Οι τρεις δαχτυλήθρες - Για κάποιον που πέθανε πρόσφατα (Πλού-γη)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Σα γέρασε ο Αθάνατος και ήπιε το νερό του
Σε κούπα χάλκινη μικρή, φτύνει το ριζικό του.
Τα ασπρόφρυδά του έσμιξε, τα μάτια του στενέψαν
Ένα τραγούδι ζήτησε κι οι μνήμες του θεριέψαν

Σαν το τραγούδι άρχισε κι οι μουσικές ανθίσαν
Ο Αθάνατος εσώπασε, τα μέσα του μιλήσαν:
"Γέρο εψές επέθανες και σήμερα γεννιέσαι
μα μες στο μνήμα βρίσκεσαι, γι’ αυτό μη ξεγελιέσαι"

Κι ο γέρος ανταπάντησε με χείλη μαραμένα
Πως τη ψυχή του κένταγε με νήματα κλεμμένα
Παράπονο τον έπιασε και οι λύπες τον εσφίξαν
Η καρδιά του εράγισε, τα γόνατα λυγίσαν

Τα παραθύρια άνοιξε κι ο αέρας εκουρνιάζει
O νους πέρα μακριά τρέχει για να χορτάσει
Κι εκεί που ήλιο ερούφαγε και στη ζωή μιλούσε
Κάτι σαν πλάσμα αμούτσουνο, εφάνη και γελούσε

Μικρό κι άσχημο κακό, με δόντια μαύρες τρύπες
Στα δάχτυλα εφόραγε τρεις άσπρες δαχτυλήθρες
"Πάρε τη μια για να ’χεις φως στου τάφου τα σκοτάδια
πάρε τις δυο για φυλαχτό απ’ του Άδη τα ποδάρια

Σου δίνω και την τρίτηνε να βγαίνεις στα ξωκλήσια
Χωρίς να σε εβλέπουνε, κρυφά να τρως καΐσια*
Και αν θλίψες σε εζώσουνε και θες κρασιά και ρόιδια
Όλες μαζί εφόρα τες και σφύρα τρία ξόμπλια**"

Ο γέρος το ευχαριστεί και μες στη γη βουτάει
Την κάσα καλά έκλεισε και έναν σταυρό φιλάει
Το αερικό με τρεις φωνές κοντά του το διατάζει
Και εκείνο ρίχνει τις φτυαριές, με χώμα τον σκεπάζει

Ο γέρος ο Αθάνατος τα δυο του μάτια κλείνει
Και της ψυχής τα όνειρα πιάνει κι όλα τα πνίγει.
Για άλλον τόπο ξεκινά, που 'χει πολλά φεγγάρια
Το άρμα του το σέρνουνε δύο σταχτιά πουλάρια.


Πλού-Γή (15 Απρίλη 2005)

Για κάποιον αγαπημένο που πέθανε πρόσφατα




* Καΐσια = βερίκοκα

    • Ξόμπλια = μάγια (μαγικές ευχές)

Και οι δύο λέξεις απαντώνται συχνά στην Πελοπόννησο

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη