Παραδοσιακά όργανα (σάζι / μπουζούκι / κανονάκι)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Από τον ikatsoun

Στάλθηκε στις 16/8/2003



Τελευταία παρατηρείται ραγδαία η εξάπλωση των παραδοσιακών οργάνων στην Ελλάδα. Το ούτι, το σάζι, το λαούτο, το κανονάκι είναι όργανα που εμφανίζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια με πολλά νέα άτομα να ασχολούνται με αυτά. Παράλληλα τα παραπάνω όργανα μπαίνουν μέρα με τη μέρα στις ορχήστρες και χρησιμοποιούνται στις ηχογραφήσεις των σημερινών δίσκων. Παρακάτω γίνεται μια σύντομη αναφορά στο σάζι και στη σχέση του με το μπουζούκι.


Το σάζι ήταν αρχαίο ελληνικό όργανο, το οποίο πέρασε στα χέρια των αράβων, στα χρόνια της εξάπλωσής τους και της άφιξής τους στη Μεσόγειο. Το όργανο αυτό, καθώς και οι αρχαιοελληνικοί δρόμοι, πέρασαν στους άραβες στα χρόνια του Μέγα Θεοδόσιου. Οι Οθωμανοί έδωσαν στους αρχαιοελληνικούς δρόμους τούρκικα ονόματα καθώς και το ίδιο έκαναν και στα όργανα που χρησιμοποίησαν.


Σήμερα οι τούρκοι ισχυρίζονται ότι τα όργανα αυτά καθώς και οι δρόμοι είναι τούρκικοι (μάλιστα επικαλούνται τα ονόματα για απόδειξη) ωστόσο τα ευρήματα αποδεικνύουν την ελληνικότητα της μουσικής αυτής. Δυστυχώς ακόμη και στους έλληνες σήμερα έχει περάσει η εντύπωση ότι το «τριημιτόνιο» είναι ήχος της ανατολής, ωστόσο οι επιστήμονες που μελετούν την ιστορία της μουσικής έχουν πλέον αποφανθεί ότι πρόκειται για την αρχαία ελληνική μουσική, την οποία σχετίζουν με τη σχολή του Πυθαγόρα. Μάλιστα το σάζι είναι πλέον βέβαιο ότι υπήρχε στον ελλαδικό χώρο τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα π.Χ., όπως αποδεικνύεται από το ανάγλυφο της Μαντινείας.


Η ονομασία «σάζι» είναι περσική και όχι τουρκική και περιλαμβάνει όλα τα είδη λαούτου με μακρύ λαιμό. Στα Περσικά saz σημαίνει όργανο και αναφέρεται σε όλα τα όργανα, και όχι σε συγκεκριμένο όργανο (εκτός από το Tar που μερικές φορές αναφέρεται ως amir-e-saz). Όλα τα είδη του saz έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα : μακρύς λαιμός, ατσάλινες χορδές, με νάυλον σήμερα μπερντέδες (παλιότερα από έντερο) οι οποίοι και μετακινούνται, τρεις χορδές και σχήμα σκάφους σαν αμύγδαλο. Κατά τη διάρκεια των ετών τα χαρακτηριστικά σχεδιασμού έχουν αλλάξει λίγο, κυρίως όσον αφορά τις προτιμήσεις των οργανοπαιχτών, αλλαγές στις μεθόδους κατασκευής και στο σχέδιο. Μια σημαντική αλλαγή είναι ότι οι παλιές «καμπύλες» τείνουν σε μια πιο επίπεδη μορφή.


Το κούρδισμα των διαφόρων τύπων του saz δεν έχει καθολική μορφή. Είναι ωστόσο συνηθισμένο το κούρδισμα ΣΟΛ-ΡΕ-ΛΑ από την τρίτη χορδή στην πρώτη, όπου η τρίτη χορδή είναι σε οκτάβα, η μεσαία σε ταυτοφωνία και η πρώτη (η ΛΑ) είναι είτε σε ταυτοφωνία είτε σε οκτάβα. Αυτό το κούρδισμα βέβαια δεν είναι απόλυτο ούτε έχει κυριαρχήσει καθώς ο εκάστοτε μουσικός κουρδίζει το όργανο ανάλογα με το δρόμο που παίζει (τα λεγόμενα μακάμια, maqam) και ανάλογα με τη φωνή του τραγουδιστή. Έτσι άλλα κουρδίσματα είναι τα εξής : ΜΙ-ΡΕ-ΛΑ, ΣΟΛ-ΡΕ-ΣΟΛ, ΛΑ-ΡΕ-ΛΑ, ΛΑ-ΜΙ-ΛΑ, ΛΑ-ΡΕ-ΣΟΛ, ΣΟΛ-ΝΤΟ-ΣΟΛ, ΜΙ-ΡΕ-ΛΑ, ΦΑ#-ΡΕ-ΛΑ και πολλά άλλα.


Η τεχνική παιξίματος διαφέρει, ωστόσο η πιο αποδεκτή, είναι το χτύπημα με το δεξί χέρι ακολουθώντας το ρυθμό της μελωδίας, ενώ το αριστερό χέρι πατά στις χορδές κάπως πιο ελεύθερα, με έναν τρόπο παρόμοιο με τη ρώσικη μπαλαλάικα. Οι τρίλιες είναι χαρακτηριστικό της τεχνικής ενώ συνηθίζεται να παίζεται στην τρίλια το μόριο (μισό του ημιτονίου, το μισό μεταξύ του ΛΑ# και του ΣΙ για παράδειγμα).


Οι έλληνες μουσικοί γνώριζαν το σάζι υπό την μορφή του ταμπουρά. Στις αρχές του 20ου αιώνα, στην Μικρά Ασία, άλλαξαν τις χορδές με ατσάλινες σαν αυτές που έχουν σήμερα τα μπουζούκια, χορδές παρόμοιες με του μαντολίνου και της ακουστικής κιθάρας. Μια επίσης σημαντική αλλαγή ήταν η εξάλειψη των μορίων και η προσαρμογή του νέου οργάνου στη Δυτικοευρωπαϊκή χρωματική κλίμακα.


Στη δεκαετία του 1920 άλλαξαν και το σχήμα από το παραδοσιακό σχήμα που είχε το σάζι στο σχήμα του μαντολίνου. Ακόμη καθιερώθηκε το κούρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, όπου η τρίτη χορδή ήταν κουρδισμένη σε διπλή οκτάβα, ενώ οι άλλες δύο σε ταυτοφωνία. Επίσης υπήρξαν και άλλα κουρδίσματα τα οποία όμως εξαλείφθηκαν λόγω της δυσκολίας στο παίξιμο (π.χ. το Καραντουζένι, με κούρδισμα ΜΙ-ΛΑ-ΜΙ που έβγαζε έναν πολύ πιο γλυκό ήχο). Το όργανο παιζόταν κυρίως συνοδευόμενο από κιθάρες. Το νέο όργανο ονομάστηκε μπουζούκι ενώ επικράτησαν και άλλα δύο είδη παρόμοια με του μπουζουκιού, ο μπαγλαμάς (το μικρότερο) και ο τζουράς (με μέγεθος μεταξύ του μπουζουκιού και του μπαγλαμά). Οι τούρκοι σήμερα ισχυρίζονται ότι οι ονομασίες «μπαγλαμάς» (baglama-saz) και «μπουζούκι» (bozuk-saz) αποδεικνύουν ότι το όργανο στην μητρική του μορφή είναι τούρκικο.


Από τη δεκαετία του ’50 στην Ελλάδα εμφανίστηκε το τετράχορδο μπουζούκι. Είναι επικρατούσα άποψη ότι το 4χορδο μπουζούκι εισήγαγε ο περίφημος δεξιοτέχνης, Μανώλης Χιώτης. Πολλοί όμως εκτιμούν ότι η πρωτότυπη ιδέα ανήκει σε άλλους δεξιοτέχνες, όπως ο Γιώργος Λαύκας και ο Χάρης Λεμονόπουλος. Όπως και να έχει το 4χορδο μπουζούκι επικράτησε στην Ελλάδα καθώς πολλοί μουσικοί προτίμησαν τη νέα έκδοση, με κούρδισμα ΝΤΟ–ΦΑ–ΛΑ–ΡΕ (ίδιο με τις 4 ψηλές χορδές της κιθάρας ελαττωμένες κατά έναν τόνο). Η νέα εκδοχή του μπουζουκιού που συνοδεύτηκε από μαγνητική διάταξη για ενίσχυση, είναι σήμερα η κυρίαρχη στην Ελλάδα. Το 6χορδο μπουζούκι πλέον είναι πιο σπάνιο, ωστόσο εξακολουθεί και εμφανίζεται ιδιαίτερα στις περιοχές της Βόρειας Ελλάδας.


Όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, το σάζι προήλθε από την αρχαία πανδούρα (γνωστό και ως τρίχορδον) και με τη σειρά του το σάζι «γέννησε» το μπουζούκι. Γενικότερα το σάζι μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος και άλλων δύο οργάνων, του μπαγλαμά και του τζουρά. Και τα δύο, όπως και το μπουζούκι, έχουν αχλαδόσχημη μορφή σκάφους, με το μπαγλαμά να θεωρείται μινιατούρα του μπουζουκιού και τον τζουρά το ενδιάμεσο μεταξύ των δύο. Και τα τρία όργανα ακολουθούν παρόμοια μορφή, με κλειδιά τύπου Τ, σταθερούς μπερντέδες με αποστάσεις ημιτονίου, ηχείο στο μπροστινό μέρος του σκάφους, στενόμακρο μπράτσο και ατσάλινες χορδές που αρχικά ήτανε τρεις διπλές (ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ) αλλά στο μπουζούκι αργότερα έγιναν τέσσερις. Η κατασκευή του σκάφους γίνεται φύλλο-φύλλο όπως και στο σάζι και γενικότερα σε όλα τα έγχορδα με κυρτό σκάφος (σε αντίθεση το σκάφος της κιθάρας γίνεται με δύο συμμετρικές φέτες).


Ένα παραδοσιακό όργανο άσχετο με τα παραπάνω είναι το κανονάκι (παλιότερα λεγόταν ψαλτήριο). Το όργανο αυτό αναφέρεται στην αρχαιότητα ως τρίγωνον ψαλτήριον, επιγόνιον κ.τ.λ. από τον Θεόφραστο και τον Αριστοτέλη. Δεν έχει βρεθεί κάπου σχεδιασμένο το όργανο αυτό (όπως έχει γίνει π.χ. με το σάζι), αλλά από τα κείμενα που έχουνε βρεθεί, πρέπει να πρόκειται για το κανονάκι. Συγκεκριμένες περιγραφές για τον τρόπο παιξίματος αναφέρονται για πρώτη φορά στους Βυζαντινούς χρόνους, ενώ με την εξάπλωση του Ισλάμ το όργανο πέρασε στους άραβες που δώσανε την ονομασία qanun, απ’ όπου προέρχεται και η σημερινή επικρατούσα ονομασία «κανονάκι». Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τούρκοι αμφισβητούν την πατρότητα και αυτού του οργάνου.


Το κανονάκι έχει σχήμα τραπεζίου με την μία πλευρά κάθετη προς τη μεγάλη βάση. Οι χορδές εκτείνονται οριζόντια και παράλληλα προς τις δύο παράλληλες πλευρές. Το κανονάκι μπορεί να ανέβει ή να κατέβει ένα μόριο με τη βοήθεια κινητών καβαλάρηδων που βρίσκονται δίπλα στα κλειδιά. Το όργανο έχει έκταση συνήθως τρεις οκτάβες και τρεις νότες. Το κανονάκι παίζεται με δύο πλαστικές πένες, που προσδένονται σαν δαχτυλήθρες και εφαρμόζουν πάνω στους δείκτες των δύο χεριών του εκτελεστή. Η βασική εκτελεστική τεχνική του οργάνου, επιβάλλει ο εκτελεστής να «τσιμπάει» με τις δύο πένες τις χορδές και συγκεκριμένα τις χαμηλές νότες με το αριστερό χέρι και τις ψηλές με το δεξί. Τα τελευταία χρόνια το κανονάκι έχει βρει πολλούς ενδιαφερόμενους που ασχολούνται με το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη