Ο Παναγίτσας (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Το όνομά του ήταν Παναγίτσας ή μάλλον όχι το όνομά του αλλά το παρανόμι του στο χωριό. Γύρω στα 45, βαρύ γρήγορο περπάτημα, φαίνοταν σα να έτρεχε κάθε φορά που τον συναντούσες κάπου.

Τα μαλλιά του γκριζόμαυρα κατσαρά στεφάνωναν σαν φουντωτά κλαριά το γύρω γύρω του προσώπου του και το μούσι του, στο ίδιο χρώμα και αυτό, έκρυβε καλά τη σφιγμένη έκφραση που είχε πάντα στα χείλη του. Το βλέμμα του ήταν παράξενο, η ματιά του σα να μην πατούσε στη γη. Κοιτούσε κάτι και δεν ήσουν σίγουρος αν το βλέμμα του στέκοταν εκεί ή τρυπούσε πίσω από αυτό που έβλεπε για να ψάξει εκείνα που αυτός ήθελε να βρει.

Μιλούσε κοφτά, απότομα με πολύ βαριά φωνή. Ακόμη και η χαιρετούρα του ήταν σα να ήθελε να σε δείρει με αυτήν.

Τα ρούχα του πάντα γκρίζα ή μπλε σκούρα. Δε θυμάμαι ποτέ να τον είχαμε δει με άλλο χρώμα.

Κανένας μπροστά του δεν τον έλεγε Παναγίτσα εκτός και αν ήθελε να δοκιμάσει τις βρισιές του. Τον φώναζαν Παναγίτσα γιατί η μόνιμη επωδός στα χείλη του ήταν το "γαμώ την Παναγία του"

"Τι κάνεις; " του έλεγαν "Γαμώ την Παναγία του" ήταν η απάντησή του

"Πως πήγαν οι ελιές; Έβγαλες μπόλικο λάδι φέτος; " τον ρώταγαν στο λιομάζωμα "Γαμώ την Παναγία του" απαντούσε

"Σε θέλει ο Πίτας" του μηνούσαν "Γαμώ την Παναγία του" αντιμηνούσε εκείνος

Ο Πίτας ήταν το αφεντικό του, ψευτοαφεντικό του δηλαδή. Έφτιαχνε σοβάδες και έπαιρνε μαζί του τον Παναγίτσα για βοήθεια, να τον βοηθάει με το σπατουλάρισμα και με το χαρμάνιασμα του ασβέστη.

Ο Παναγίτσας δούλευε πάντα αμίλητος. Ανακάτευε τον ασβέστη, μαζί με το τσιμέντο και την άμμο, δούλευε την μπετονιέρα, έριχνε τις σπατουλιές πάντα υπό το άγρυπνο μάτι του Πίτα που έδινε οδηγίες. Και αν κάπου κολλούσε η δουλειά ο Παναγίτσας έριχνε τις Παναγίες του κάνοντας τον Πίτα να κρυφογελάει διασκεδάζοντας με το κόλλημα του.

Βέβαια ο ίδιος δεν τολμούσε να φωνάξει στον Παναγίτσα ή να του δώσει οδηγίες σε έντονο ύφος. Δεν τα σήκωνε αυτά ο Παναγίτσας. Μία φορά είχε τολμήσει να του φωνάξει γιατί γρεσάρισε η μπετονιέρα και βρέθηκε κολλημένος στον τοίχο, σηκωμένος από το επάνω μέρος της φόρμας του. Ο Παναγίτσας είχε τρομερή δύναμη που γίνονταν ακόμη πιο τρομερή όταν θύμωνε.

"Τι είπες γαμώ την Παναγία του, τι είπες; Σε μένα φώναξες γαμώ την Παναγία του; Μίλα ρε, για θα σε χώσω ανάποδα μες στον ασβέστη"

Ο Πίτας είχε προσπαθήσει να απελευθερωθεί από το σφιχτό γράπωμα του Παναγίτσα. Λίγο ακόμα και θα τον σήκωνε στον αέρα αν δεν άκουγε τη φασαρία και δεν ανέβαινε επάνω ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που σοβάτιζαν.

"Νομίζεις πως θα με κάνεις υπόδουλό σου, επειδή με πληρώνεις ρε; "

Ο Παναγίτσας είχε φουντώσει και τα μάτια του κόντευαν να γυρίσουν ανάποδα. Τόσο μεγάλη προσβολή είχε θεωρήσει εκείνη τη φωνή για την μπετονιέρα και μάλιστα από αφεντικό που ήταν και μικρότερος από τον ίδιο.

Αφήνοντας κάτω τον Πίτα, μόλις επενέβη ο ιδιοκτήτης, τον μέτρησε καλά καλά, πάνω κάτω και ανάποδα, κάτω πάνω, λες και ήθελε να του πάρει μέτρα για το φέρετρο. Και ο Πίτας ήξερε πως εκείνο το μέτρημα ακριβώς αυτό σήμαινε. Δεν τόλμησε να του ξαναφωνάξει παρά μόνο σε κανά λάθος τον έπαιρνε γλυκά γλυκά παράμερα και του έλεγε όλο λύπη "πω, πω τι πάθαμε"

"Γαμώ την Παναγία του, στενοχωριέσαι για αυτό; " μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του ο Παναγίτσας και ρίχνονταν με φοβερό ζήλο να επιδιορθώσει τη ζημιά.

Με τις γυναίκες δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις. Στις γριές δε μιλούσε καθόλου. Του την έδιναν τα μαύρα μαντήλια που ήταν μονίμως δεμένα στο κεφάλι τους. Του την έδινε και το γεγονός ότι οι περισσότερες από αυτές τον περνούσαν από ιερά εξέταση άμα σταματούσαν να ανταλλάξουν τάχα δύο κουβέντες μαζί του. Μούγκριζε σα ζώο στις καλημέρες τους.

Άλλαζε όψη όμως όταν συναντώταν στο διάβα του με κάποια από τις νέες κοπέλες του χωριού, ανύπαντρες ή παντρεμένες. Χαμήλωνε τόσο πολύ το κεφάλι του που νόμιζες πως έψαχνε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να ανοίξει τη γη για να τον καταπιεί. Είχε μια φυσική συστολή απέναντι στο άλλο φύλο που τον έκανε να τα χάνει στην κυριολεξία μπροστά σε μια νέα γυναίκα, ιδιαίτερα αν αυτή τύγχανε να είναι και λίγο πιο όμορφη.

"Καλημέρα Γιώργη" του έλεγες-γιατί είχε και όνομα κανονικό-.

"Καλημέρα" ψέλλιζε με τη βαριά φωνή που ακόυγονταν σαν υπόκωφο βούηγμα σε αυτές τις τυχαίες συναντήσεις. Ταυτόχρονα κατέβαζε τα μάτια του και έδειχνε ξεκάθαρα με τις σπασμωδικές κινήσεις των χεριών του, που δεν ήξερε που να τα βολέψει, πόσο αμηχανία αισθάνονταν. Αν έκανες το λάθος να ρωτήσεις και τι κάνει, πως τα πάει, καταριόσουν την ώρα και τη στιγμή που το ρώτησες. Μαρμάρωνε και σε κοίταζε με εκείνο το απλανές γαλανό βλέμμα του που δεν ήξερε που να το στερεώσει και μιλούσε με ακόμη πιο βαριά φωνή σα να μην ήθελε να ακούσεις τι ακριβώς έλεγε.

"Καλά" απαντούσε ξερά με φωνή που έβγαινε από την κοιλιά κι όχι από το στόμα και ερχόσουν στην ίδια αμηχανία με αυτόν γιατί έδειχνε ξεκάθαρα σε τι ψυχολογική πίεση βρίσκονταν.

Οπότε όλες οι κοπέλες συνήθως ξεμπέρδευαν μαζί του με ένα βιαστικό "γεια" στην τρεχάλα. Αν περνούσαν μάλιστα και δυο δυο μαζί, τότε ο Παναγίτσας υπέφερε ακόμη πιο πολύ. Γνώριζε πως μόλις τον προσπερνούσαν θα άκουγε τα γέλια τους ή τις σιγανές κουβέντες που ήξερε πως ήταν για αυτόν και για το πόσο παράξενος φαίνεται.

Σε αντίθεση με αυτόν, το αφεντικό του ο Πίτας ήταν με τις γυναίκες εντελώς χύμα. Πείραζε τις ανύπαντρες, γλυκοκοίταζε τις παντρεμένες που του άρεσαν, άλλαζε γυναίκες κάθε εβδομάδα σχεδόν και δεν υπήρχε περίπτωση να κατεβάσει το βλέμμα του μπροστά σε οποιαδήποτε γυναίκα. Τις κοίταζε με θράσος μέσα στα μάτια, στη σχισμή του στήθους και στα καπούλια τους μόλις αυτές περνούσαν από μπροστά του.

"Ιιιι... "’έκανε ξαφνικά εκεί που δούλευαν "κοίτα ρε ένα παιδί που περνάει... Η Γωγώ του Γκιόκα δεν είναι; Α, ρε Αργολίδα τι βγάζεις... Κοίτα ρε, σου λέω, που κοιτάζεις; Κοίτα κάτι μαστάρια που έχει... "

"Γαμώ την Παναγία του" απαντούσε ο Παναγίτσας "θα τελειώνουμε καμιά φορά να πάμε σπίτι ή θα χαζεύουμε τις γκόμενες; " και ρίχνονταν με περισσότερη μανία στη δουλειά φροντίζοντας να μη ρίξει, ούτε για ένα λεπτό, το βλέμμα του σε αυτήν που περνούσε, τρέμοντας μυστικά μέσα του μην τυχόν και αυτή τον πάρει χαμπάρι.


Κάποιο καλοκαίρι ο Πίτας έφερε πάνω στο χωριό μία κοπέλα από το Άργος. Την ανέβαζε στο χωριό κάθε Σαββατοκύριακο. Κοιμόταν στο σπίτι του το μεσημέρι και τα βράδια ξημέρωναν στη νυχτερινή ζωή του Ναυπλίου ή της Κορίνθου, γυρίζοντας το πρωί στο σπίτι.

Το όνομά της ήταν Μάρω. Γεματούλα με κατάμαυρα μάτια και μαλλιά καστανά με αφέλειες μπροστά στο μέτωπο. Δεν ήταν αυτό που λέμε όμορφη, μάλλον ασχημούλα ήταν. Μεγάλη μύτη, μικρό βλέμμα και χείλη λίγο στραβά. Είχε όμως ωραία φουντωτά μαλλιά, σα χαίτη λιονταρίνας και τα σωματικά προσόντα που πάντα πρόσεχαν σε αυτό το μέρος, όπου η λέξη όμορφη, μπούκουρα, είναι συνώνυμη με τη λέξη ψωμωμένη. Μεγάλα στήθη, στητό παράστημα και γεμάτη περιφέρεια με ημισφαίρια που τρεμούλιαζαν ηδονικά κάθε φορά που ο Πίτας τη βάραγε χαϊδευτικά από πίσω.

Όταν πρωτοείδε αυτήν την κίνηση ο Παναγίτσας κάτι ξεσηκώθηκε μέσα του. Κόλλησε το βλέμμα του στον πισινό της κοπέλας και στο χέρι του Πίτα που, μετά το μπατσάκι, την τσίμπησε κιόλας. Ένοιωσε σα ταύρος που ήθελε να ορμήσει. Τα μάτια του θόλωσαν και το στόμα του στέγνωσε. Με κόπο απέδιωξε την παρόρμηση που τον τσίγκλαγε βασανιστικά μέσα του. Να απλώσει και αυτός το χέρι του σε εκείνον τον πισινό και να του δώσει και αυτός όχι μια αλλά εκατό τσιμπιές.

Και αυτή σα να κατάλαβε-γιατί οι γυναίκες πάντα καταλαβαίνουν τον πόθο στα λόγια και κυρίως στα μάτια ενός άντρα, όσο καλά και να τον κρύβει εκείνος- ήταν σα να την τσίμπησε αλογόμυγα. Αφήνιασε. Προκλητικά τον κοίταξε στα μάτια. Της καλάρεσε ο Παναγίτσας που δεν ήταν καθόλου άσχημος αλλά μόνο αγροίκος στο παρουσιαστικό του και στους τρόπους.

Ο Παναγίτσας κατέβασε αμέσως τα μάτια του. Κάτι πάλευε μέσα στο στήθος του, σα να έγινε μια ξαφνική φουσκοθαλασσιά στα μέσα του. Σήκωσε τη ματιά του με τρόπο και ξανακοίταξε πλαγίως τη Μάρω και τον Πίτα που κάθονταν στο ίδιο τραπέζι του καφενείου. Ο Πίτας έπινε μια μπύρα, έχοντας το χέρι του περασμένο γύρω από τους ώμους της Μάρως, σα να ήθελε να ορίσει την ιδιοκτησία του και κοίταζε ξαπλωμένος χαλαρά προς τα πίσω τη μεγάλη οθόνη που έδειχνε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα.

Η Μάρω όμως έχοντας πλέον τεντωμένα τα ραντάρ της, έπιασε το πλάγιο βλέμμα του Παναγίτσα και του έσκασε ένα μυστήριο, στενό, πονηρό χαμόγελο.

Ο Παναγίτσας αναστατώθηκε. Δεν ήξερε που να καθίσει, σα να μην τον χωρούσε ξαφνικά η καρέκλα. Την ξανακοίταξε... Το χαμόγελό της έγινε ακόμη πιο προκλητικό καθώς δάγκωσε με τα πάνω δόντια της τα χείλη της.

Ο Παναγίτσας δεν κρατιόταν πουθενά. Είχε γίνει άνθρωπος των σπηλαίων που είναι έτοιμος να αρπάξει από τα μαλλιά το θήραμα-γυναίκα και να το σύρει στη σπηλιά του. Μα μέσα του ήξερε πως απέναντί του είχε την γκόμενα του Πίτα και η αίσθηση της ατιμίας που ήταν σχεδόν έτοιμος να διαπράξει, τον σταμάταγε να προχωρήσει παραπάνω.

Αλλά κι εκείνη η Μάρω ήταν από αυτές τις γυναίκες που δεν κολλάνε σε γκόμενους, ατιμίες και τα τοιαύτα... Από τις γυναίκες που είναι προκλητικές μόνο και μόνο για τη χαρά της πρόκλησης, μόνο και μόνο επειδή αρέσκονται στην ιδέα πως όλα τα αρσενικά θέλουν να πλαγιάσουν μαζί τους.

Ο Παναγίτσας σηκώθηκε και πλήρωσε προφασιζόμενος δουλειά.

"Τι δουλειά έχεις ρε; " έκανε απορημένος ο Πίτας "Θα βαρέσεις στρούγκα; "

"Γαμώ την Παναγία του" μουρμούρισε εντελώς αόριστα ο Παναγίτσας και πετώντας ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι γύρισε την πλάτη του για να φύγει.

"Γειά σου Γιώργη" άκουσε τη φωνή της Μάρως να τον αποχαιρετά γλυκά, πικάντικα, ζαχαρένια, καφτερά... Όλες τις γεύσεις είχε μέσα αυτό το "Γεια σου Γιώργη"

Μούγκρισε κάτι που ούτε ο ίδιος δεν κατάλαβε και χύθηκε έξω στο δρόμο με μανία λες και του είχε λείψει ο καθαρός αέρας.

Την άλλη μέρα το απόγευμα κάποιος κορνάριζε επίμονα έξω από το σπίτι του... Τουουττ... τοουυτττ και ξανά από την αρχή.

Πετάχτηκε σαστισμένος πάνω από το χαμηλό σκαμπό όπου είχε κάτσει για να κόψει τα νύχια του μετά το Κυριακάτικο μπάνιο. Μισάνοιξε το μικρό παραθυράκι που έβλεπε στο δρόμο και κόντεψε να μείνει ξέρος, με το χέρι μετέωρο να κρέμεται σα να ήτανε κανάς κουλός.

Άπ’ έξω ήταν η Μάρω με ένα μικρό αυτοκινητάκι και του κόρναρε χαμογελώντας με το στραβό το στόμα της. Ο Παναγίτσας έβλεπε μόνο δυο λαμπερές οδοντοστοιχίες που του φάνηκαν πως έλαμπαν με το φως χιλίων ηλίων, εκατομμυρίων κεριών, δισεκατομμυρίων φεγγαριών.

"Έλα, έλα" του έκανε νεύμα με το χέρι της. "Έχω εντολή από το αφεντικό σου να έρθω να σε πάρω" φώναξε με τέτοιο τρόπο ώστε να την ακούσει όλη η γειτονιά.

Απότομα έκλεισε το τζάμι χωρίς να της πει τίποτα... Η καρδιά του κόντευε να βγει από το στήθος και να αρχίσει να τρέχει γύρω από τα πόδια του. Ήθελε να αρπάξει μια τσατσάρα για να χτενίσει τα κατσαρά του μαλλιά αλλά τι να χτενίσει από αυτήν την αφάνα; "Γαμώ την Παναγία του" σκέφτηκε αυτή τη φορά, χωρίς να το πει.

Γρήγορα φόρεσε ένα άλλο παντελόνι πιο καθαρό και κούμπωσε το πουκάμισό του. Φεύγοντας έριξε για πρώτη φορά στη ζωή του μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη. Τα μεγάλα μάτια του τον κοίταξαν με έξαψη από το γυαλί. Έστρωσε με μια ασυναίσθητη κίνηση το μούσι του και μετανιώνοντας σχεδόν την ίδια στιγμή που αυτός, ένας Παναγίτσας, είχε κοιταχτεί στον καθρέφτη σαν κανά γυναικωτός, έριξε μια Παναγία ακόμη και βγήκε έξω.

Η Μάρω είχε έρθει εκεί με σχέδιο. Με το που μπήκε μέσα ο Παναγίτσας, σήκωσε με τρόπο το τελείωμα της φαρδιάς, ριχτής φούστας της για να φανεί το γόνατο και λίγο πάνω από αυτό. Φορούσε μια μπλούζα στενή που αγκάλιαζε σταυρωτά το στήθος της, αφήνοντας το περισσότερο έξω παρά μέσα.

Ο Παναγίτσας στραβοκατάπιε.

"Που πάμε; " ρώτησε και έβγαλε με χέρια που έτρεμαν να ανάψει τσιγάρο.

"Θα δεις" του έκανε πονηρά εκείνη.

Το αυτοκίνητο δεν κατευθύνονταν προς το σπίτι του Πίτα, αλλά έμπλεξε μέσα στα στενά ανηφορικά δρομάκια από αυτά που βγάζουν σε δρόμους έξω από το χωριό, στα ψηλά σημεία του.

"Το αφεντικό σου δεν είναι εδώ... Τον πήρε τηλέφωνο κάποιος, κάποια, δεν ξέρω, για μια επείγουσα δουλειά λέει στο Άργος... Μαλακίες... "

Ο Παναγίτσας τα έχασε... "Που πάμε; " τη ρώτησε ξανά.

Γύρισε και τον κοίταξε με τα μικρά ματάκια της, που έλαμπαν πονηρά.

"Μην είσαι ανυπόμονος" του έκανε γεμάτη νάζι.

Ο Παναγίτσας άρχισε να τρελαίνεται. Σε κάθε αναπηδητό που έκανε το μικρό αυτοκίνητο στον κακοτράχαλο δρόμο έβλεπε το στήθος της να αναταράζεται, έτοιμο να χυθεί έξω. Το δεξί της πόδι φαινόταν, πέντε δάχτυλα πάνω από το γόνατο, άσπρο, γεμάτο, λαχταριστό. Έτσι του έρχονταν να χώσει το χέρι του κάτω από τη φούστα της και το πρόσωπό του μέσα στο στήθος της εκεί που οδηγούσε.

Η Μάρω καταλάβαινε την αναστάτωση που του είχε προκαλέσει και ευχαριστιόταν μέσα της. Με τρόπο έκανε τη φούστα να ανασηκωθεί ακόμη λίγο περισσότερο. Του Παναγίτσα του βγήκαν τα μάτια, μα κρατιόταν ακόμη στο "κοίτα χωρίς να αγγίζεις" που του επέβαλε όση αυτοσυγκράτηση του είχε απομείνει. Και αυτή η λίγη έκανε ακόμη καλά τη δουλειά της, αλλά μέχρι πότε;

Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το χωριό, πάνω σε ένα από τα πολλά υψώματά του, απ’ οπου φαινόταν όλος ο Αργολικός κάμπος και οι κορυφογραμμές που πλαισίωναν σα ζωγραφιά τις Μυκήνες. Η Μάρω τεντώθηκε προς τα πίσω, τανίζοντας το σώμα της και φροντίζοντας να προτάξει όλα της τα προσόντα προς τα εμπρός για να βγάλει εντελώς τα μάτια του Παναγίτσα.

Ο καημένος ο Παναγίτσας τέτοια φούντωση δεν είχε ξαναπάθει στη ζωή του αλλά και δεν είχε ξανανιώσει τόσο στριμωγμένος σε μια τόσο βασανιστική αμηχανία. Ευτυχώς για αυτόν η Μάρω φρόντισε να τον βγάλει απ’ όλα αυτά. Του πήρε την παλάμη και την έβαλε πάνω στο γόνατό της και από εκεί την οδήγησε αργά προς τα επάνω.

Ήταν αδύνατον για τον Παναγίτσα να κρατηθεί περισσότερο. Ο άντρας με τα σχεδόν δυο μέτρα ύψος, εξερράγη με μια τεράστια έκρηξη στα εντός του και ασυγκράτητος πια όρμησε πάνω στη Μάρω, πιάνοντας και χουφτώνοντας παντού. Οι λιποθυμικές μικρές κραυγές της τον ερέθιζαν ακόμη περισσότερο κάνοντάς τον θεριό ανήμερο που πρέπει να φάει όσο το δυνατόν περισσότερο για να χορτάσει...

Όταν κατευθύνθηκαν πάλι πίσω στο χωριό είχε αρχίσει να βραδυάζει... Γυρνούσαν σιωπηλοί. Ο Παναγίτσας σοβαρός και ανέκφραστος, η Μάρω με μια έκφραση ικανοποίησης χαραγμένη στο πρόσωπό της.

Ο Παναγίτσας είχε πια ερωτευτεί... Αυτό ήταν για αυτόν... Η ένωσή του με το σώμα της Μάρως, τον έκαναν να τη λατρεύει πια με μια λατρεία αφύσικα μεγάλη για το λίγο του χρόνου που την ήξερε. Του έφταναν εκείνα τα πονηρά βλέμματα που ακόμη του έριχνε. Μέσα του είχε αρχίσει να γίνεται μια περίεργη πάλη. Του έρχονταν στο μυαλό το πρόσωπο του Πίτα και το αίμα του ανέβαινε στο κεφάλι. Όχι ο Πίτας δε θα ξανάγγιζε τη Μάρω... Θυμόταν τα μπατσάκια που τις έδινε στον πισινό μπροστά του και ένοιωσε έτοιμος να ξεσκίσει τον Πίτα αν τον ξανάβλεπε μπροστά του. Οι όροι είχαν ξαφνικά αντιστραφεί. Μπορούσε να φέρει τη θάλασσα στο βουνό για τη Μάρω και να κατεβάσει το βουνό στη θάλασσα.

Όταν η Μάρω τον άφησε στην άκρη του χωριού για να μην μπούνε πάλι μαζί μέσα, κατευθύνθηκε ντουγρού για το σπίτι του Πίτα αφού πέρασε πρώτα από το δικό του για λίγα λεπτά... Σίγουρα τέτοια ώρα θα τον έβρισκε πια εκεί.

Πράγματι ο Πίτας καθόταν στο μπαλκόνι του, πίνοντας καφέ. Η Μάρω είχε μόλις μπει μέσα και ο Παναγίτσας την είδε να αλλάζει μπλούζα στο δωμάτιο δίπλα από την κουζίνα. Άλλαζε τη μπλούζα της με ανοιχτές κουρτίνες σχεδόν, ξέροντας πως θα την έβλεπε όποιο μάτι κι αν πέρναγε απ’ έξω. Αλλά κι ο Πίτας σιγά που νοιαζόταν... Για την πλάκα του την είχε τη Μάρω, για να περάσει καλά κανά μήνα και μετά βουρ για την επόμενη. Ήδη του είχε γυαλίσει κάποια άλλη. Το ίδιο θα ήταν για αυτόν αν η Μάρω έβγαινε και ξεβρακώνονταν στη μέση της πλατείας.

Ο Παναγίτσας πλησίασε κοντά στο χαμηλό μπαλκόνι και στάθηκε από κάτω. Το σώμα του ήταν τεντωμένο σε θέση μάχης. Τα μάτια του βλοσυρά σηκώθηκαν προς τον Πίτα. Το πρόσωπό του σκοτεινό, συνοφρυώθηκε σε μια έκφραση μίσους που ξάφνιασε λίγο τον Πίτα που αραχτός απολάμβανε το καφεδάκι του...

‘Έλα ρε Γιώργη" έκανε με φυσικότητα "τι τρέχει; "

Ο Παναγίτσας με ένα σάλτο πιάστηκε από τη χαμηλή ποδιά της βεράντας και ανέβηκε επάνω σαν αίλουρος.

"Γαμώ την Παναγία του" ήταν τα πρώτα λόγια που είπε πριν δώσει την ξαφνική μπουνιά στο πρόσωπο του Πίτα.

"Τι έπαθες ρε μαλάκα; , Τι έπαθες; " έλεγε και ξανάλεγε ο Πίτας σωριασμένος κάτω και προσπαθώντας να σκουπίσει τα αίματα από τη μύτη του.

"Την αφήνεις και αλλάζει μες σε όλα τα μάτια, και δε σε νοιάζει τίποτα... Για πήδημα την έχεις μόνο ρε παλιοπούστη; Θα σε σκοτώσω! "

Όλο και πιο έξαλλος έπεσε πάνω στον Πίτα που ότι πήγαινε να ξανασηκωθεί, αλλά είχε πια καταλάβει περι τίνος επρόκειτο. Και μπορεί μεν δεκάρα να μην έδινε για τη Μάρω αλλά όχι και όλο το χωριό να γελάει εις βάρος του σε περίπτωση που ο Παναγίτσας –ποιος; Ο Παναγίτσας! Ήμαρτον Θέ μου! - του έτρωγε τη γκόμενα... Προτιμούσε να του σπάσει τα παΐδια παρά να τον ξεφτιλίσει ο Γαμώ την Παναγία μου.

Ο καβγάς ήταν πια τρομερός. Σα θεριά κυλιόντουσαν κάτω και χτύπαγε ο ένας τον άλλον με όλη του τη μανία. Η Μάρω κοιτούσε με ηδονική ευχαρίστηση πίσω από μια κουρτίνα. Δυο άντρες να τσακώνονται για αυτήν.

Γρήγορα μαζεύτηκαν γείτονες που προσπάθησαν να τους χωρίσουν μα ο Παναγίτσας έβγαλε ένα μεγάλο μαχαίρι κρυμμένο μες στα ρούχα του και τους φοβέρισε για λίγο όλους πίσω...

Ο Πίτας βρήκε την ευκαιρία και τον άρπαξε από τη μέση έτσι όπως ήταν γυρισμένος. Του έκανε μια σφιχτή λαβή που έκανε τον Παναγίτσα να χάσει για λίγο την ισορροπία του. Με κόπο τον τράβηξε προς τα κάγκελα της βεράντας και τον άφησε να σκάσει κάτω σα σακί με πατάτες. Την τελευταία όμως στιγμή ο Παναγίτσας του κατάφερε μια ξαφνική και απότομη μαχαιριά μέσα στο κρέας του μπράτσου. Το αίμα ανάβλυσε ζεστό και κόκκινο και γέμισε τον Πίτα. Ταυτόχρονα ο Παναγίτσας πέφτοντας σχεδόν ανάποδα από τη βεράντα έσπασε σε δυο σημεία το δεξί του ποδάρι.

"Πωπού, πωπού!! " φώναζαν κάτι γριές από τα απέναντι σπίτια βλέποντας τους δυο άντρες σε χάλια κατάσταση ο ένας γκρεμοτσακισμένος στο δρόμο και ο άλλος αιμόφυρτος με βαθύ κόψιμο, να είναι ξάπλα στο μπαλκόνι του ουρλιάζοντας από πόνο.

Η Μάρω ετοίμασε γρήγορα τα πράγματά της κι έφυγε σαν κλέφτης πριν προλάβουν καν να τη δουν από το πίσω μέρος του σπιτιού. Πολύ αγροίκοι σε αυτόν τον τόπο για αυτήν.

Κανείς από τους δυο τους δεν ξαναείδε τη Μάρω. Μάλιστα ακούστηκε ότι τραβιόταν με έναν απατεώνα από το Άργος που μπαινόβγαινε στις φυλακές.

Όταν ξανάρχισαν μαζί τη δουλειά ο ένας με μπανταρισμένο πόδι και ο άλλος με μπανταρισμένο χέρι, ο Πίτας έπιασε και αυτός τις συνήθειες του Παναγίτσα και ο Παναγίτσας τις συνήθειες του Πίτα.

Ο Παναγίτσας δούλευε χωρίς να βάζει γλώσσα πια μέσα του και ο Πίτας φτύνοντας συνέχεια μες στον ασβέστη φρόντιζε να του δείχνει πόσο πολύ εκτιμούσε αυτά που έλεγε.

"Γαμώ την Παναγία του, σκάσε"...

Έτσι τράβαγε όλη η μέρα τους μέχρι το μεσημέρι, έτσι τραβάει ακόμη και σήμερα 15 χρόνια μετά από αυτό το περιστατικό...


Chcome (toavgo@in.gr)

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη