Η άγρια μικρή οπλοφορεί - για τα παιδιά μου (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


www.regina-rosas-amat.blogspot.com


Αφιερωμένο με όλη μου την αγάπη στα τρία παιδιά μου, ηλικίας 13, 10 και 8 χρ. Πρόκειται για παιδικό μυθιστόρημα φαντασίας (για παιδιά ηλικίας από 10 ετών και πάνω). Γράφτηκε το 1991-1992 περίπου, αρχικά στα αγγλικά, για μία εργασία (short story development) της σχολής μου και το συνέχισα το Σεπτέμβριο 06 για να ευχαριστήσω τα παιδιά μου που ήθελαν επειγόντως να διαβάσουν μια συνέχεια, από τη στιγμή που το βρήκαν στραπατσαρισμένο μέσα σε μια επιχείρηση ξεαραχνιασμάτος της αποθήκης.


Το ταξίδι μιας άγριας μικρής

Κάποτε-στα αλήθεια πολύ παλιά- ήταν ένα μικρό κορίτσι που του άρεσαν πολύ, μα πάρα πολύ, τα μικροσκοπικά μπλε άλογα. Φυσικά ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί κάποιο μπλε άλογο και μάλιστα μικροσκοπικό. Μόνο άσπρα και μαύρα υπήρχαν-άντε και κανά καφετί- για αυτό κι οι γονείς της της παρήγγειλαν ένα μπλε, ειδικά από έναν Κινέζο μάγο. Όσο και να φαίνεται περίεργο υπάρχουν και σήμερα Κινέζοι μάγοι, μόνο που είναι λιγοστοί και πρέπει να ξέρεις καλά τα κυκλωματά τους για να τους βρεις.

Εγώ ήμουν αυτή που καθοδήγησε τους γονείς της μικρής κι έτσι μπορώ να σας δώσω πληροφορίες για αυτήν την παράξενη ιστορία από πρώτο χέρι.

Η μικρή είχε ονομάσει το μπλε αλογό της Κασκαρίκ και το φύλαγε σ’ ένα από τα συρτάρια της, το οποίο όταν είχε ήλιο, το έβγαζε στο περβάζι της ή το ακουμπούσε στο χορτάρι του κήπου.
Ήτανε ένα πραγματικά θαυμάσιο άλογο με μια υπέροχη χαίτη, μακριά, απαλή σαν βελούδο και γαλαζωπή, μ’ένα παράξενο γαλάζιο που άσπριζε όταν οι ακτίνες του ηλίου το χάιδευαν. Το αγαπούσε τόσο πολύ ώστε όταν έβλεπε κάποιον να το πλησιάζει, συνήθως έβαζε τις φωνές με τόση δύναμη που το στόμα της ξεχείλωνε για μερικές ώρες (μέχρι να έρθει ο γιατρός και να το συμμαζέψει πατικώνοντας γερά τα δυο χείλη μεταξύ τους μ’ ένα περίεργο μηχάνημα που έμοιαζε με τεράστιο μανταλάκι ή συρραπτικό, χωρίς να είναι τίποτα από τα δύο).

Μονάχα εμένα άφηνε να το πλησιάζω αφού εγώ υπήρξα ο βασικός σύνδεσμος με τον Κινέζο μάγο. Με άφηνε να το χαϊδεύω στη χαίτη και να του δίνω κανά δυο μεγάλους κόκκους ζάχαρη ενώ η ίδια με παρακολουθούσε ακίνητη από την πόρτα.

Μια ημέρα, ανεξήγητο το γιατί, το μπλε άλογο με δάγκωσε δυνατά στο δάχτυλο και τότε εγώ εκνευρισμένη κι εντελώς παρακινημένη από τα ακαριαίως λειτουργούντα αντανακλαστικά μου αλλά και τον έντονο πόνο που ένοιωσα-το άλογο παρόλο το μεγεθός του είχε δοντάρες -, το χτύπησα με την ανάστροφη στη μουσούδα φωνάζοντας "βρωμάλογο, πάρε μία για να μάθεις! ". Η μικρή τότε χαμογελώντας σατανικά, πλησίασε αργά την ντουλάπα της, άνοιξε τα βαριά φύλλα και πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται με πυροβόλησε δυο φορές στην κοιλιά, με το επιχρυσωμένο ρεβόλβερ της, δώρο του πατέρα της.

Έπεσα νεκρή με την πρώτη πιστολιά-η δεύτερη δεν χρειάζονταν-. Το άλογο ξαφνιασμένο υψώθηκε στα δυο πισινά μικρά του πόδια βγάζοντας ένα ψιλό ανήσυχο χλιμίντρισμα. "Καλέ μου Κασκαρίκ, καλέ μου Κασκαρίκ! " αναφώνησε δύο φορές η μικρή δολοφόνος κι έτρεξε να κλείσει προστατευτικά στις δυο της χούφτες το μπλε άλογο. Έβλεπα κάθε της κίνηση καθώς η ψυχή μου με δυνατούς κραδασμούς άρχισε να βγαίνει από το σώμα μου. Ένοιωθα περίεργους βόμβους να χτυπάνε τα μηνίγγια μου κι ένα έντονο μούδιασμα σε όλα μου τα μέλη, σαν να περπατούσαν επάνω μου στρατιές μυρμηγκιών. Είδα τον κόκκινο λεκέ πάνω στην πορτοκαλί μπλούζα μου κι έπειτα παρατήρησα την ήσυχη έκφραση που είχα πάρει πεθαίνοντας. Το κεφάλι μου ήταν στραμμένο προς το παράθυρο και τα μάτια μου ήταν σαν να κοίταζαν τα μεγάλα κοκκινόφυλα δέντρα του κήπου που πάντα τόσο μου άρεσαν. Ήμουν πολύ ωραία νεκρή με ένα ύφος αδιόρατα θλιμμένο λες κι είχα πεθάνει για έναν μεγάλο έρωτα. Έδωσα συγχαρητήρια στον εαυτό μου κι έπειτα υψώθηκα λιγάκι παραπάνω προς το ταβάνι. Ένοιωθα όπως και ένα πουλί που πετάει.

Η μικρή έκλεισε πάλι το ρεβόλβερ της στην ντουλάπα και μετά ήρθε και στάθηκε πάνω από το πτώμα. Το πτώμα μου. Τα μάτια της γυάλιζαν διαβολικά. Μου έβγαλε τη γλώσσα και χαμογέλασε αυτάρεσκα. Αν μπορούσα θα την στραγγάλιζα, μα τα χέρια μου κείτονταν άψυχα, το ένα πάνω στο στήθος μου και το άλλο ριγμένο στο πλάι. Με περιεργάστηκε λίγο ακόμη, έσκυψε και ζούληξε την κοιλιά μου, μου ανοιγόκλεισε τα μάτια πέντε έξι φορές, τραβώντας μου πάνω κάτω τα βλέφαρα και αφού βαρέθηκε ξαναπήγε στον Κασκαρίκ της.

"Λεω να τη στείλουμε στον Κινέζο μάγο να κάνει τα πειραματά του".

Το άλογο χλιμίντρισε δυνατά και μου φάνηκε πως τα μικρά του ρουθούνια τρεμόπαιξαν με ευχαρίστηση. Καθώς τα είδα να τραβιούνται μου φάνηκε πως είδα το ίδιο ακριβώς χαμόγελο με της κυράς του.

Το επόμενο πρωί παρακουλούθησα τη συσκευασία του πτωματός μου σε ένα μακρόστενο χαρτονένιο κουτί που προηγουμένως περιείχε κουρτινόξυλα. Όλα ήταν κανονισμένα. Σε λίγες ώρες θα έφτανα στην Κίνα με το ιδιωτικό αεροπλάνο του πατέρα της. Η ψυχή μου παρακολουθούσε το σώμα μου έτοιμο να σταλεί προς διαμελισμό, ανίκανη να αντιδράσει. Το μόνο που μου έμενε ήταν να παρατηρήσω για μια ακόμη φορά την ομορφιά των σταυρωμένων μου λευκών χεριών πάνω στο στήθος-μου τα είχαν σταυρώσει για να μπορέσω να χωρέσω στο κουτί-καθώς και τη χαρακτηριστική φιλντισένια σχεδόν χλωμάδα που είχα πάντα στο πρόσωπο –λογοτεχνικής ηρωϊδας χλωμάδα- να έχει ήδη πάρει ένα αλλόκοτο κιτρινοπράσινο χρώμα, το χρώμα του χαλκού που πεθαίνει.

Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε το πτώμα μου αν και μαντεύω πως ο Κινέζος μάγος θα το είχε χρησιμοποιήσει σα συστατικό για τις βατραχίσιες σούπες του. Οι τρίχες των όμορφων μαλλιών μου θα κολυμπούσαν προφανώς σε κάποιο καζάνι μαζί με πόδια αράχνης και γλώσσες φιδιών. Οι βολβοί των ανήσυχων ματιών μου θα επέπλεαν σαν μαλακά μπαλάκια μέσα σε κάποια κουτάλα με ζουμί φίλτρου.

Η ψυχή μου εν τω μεταξύ –δηλαδή εγώ– παρέμεινε πίσω στο τεράστιο ανακτορικό σπίτι όπου ζούσε η δολοφόνος μου μαζί με τους εικοσιπέντε υπηρέτες της και τους δυο γονείς της. Συνέχιζε να ασχολείται με τον Κασκαρίκ της, να χτενίζει τη χαίτη του, να τον ταΐζει μικρά κομμάτια μήλου, να του τραγουδά. Εξακολούθησε κάθε πρωί να τον βγάζει στο περβάζι του παράθυρου ή στο γρασίδι του κήπου, μέχρι που αποφάσισε πως βαρέθηκε και πως στη θέση του Κασκαρίκ της ήθελε τώρα ένα σκουλήκι που να εκπαιδεύεται. Οι γονείς τη φυσικά απελπίστηκαν γιατί ήξεραν πως σκουλήκια εκπαιδεύσιμα δεν υπάρχουν πουθενά.

Το μικρό κορίτσι επόμενο ήταν να σηκώσει το σπίτι με τα ουρλιαχτά του. Ο γιατρός ηλθε πολλές φορές να του πατικώσει το στόμα με το τεράστιο μανταλάκι του (ή συρραπτικό του) και κάθε φορά σκούπιζε τις ψιλές σταγονίτσες ιδρώτα στο μετωπό του με ένα άραχνο, απαλό κρεμ μαντηλάκι. "Πρέπει να της βρείτε ένα σκουλήκι, ένα οποιοδήποτε σκουλήκι" ‘έλεγε και ξανάλεγε χαμηλόφωνα κι η φωνή του τρεμούλιαζε λιγάκι καθώς στερέωνε τα γυαλιά του πάνω στη μύτη του. Οι δυο απεγνωσμένοι γονείς ήξεραν όμως πολύ καλά πως έτσι κι η μικρή τους κόρη καταλάβαινε ότι το ζουζούνι δεν ήταν εκπαιδεύσιμο μπορούσε να κρατήσει την αναπνοή της μέχρι να μπλαβιάσουν τα μαγουλά της και να πέσει κάτω. Α, όχι, δεν άντεχαν τέτοιες σκηνές τρόμου. Η κατάσταση ήταν εφιαλτική για αυτούς.

Αλλά όπως είναι γνωστό σκουληκια εκπαιδεύσιμα δεν υπάρχουν. Μπορεί να έχουμε ακούσει ιστορίες για ψύλλους που εκπαιδεύονται και κάνουν διάφορα κόλπα μα δεν υπάρχει ούτε μια ιστορία για σκουλήκι που κατάφερε να κάνει ακροβασίες σε τεντωμένα σχοινιά. Υποπτεύομαι που μόνο που θα διαβάζει κάποιος τις λέξεις "εκπαιδεύσιμα σκουλήκια" θα γελάει περιφρονητικά. Κι όμως δεν επρόκειτο για φαντασία. Όσο και αν δεν το πιστεύει κανείς υπήρχαν κάποια σκουλήκια που αν είχε κάποιος υπομονή μέχρι και κιθάρα μπορούσε να τα μάθει να παίζουν, ανεβοκατεβαίνοντας και γλιστρώντας απαλά πάνω στις λεπτές χορδές. Αυτού του είδους τα σκουλήκια τα είχε μόνο κάποιος γέρος ο οποίος ζούσε στα βαθη της Αφρικής μαζί με τη γριά γυναίκα του.

Οι γονείς έμαθαν αυτήν την πληροφορία από τον Κινέζο μάγο ο οποίος με αυτόν τον τρόπο θέλησε να τους ευχαριστήσει για το θαυμάσιο δώρο που του έκαναν-εννοώ το πτώμα μου-και το οποίο του φάνηκε τόσο χρήσιμο.

Μην έχοντας άλλη λύση λοιπόν, ξεκίνησαν και πήγαν στα βάθη της Αφρικής. Το χωριό που κατοικούσε ο γέρος ήταν ένα μέρος ιδιαίτερα ζεστό και γεμάτο πανέμορφα εξωτικά πουλιά που συνδύαζαν στην ουρά τους σχεδόν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου σε ένα κρεσέντο αρμονίας. Ο γέρος έμενε σε μια συμπαθητική αχυρένια καλύβα της οποίας τα μόνα έπιπλα ήταν ένα επίσης αχυρένιο κρεβάτι, ένα καλαμένιο τραπέζι πολύ χαμηλό και μια χάλκινη κατσαρόλα. Τα σκουληκάκια του τα φύλαγε σε μικρά κουτάκια τα οποία τα τοποθετούσε το ένα πάνω στο άλλο. Μέσα στην καλύβα, παρόλα τα λιγοστά έπιπλα, δεν υπήρχε χώρος να κουνηθεί κάποιος γιατί όλες οι μεριές κι όλες οι γωνιές ήταν κατειλημμένες με πανύψηλες στήλες από μικρά κουτάκια. Το κάθε κουτάκι είχε μια ετικέτα κολλημένη απέξω με το όνομα, την ηλικία και το φύλο του σκουληκιού. Ο γέρο νέγρος –που είχε μεγάλα όμορφα μάτια-χρησιμοποιούσε τα σκουληκάκια του για να διασκεδάζει τα παιδάκια της φυλής του που κι αυτά είχαν τα ίδια όμορφα μεγάλα μάτια, τόσο μαύρα μάλιστα που όταν κοίταζαν κάποιον τον έκαναν να αισθάνεται περίεργα, σαν να μαγεύονταν. Μερικοί άνθρωποι το έχουν αυτό. Μπορούν να μαγεύουν τους άλλους με τα βλέμματα.

Η μαμά της μικρής είπε πως το μέρος ήταν περίεργο κι ο μπαμπάς συμπλήρωσε πως δεν τους ενδιέφερε αυτό μα το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να πάρουν το ζουζούνι τους και να φύγουν.
Ο γέρος όταν του το είπαν γέλασε και τους έδιωξε εξακολουθώντας να γελάει. Αυτοί βεβαίως επέμειναν, ο γέρος τους ξαναέδιωξε μέχρι που ο πατέρας αναγκάστηκε να μπει ένα βράδυ κρυφά, μεταμφιεσμένος σε καλαμένιο σκιάχτρο και να κλέψει ένα κουτί.

Το άλλο πρωί κι ενώ οι γονείς επέστρεφαν στο σπίτι τους, ο γέρος ανακάλυψε την κλοπή του ζουζουνιού του-όνομα Βιμ, ηλικία 20 ημερών- κι έδειρε αλύπητα τη γυναίκα του μπροστά στα παιδιά που την κοιτούσαν με τα ολόμαυρα μάτια τους. Η γυναίκα ήταν πάντα μια καλή και πιστή φρουρός των σκουληκιών μα αυτήν τη φορά η φωτογραφία του παιδιού τους που της έδωσαν να δει, τη θάμπωσε στην κυριολεξία. Πρώτη φορά έβλεπε άσπρο παιδί με μπλε μάτια. Για αυτό και άφησε το καλαμένιο σκιάχτρο να φύγει χωρίς να ειδοποιήσει τον γέρο.

Η μικρή δολοφόνος έκανε μεγάλες χαρές. Ονόμασε το σκουλήκι της Ερμιέλλα, θαύμασε το παράξενο σταχτί του χρώμα και βάλθηκε να το εκπαιδεύσει γεμάτη ενθουσιασμό. Σε έναν μήνα η η Ερμιέλλα είχε μάθει να σκαρφαλώνει σε μικρές πλαστικές σκάλες, ειδικά φτιαγμένες για αυτήν, να παίζει κιθάρα έρποντας με έντονες κινήσεις πάνω στις χορδές, να προχωρά σε τεντωμένη κλωστή, μέχρι και να χορεύει στους αργούς ρυθμούς της Ανατολής λικνίζοντας το μικρό της σώμα απαλά στο άκουσμα της μουσικής. Η μικρή ήταν ξετρελαμένη, αληθινά ξετρελαμένη, τόσο πολύ μάλιστα που το βράδυ όταν κοιμόταν έπαιρνε το κουτί με το σκουλήκι της κάτω από το μαξιλάρι της.

Στο μεταξύ εγώ όλον αυτόν τον καιρό, αιωρούμενη στα ψηλά σκαλιστά ταβάνια του σπιτιού τους, παρακολουθούσα κάθε κίνηση της Ερμιέλλας και προπάντων της κυράς της. Τα βράδια όταν αυτή κοιμόταν κι έκλεινε τα μάτια της εγώ περνούσα από τοίχο σε τοίχο και από υπόγειο σε υπόγειο, έπειτα ανέβαινα στα κυρίως δωμάτια, αέρινη, ανάλαφρη, όμοια με αραχνοΰφαντο νυφικό που ’χει αφεθεί να πετά στον αέρα και κατασκόπευα τους ανήσυχους ύπνους της μικρής. Μου άρεσε πολύ να εμφανίζομαι στα ονειρά της, ζωντανή, κρατώντας την κοιλιά μου και με υπόκωφη βραχνή φωνή να της ζητώ εκδίκηση. Όλα αυτά βέβαια ήταν ανοησίες γιατί η εκδίκηση ήταν το μόνο πράγμα που δεν είχα στο νου μου. Το μόνο που με σκεφτόμουν ήταν πότε θα έλθει επιτέλους η μέρα να λυθώ από τα δεσμά της γης και να υψωθώ ελεύθερη στην κοσμική ύλη του σύμπαντος αφήνοντας πίσω μου την Ερμιέλλα, την κυρία της και τους γονείς της. Δεν άντεχα άλλο να βλέπω όλη μέρα αυτήν την τύραννο με τα εμπριμέ φουστανάκια και ρόζ σοσόνια της να χαμογελά γλυκά στους επισκέπτες που έρχονταν για να θαυμάσουν τα κόλπα του περίεργου σκουληκιού της.

Εώς και το όμορφο μπλε άλογο, τον περήφανο διαβολικό Κασκαρίκ ξέρετε τι τον έκανε; Τον πούλησε σε ένα περιοδεύον τσίρκο και μάλιστα για ένα ευτελές ποσό. Όλη της η έννοια ήταν πως θα τον ξεφορτωθεί. Ήμουν σίγουρη πως η ίδια μοίρα περίμενε και την Ερμιέλλα όταν θα τη βαριόταν κι αυτήν. Τελικά αποδείχτηκε πως έκανα λάθος.

Κάποιο πρωινό κι ενώ έξω έβρεχε η Ερμιέλλα βρήκε την ευκαιρία, καθώς το κορίτσι είχε πεταχτεί στο διπλανό δωμάτιο για να φέρει ένα μουσικό κουτί με ισλαμική μουσική, να βγει από το κουτί της και από εκεί να περάσει έρποντας γρήγορα στο ανοιχτό μπαλκόνι. Ήταν όμορφα έξω. Αυτή η βρόχινη υγρασία ήταν ότι πρέπει για ένα σκουλήκι που μένει τόσο καιρό κλεισμένο σε ένα κουτί. Ευτυχισμένη η Ερμιέλλα, ανενόχλητη, ρουφώντας με το μικρό της σώμα την υγρασία του βρεγμένου μπαλκονιού δεν άκουσε την κυρά της να τη φωνάζει ανήσυχα: "Ερμιέλλα, Ερμιέλλα!! Που είσαι; Ερμιέλλα, Ερμιέλλα!! " κι έπειτα να στριγγλίζει πως θα σκοτώσει όποιον τόλμησε και πήρε το ζουζούνι της. Την ίδια ακριβώς στιγμή, την ίδια ακριβώς ώρα που το μικρό κορίτσι ξεφώνιζε υστερικά, τα μικρά ματάκια της Ερμιέλλας είδαν τρομοκρατημένα και σοκαρισμένα το θάνατο να τη συνθλίβει με μια κίνηση. Ένα θάνατο φριχτό και ξαφνικό που είχε τη μορφή μια τεράστιας σόλας από ένα μπορντώ γυαλιστερό μοκασίνι. Το φτωχό σκουλήκι δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Το σώμα του ράγισε σε κομμάτια αφήνοντας να ξεχυθεί ένα αηδιαστικό πρασινωπό υγρό που λέρωσε το αστραφτερό άσπρο μωσαϊκό του μπαλκονιού.

"Εδμόνδε!!!! " ούρλιαξε η μικρή με τρόμο και μίσος στα μάτια και χωρίς να χάσει καιρό άρπαξε το ψαλίδι πάνω από το κομοδίνο της και το εκσφενδόνισε στοχεύοντας με ακρίβεια πάνω στο μέτωπο του υπηρέτη της που εκείνη τη στιγμή ανακάλυπτε τι είχε πατήσει.

"Μη κυρία! " πρόλαβε μονάχα να πει και το ψαλίδι καρφώθηκε στο κέντρο ακριβώς του προσώπου του λίγο πιο πάνω από τη μύτη του.

Η ψυχή και το σώμα του κακότυχου υπηρέτη χωρίστηκαν με τον ίδιο τρόπο που ’χε χωριστεί κι η δική μου ψυχή από το δικό μου σώμα. Σε δευτερόλεπτα η ψυχή του πετούσε δίπλα από τη δική μου.

’Ώστε κι εσείς; τον αισθάνθηκα να με ρωτάει.

Επικοινωνούσαμε πλέον με ένα παράξενο τρόπο. Όχι με λόγια αλλά σαν να στέλναμε μυστηριώδεις, τηλεπαθητικές δονήσεις ο ένας στον άλλον.

"Εγώ πάντως θα την εκδικηθώ" φώναξε αλλά φυσικά τον άκουσα μόνο εγώ.

"Το μόνο που πρέπει να κάνουμε-του απαντησα-είναι να περιμένουμε πότε θα ελευθερωθούμε από το γήινο πεδίο. Δε νομίζω να αργήσουμε"

Είδαμε τη μικρή να διαλύει ακόμη περισσότερο τον Ερμιέλλα με το παπούτσι της ενώ ταυτόχρονα έκλαιγε. Έπειτα με λίγο νερό από το λάστιχο ποτίσματος καθάρισε το λεκέ και τα διαλυμένα κομμάτια της Ερμιέλλας κατέληξαν στο στρογγυλό σιφόνι που τα κατάπιε μαζί με το νερό βγάζοντας ένα ρουφηχτό παρατεταμένο ήχο.

Την άλλη ημέρα το κορίτσι είχε ξεχάσει τη θλίψη του κι άρχισε να σκέφτεται τα θα ήθελε τώρα να την ψυχαγωγεί. Όταν μετά από σκληρή σκέψη αποφάσισε, πήγε και δήλωσε στους γονείς της ότι ήθελε μια γυάλινη τριανταφυλλιά που να αναπτύσσεται όπως η κανονική και να βγάζει τριαντάφυλλα όλων των χρωμάτων. Όπως είναι φυσικό ο γιατρός με το κρεμ μαντηλάκι ήρθε και ξαναήλθε.

"Πρέπει να βρούμε μια κρυστάλλινη τριανταφυλλιά! Πρέπει να βρούμε μια κρυστάλλινη τριανταφυλλιά" επαναλάμβανε συνεχώς ο πατέρας της κι η μητέρα της συμφωνούσε κουνώντας καταφατικά και κουρασμένα το κεφάλι της.

Όπως καταλαβαίνετε ο Κινέζος μάγος, με τον οποίο τώρα είχαν μια κάποια σχέση, ήταν η μοναδική λύση. Του τηλέγραφησαν στελνοντάς του ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό. Ο Κινέζος καθώς ήταν έξυπνος άνθρωπος κι ήξερε να εκμεταλλεύεται καταστάσεις, τους ζήτησε τα διπλάσια κι έτσι οι γονείς αναθεματίζοντας τον μα ταυτόχρονα ευτυχείς που μπορούσαν να εξυπηρετηθούν του έστειλαν τόσα χρήματα όσα ζήτησε. Τα πονηρά σχιστά ματάκια του Κινέζου ανοιγόκλεισαν τρεις φορές με χαρά καθώς αντίκρισαν τη μακρόστενη επιταγή. Παρόλο που ήξερε τόσα μαγικά ώστε να φτιάχνει μικροσκοπικά άλογα, να καλεί πνεύματα και φαντάσματα, να θεραπεύει αρρώστιες και χίλια άλλα, χρήματα δεν μπορούσε να φτιάξει και μια επιταγή τόσο μεγάλη ήταν κάτι παραπάνω από σημαντικό για αυτόν.

Ρίχτηκε με κέφι στη δουλειά και σε πέντε μέρες κιόλας η κρυστάλλινη τριανταφυλλιά ήταν έτοιμη. Στάλθηκε με μεγάλη προσοχή στο σπίτι της μικρής. Ήταν πραγματικά θαυμάσια. Το κοριτσάκι όταν την είδε μαγεύτηκε κι έχασε τη μιλιά του για τουλάχιστον πέντε λεπτά.

Ήταν φτιαγμένη ολόκληρη από το καλύτερο κρύσταλλο, ένα κρύσταλλο που ιρίδιζε παράξενα όταν οι ακτίνες του πρωινού και τα δειλινά χρώματα έπεφταν επάνω του. Είχε γύρω στο ενάμισυ μέτρο ύψος κι ο κορμός της μαζί με τα φύλλα της ήταν τόσο λεπτά που αν τα άγγιζε κάποιος έστω και με το μικρό του δαχτυλάκι, υπήρχε φόβος να ραγίσουν. Τα πεταλά της παρουσίαζαν μια απίστευτη γκάμα χρωμάτων. Δεν υπήρχαν ούτε δυο τριαντάφυλλα με το ίδιο χρώμα. Όλα ήταν αλλιώτικα το ένα με το άλλο. Υπήρχαν κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, μπλε, πορτοκαλί, μοβ, μαύρα, άσπρα, ροζ, γαλάζια, βυσσινί εώς και γκρι. Κι όλα τους ανέδιδαν μια μεθυστική, απίθανη μυρωδιά που ο Κινέζος μάγος πάλεψε πολύ για να την πετύχει. Τα ρουθούνια του κοριτσιού τρεμόπαιξαν με ευχαρίστηση καθώς στάθηκε κοντά στα τριαντάφυλλα. Ανάσανε βαθιά κλείνοντας τα μάτια της. "Όμορφα που μυρίζουν! " αναστέναξε.
Οι γονείς κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ικανοποιημένοι.

"Φύγετε τώρα, φύγετε! " τους έκανε ενοχλημένη. "Θέλω να τη θαυμάσω μόνη μου! "

Το φυτό τοποθετήθηκε σε μια καλά προφυλαγμένη γωνιά του κήπου. Η μικρή περνούσε σχεδόν όλη την ημέρα εκεί, γονατισμένη κι εκστατική. Κάθε εικοσιτετράωρο που περνούσε η τριανταφυλλιά μεγάλωνε όλο και περισσότερο και μάλιστα χωρίς πότισμα. Σε ένα μήνα είχε γίνει δυόμιση μέτρα και τόσο ογκώδης που οι αντανακλάσεις τις οποίες έστελνε στα παράθυρα του σπιτιού ήταν πολύ ενοχλητικές. Οι κουρτίνες έμεναν συνεχώς κλεισμένες για αυτόν τον λόγο.

Οι κάτοικοι των γύρω σπιτιών άρχισαν να κάνουν παράπονα για τη βαριά μυρωδιά που τους εμπόδιζε να κοιμηθούν. Ένοιωθαν να ασφυκτιούν κάθε φορά που άνοιγαν τα παραθυρά τους. Η μικρή διέταξε τους γονείς της να μη δώσουν καμία σημασία, πράγμα που έγινε.

Ο Εδμόνδος παρόλο που μισούσε τη μικρή λάτρευε την κρυστάλλινη τριανταφυλλιά γιατί είχε τοποθετηθεί στο σημείο που τον είχαν θάψει το βράδυ της ημέρας που δολοφονήθηκε. Ο καημένος είχε ταφεί τόσο βιαστικά! Την άλλη μέρα είχαν πει πως τον απέλυσαν κι όλα τακτοποιήθηκαν. Κανείς δε ρώτησε τίποτα.

"Κοίτα, κοίτα, μου έλεγε ο Εδμόνδος, κοίτα πως γυαλίζει ο κορμός της πάνω από τον τάφο μου. Δεν είναι θαύμα; "

Συμφωνούσα μαζί του. Στο κάτω κάτω μια κρυστάλλινη τριανταφυλλιά στερεωμένη πάνω στο χώμα που σκεπάζει έναν νεκρό, να λαμποκοπά στον ήλιο και να σκορπά απαλές μοβ αποχρώσεις τα βράδια, είναι πολύ καλύτερη και πολύ πιο όμορφη από ένα απλό ξύλινο ή έστω μαρμάρινο σταυρό που δεν έχει καμία φαντασία αλλά και διάθεση να κάνει τον νεκρό να συγκινηθεί καθώς θα ατενίζει τον τάφο του από ψηλά.

Με τον Εδμόνδο είχαμε δεθεί πάρα πολύ. Κάναμε μακρινούς περίπατους κάθε μέρα πετώντας πάνω από τα τεράστια κτήματα που απλώνονταν από την πίσω μεριά του σπιτιού. Το μεσημέρι γυρνούσαμε και βλέπαμε την οικογένεια να τρώει ή χαζεύαμε την τριανταφυλλιά και το βράδυ στοιχειώναμε τα δωμάτια και κυρίως το δωμάτιο της μικρής δολοφόνου μας με ελαφριά τριξίματα στο πάτωμα ή ξυσίματα στους τοίχους. Η μικρή έδειχνε κάπως ανήσυχη και τέντωνε τα αυτιά της μα αυτό ήταν όλο. Ποτέ δεν εκλαιγε. Ο Εδμόνδος ήθελε πολύ να της κόψει τελείως το αίμα με διάφορα φρικιαστικά τεχνάσματα που μου έλεγε μα δεν τον άφηνα γιατί αν τον αφηνα θα προχωρούσε παραπέρα και μπορεί και να την σκότωνε. Ήμουν σχεδόν βεβαία για αυτό και δεν ήθελα να πεθάνει το κορίτσι. Ήταν μόνο δέκα χρονών. Όσο και να τη μισούσα, δολοφόνος δεν ήμουν όπως αυτή. Και δεν πιστεύω κανείς να με κατηγορεί για τους μικρούς θορύβους που επίτηδες προκαλούσα με σκοπό να τη φοβίσω λιγάκι. Στο κάτω κάτω φάντασμα ήμουν και κάθε φάντασμα που σέβεται την ιδιοτήτά του δεν μπορεί να κάθεται ήσυχο και βωβό.

Είμαι σίγουρη πως τόση ώρα θα απορείτε για το αν η τριανταφυλλιά είχε το ίδιο τέλος με τον Κασκαρίκ και την Ερμιέλλα γιατί θα έχετε καταλάβει πως ό, τι αποκτούσε η μικρή φόνισσα δεν κρατούσε και πολύ.

Η καταστροφή αυτού του υπέροχου κρυστάλλινου δημιουργήματος στάθηκε μια τόση δα μπαλίτσα του τένις η οποία εντελώς απρόσεχτα αντί να σταλθεί από την ρακέτα του μπαμπά στην ρακέτα της μαμάς, στάλθηκε στο κρύσταλλο της τριανταφυλλιάς. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος από κρύσταλλα που σπάζουν όλα μαζί συντάραξε το μεγάλο σπίτι. Η μικρή πετάχτηκε από το κρεβάτι της με το ροζ φαρδύ νυχτικό της και τρέχοντας προς το παράθυρο πρόλαβε κι έγινε μάρτυρας της μεγαλοπρεπούς κατάρρευσης της τριανταφυλλιάς της. Χιλιάδες χρωματιστοί κρύσταλλοι διαλύθηκαν μονομιάς ραγίζοντας από τους κραδασμούς που προκάλεσε το μπαλάκι κι έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον βγάζοντας στριγγούς τσιριχτούς ήχους και δημιουργώντας έναν ψηλό λόφο που έμοιαζε να έχει φτιαχτεί από γυάλινο χιόνι.

Η κραυγή του μικρού κοριτσιού δεν έμοιαζε με ανθρώπινη. Εφτά υπηρέτες έχασαν για πάντα την ακοή τους, τα τζάμια των γύρω σπιτιών έσπασαν σχεδόν όλα και οι δυο γονείς σφιχταγκαλιασμένοι με τρόμο στα μάτια έπαθαν νευρικό κλονισμό ο οποίος κορυφώθηκε όταν αντίκρυσαν το μοναχόπαίδι τους να βγαίνει στο μπαλκόνι και να τους σημαδεύει με το ίδιο ρεβόλβερ που ’χε σημαδέψει κι εμένα. Δυο πυροβολισμοί ακούστηκαν και έπεσαν και οι δυο άψυχοι. Και το εννοώ αυτό. Ψυχή δεν βγήκε από μέσα τους. Μου έκανε τεράστια εντύπωση αυτό το περίεργο φαινόμενο μη εξαύλωσης της ψυχής η οποία μπορούσε να σημαίνει δυο πράγματα. Ή ισόβιο εγκλωβισμό της στο σώμα ή παντελή ανυπαρξία της.

Όλα τελείωσαν εκεί. Η μικρή κάθησε κατάχαμα στο παχύ χαλί του δωματίου της, φύσηξε ψύχραιμα την κάνη του ρεβόλβερ της και μισόκλεισε χαιρέκακα τα μάτια της.

"Είδες; Είδες;; ούρλιαζε συνεχώς ο Εδμόνδος. Σκότωσε τους γονείς της! Τι παιδί είναι αυτό; Τι παιδί είναι αυτό;

Οι υπηρέτες έφυγαν αλαλιασμένοι από αυτό το φριχτό σπίτι. Μάζεψαν σε λίγες ώρες τα πραγματά τους και νυχοπατώντας σχεδόν το έσκασαν αφήνοντας το μικρό κοριτσάκι μόνο του στο τεράστιο σπίτι με τα τρία πατώματα, τα οχτώ κελάρια και τα τριαντατρία δωμάτια.

Η αλήθεια είναι πως στενοχωριόμουν να βλέπω ένα κοριτσάκι δέκα χρονών να τριγυρνά ολόμοναχο σε ένα τέτοιο σπίτι, αλλά ο Εδμόνδος ήταν καταχαρούμενος.

-Καλά να τα πάθει το βρωμόπαιδο! Καλά να τα πάθει!

Έθαψε μόνη της τους γονείς της. Αυτή ένα πλασματάκι 1,45 ύψος και τριανταπέντε κιλά βάρος σήκωνε και ξανακατέβαζε με απίστευτη σταθερότητα το βαρύ φτυάρι. Τους έθαψε δίπλα στον Εδμόνδο κι ούτε ένα δάκρυ δεν χύθηκε από τα μάτια της.

Ο Εδμόνδος θέλησε να την αποκεφαλίσει με το παλιό-αρχαίο σχεδόν-ξίφος που κρέμονταν στον τοίχο του σαλονιού. Έκανα έναν γερό καβγά μαζί του φοβεριζοντάς τον ότι έτσι κι έκανε μια τόσο ειδεχθή πράξη η ψυχή του θα φυλάκιζονταν για πάντα στη γη. Από τότε ο Εδμόνδος δεν ξανάκανε κουβέντα για ένα τέτοιο θέμα μα το σκεφτόταν αδιάκοπα. Τυραννιόταν ολόκληρος από τη φωτιά της εκδίκησης. Μισούσε τόσο πολύ τη δεκάχρονη δολοφόνο που ακόμη κι όταν την έβλεπε να τριγυρνά άπραγη και πεινασμένη από δωμάτιο σε δωμάτιο με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια, βρώμικη και εξαθλιωμένη αυτός το απολάμβανε γιατί πιο δυνατό μίσος από αυτό της εκδίκησης δεν υπάρχει.

Σε είκοσι μέρες περίπου το κοριτσάκι είχε καταντήσει μια καρικατούρα του εαυτού του. Είχε αδυνατίσει τόσο πολύ που τα ρουχαλάκια της έπλεαν επάνω της κι ήταν τόσο άβουλη που δεν έβγαινε να ψάξει για φαγητό στα γύρω σπίτια ή για φρούτα τουλάχιστον στα δέντρα του κήπου. Τα άλλοτε κόκκινα μαγουλά της είχαν αποκτήσει μια αποκρουστική νεκρική χλομάδα που τονίζονταν ακόμη περισσότερο από το ζωωδες τρομαγμένο ύφος των ματιών της. Δεν ήξερε τι να κάνει. Απλώς τριγυρνούσε από δωμάτιο σε δωμάτιο, όπως οι δικές μας ψυχές, κλαψουρίζοντας που και που, με ένα κλάμα γεμάτο τσιριχτό παράπονο. Η εικόνα της ήταν θλιβερή. Έμοιαζε να χάνει τα λογικά της μέρα με τη μέρα...


(τέλος πρώτου κεφαλαίου)

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη