα βήματα τώρα μέσα στην αίθουσα. Από τα περισσότερα βλέμματα έβλεπες πως δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθής, παρολαυτά οι περισσότεροι αντήλλαξαν μαζί του τυπικούς χαιρετισμούς και δύο τρία παγωμένα χαμόγελα.

Έβγαλε το σακάκι του και το άφησε σε μια καρέκλα. Κάθισε στην διπλανή καρέκλα δένοντας τα πόδια του σε ένα χαλαρό σταυροπόδι. Το προφίλ του ανασηκώθηκε ελαφρά κάνοντας το πηγούνι του να δίνει μια ξεχωριστή ώθηση στο υπόλοιπο πρόσωπο. Σαν να ήθελε με τον μικρό αυτό τρόπο να φωνάξει πως εδώ είμαι, προσέξτε γιατί τα γνωρίζω όλα και σας κρίνω, για αυτό είμαι εδώ μικροί ηλίθιοι άνθρωποι. Η κρίση των άλλων ήταν η μεγάλη του ικανοποίηση. Τρομακτική απόλαυση που έδινε μια όψη χαιρέκακης γλυκύτητας στην έκφρασή του.

Η μύτη του ξεκινούσε από το μέτωπο και έκανε ένα μικρό βαθούλωμα στην αρχή της σαν να είχε δεχτεί ένα ισχυρό χτύπημα που την είχε βουλιάξει σε εκείνο ακριβώς το σημείο. Η ρινική γραμμή μακριά κατέβαινε αρκετά κοντά στα χείλη και μόνο ένα μικρό περιθώριο αφήνονταν κενό μεταξύ τους, ένα περιθώριο με μια σκαμμένη κάθετη γραμμή που αν προχωρούσε λίγο παρακάτω θα χώριζε στη μέση τα χείλη.

Χαμογέλασε σε μια γυναίκα που του μίλησε. Δεν έδειχνε τίποτα το καλό το χαμόγελό του ακόμη και αν ήξερε πώς να το μεταμφιέζει με εκείνη την ηδυπαθή ευγένεια των δήθεν καλών τρόπων. Τα χείλη του πλατιά και φαρδιά έμοιαζαν με μουσούδι ανυπόμονου ζώου που ρουθουνίζει χαυνωμένο από την εσωτερική του επιτακτική διάθεση για συνουσία. Και στα σίγουρα ο Μίρο ήταν ερωτομανής, στα σίγουρα έβλεπε σε κάθε γυναίκα που τον πλησίαζε ένα υποψήφιο θηλυκό έτοιμο να ριχτεί ανάσκελα με ανοιχτά τα πόδια. Είχε το χαρακτηριστικό χαμόγελο της αυταρέσκειας δίχως λόγο, το χαμόγελο που έχουν όσοι άνθρωποι θεωρούν τον εαυτό τους ως κάτι το ξεχωριστό που στέκει πάνω από τους υπόλοιπους και αργά ή γρήγορα αυτό θα γίνει κάτι παραπάνω από αντιληπτό. Λίγο παρακάτω να έξυνε κάποιος από αυτό το χαμόγελο θα αποκάλυπτε το κενό βαθούλωμα μιας σαπίλας που έφερε ανακατεμένες και λιωμένες μέσα της όλες τις αισχρές εκδηλώσεις ενός χαρακτήρα που δεν είχε σχεδόν τίποτα το θετικό να επιδείξει εκτός της γνώσης τού να συνδιαλέγεται με εντυπωσιακό τρόπο σε μια κουβέντα, συνδιαλλαγή που βασιζόταν κυρίως στην έμφυτη ικανότητά του να παπαγαλίζει διάφορες θεωρίες που είχε διαβάσει ή ακούσει, ανίκανος όμως να εμβαθύνει στο βασικό νόημά τους. Πράγμα που δεν χρειαζόταν κιόλας για αυτού του είδους τις κοινωνικές συναναστροφές.

Τα μάτια του στενόμακρα με μια περίεργη γυαλάδα όταν κοίταζαν τον συνομιλητή τους, φανέρωναν ξεκάθαρα ότι αυτό που τον κινούσε ήταν το θράσος της δικής του επιβολής. Και τίποτα παραπάνω ή παραπέρα από αυτό δεν υπήρχε. Μια αρσενική ύαινα που έπρεπε να θρέψει το υπερτροφικό εγώ του και κυρίως να κρύψει το βασικό του ελάττωμα. Ότι ήταν δειλός. Για αυτό και συνήθιζε να χαϊδεύει ανά τακτά χρονικά διαστήματα το μούσι που πλαισίωνε το πρόσωπο του. Για όσους όμως τον ήξεραν, η προσπάθεια να αναδείξει έναν βαθιά φιλοσοφημένο και σκεπτόμενο άνθρωπο μέσω αυτής της κίνησης κατέληγε να είναι η κίνηση της ανάδειξης της ίδιας του της δειλίας που τον ανάγκαζε να σκέπτεται και να ξανασκέπτεται τα πράγματα, όπως κάνουν όλοι οι δειλοί.


Αυτή ήταν η εικόνα που μου είχε μείνει με το πέρασμα των χρόνων από το Μίρο. Το Μίρο που ξανασυνάντησα στην μικρή επαρχιακή πόλη όπου πήγα για ολιγοήμερες διακοπές χωρίς τη Μιναλού, κατά τη διάρκεια της μικρής άδειάς μου από το πανεπιστήμιο. Είχα προτείνει στη Μιναλού να πάμε μαζί και της παρουσίασα αυτήν την πόλη ως μια ευκαιρία να χαλαρώσουμε λιγάκι όμως εκείνη επικαλέστηκε τις προθεσμίες κατά τις οποίες έπρεπε να υποβάλει τη μετάφρασή της. Έριξα και εγώ μια ματιά στο κείμενο που μετέφραζε. Τα όρια στένευαν πια απελπιστικά για εκείνη. Το συνηθίζει να τεμπελιάζει πάνω στη δουλειά της και ξαφνικά όταν τα περιθώρια σφίγγουν, οπλίζεται με μια πρωτόγνωρη δύναμη και ένα τρομακτικό πείσμα που μπορεί να την κρατήσουν σχεδόν άγρυπνη για μέρες, αλλά θα την κάνουν να τελειώσει εγκαίρως. Βλέποντάς την σε τέτοιες εργασιακές εξάρσεις λόγω προηγούμενης αδιαφορίας της, ήξερα πως ήταν ικανή και για την πιο δύσκολη δουλειά, αρκεί μόνο να ήξερε πως ο χρόνος την πίεζε. Πείστηκα πως πραγματικά δεν μπορούσε να με ακολουθήσει και έτσι έφυγα μόνος μου για λίγες μέρες. Μου υποσχέθηκε πως θα μου τηλεφωνούσε συνεχώς. Της υποσχέθηκα το ίδιο.


Ο Μίρο έμενε στο διπλανό δωμάτιο από μένα. Όταν τον πρωτοσυνάντησα βγαίνοντας το πρώτο πρωινό από το δωμάτιό μου έμεινα αποσβολωμένος να τον κοιτάζω. Δεν είχε σχεδόν αλλάξει καθόλου όλα αυτά τα χρόνια. Με κάρφωσε στα μάτια με τον ίδιο ακριβώς σκοτεινό τρόπο όπως τότε. Ήξερα πως με αντιπαθούσε από τότε που ήμασταν νεότεροι. Ήταν εκεί για ένα συμπόσιο ποιητών. ’Ακόμα γράφεις; ” τον ρώτησα αυθόρμητα μα η ερώτησή μου αυτή φάνηκε πως τον ερέθισε γιατί είδα τα μάτια του να σκοτεινιάζουν και σχεδόν τα δόντια του φάνηκαν να προεξέχουν καθώς δάγκωσαν με μια μικρή μανία το κάτω χείλος του. Άρχιζε και μου αράδιαζε τα περιοδικά στα οποία είχε δημοσιεύσει ποιήματά του καθώς επίσης και σύντομες – μα υποτίθεται περιεκτικές-αναλύσεις για τη φύση της ποίησης και κυρίως για το ρόλο του ποιητή. Λόγια μηχανικά που ίσως να τα είχε μάθει απ’ έξω για να μπορεί να τα μοστράρει σε τέτοιες περιπτώσεις.

“Ο κάθε άνθρωπος έχει μια ιστορία να διηγηθεί. Διάφορες όμορφες διηγήσεις κάνουν τους ανθρώπους να φαίνονται ξεχωριστοί και ας ανήκουν ακόμη και στα εκ διαμέτρου αντίθετα στρατόπεδα αυτού που ονομάζουμε “ξεχωριστού”. Ίσως να φταίει αυτό που λένε ότι το παν βρίσκεται στο πως θα περιγράψεις κάποιον, αν και εγώ νομίζω ότι το παν βρίσκεται ακριβώς στο ότι κάθε άνθρωπος είναι πραγματικά ξεχωριστός και όχι απλώς ξεχωριστά περιγραφόμενος. “

“Πως σου φαίνεται;”. Ήρθε κοντά μου δείχνοντάς μου την κακογραμμένη σελίδα από το μπλοκάκι του, ρωτώντας με επιθετικό τρόπο για την αρχή αυτή ενός άρθρου του. Το ετοίμαζε για μια εφημερίδα. Εξακολουθούσε να έχει τον αέρα του παντογνώστη ακόμη και τώρα που ρωτούσε, την ώρα που ζητούσε την κρίση μου.


Κοίταξα αδιάφορος την παράγραφο που μου έδειχνε. Ως συνήθως. Κενές μεγαλοστομίες άνευ ουσιαστικού νοήματος. Συνήθιζε να περιπλέκει λίγο τις προτάσεις του, να διανθίζει ελαφρά το λόγο του με μερικές ωραίες λέξεις και να παρουσιάζει το άνευ σημασίας ως δήθεν σημαντικό. «Χμ, ναι. “ Κούνησα μόνο το κεφάλι μου αόριστα πάνω από το μπλοκ του, στην ουσία τον βαριόμουν αφόρητα και ήθελα αυτό να φανεί σε εκείνο το αόριστο κούνημα του κεφαλιού μου. Και μετά άρχισα να τού μιλαω για κάτι εντελώς άσχετο με αυτό που μου είχε δείξει, ήθελα να τον πικάρω και να του δώσω να καταλάβει πόσο αδιάφορος μου ήταν. Σε κάποια άλλη περίπτωση θα θεωρούσα τον εαυτό μου προσβλητικό, μα τώρα το μόνο που επιθυμούσα ήταν να γίνω περισσότερο προσβλητικός. Με το ζόρι κρατιόμουν να μην αναφωνήσω “Μα τι ηλιθιότητες είναι αυτές! ”

Αισθάνθηκα ικανοποίηση καθώς έπιασα στον αέρα τη δυσαρέσκειά του για την παντελή αδιαφορία μου για αυτά που μού έλεγε και ευχαριστημένος διέκρινα φευγαλέες σκιές να περνούν μπροστά από τα μάτια του καθώς εγώ τού μιλούσα περί άλλων θεμάτων. Σε λίγο είχε αρχίσει να ξεφυσά εκνευρισμένος. Δεν άντεξε για πολύ το γεγονός πως ακόμη και σε μια ιδιωτική συζήτηση τετ-α- τετ δεν ήταν εκείνος το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το βαθούλωμα στη μύτη του ήταν έτοιμο να αναπνεύσει μόνο του, από την ταραχή. Προσπάθησα να μη δείξω την ικανοποίηση που ένοιωθα μέσα μου για την μικρή του ήττα. Τον χτύπησα φιλικά στον ώμο “Λοιπόν Μίρο, στο ίδιο ξενοδοχείο μένουμε, όλο και κάπου θα ξανασυναντηθούμε για να τα πούμε και πάλι. “

Ήξερα πως αυτό το επιτηδευμένα φιλικό χτύπημα στον ώμο τον είχε πια εξαγριώσει πια για τα καλά και πως πλέον κρατιόταν με το ζόρι για να μη δείξει το θυμό του. Είναι κάποιες μικρές κινήσεις που σε κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους λειτουργούν ως δική τους εσωτερική υπενθύμιση της ανωτερότητάς τους ή της κατωτερότητάς τους. Τέτοια κίνηση ήταν και το χτύπημα στον ώμο, ενδεικτικό ίσως μιας μικρής συμπόνοιας που μείωνε την αξία εκείνου που το δεχότανε, μουρμουρίζοντάς του σαν αόρατη φωνή πόσο πιο δεύτερος θεωρείται από εκείνον που του κάνει αυτήν την φαινομενικά αθώα κίνηση. Κι ήξερα πως αυτό που τον τρέλανε για τα καλά ήταν το ότι δεν τον είχα καλέσει να ξανασυναντηθούμε για φαγητό ή ακόμα και για ένα καφέ. Η απλή, εντελώς όμως αόριστη, υπόσχεσή μου πως κάπου θα τύχει να ξανασυναντηθούμε μόνο και μόνο επειδή είχαμε κλείσει δωμάτιο στο ίδιο ξενοδοχείο κι όχι επειδή του το ζητούσα, τώρα τον έκαναν να με θεωρεί στα σίγουρα τον πρώτο εχθρό που έκανε – ή που ξαναβρήκε - σε αυτήν την πόλη. Σχεδόν τον λυπήθηκα παρατηρώντας το ανεπαίσθητο κοκκίνισμα στα ζυγωματικά του, σαν δυο οριζόντιες στενόμακρες πινελιές αχνού κοραλλένιου χρώματος. Και λέω σχεδόν γιατί πως ήταν δυνατόν να αισθανθώ εγώ ποτέ λύπηση ή οίκτο για τον Μίρο; Τον Μίρο που στο πανεπιστήμιο με θεωρούσε ως περίπου συνώνυμο του ανθρώπινου ξεπεσμού, απαγορεύοντας μάλιστα στην τότε αυλή του να με πλησιάσει ή να μου απευθύνει το λόγο. Το γεγονός πως παρόλη την οικονομική μου άνεση και την κοινωνική μου θέση εγώ είχα διαλέξει να περιφέρομαι ως εκκολαπτόμενος κλοσάρ, έχοντας παρόλαυτά επιτυχία στις σχέσεις μου με τις γυναίκες, έκαναν τον Μίρο να με αντιπαθεί μισώντας με. Και ποτέ δεν μπόρεσα να κατανοήσω από πού ξεπηδούν αυτά τα εντελώς παράλογα συναισθήματα για κάποιον τον οποίον δεν γνωρίζουμε αλλά και πως καλλιεργείται και αναπτύσσεται τόσο εύκολα μέσα στο ανθρώπινο μυαλό η βεβαιότητα πως ο, τι αξίζει να μισηθεί είναι συνήθως αυτό που είναι κραυγαλέα αντίθετο με τα στερεότυπα ή τουλάχιστον τα διακριτικά απαρατήρητα.

Όταν συναντιόμασταν στους διαδρόμους της σχολής ή μέσα σε μία παράδοση, έπιανα πολλές φορές το μικρό του βλέμμα κολλημένο επάνω μου να με κοιτάζει επίμονα είτε με εκνευρισμό, είτε με αντιπάθεια που δεν μπορούσε να κρυφτεί με τίποτα. Παρατηρούσε προσεκτικά όποια κοπέλα συνόδευα, ήξερα πως αν μπορούσε θα με κατηγορούσε για οτιδήποτε απίθανο μπροστά της, μόνο και μόνο για να πάρει την χαρά τού να τη δει να εκπλήσσεται, να σοκάρεται και φυσικά αμέσως μετά να γευτεί και την απόλαυση της επιτόπου εγκατάλειψής μου. Ήξερα πως αποτελούσα το αγαπημένο του θέμα σε τέτοιου είδους φαντασιώσεις του, φαντασιώσεις μέσα στις οποίες κατατροπωνόμουν, ρεζιλευόμουν και ευτυχώς για εκείνον στο τέλος εξαφανιζόμουν. Όχι, δεν μπορούσα να το εξηγήσω όλο αυτό, μα γνώριζα πως υπήρχε. Έμαθα πως διέδιδε πως ήμουν ασήμαντος κι ανόητος και πως έπρεπε να συγκροτηθεί ένα ειδικό πανεπιστημιακό σώμα που θα ασχολείται με τον καθημερινό τουφεκισμό μου μέχρι να χάσω σιγά-σιγά όλα μου τα μέλη.

Α, ο Μίρο με τις φανταχτερές ιδέες του και τα φανταχτερά τετραγωνισμένα γυαλιά του! Ίσως να έπρεπε τότε που το αίμα μου έβραζε ακόμη μες στις φλέβες μου, να τον στρίμωχνα σε κάποια γωνία και να του έδειχνα πόσο “εκτιμούσα” αυτά τα καλά του λόγια. Μα δεν έκανα ποτέ τέτοιες κινήσεις, δεν χαρακτηριζόμουν από τέτοιες αντιδράσεις. Πράος και ήρεμος, προσπαθούσα πάντα να σκέφτομαι τι αξίζει τον κόπο και αν το αξίζει. Κι όχι ο Μίρο για μένα τότε δεν άξιζε να ασχοληθώ περαιτέρω. Η αδιαφορία που συνέχιζα να του δείχνω ήξερα κατά βάθος πως ήταν το καλύτερο αντίδοτο στις δικές του δηλητηριασμένες σκέψεις.

Όμως τώρα όπως τον είχα δίπλα μου, παρόλο που του έδειξα επίτηδες αδιαφορία, διαπίστωσα κατάπληκτος πως επιθυμούσα με όλη την σφοδρότητα της ψυχής μου να κάνω ο, τι δεν έκανα στα φοιτητικά μας χρόνια. Τώρα έμοιαζε ακόμη πιο αντιπαθής, ακόμη πιο κλειστός σε εκείνην την άρρωστη ενδοσκόπησή του που επέμενε να περιστρέφεται μονάχα γύρω από τον εαυτό του και περισσότερο ανόητος από ποτέ. Συνέχιζε να μου χαμογελάει μισοξαφνιασμένος, έχοντάς τα χαμένα για την δυσάρεστη τροπή που πήρε το πλησίασμά του σε μένα, μα ήταν πολύ περήφανος για να αφήσει να φανεί ξεκάθαρα μπροστά μου πως πειράχτηκε από κάτι ή πως κάποια λόγια τον ενόχλησαν. Θα ήταν σαν να παραδεχόταν ότι νικήθηκε. Μου έσφιξε το χέρι λέγοντάς μου πως ναι, οπωσδήποτε κάπου θα συναντιόμασταν και δεν παρέλειψε να μου θυμίσει πως ήταν ομιλητής σε αρκετές ομιλίες του συμποσίου.

Καθώς χωριστήκαμε τον είδα να ξεμακραίνει με το χαρακτηριστικό περίεργο βάδισμά του, που έδειχνε έναν άνθρωπο έτοιμο σαν να ήθελε να τρέξει μα δεν το αποφάσιζε και τελευταία στιγμή το παρολίγον τρέξιμο γινόταν πάλι ένα βαρύ περπάτημα. Μετά από κάποια αργά βήματα, το δεξί του πόδι τινάζονταν πιο μπροστά απ’ ότι συνήθως, πράγμα που έδινε την εντύπωση πως όπου να ‘ναι θα ξεχύνονταν μπροστά καλπάζοντας αλλά ξαφνικά πατούσε και πάλι πολύ σταθερά κάτω και τα πόδια του σέρνονταν στο γνωστό αργό ρυθμό του.

Μετά τη συνάντηση με το Μίρο είχα διάθεση να ανέβω στο ψηλότερο σημείο της πόλης, ένα παλιό καστράκι που κυριαρχούσε επιβλητικό αν και μισογκρεμισμένο, πάνω στον μεγάλο λόφο που βρισκόταν στην πίσω μεριά του ξενοδοχείου. Ανέβηκα όλο τον ανηφορικό δρόμο με τα πόδια, ένοιωσα αρκετές φορές τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν καθώς τα γονατά μου κουρασμένα δεν τραβούσαν άλλο και το στήθος μου φούσκωνε από την προσπάθεια, αυτό με ανάγκασε να κάνω στάσεις κάθε τόσο. Συλλογίστηκα πως είχα πια μεγαλώσει αρκετά... Μεγαλώσει... Τι περίεργη λέξη αυτή για μένα που κοιτούσα πάντα τον χρόνο να περνάει από πάνω μου με έναν ανομολόγητο φόβο. Η γυναίκα μου είχε αρχίσει να γκριζάρει αλλά αρνούνταν να βάψει τα μαλλιά της, αργότερα έλεγε, τα τρία μου παιδιά ήταν φοιτητές πια και εγώ δεν μπορούσα να περπατήσω σε έναν ανηφορικό δρόμο δίχως να νοιώσω την αναπνοή μου να βαθαίνει εξασθενημένη και την καρδιά μου να χτυπά σαν να υπήρχαν δυο φρενιασμένες μπαγκέτες μες στο στήθος μου που έδιναν τον παλμό της. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει, δίνοντας ένα μαγευτικό χρώμα στον ορίζοντα. Εγώ δύοντας σε ποιον θα έδινα μαγευτικά χρώματα; Τι αστεία σκέψη. Χαμογέλασα με τον εαυτό μου. Ποιος άραγε να ήθελε τα μπερδεμένα μου χρώματα, ποιος θα μπορούσε να βρει αν ανάμεσα σε αυτά υπήρχαν σπάνιες αποχρώσεις και πώς θα έκρυβα εκείνα τα χρώματα που είχαν αρχίζει να ξεθωριάζουν και να ασχημαίνουν καθώς χύνονταν σαν πολυκαιρισμένες μπογιές. Α, η θάλασσα.! Η θέα της θάλασσας από ψηλά. Δεν υπάρχει καλύτερο θέαμα, δεν υπάρχει καλύτερο βάλσαμο για την ψυχή που κάνει τόσο ανόητες ερωτήσεις.

Σταμάτησα πάλι για λίγο. Είχα φτάσει σε ένα σημείο απ’ όπου έβλεπα όλον τον κόλπο να πλαισιώνει το μικρό λιμανάκι της πόλης. Μερικά μικρά καΐκια έδεναν στους κάβους και κόσμος, μικρά ανθρωπάκια από επάνω, είχε βγει για μια απογευματινή βόλτα στην προκυμαία. Φαντάστηκα πως οι γυναίκες θα κρατούσαν ίσως από το μπράτσο τους άντρες τους και πως με γυρισμένο το κεφάλι τους θα χάζευαν προς τη θάλασσα ή προς την απέναντι πλευρά, εκεί που όσα μικρά καφέ μπαρ βρίσκονταν στην παραλία είχαν αρχίσει να ανάβουν τα φώτα τους. Σκέφτηκα τη Μιναλού. Πάντα ήθελα να πάω μια τέτοια βόλτα μαζί της, σε μια προκυμαία, δίπλα στη θάλασσα και να ακούω τη φωνή της να μου λεει για τις μεταφράσεις της, τα ποιήματά της, τη δική μου δουλειά. Να την ακούω να μου μιλάει και να νοιώθω πλάι μου το άρωμα του σώματός της καθώς θα αναδίδεται από τις πτυχώσεις της φούστας, όπως αυτή θα ακουμπά στα πόδια της. Εκείνο το άρωμα που έβγαινε απ’το στενό πουκάμισό της που έσφιγγε στο στήθος, ανακατεμένο με την κολόνια του feaubourg που τόσο της άρεσε. “Με μεθάς” μουρμούριζα διεγερμένος καθώς άνοιγε τα κουμπιά της και ακουμπούσε το στήθος της ζεστό, παλλόμενο, γυμνό πάνω στο δικό μου στήθος. Οι στρογγυλές καφετιές ρώγες της έκαιγαν το δέρμα μου πάνω από το πουκάμισο που φορούσα. Με ξεκούμπωνε αργά, με κοιτούσε πάντα στα μάτια, το βλέμμα της αυτό πολλαπλασίαζε την προσμονή και όταν είχε πια ανοίξει εντελώς το πουκάμισό μου, τύλιγε τα χέρια της σαν ζωντανός κισσός γύρω από το λαιμό μου και ρούφαγε διψασμένα το στόμα μου μέσα στο δικό της. Ανεβαίνοντας μαζί στο κάστρο, θα ήθελα να βρω κάποια απίθανη γωνιά, να ξετρυπώσω την πιο μυστήρια εσοχή, να κολλήσω το σώμα της πάνω στο πιο κρυφό χώσιμο του παλιού τοίχου, να σηκώσω τα ρούχα της και να μπω μέσα της βιαστικά και δυνατά, να ακούσω εκείνη την ξαφνική κραυγή της παράδοσής της σε εμένα. Είχε τη συνήθεια στις ξαφνικές διεκδικήσεις μου να γέρνει προς τα πίσω το σώμα της στα χέρια μου σαν εκπαιδευμένο ζώο που τρέμει μόλις το αρπάξει πιο βίαια ο κύριός του μα την ίδια στιγμή θέλει να χωθεί στην αγκαλιά του. Ένοιωσα το σώμα μου να ζεσταίνεται σε αυτές τις σκέψεις. Σχημάτισα γρήγορα ένα μήνυμα στο τηλέφωνο. Που να βρισκόταν τώρα άραγε; «Έλα» της έγραψα.

Σκούπισα με την ανάποδη του χεριού μου τον ιδρώτα στο μέτωπό μου, έκλεισα τα μάτια μου. Μπορούσα ακόμη κι έτσι να νοιώσω πάνω στα βλέφαρά μου την πορφυρή βαριά αντανάκλαση που έκανε ο ήλιος καθώς κατέβαινε. Την ήθελα ξαφνικά εκεί μαζί μου. Παράφορα με μια παραφορά που με ζάλισε. Είχα σχεδόν φτάσει. Λίγα σκαλοπάτια έμεναν όταν βρέθηκα σε ένα από τα πιο παράξενα θεάματα που έχω αντικρύσει ποτέ στη ζωή μου. Μου θύμισε μυστήριες εικονογραφημένες εικόνες από παλιά βιβλία παραμυθιών που η γκάμα των χρωμάτων τους κυμαίνεται από το αχνοπράσινο, μέχρι το βαθυπράσινο και τίποτα άλλο. Μπροστά μου και μέχρι εκεί που έπιανε το μάτι, υπήρχαν μυριάδες μικροσκοπικά βατράχια. Πηδούσαν παντού γύρω μου, είχαν κατακλύσει κάθε σκαλί, θα έπρεπε ή να τα πατήσω για να περάσω ή να κλωτσήσω όπως κλωτσάμε έναν σωρό από ξερά φύλλα. Κι ήταν τόσο μικρά που αν δεν τα έβλεπα να χοροπηδούν ολόγυρα θα μπορούσα άνετα να τα περάσω για έντομα, ίσως μικρές ακρίδες ή τριζόνια. Τα πάντα γύρω ήταν καλυμμένα με αυτό το χαλί από γκριζοπράσινα βατράχια που εκτοξεύοταν ξαφνικά γύρω μου σαν καλαμπόκια που σκάνε... [...]

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη